Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

«Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος» Τα πεζά του ποιητή Νίκου Καρούζου

Α’

Οι ποιητές, διασώζουν στα γραπτά τους κείμενα μια βαθιά αίσθηση του κόσμου αλλά και της γλώσσας που γράφουν . Γι’ αυτό τα δοκίμια ποιητών όπως του Ν. Καρούζου, ή του Γ. Σεφέρη, ή του Ο. Ελύτη μας ενδιαφέρουν γνωστικά και μας γοητεύουν αισθητικά.
Από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, το 1993, εκδόθηκαν το σύντομο δοκίμιο του Ν. Καρούζου «Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο» και το 2010 η εκτενέστερη και πληρέστερη συλλογή, σε φιλολογική επιμέλεια της Ελισάβετ Λαλουδάκη με τον τίτλο «Πεζά κείμενα». 

Στο πρώτο βραχύβιο δοκίμιο, που γράφτηκε το 1966, ο κόσμος ερμηνεύεται ως προέκταση μίας πραγματικότητας που τον ξεπερνά. Ο άνθρωπος αναζητεί το Ιερό ώστε «κάθε θρησκεία είναι κι από ένα βαθύ δικαίωμα της ανυποταξίας του ζώντος θεού»[1]. Σε αυτή του την προσπάθεια η ποίηση έρχεται ως αρωγός και συμπαραστάτης καθώς η ποίηση «χαρίζει την ολοκληρία της γλώσσας, μ’ άλλα λόγια την άναρχη οντότητα της γλώσσας εσχατικά του μύθου»[2], ενώ η θρησκεία «συνεχόμενο προς την ποίηση λειτούργημα » μας «χαρίζει τη μυθική ολοκληρία της γλώσσας»[3].

Ο Καρούζος ταυτίζει ελευθερία και θρησκεία, ελευθερία και πίστη ενώ «στη νύχτα της υπάρξεως, και ο προφήτης και ο ποιητής, όργανα λεπτότατα του φωτός, ταυτόσημα εξεργάζονται την απροσμέτρητη οδύνη, που συνειδηταίνει και το φως, που φανερώνει πως ακόμη και το φως είναι μύθος. Ο θεός, αλήθεια, είναι πιο νυχτερινός κι απ’ τη νύχτα, πιο λέξη από κάθε λέξη, περ’ απ’ τις λέξεις όλες, περ’ από κάθε φως»[4]. Η αναζήτηση του Ιερού, της θεότητας, της αγιότητας τελικά «είναι ο βαθύτερος πραγματισμός της υπάρξεως, η βαθύτερη χρήση της ελευθερίας, το εσώτατο κίνητρο, που κατευθύνει στην κλίμακα των απελευθερώσεων έως το θάνατο και τη θέωση. Ο άνθρωπος ακαταμάχητα θέλει το ύψος, εκείνο που τον λυτρώνει απ’ τις αμέτρητες αιχμαλωσίες του αποτελέσματος και του χαρίζει την ποθούμενη και γι’ αυτό τόσο ρεαλιστική αυτοβεβαίωση. Άρα, λοιπόν, η μεταφυσική αντίληψη δεν είναι παρανόηση της φυσικότητας, μα είναι η αποκορύφωση της φυσικότητας, η δύναμη που κάνει κατόρθωμα τη φυσικότητα και που χωρίς τη λειτουργία της η φυσικότητα σκλαβώνει τον άνθρωπο»[5].

