Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος –
Γράφοντας το πρωί ένα άρθρο για το ανοσιούργημα που θέλει να κάνει το ΤΑΙΠΕΔ στις Θερμοπύλες, το μυαλό μου φτερούγισε προς στιγμήν στην απόφαση που πήρε, τον Αύγουστο του 480 π.Χ., ο Βασιλιάς Λεωνίδας της Σπάρτης να δώσει εκείνη τη μάχη που ήταν η μάχη της ζωής του. Και μετά πήγε σε εκείνη τη γυναίκα στο Μάτι, που κάπου διάβασα την ιστορία της.
Η φωτιά πλησίασε το σπίτι όπου έμενε αυτή η γυναίκα, που δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω το όνομά της να το αναφέρω. Τύλιξε σε βρεγμένες πετσέτες τα εγγονάκια της και τα έδιωξε στη θάλασσα, λέγοντάς τους να μη γυρίσουν πίσω, ότι κι αν γίνει, ότι κι αν ακούσουν. Η ίδια έμεινε να καεί ζωντανή μαζί με τον ανήμπορο άντρα της που δεν μπορούσε να κινηθεί.
Μία και μόνη γυναίκα, που αξίζει όμως πολύ παραπάνω από τα χιλιάδες ανθρωπάκια που στελεχώνουν τις υπηρεσίες και τις κυβερνήσεις μας. Πολύ παραπάνω από όσους έβλεπαν παράλυτοι τη φωτιά να κατεβαίνει το βουνό, χωρίς να κάνουν κάτι. Πολύ παραπάνω από τους χιλιάδες αναίσθητους εγωπαθείς, που επιδεικνύουν, με τα ακαλαίσθητα φρούρια στις παραλίες μας, τις θεόρατες μάντρες, ενίοτε και τους μπράβους τους, τον παρανόμως, ή πάντως αδίκως και αντικοινωνικώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, αποκτηθέντα πλούτο τους.
Η γυναίκα αυτή ήξερε ότι μπορούσε να σωθεί, αν και ο άντρας της θα πέθαινε αναπόφευκτα. Αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να τον αφήσει να πεθάνει μόνος του, αβοήθητος και εγκαταλελειμμένος. Ήξερε αυτό που δεν ξέρουν οι άλλοι, ότι καμιά κοινωνία δεν μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν χωρίς αγάπη και αλληλεγγύη. Αυτό ακριβώς άλλωστε συμβαίνει τώρα με την ελληνική κοινωνία.