Του Περικλή Κοροβέση
Ξέρω αρκετούς που πέρασαν μαύρα Χριστούγεννα. Τίποτα πρωτότυπο. Όλοι ξέρουμε κάποιους, ανθρώπους σαν κι εμάς, που βρέθηκαν στον δρόμο χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτα. Και αυτοί οι άνθρωποι είναι το πιο σίγουρο μέλλον μας. Εκτός από ελάχιστους που ποτέ δεν παθαίνουν τίποτα, όλοι οι υπόλοιποι ζούμε επικίνδυνα. Ο,τι έχει συμβεί στον διπλανό μας είναι προειδοποίηση για το τι μπορεί να συμβεί αύριο και σε μας. Και η φωταγωγία της πόλης, μέρες γιορτών βλέπετε, μοιάζει χλευασμός. Και επί πλέον έχουμε και εκατομμυριούχους βουλευτές της Αριστεράς. Εντάξει, τα χρήματα μπορεί να προέρχονται από οικογενειακή περιουσία ή από κάποια καλή δουλειά. Ουδέν πρόβλημα από αυτήν την πλευρά. Το θέμα είναι ηθικό. Έχεις χρήματα, είσαι αριστερός, και μάλιστα ηγέτης, τι τα κάνεις;
Θα μπορούσαν να πήγαιναν σε ένα κοινωφελές έργο. Από ιατρεία, συσσίτια, στέγη γι’ αυτούς που δεν έχουν τίποτα ή ακόμα να εξασφαλίσουν ένα μικρό μισθό για τα λίγα ΜΜΕ της Αριστεράς. Και αυτοί να ζήσουν άνετα και αξιοπρεπώς. Και πάλι καμιά αντίρρηση από έναν άνθρωπο που ζει πολύ πιο κάτω από το όριο της φτώχειας και είναι ευτυχής με τη ζωή του. Ποιο είναι το μυστικό μου; Χρονιάρες μέρες, ας μιλήσουμε λίγο πιο προσωπικά, σαν κάποια εξομολόγηση που θα κρατήσει μυστικά τα προσωπικά σου δεδομένα. Είναι το δύσκολο ταξίδι στα βάθη του εαυτού σου, να βρεις ποιος είσαι, και να ξεσκίσεις την ταυτότητα που σου έδωσαν η οικογένεια, το σχολείο και η κοινωνία.
Υπάρχει πάρα πολύς κόσμος που έχει δουλέψει για σένα. Δεν είμαστε μόνοι. Μας υποχρέωσαν να είμαστε μόνοι, για να πειστούμε πως είμαστε ανήμποροι. Και όμως εγώ έχω κάνει συντροφιά, σε νύχτες άγριες και απελπισμένες, με μεγάλες κυρίες που ήρθαν στο υπόγειό μου πρόθυμες, χωρίς κόνξες. Και μου έδωσαν ό,τι καλύτερο είχαν. Τη φωνή τους και την ψυχή τους. Μιλάω για την Παπαγκίκα, τη Νίνου, την Μπέλλου, έτσι μιλάω ενδεικτικά, υπάρχουν ακόμα πολλά ονόματα, γατί πίσω από κάθε δίσκο υπάρχει ένας άνθρωπος. Για ποιον τραγούδησαν; Ανάμεσά τους είμαστε κι εγώ και ο καθένας που θέλει να φύγει από τη μιζέρια του, την απόλυτη φυλακή που του επέβαλε η κοινωνία, και αυτές οι φωνές είναι το κλειδί για να ανοίξεις το μπουντρούμι σου και να αποδράσεις. Να βγεις στο ανοιχτό πέλαγος.
Υπάρχουν ακόμα και οι αντρικές φωνές. Ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, ανά πάσα στιγμή μου κάνουνε παρέα. Είναι συγκάτοικοί μου, αθόρυβοι, φτάνει να απλώσω εγώ το χεράκι μου, να τους βγάλω από το ράφι, και με ένα διάβασμα αυτοί ζωντανεύουν. Δεν δείχνουν κανέναν ανταγωνισμό αν διαβάζω νεότερους, όπως π.χ. Σέξπιρ, Μολιέρο, Ιψεν, Στρίντμπεργκ ή Ο ’Νιλ. Δεν είναι ανταγωνιστικοί, όπως ο γείτονάς μου που θεωρεί δικαίωμά του να αδειάζει τις στάχτες των τσιγάρων από το αυτοκίνητό του μπροστά από την πόρτα μου, και επί πλέον να με καθοδηγεί, για τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ μια ολόκληρη ζωή ήταν βαθιά χωμένος στο ΠΑΣΟΚ.