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Ποίηση και Αγιολογία

Γιώργος Βαρθαλίτης
Η αγιολογική λογοτεχνία είναι, βέβαια, απότοκος του Χριστιανισμού. Ο βυζαντινός (και ο δυτικός) μεσαίωνας καλλιέργησε αυτή τη νέα μορφή λογοτεχνίας, που άλλοτε περπατάει πεζά κι άλλοτε μετεωρίζεται με τα φτερά του ποιητικού ρυθμού. Αγαπημένο αγάγνωσμα των Βυζαντινών τα συναξάρια, οι βίοι των Αγίων. Αν μου ζητούσαν να βρω ένα αντίστοιχο για τις Χίλιες και μια Νύχτες στο Βυζάντιο, θα έλεγα ανεπιφύλακτα τους βίους έτσι όπως τους ανέπλασε ο Συμεών ο Μεταφραστής. Η αγιογραφική πεζογραφία στη ζωή του Βυζαντινού είχε ανάλογη θέση με αυτή που στη ζωή του ανθρώπου της δικής μας εποχής έχει το μυθιστόρημα ή ο κινηματογράφος κι οι παραφυάδες τους. Η αγιολογία δεν περιορίζεται όμως στα συναξάρια. Ξεχειλίζει, θα έλεγες, και εμποτίζει και τις πιο “επίσημες” μορφές του βυζαντινού πεζού λόγου: τη χρονογραφία, ακόμα και την ιστοριογραφία.
   Όσο για την αγιολογική υμνογραφία και ποίηση, αναρίθμητοι είναι οι κανόνες, τα  τροπάρια και τα επιγράμματα, που αφιερώνονται στους Αγίους.
    Η αγιολογική λογοτεχνία όμως δεν περιορίζεται μόνο στον Μεσαίωνα. Είναι συστατικό στοιχείο σύνολου του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αναφέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα: Τα πάμπολα αγιολογικά ποιήματα του Ρίλκε ( Ένας Στηλίτης, Άγιος Γεώργιος) και το αγιολογιό μυθιστόρημα του Franz Werfel Το Τραγούδι της Βερναδέττης (που έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο με την Jennifer Jones). Δεν θα ήταν άστοχο να αναφέρω εδώ και Τον Φτωχούλη του Θεού του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη, επίσης μεταφερμένο και στον κινηματογράφο.
     Θα άξιζε να κάνουμε μιαν επισκόπηση στην νεοελληνική αγιολογική Μούσα. Τα παραδείγματα στους παλιότερους ποιητές είναι πολλά. Ας μνημονεύσω το Ιωάννη Πολέμη, που η μνεία του ονόματός του ίσως προκάλεσει θυμηδία σε κάποιους. Ο Πολέμης δεν έχει τη σπίθα της ιδιοφυίας, υπήρξεν όμως καλός ποιητής, που υπηρέτησε ευσυνείδητα το λόγο. Μακάρι και σήμερα να είχαμε έστω έναν Πολέμη. Παραθέτω τον Ιγνάτιο:

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Θεοφάνεια «Επι πάγου»*



Ιωσήφ Ροηλίδης

Γιορτή των Θεοφανείων στον Δήμο του Espoo, πλάι στο Ελσίνκι. Παρόλο που είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή, δεν μπόρεσα να την χρησιμοποιήσω για να αποτυπώσω την ομορφιά της εκκλησιαστικής ακολουθίας: κάτι τέτοιες στιγμές ομορφιάς δεν αποτυπώνονται σε φιλμ. Είναι σαν τις εικόνες που αποτυπώνονται με πολλή δυσκολία είτε πάνω στο ξύλο είτε πάνω σε χαρτί. Θα προσπαθήσω λοιπόν να διαζωγραφίσω την γιορτή με τις λέξεις.
 
Η λειτουργία δεν έγινε στην ενοριακή εκκλησία μας, αλλά σε μια άλλη περιοχή, παραθαλάσσια, σε μια κατασκήνωση του δήμου όπου ζούμε, στην οποία έχει κτιστεί ένα παρεκλήσι: δεν έχει κτιστεί ως ορθόδοξο, αλλά είναι τόσο όμορφο ως κτίσμα, που με σιγουριά θα το πρότεινα ως ορθόδοξο εκκλησάκι: ένα πολύ μοντέρνο, ξύλινο κτίσμα, με ένα πολύ όμορφο εσωτερικό, που αν το γέμιζες με εικόνες έφτιαχνες ένα όμορφο ορθόδοξο εκκλησάκι. Είχαν μεταφέρει εικόνες και όλα τα χρειώδη και το μικρό κτίσμα είχε μεταμορφωθεί σε ορθόδοξο παρεκκλήσι για την ημέρα. Μικρά μανουάλια (αυτά, μου έχουν πει πως προέρχονται από την Ελλάδα – είναι από αυτά που εμείς πετάξα- με έξω από τις εκκλησιές μας) και πολλά κεριά συμπλήρωναν την εικόνα. Όλα γύρω ένα απέραντο δάσος που κατέβαινε ως την παραλία.
 
Ο καιρός συννεφιασμένος μ’ ένα λευκό χρώμα διάχυτο παντού. Τα πάντα χιονισμένα, χιόνιζε συνέχεια ελαφρά, και η θερμοκρασία –6 βαθμοί κελσίου. Ο κόλπος που απλωνόταν μπροστά στην εκκλησία ένα απέραντο λευκό: παγωμένος και λευκός με το χιόνι πάνω του, με ένα γύρω τα δασωμένα νησάκια να κλείνουν την θέα.
 
