Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Ὁ Φώτης Κόντογλου γιὰ τὰ Χριστούγεννα


Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»

Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.
 
Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει: «Ἁγίω Πνεύματι πάσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τὴ τριαδικὴ μονάδι, ἱεροκρυφίως».
 
Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατακαρπὸς ἐν τῷ οἴκω τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ....
ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».
 

Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴν εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ...
 πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἑξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὠδήγησαν καὶ ἤγαγον μὲ εἰς ὅρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».
Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται ἠμίν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατί ὅλα θὰ τὰ γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ζωοδότης.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Έλληνες και Τούρκοι/ από Φώτης Κόντογλου

Τον καιρό που φανερωθήκανε οι Τούρκοι στη Μικρά Ασία ήτανε μια μικρή φυλή. Για να πληθύνουνε πιάσανε και αλλαξοπιστούσανε τους ντόπιους, που οι περισσότεροι ήτανε Έλληνες. Μ’ αυτόν τον διαβολικό τρόπο, που λένε πως τον σοφίστηκε ένα ιμάμης, γινήκανε ένα μεγάλο έθνος. Αλλά αυτός ο τεχνητός τρόπος για να πληθαίνουνε έπαψε κάποτε και πιάσανε πάλι να λιγοστεύουνε. Ο Γερμανός καθηγητής Krumbacher γράφει πως όσον καιρό η Τουρκία θρεφότανε από τους λαούς που είχε σκλαβώσει κι από τα πλούτη που ήτανε μαζεμένα επί αιώνες, μεγάλωνε και δυνάμωνε, ως που έγινε ο φόβος της Ευρώπης. Αλλά σαν περάσανε πια εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια άρχισε να πίνει το δικό της αίμα, που δεν μπαίνει στη θέση του με τίποτα.
Μ’ όλο που είχανε χαρέμια με πολλές γυναίκες και μ’ όλο που ήταν αφέντες σ’ αυτή τη χώρα, ολοένα κατρακυλούσανε, αντί να πάνε μπροστά, Σ’ αυτό συνέργησε πολύ η αδιάκοπη και πολύχρονη στρατολογία, μα περισσότερο η παρά φύση ασωτεία κι ο εκφυλισμός ήταν η αιτία που αραίωνε ολοένα ο τούρκικος πληθυσμός, βάλε και
την κακή διοίκηση, μ’ όλο που την ίδια διοίκηση είχανε και οι Έλληνες ραγιάδες και μάλιστα πολύ χειρότερη.
Ο Έλληνας αντέχει πολύ περισσότερο από τον Τούρκο, γιατί έχει περισσότερη ζωή μέσα του κι η εξυπνάδα του τον δυναμώνει, το πνεύμα του τον στερεώνει, η εργατικότητά του κάνει τη ζωή του πιο ευχάριστη κι αυτόν ανοιχτόκαρδο και αισιόδοξο. Ενώ ο Τούρκος έχει πολλά καλά, είναι καλοκάγαθος, απλοϊκός και φιλόξενος, σαν δεν τον έχει πιάσει ο φανατισμός, που τον κάνει από πρόβατο θεριό, αλλά είναι βαρύς και αδιάφορος, δεν αγαπά τη δουλειά, δεν έχει το κέφι που έχει ο Έλληνας, κι αυτή η φυσική νωθρότητά του χειροτερεύει από την πίστη που έχει στο «κισμέτ», στο γραφτό κι έτσι κι η λίγη δραστηριότητά του χάνεται ολότελα.
Οι Τούρκοι δεν αγαπούνε τη θάλασσα, τη θαλασσινή ζωή και το εμπόριο, γι αυτό φεύγουνε από τη ακροθαλασσιά και τραβάνε παραμέσα στη στεριά. Ενώ οι Έλληνες κατοικούσανε οι περισσότεροι κοντά στη θάλασσα και κάνανε το εμπόριο με τα καράβια, πηγαίνοντας μέχρι το Μισίρι, τη Ρουμανία, τη Ρουσία, το Τριέστι και τη Μαρσίλια. Κοντά στο εμπόριο οι Έλληνες είχανε στα χέρια τους όλες τις τέχνες και κάθε επιχείρηση.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Η μαγεία του μοντερνισμού του Φώτη Κόντογλου (β’ μέρος)

