Νίκος Καζαντζάκης,
"Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται"(απόσπασμα )
"-....Είχαμε αρχίσει στο πλούσιο το χωριό μας (,είπε ο παπα-Φώτης,) να βαραίνουμε, να πολυτρώμε και να παραφορτώνουμε την ψυχή μας με κρέατα. Ειρήνη, ασφάλεια, καλοπέραση, η σάρκα είχε θρασέψει κι είχε καταπλακώσει την ψυχή. Λέγαμε: όλα πάνε καλά, δικαιοσύνη βασιλεύει στον κόσμο, κανένας δεν πεινάει, κανένας δεν κρυώνει, κόσμος καλύτερος δεν υπάρχει. Κι ο Θεός μας λυπήθηκε -μας έστειλε τον Τούρκο που μας ξεπάτωσε, μας πέταξε στους πέντε δρόμους, αδικηθήκαμε κι είδαμε πως ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες' πεινάσαμε και κρυώσαμε, κι είδαμε πως υπάρχει πείνα και κρύο' και δίπλα από τους ανθρώπους που κρυώνουν και πεινούν -το 'δαμε κι αυτό!- άλλοι που τρων τον αβλέμονα, κι είναι πάντα αναμμένα τα τζάκια τους, και βλέπουν τους γυμνούς και πεινασμένους και γελούν. Μας άνοιξε η συφορά τα μάτια μας, είδαμε' μας άνοιξε η πείνα τα φτερά μας, ξεφύγαμε από το δίχτυ της αδικίας και της καλοπέρασης' είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε τώρα ν' αρχίσουμε μια καινούρια, πιο τίμια ζωή, δόξα σοι ο Θεός!
....Η συφορά- ας είναι καλά!- μας έκαμε όλους ίσους, όλοι γενήκαμε φτωχοί, καμιά γειτόνισσα δεν έχει πια φούρνο να ξεφουρνίσει και δεν μπορεί πια να πέσει στην αμαρτία και να μην δώσει στη γειτόνισσα που πεινάει. Ό,τι πριν ήταν δύσκολο, να η στιγμή, παιδιά μου, να γίνει! Λευτερώθηκε η ψυχή μας από τις γεμάτες κοιλιές, μπορεί να πετάξει!
Στράφηκε σ' ένα γέρο, που ακουμπισμένος στο ραβδί του αφουγκράζονταν και κουνούσε το κεφάλι.
-Ποιος μπορούσε εσένα, γέρο-Χαρίλαε ,του κάνει, πριν από τρεις μήνες να σου πάρει τ' αμπέλια και τα λιόδεντρα και τα μοιράσει στους φτωχούς; Θα τα δίνες;
- Ο Θεός να με συγχωρέσει, αποκρίθηκε ο γέρος, ποτέ! Θα 'κοβες του λόγου σου και θα μοίραζες τα χέρια σου, τα πόδια σου, τα πλεμόνια σου στους γειτόνους; Έτσι είχα και εγώ τις ελιές μου και τ΄αμπέλια.