λίγα ακόμη λόγια για το ολούθε ξένος
στον Χρήστο Μποκόρο που κατέχει τις στοιχειώδεις λέξεις
Η συλλογή διηγημάτων ολούθε ξένος είναι ένα εφταμηνίτικο, ένα πρόωρο, βιβλίο. Αλλιώς τα είχα λογαριασμένα κι αλλιώς μου ήρθαν πάλι. Τα έφεραν έτσι οι περιστάσεις κι εκδόθηκε πριν τον προγραμματισμό του. Γι’ αυτό και δεν χώρεσαν σ’ αυτό δυο-τρία ακόμη διηγήματα, που δεν είχα ούτε τον χρόνο ούτε το κουράγιο να τ’ αποσώσω.
Κι ας μη με δυσκόλεψε καθόλου η συγγραφή. Όλα τα κείμενα γράφτηκαν μονανεπνιάς. Μια κι έξω. Άλλωστε δεν υπάρχει και πολύ μυθοπλασία σ’ όλα αυτά. Οι ιστορίες μου ήταν δεδομένες. Εκείνο που με δυσκόλεψε είναι η έγνοια στα περισσότερο «ηπειρώτικα» από αυτά να μην τα βαρύνω με πραγματολογικά στοιχεία που ίσως να ήταν και χρήσιμα σε αρκετούς αλλά οπωσδήποτε θα υπονόμευαν την αφήγηση με το πληροφοριακό περιεχόμενό τους και, κυρίως, ο μεγαλύτερος παιδεμός μου ήταν να μην προδώσω την φωνή εκείνων που μετέρχονται ένα ξεχωριστό ιδίωμα, ένα ιδίωμα όμως που δεν μου είναι τόσο οικείο όσο θα ήθελα.
Και δεν μου είναι οικείο, διότι τα «ηπειρώτικα» δεν η μητρική μου λαλιά. Στις γειτονιές της Αθήνας μεγάλωσα και σ’ ένα περιβάλλον που οι ντοπιολαλιές είχαν εξοβελιστεί από την καθημερινότητα. Οι άνθρωποι την δεκαετία του ’70 έκρυβαν την καταγωγή τους κι αλλοίωναν την φωνή τους. Λίγοι αυτοπροαίρετα και πολλοί αναγκασμένοι από τον κυρίαρχο πρωτευουσιάνικο νεοπλουτισμό. Ευτυχώς όμως οι Κυριακές κι οι σχόλες μας ήσαν γεμάτες από συγγενείς και φίλους που ξέδιναν την πίεση και την καταπίεση της εβδομάδας στα μωσαϊκά. Κι όλα αυτά πολλές φορές χωρίς πικάπ! Με το στόμα. Όχι με σπασμένες λέξεις αλλά με σπασμένες φωνές. Και κοντά σ’ αυτά κάθε τόσο πολυήμερες διακοπές στα χωριά. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι. Τα έχω ξαναπεί αυτά και γίνομαι περίπου γραφικός αλλά –πώς να γίνει– πριν προκόψουμε τόσο πολύ υπήρχαν και γιορτές στις ζωές μας. Υπήρχαν επίσης παππούδες και γιαγιάδες που ή δυσπιστούσαν ή και διαισθάνονταν την καλπιά μιας ζωής που βιαζόταν να οχυρωθεί πίσω από τις ολοκαίνουργιες οικοσκευές της. Στενεύονταν πολύ οι γέροντες όταν τους φέρναμε στην Αθήνα. Σκόνταφταν σε ντουβάρια δίχως μνήμη και σε δωμάτια δίχως απόντες. Δυσκολεύονταν επιπλέον που δεν καλημερίζονταν οι άνθρωποι. Κυριολεκτικά δεν είχαν τόπο να σταθούν.