(Φράγκοι και Έλληνες)

Από την συνάντηση Ρωμιών και άλλων λαών προέκυψαν πολύ όμορφες ιστορίες.Μαζί με τα πάθη των Ελλήνων, ανακατωμένα και ζυμωμένα ιδιότροπα μαζίτους, έρχονται και τα πάθη των Φράγκων. Μέσα στο «μύθο» ωστόσο του Κόντογλου, πρέπει να πούμε ότι οι δυτικοί απομυθοποιούνται και γίνονται πιο οικείοι. Ως γνωστόν, οι σταυροφόροι που έφθασαν στην Ελλάδα ήταν απλοί τυχοδιώκτες, ένας συρφετόςαπό κάθε λογής άσωτους και περιφερομένους αχρείους, μαζί με φτωχούς, που, εκτόςαπό την όποια τους επιθυμίαν υπερασπιστούν την πίστη, διακρίνονταν και για τηναπληστία τους, την μεγάλη τους φιλοδοξία. Όλοι αυτοί άκουσαν καλά τη φωνή του Πάπα: «η γη σας δεν είναι αρκετή να σας θρέψει, πηγαίνετε να κατακτήσετε». Πολύαπέχουν, όπως και να είναι, οι Φράγκοι αυτοί, από τον τύπο του πρώιμου ορθολογιστή, του μεθοδικά σχολαστικού, του νοησιαρχικού τύπου, που αντιπροσωπεύει ο «δυτικός» της καθωσπρέπει ιστοριογραφίας. Περισσότερο ο Κόντογλου έχει στο νου, ως άξιος ποιητάρης, τον ιππότη και τον τροβαδούρο. Υπάρχει άλλωστε στ’ αλήθεια κάτι που να ενώνει τον Θωμά Ακινάτη με τον Θερβάντες, τον ορθολογισμό με την Αναγέννηση; Φτάνοντας, όπως και να είναι, μακριά, τούτοι οι Φράγκοι υφίστανται ένα συμβολικό είδος «θανάτου», αποπροσανατολίζονται, χάνουν τον όποιο εαυτό κουβαλούν, αναπτύσσουν μια εντελώς ιδιαίτερη παθολογία: την αντιμετώπιση της κατάκτησης ως «ιεραποστολής», αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Δεν βρίσκουν πουθενά γαλήνη, κάτιτους ξεσηκώνει διαρκώς, βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό, μονίμως ετοιμοπόλεμοι, ξεσαλωμένοι. Εύκολα μάλιστα γίνονται ακόμη περισσότερο αχρείοι, μόνο και μόνο για να εκδικηθούν ασυνείδητα τον ίδιο τους τον εαυτό, την απληστία τους.

Περαιτέρω, η ταυτότητα του «Φράγκου», που εγκαθίσταται στην κατακερματισμένη Ελλάδα, με τα αμέτρητα φέουδα, βαφτισμένα σε βασίλεια, δουκάτα, πριγκιπάτα κλπ, αρχίζει να κλονίζεται ακόμη περισσότερο. Ένας Φράγκος, που ζει λ.χ. δεκαετίες στο Μοριά, με το τόσοόμορφο τοπίο του, την στρατηγική, κομβική του θέση, την ισχυρή πολιτιστική παράδοσηκ.λ.π., ριζώνει παράξενα στα ξένα εδάφη, που πια τον στοιχειώνουν. Στο μεταξύ των πολιτισμικών ταυτοτήτων, μη μπορώντας να θυμηθεί ποιος ακριβώς είναι, θαμπωμένος απότον γύρω κόσμο, εν τέλει απομένει αυτός και η ψυχή του. Γίνεται καλός ή κακός, πατέρας ή δυνάστης, ανάλογα με το τι του υπαγορεύει μονάχα η καρδιά του.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Η μαγεία του μοντερνισμού του Φώτη Κόντογλου