Το εκκλησάκι γεμάτο. Ο παπάς και ο διάκος με τα πολλά παπαδάκια στο ιερό, που σχηματιζόταν από δύο εικόνες – Χριστός, Παναγία – σε βάσεις μπροστά στην αγία τράπεζα. Ο χορός πλήρης. Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, και ο παπάς διάβασε ημιφώνως τις ευχές της αναφοράς. Όλη η λειτουργία ακριβής μετάφραση από τα ελληνικά.
 
Είχα διαρκώς την αίσθηση της κοινότητας. είμασταν εδώ για ένα μεγάλο γεγονός. Μετά το ευαγγέλιο μίλησε ο παπάς για την θεοφάνεια. Το «πάτερ ημών» απαγγέλθηκε στα φινλανδικά, σουηδικά, εσθονικά, και ρώσικα, και στο τέλος το απήγγειλα στα ελληνικά. Κοινώνησαν σχεδόν όλοι: ο παπάς κοινωνούσε, με την ευχή «μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού (τάδε)...» (πάντα έτσι γίνεται) και ο διάκονος μαζί με το μεγαλύτερο παπαδάκι βοηθούσαν δίπλα του. Όταν κοινώνησε και ο τελευταίος, ακούσαμε το «είδομεν το φως το αληθινόν...».

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

"Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη", Κώστα Βάρναλη




Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους...


Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!

Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυται εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.

Ἐκρύωνεν. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον τοῦ κυρ-Γιάννη τοῦ Ἀγκιστριώτη ἦτο κλειστόν. Ἀλλὰ καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε νὰ παραγγείλει:

- Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ἕνα ποτηράκι ῥακὴ ἢ ῥώμι).

Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν. Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν διὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μέγα κρῖμα τῆς νεότητός του, ποὺ εἶδε τυχαίως ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπαν τὴν νεαράν του ἐξαδέλφην νὰ γδύνεται.

Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐσκεπάσθη μὲ τὴν διάτρητον βατανίαν του, ὅπως ἦτο ντυμένος καὶ μὲ τὰ ὑποδήματα - πλὴν τοῦ ἀριστεροῦ.

Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Ένα αληθινό περιστατικό, κάποια Χριστούγεννα)...

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, άτομα κάθονται, άτομα παίζουν μουσικά όργανα και γένι

(Ένα αληθινό περιστατικό, κάποια Χριστούγεννα)...

''Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου (Στὰμ Στὰμ) δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος στο πολυτονικό της καθαρεύουσας, όπως τον κατέγραψε Στ. Σταματίου:

«-Κι᾿ αὐτὰ τί νὰ τὰ κάμω; Δὲν τὰ θέλετε;

Καὶ μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πὼς ἦταν πιστοποιητικὰ ἀπορίας.

–Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δὲν μᾶς χρειάζονται.

Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτὸς νὰ φύγῃ, ξαναγύρισε.

–Τότε ἀφοῦ δὲν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγὼ μὲ τί δικαίωμα θὰ πληρωθῶ;

–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.

–Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.

–Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!...

–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε.

Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.

–Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.

–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων... καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;

–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

–Ο ἴδιος;

–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!

Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!... Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!...

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Ο επαναστατημένος Χριστός

Του Θεόφιλου Φραγκόπουλου

Τα βράδια, την ώρα που ξυπνάνε τα παράθυρα 
και βγαίνουν στις κορφές των σπιτιών 
τα φώτα της προσμονής, 
σε συνοικίες λαϊκές, 
του κουρασμένου πατέρα που πλένει απ' τα χέρια του 
τον κάματο και την πονηριά της μέρας 
και μπαίνει στο δωμάτιο με τα κοιμισμένα παιδιά 
και το τρεμάμενο χαμόγελο της μάνας τους, 
κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησιές 
που τον βαστούσαν φυλακισμένο, 
κατεβαίνει ο Χριστός
 με ένα τσιγάρο στο αυτί, 
με τραγιάσκα ψαρά 
και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής, 
και κοιτά τα σπίτια τούτων εδώ των φτωχών 
χαμογελώντας. 

