Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΕΛΑΝΤΗ*
Η πρόσφατη συνάντηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με την γερμανίδα καγκελάριο από μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί πρόβλημα. Είναι απολύτως λογικό δύο κράτη, τα οποία μάλιστα ανήκουν στην ίδια ζώνη οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως η Ε.Ε. και η ευρωζώνη, να έχουν ομαλές και κανονικές διπλωματικές σχέσεις και να μην υπάρχει ένα τείχος απομόνωσής ανάμεσά τους. Ούτε, από την άλλη πλευρά, υπήρξε θετικό υπόδειγμα μια πολιτική, όπως αυτή των προηγουμένων κυβερνήσεων, να καθορίζεται αυτή η διπλωματική γραμμή επικοινωνίας αποκλειστικά από την πρωτοβουλία και τις ανάγκες του ισχυρότερου μέρους, δηλαδή της Γερμανίας. Το ότι αυτή η συνάντηση προκλήθηκε από την ελληνική πλευρά, έστω και υπό συνθήκες οικονομικής ανάγκης και κρίσης ρευστότητας, με τον τρόπο που προκλήθηκε, δίνει μια εικόνα μεγαλύτερης ανεξαρτησίας της ελληνικής πλευράς σε σχέση με την προηγούμενη κυβερνητική διαχείριση του Αντώνη Σαμαρά. Επίσης, το γεγονός ότι τέθηκαν στο τραπέζι ζητήματα όπως η Siemensκαι οι κατοχικές αποζημιώσεις δείχνει μια προσπάθεια να τηρηθεί μια γραμμή αξιοπρέπειας . Ως εδώ τα πράγματα φαίνονται να είναι θετικά και όχι απλώς να τηρούν τα προσχήματα.
Από εδώ, όμως, αρχίζουν και τα δύσκολα ή μάλλον τα δυσκολότερα. Η τοποθέτηση του έλληνα πρωθυπουργού ότι οι
Έλληνες ευθύνονται βασικά για την
κρίση και την
μνημονιακή διαχείριση και ότι αυτό δεν πρέπει να το φορτώνουμε στους Γερμανούς ή στους λοιπούς Ευρωπαίους έχει μια έντονη
«δημιουργική ασάφεια» αν όχι μια αρνητική πολιτική σαφήνεια. Ή για να το πούμε κάπως καλύτερα, είναι από εκείνες τις φράσεις που εμπεριέχουν ταυτόχρονα μια αλήθεια και ένα ψέμα, μιλώντας με παραδοσιακότερους όρους. Είναι μια φράση, η οποία έχοντας ως εφαλτήριο μια πραγματική κατάσταση την ωθεί ή την οδηγεί προς την σύγχυση και τελικά την αναλήθεια. Ας δούμε, όμως, ποια είναι η πραγματική διάσταση και ποια η συγκαλυπτική.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ…
Είναι γεγονός ότι σε κάθε καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό υπάρχει κυρίαρχα μια εσωτερική πάλη των τάξεων. Στα πλαίσιά της, επιβάλλονται λύσεις και λαμβάνονται ορισμένες κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες πάντως αλληλοτροφοδοτούνται με το διεθνές πλαίσιο και την διεθνή πολιτική. Μπορούμε να δεχτούμε ότι η εσωτερική πάλη των τάξεων έχει μεθοδολογικά μια προτεραιότητααπέναντι στην διεθνή εξάρτηση και στην διεθνή ταξική πάλη. Αν είναι έτσι-τουλάχιστον κατά το θεωρητικό υπόδειγμα- , η υπερχρέωση, η απάντηση στην υπερχρέωση και οι πολιτικές λιτότητας είναι επιλογές του ελληνικού αστισμού που δεν του επιβλήθηκαν από τον ξένο παράγοντα ή πάντως δεν του επιβλήθηκαν με τον τρόπο και την ποιότητα μιας εξωτερικής κατοχής.