(Μέρος Α, Τα Πάθη της Δημητσάνας)
από
Ένα από τα πλέον όμορφα βιβλία του νεώτερου μεγάλου δασκάλου του Γένους μας, του Φώτη Κόντογλου, είναι τα «Ταξίδια» (1928), όπου ο νέος ακόμη ξεριζωμένος Μικρότατης  παρουσιάζει μερικούς από τους πιο «σημαδιακούς» τόπους του ελληνισμού. Παντού κυριαρχεί η λαχτάρα του να ανακαλύψει, να μάθει, να χαρεί την ομορφιά της φύσης και των ανθρώπων. Η αφήγησή του, και καθώς μάλιστα έχει προηγηθεί το περίφημο «Συναξάρι του αϊ-Γιώργη του Χιοπολίτη», είναι πιο ζεστή και γλαφυρή, καθώς ήδη φαίνεται ότι έχει ανακαλύψει την έννοια του «καρδιακού κέντρου». Με άλλα λόγια, δεν τον ενδιαφέρει καθόλου να διαπιστώσει τι «εντύπωση» κάνει στον ατομικό του ψυχισμό ο ένας ή ο άλλος τόπος, με την μοντερνιστική έννοια της «εντύπωσης» – ο δικός του μοντερνισμός είναι πολύ διαφορετικός. «Εντύπωση», σε ό,τι αφορά την αφήγηση του Προυστ, της Γουλφ κλπ, σημαίνει αυτό που προσλαμβάνει το άχρονο καρτεσιανό υποκείμενο, το «ego», ανεξάρτητα από το «πράγμα καθεαυτό».  Ενδιαφέρει μόνο το πράγμα ως «φαινόμενο». Η πρόσβαση στον ίδιο τον κόσμο αντικειμενικά, καθώς καταρρέει μάλιστα η δυτική «ratio», θεωρείται αδύνατη, τα πάντα μεταβάλλονται στη Δύση σε απόλυτο υποκειμενισμό.
Ο Κόντογλου όμως ζητά να αφουγκραστεί τον αντικειμενικό τόπο, θέλει να αφήσει την όποια περιοχή να «αλλοιώσει» (υπάρχει η πατερική   έννοια της «αλλοίωσης») την ψυχή του, να την μεταμορφώσει εσωτερικά. Μετά από την περιήγησή του, θα φύγει διαφορετικός. Θα διαλέξουμε, για να το καταστήσουμε αυτό σαφές, ένα από τα πολλά μέρη που περιγράφει ο νέος προφήτης του ελληνισμού, την Δημητσάνα, ιστορικό χωριό, για το οποίο ευθύς εξαρχής λέγει τα εξής: «είναι ένα μέρος που το συμπαθά ο ξένος σα να ’ναι πατρίδα του… Μόλο που βρίσκεται πάνω στα βουνά, η όψη της είναι πολύ ήμερη. Το χαμοβούνι που ’ναι χτισμένο το  χωριό κι όλα ολοτρόγυρα μοιάζουνε στο χρώμα σα σπιτίσο ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Η περιγραφή πολύ απέχει από το να είναι εντυπωσιοθηρική («impression», εξ ου και ο γνωστός όρος, «ιμπρεσιονισμός»). Όταν ένας πεινασμένος και ταλαιπωρημένος φτωχός, δέχεται από κάποιον που τον σπλαχνίζεται ζεστό σπιτικό ψωμί, δεν σχηματίζει κάποια «εντύπωση» για τον ευεργέτη του, αλλά γεννιέται μέσα στην καρδιά του η ευγνωμοσύνη, κάτι δηλαδή βαθύ και ουσιαστικό. Έτσι και ο Κόντογλου, νιώθει ευγνωμοσύνη για μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά και για πολιτείες ολάκερες: εδώ για την Δημητσάνα.
Στην μικρή αυτή πολιτεία, οι κάτοικοι είναι «καλόγνωμοι»: να μια λέξη ιδιότυπη, άδικα ξεχασμένη στη σύγχρονη εποχή, που σημαίνει «μαθημένοι να μην κρίνουν εύκολα και αρνητικά τον άλλον», αλλά και «καλοπροαίρετοι, ικανοί να σε κάνουν να αισθανθείς όμορφα και να ανοίξεις   της ψυχή σου» (κάτι που δυστυχώς σήμερα κάνουμε μόνο ενώπιον του ψυχαναλυτή). Είναι επίσης και «φιλότιμοι», φιλόξενοι δηλαδή, αλλά με μια γνήσια διάθεση αυτοθυσίας. Από την καρδιακή αυτή στάση των ανθρώπων περιέργως επηρεάζεται το όλο τοπίο. Η ανθρώπινη διάθεση, η όλη τοποθέτηση ενός προσώπου, η κοσμοθεωρία του, έχει τη δυνατότητα να περνά πάντα και στον όλο τόπο. Υπάρχει λόγος π.χ. που σε μερικά νησιά του Αιγαίου, δεν ξέρεις τι είναι αυλή, τι δρόμος, τι πεζούλα κλπ, κάτι που αποθαύμασε μέχρι και ο αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ. Γι’ αυτό και μόνο με την θέα του οικισμού ο Κόντογλου αισθάνεται ασφάλεια, θαλπωρή. Νιώθει εκείνη την μοναδική ηδονή, που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την περιγράψεις αληθινά παρά μόνο η παρομοίωση: «ζεστό σπιτικό ψωμί, ηλιοκαμένο και γλυκό στο μάτι». Είναι αδύνατον πράγματι να εξαλείψουμε τον λόγο ως σχηματισμό, το «σχήμα λόγου», την κουβέντα μας ως σύμβολο.