ΙΙ
Οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε. 
Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους 
και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο 
ή παρακολουθούν αυτούς που παίζουν τρίλιζα 
με τ' όπλο ανάμεσα στα δυο τους πόδια 
σε μια γωνιά του οδοφράγματος. 
Δεν είναι όμορφες οι συνοικίες. 
Δεν είναι όμορφη η επανάσταση. 
Κι όταν νικάνε, γίνονται και τούτοι αντιπαθείς 
σαν όλους τους άλλους. 

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Αθήνα - Το καμαράκι του Παπαδιαμάντη

Μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό καμαράκι φιλοξενούσε για λίγα χρόνια ο καλόγερος Νήφων τον Παπαδιαμάντη.
Ο Παπαδιαμάντης έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Έμενε συνήθως σε ενοικιαζόμενα δωματιάκια εντός αυλής, στα οποία στεγάζονταν και άλλες οικογένειες. Ήταν τόσο κακές οι συνθήκες διαμονής του, που μια νύχτα λίγο έλειψε να σκοτωθεί όταν κατέρρευσε από τη δυνατή βροχή η στέγη ενός παλιόσπιτου που νοίκιαζε στην οδό Αριστοφάνους 18.

Δεν είχε χαρτί να γράψει

Δυσκολευόμενος να πληρώσει το νοίκι και με κακή κατάσταση υγείας κατέφυγε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 στον ναό των Αγίων Αναργύρων στου Ψυρρή, όπου δούλευε ως νεωκόρος ο καλόγερος Νήφων, ο οποίος καταγόταν από τη Σκιάθο και ήταν παιδικός του φίλος. Ο Νήφων τού προσέφερε φιλοξενία στο ίδιο καμαράκι που κοιμόταν και ο ίδιος στον περίβολο της εκκλησίας.
Ο Παπαδιαμάντης έμεινε αρκετά χρόνια σ’ εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο, που έμοιαζε με λαγούμι. Παρόλο που αυτός και ο Νήφων ήταν εξαιρετικά ολιγαρκείς, πρέπει να υπέφεραν από την υγρασία και το στρίμωγμα. Λέγεται, μάλιστα, ότι εκεί έγραψε μεγάλο μέρος της «Φόνισσας».
Ο Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906, όπως τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας.
Ο Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906, όπως τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας.
Ούτε χαρτί δεν είχε να γράψει και ευτυχώς που του έδινε χαρτοσακούλες ένας Τριπολιτσιώτης ταβερνομπακάλης, που τον έλεγαν Καχριμάνη και είχε το μαγαζί του στου Ψυρρή, λίγα μέτρα παρακάτω από τους Αγίους Αναργύρους. Έκοβε ο Παπαδιαμάντης τις σακούλες σε ορθογώνιο σχήμα και έβγαζε από αυτές φύλλα χαρτιού, επάνω στα οποία έγραφε τα διηγήματά του.
Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια έτρωγε σχεδόν κάθε μέρα στην ταβέρνα του Καχριμάνη, του οποίου συχνά έπλεκε το εγκώμιο, σαν να επρόκειτο για κάποια ξεχωριστή προσωπικότητα. Τον θεωρούσε άνθρωπο του Θεού επειδή του έδινε χαρτί για να γράφει. Χωρίς εκείνον τον ευλογημένο ταβερνιάρη ποιος ξέρει πόσα από τα έργα του Παπαδιαμάντη δεν θα έβλεπαν το φως.
Τα παραπάνω και πολλά ακόμα περιστατικά από τη ζωή του Παπαδιαμάντη μάς τα διηγιόταν ο ιερέας των Αγίων Αναργύρων Παναγιώτης Μπεκιάρης. Πηγαίναμε αρκετά συχνά στον ναό για να βάλουμε ένα κερί και να ακούσουμε ιστορίες για τον ταπεινό συγγραφέα και την παλιά Αθήνα.