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Καταστρέφονται οι αγιογραφίες του Φώτη Κόντογλου στον Άγιο Χαράλαμπο Πεδίου του Άρεως - Δημήτρης Καλαντζής

του Δημήτρη Καλαντζή.
Χτισμένος στο ανατολικό άκρο του Πεδίου του Άρεως, ανάμεσα σε πεύκα και κυπαρίσσια, ο Ι.Ν. Αγίου Χαραλάμπους αποτελεί εδώ και δεκαετίες μία εκκλησία αναφοράς για την Αθήνα, την τέχνη και τη ζώσα ιστορία της ορθοδοξίας, καθώς η αγιογράφησή της έχει γίνει «δια χειρός Φώτη Κόντογλου», του επιδραστικότερου ζωγράφου/αγιογράφου της σύγχρονης Ελλάδας που συνέλαβε και υπηρέτησε την ιδέα της επανασύνδεσης της αγιογραφίας με τα αυθεντικά βυζαντινά πρότυπα.
Το έργο του Φώτη Κόντογλου στον Ι.Ν. Αγίου Χαραλάμπους, «το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα της εκκλησιαστικής ζωγραφικής του Κόντογλου»[1], αντιμετωπίζει σήμερα τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής καταστροφής, ηττημένο από την υγρασία και τις κακές εργασίες συντήρησης που είχαν γίνει στο παρελθόν.
Τμήματα του διάκοσμου της οροφής έχουν ήδη καταρρεύσει, η Πλατυτέρα στην κόγχη έχει εμφανή σημάδια θρυμματισμού και απολέπισης, ενώ σε πολλά σημεία των πλευρικών τοίχων παρατηρούνται ρωγμές που μεταφέρουν την υγρασία στο υπόστρωμα των τοιχογραφιών, δημιουργώντας κουφώματα, εντάσεις, θρυμματισμούς και αποκολλήσεις επιχρισμάτων.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΟΥ
Ο Ι.Ν. Αγίου Χαραλάμπους στο Πεδίον του Άρεως ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 1928 – 1936 στη θέση μεταβυζαντινού ναού με δαπάνες προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι είχαν κατοικήσει στην ευρύτερη περιοχή του Πολυγώνου. Ο Φώτης Κόντογλου, αν και περιζήτητος αγιογράφος τη δεκαετία του ’50, δέχτηκε να αναλάβει την «ιστόρηση» του σχετικά μικρού αυτού ναού, καθώς, καταγόμενος και ο ίδιος από το Αϊβαλί, ταυτίστηκε με τους «φυγάδες μικρασίας και βωμούς και ιερά λιπόντες».