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Τά Χριστούγεννα ενός αγοριού - Φ.Ντοστογιέφσκι



Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας δεν θα μπορούσε να παραλείψει από το συγγραφικό του έργο το παιδί και τα Χριστούγεννα. Άλλωστε είναι γνωστή η μεγάλη ευαισθησία του στα μικρά παιδιά, στα πονεμένα και πεινασμένα παιδιά που τριγυρνούσαν στους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης εγκαταλελειμμένα απ' τους μέθυσους και δυσκολεμένους  γονείς τους. Αυτά τα παιδιά αυτές τις άγιες μέρες έρχονταν στο νου του Ντοστογιέφσκι που προσπαθούσε να τα βοηθήσει με άλλους γνωστούς και δυνατούς ανθρώπους της εποχής του στα ιδρύματα που ζούσαν ή όπου αλλού. Θυμάμαι στους "Αδελφούς Καραμάζωφ" που γράφει κάπου πως έχει αποτύχει ολόκληρη η δημιουργία όταν δακρύζει ένα παιδί. Γι αυτά τα παιδιά έγραψε και τα παρακάτω διηγήματα: 



ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΒΣΚΙ - ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΓΟΡΙΟΥ 
  
Ι. ΤΟ ΑΓΟΡΙ «ΜΕ ΤΟ ΑΠΛΩΜΕΝΟ ΧΕΡΙ»
 


Τα παιδιά είναι κόσμος παράξενος, κοιμούνται κι ονειρεύονται. Πριν από τα Χριστούγεννα, αλλά και στη διάρκεια των Χριστουγέννων, συναντούσα συνεχώς στο δρόμο, σε συγκεκριμένο σημείο, ένα αγοράκι όχι μεγαλύτερο από εφτά χρονών. Μέσα στην τρομερή παγωνιά ήταν ντυμένο σχεδόν καλοκαιρινά, αλλά ο λαιμός του, πάντα τυλιγμένος με ένα κουρέλι, έδειχνε ότι κάποιος, παρ' όλα αυτά, το είχε φροντίσει πριν το στείλει έξω. Κυκλοφορούσε «με το χέρι απλωμένο». Ο όρος είναι τυπικός, και σημαίνει «ζητιανεύω». Τον επινόησαν αγόρια σαν κι αυτό. Υπάρχουν πλήθος από αυτά τα
  παιδιά,   που   στριφογυρνούν   στα   πόδια   μας   και   επαναλαμβάνουν   δυνατά  κάποιες αποστηθισμένες φράσεις. Όμως, τούτο το μικρό δε φώναζε, μιλούσε αθώα, ασυνήθιστα θα έλεγα, και με κοιτούσε με εμπιστοσύνη στα μάτια θα πρέπει να ήταν καινούριο στο επάγγελμα. Στην ερώτησή μου απάντησε ότι έχει μια αδελφή, που είναι άνεργη και άρρωστη. Μπορεί να ήταν κι έτσι. Έμαθα ωστόσο αργότερα ότι αγοράκια σαν κι αυτό υπάρχουν κοπάδια ολόκληρα: τα στέλνουν «με το χέρι απλωμένο», ακόμα και στη χειρότερη παγωνιά, κι είναι σίγουρο πως, αν δε μαζέψουν τίποτα, τα περιμένει ξυλοδαρμός. Έχοντας συγκεντρώσει μερικές δεκάρες, ένα τέτοιο αγόρι θα επιστρέψει με κόκκινα, κοκαλιασμένα δάχτυλα σε κάποιο υπόγειο, όπου θα μεθοκοπάει μια συμμορία ακαμάτηδων, από τους ίδιους εκείνους που «απεργώντας στη φάμπρικα Σάββατο προς Κυριακή επιστρέφουν στη δουλειά όχι νωρίτερα από Τετάρτη βράδυ». Εκεί, στα υπόγεια, μεθοκοπάνε μαζί τους οι πεινασμένες και δαρμένες γυναίκες τους, κι εκεί κατουριούνται τα πεινασμένα μωρά τους. Βότκα και βρόμα και ακολασία, αλλά κυρίως βότκα. Με τις δεκάρες που μάζεψε, στέλνουν και πάλι το αγοράκι έξω, στο καπηλειό, να φέρει κι άλλο ποτό. Για να διασκεδάσουν μάλιστα, του ρίχνουν καμιά φορά κι αυτουνού στο στόμα ένα ποτηράκι, χασκογελώντας όταν με κομμένη την ανάσα θα σωριαστεί σχεδόν αναίσθητο στο πάτωμα.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Το Χριστόψωμο

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς   με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο Διήγημα Πρωτότυπον. Παρέμεινε ξεχασμένο έως τα Χριστούγεννα του 1941, οπότε παρουσιάσθηκε προλογισμένο και υπομνηματισμένο από τον φιλόλογο Γεώργιο Βαλέτα στο περιοδικό Νέα Εστία.
    Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλοτε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.
    Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας
μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.
    Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.
    Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.