Η εικονογράφηση διήρκησε τέσσερα χρόνια (1954 – 1958). Ξεκίνησε από τον κόγχη με τη Θεοτόκο στον τύπο της Βλαχερνίτισσας (1954) και ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα η εικονογράφηση του τρούλου σε τρεις χρωματικές ζώνες: τον Παντοκράτορα σε ερυθρωπό βάθος, έναν κύκλο κυανόμαυρο και έναν πράσινο, ανάλογο με το χρωματικό βάθος της Πλατυτέρας. Ιδιαίτερη φροντίδα έχει η απεικόνιση στα σφαιρικά τρίγωνα των Ευαγγελιστών με φανταστικά οικοδομήματα, ζωγραφισμένα με λεπτομερή σχεδίαση και αρμονικά χρωματισμένα. Η εικονογράφηση του ναού περιλαμβάνει σκηνές από το Δωδεκάορτο (Μεταμόρφωση, Ανάσταση, Κοίμηση), εκτεταμένες παραστάσεις από το μαρτύριο του Αγίου Χαραλάμπους και μεγάλο αριθμό μεμονωμένων μορφών Αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και οσίων.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Φώτη Κόντογλου: "Το θρηνητικό τρυγόνι της αιώνιας Αθήνας"

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
ΦΩΤΟ: Σπηλιά Πεντέλης. Η τοιχογραφία του Αγίου Μιχαήλ έχει αποτοιχισθεί και βρίσκεται σήμερα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών

Το θρηνητικό τρυγόνι της αιώνιας Αθήνας

Φώτη Κόντογλου

Ο πικραμένος ονειροπόλος της αρχαιότητας, που είχε μοιρασμένη την καρδιά του στον Χριστό και στον Πλάτωνα. Ένας δεσπότης και συνάμα αρχαίος ρήτορας.


Τούτη η παμπάλαιη και περιβόητη πολιτεία της Αθήνας, που μαζευτήκαμε απ’ Ανατολή και Δύση, από στεριά κι από θάλασσα, ήρθε καιρός που είχε ρημάξει σχεδόν ολότελα, κ’ είχε γίνει σα χορταριασμένο νεκροταφείο. Και πάλι με τα χρόνια ξαναγέμισε ανθρώπους κι άνθισε όπως τώρα. Και πάλι θα ‘ρθει ένας καιρός που θα ξαναρημάξει, κι ας μην το βάζει με το νου του κανένας μας σήμερα. Έτσι γυρίζει η ρόδα του κόσμου.

Η Αθήνα ρήμαξε μαζί με τον αρχαίο κόσμου, που ήταν η κούνια του κ’ η μάνα του. Από τα χρόνια που βασίλευε στην Πόλη ο Ιουστινιανός, η Αθήνα ήτανε ένα ρημάδι. Κανένας δεν συλλογιζόταν πια αυτήν την ξακουστή πολιτεία, γιατί όλα είχανε μετατοπιστεί στην Ανατολή. Κάπου – κάπου ξέπεφτε κατά δώθε κανένας ταξιδευτής, επειδής οι δρόμοι που πηγαίνανε από την Πόλη στην Ιταλία, στην Ιερουσαλήμ και σ’ άλλες μεγάλες και πολυσύχναστες πολιτείες, δεν περνούσανε από την Αθήνα.

Κατά τα 700 μ.Χ., ένας δεσπότης Φράγκος λεγόμενος Μπιλιμπάλντος γράφει δυο λόγια, που δείχνουν πως υπήρχε ακόμα Αθήνα. Ένας Άραβας γεωγράφος Ισταχής λεγόκενος, στα 1000 μ.Χ, γράφει για την Αθήνα πως μαζί με την Ρώμη ήτανε οι μανάδες των Ρουμ (των Ελλήνων) και πως η Αθήνα προ πάντων στάθηκε ο τόπος της σοφίας των Γιουνάν (Ιώνων, Ελλήνων, που ευρήκανε τη φιλοσοφία, και τις επιστήμες. Κι άλλοι Άραβες γράψανε για την Αθήνα σε
κείνα τα χρόνια, όπως ο Εδρισής, ο Αμπουλφέδας κι ο Ιμπν – Χαουκάλ, που λέγει την Αθήνα Ιτσχανιγιάχ, δηλαδή πολιτεία των σοφών Ελλήνων. Πλην αυτά τα γράφανε για την πεθαμένη Αθήνα, γιατί η ζωντανή ήτανε ένα χωριό ελεεινό και τρισάθλιο.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

"Εἶναι ψυχή χιλιάδων χρονῶν και ξέρει ἀπό ποῦ βαστᾶ και ποῦ πάει...



‘‘Τοῦτο το γραΐδιο που κάνει τον σταυρό του και στέκεται σαν κουρούνα μπροστά στα εἰκονίσματα, εἶναι ψυχή χιλιάδων χρονῶν και ξέρει ἀπό ποῦ βαστᾶ και ποῦ πάει, καλίτερα ἀπό τον κάθε λιμοκοντόρο που σπουδάζει στα Παρίσια..»

∽ Φώτης Κόντογλου

Διαβάζοντας στην ανάρτηση στο fb o καλός φίλος και συνάδελφος, Γιάννης Στεφανάκης μας έδωσε τις παρακάτω συγκινητικές πληροφορίες για την εικονιζόμενη φιλόθεη, γιαγιά:

Giannis Stefanakis Αυτή η κυρία είναι η χωριανή μου Ελευθερία Βαβουράκη! Κάθε μέρα ανάβει τα καντήλια των 35 καμμένων από τους Γερμανούς και πότιζε τα λουλούδια τους. Πάντα με το χαμόγελο και την καλοσύνη. Το πιο μακρινό της ταξίδι ήταν για πολλά χρόνια το Ρέθυμνο. Κάθε πρωί το καλοκαίρι πίναμε καφέ και με τάιζε με ότι μπορείς να φανταστείς. Πρέπει να είναι πάνω από 95 χρόνων. Τα πιο καλά και λογικότατα τα έχω ακούσει από αυτήν... Έχει μέσα της ελληνικότητα ζώσα παράδοση και αληθινή ορθόδοξη πίστη με πράξεις! Μπορώ να γράψω σελιδες και πολλοί συγγραφείς το ίδιο για αυτήν και για άλλες που η κοινωνία των δήθεν αριστερών σοφών, δεξιών δημιουργικών και πιστών χριστιανών δεν πρόκειται να καταλάβουν ποτέ στη ζωή τους και να εκτιμήσουν.

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

«Φυλάξτε τα συνήθεια μας, γιορτάστε όπως οι πατεράδες σας, και μη ξεγελιώσαστε με τα ξένα κι άνοστα φράγκικα πυροτεχνήματα»

Τοῦ Φώτη Κόντογλου
Τά Χριστούγεννα, τά Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κ’ ἄλλες μεγάλες γιορτές, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι καθόλου γιορτές καί χαρούμενες μέρες, ἀλλά μέρες πού φέρνουνε θλίψη καί δοκιμασία.
Δοκιμάζονται οἱ ψυχές ἐκεινῶν πού δέν εἶναι σέ θέση νά χαροῦνε, σέ καιρό πού οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πικραμένοι ἀπό τίς συμφορές τῆς ζωῆς, τούς χαροκαμένους, τούς ἄρρωστους, οἱ περισσότεροι πικραμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς στενεύει ἡ ἀνάγκη νά γίνουνε τοῦτες τίς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς μπορεῖ νά μή 
δίνουνε σημασία στή δική τους εὐτυχία, μά γίνουνται ζητιάνοι γιά νά δώσουνε λίγη χαρά στά παιδιά τους καί στ’ ἄλλα πρόσωπα πού κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπό τό παράπονό τους, κι’ αὐτοί εἶναι οἱ πιό μεγάλοι μάρτυρες, πού καταπίνουνε τήν πίκρα τους μέρα νύχτα, σάν τό πικροβότανο.


Ἴσα ἴσα αὐτές τίς ἁγιασμένες μέρες πού θἄπρεπε νά σμίξουνε πιό κοντά οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νά περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτές τίς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, χωρίζουνται σέ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τὄνα στἄλλο, σχεδόν ἐχθρικά. Ἀπό τή μιά μεριά εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι’ ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι οἱ….δυστυχισμένοι κ’ οἱ παραπεταμένοι. Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατά τίς γιορτές. 
Κανένα γεφύρι δέν ἑνώνει τίς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ τίς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σέ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι κι’ ὅσοι ἔχουνε τόν τρόπο τους κάνουνε, ἀλλοίμονο! τό πᾶν γιά νά ἐπιδείξουνε τά πλούτη καί τ’ ἀγαθά τους στούς λιμασμένους. Κι’ αὐτό γίνεται στὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στό παχνί!

Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Φώτης Κόντογλου - Τ’ Αϊβαλί η πατρίδα μου 1-6






Φώτης Κόντογλου - Τ’ Αϊβαλί η πατρίδα μου
Ολόκληρο το βιβλίο (Α.Ο.) σε 6 Μέρη Audio - Video
Uploaded by: Fanis Mantzounis


Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ' Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής.
Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους "αρχαίους ανθρώπους" της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές.

Παρασκευή 14 Ιουλίου 2017

ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Φωτογραφία του Kostas Hatziantoniou.
«Καθόμουνα και δούλευα σε μιαν άκερδη δουλειά, στεναχωρημένος από κάθε στέρηση, σε καιρό που οι άλλοι κοιτάζανε μέρα- νύχτα να μαζέψουνε χρυσάφι, να καλοπεράσουνε… Καθόμουνα μέσα σ’ εκκλησιές παμπάλαιες, σε καιρό που φυσούσε η ογρή νοτιά και πέφτανε ασβέστες από τις αρχαίες ζωγραφιές. Σε κοιμητήρια παρατημένα, μολυντήρια περπατούσανε απάνω στους άγιους, τρίζανε οι νεκρόκασσες από τη ζέστη. Ωστόσο, εκεί μέσα εγώ αναπαυόμουν, καθόμουν μακρυά από την κακία κι από τη δόξα, παρηγοριά εύρισκε το πνεύμα μου. Συλλογιζόμουνα: γιατί τάχα ο ήλιος λαμποκοπά ακόμα στον ουρανό και δεν μουρκίζεται, σαν ένας βώλος καρβουνιασμένος, αφού η λάμψη του που κάνει παράδεισο τούτον τον κόσμο, στάθηκε ανήμπορη να αλλάξει τον τυφλοπόντικα σε πλάσμα καλό κι ευτυχισμένο, ν’ ανοίξει τα μάτια του τα σφαλισμένα, ώστε να ζήσει μακάριος, περιζωσμένος από τόσες χαρές αμέτρητες;»


ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Έφυγε σαν σήμερα το 1965, δυο μέρες πριν ο Τόπος μπει σε μια καταστροφική περιδίνηση από την οποία δεν βγήκε ποτέ. Σε μια περιδίνηση που όλα τα ανέτρεψε εκτός από την ξιπασμένη μίμηση σαν διαβατήριο σταδιοδρομίας. Διαβατήριο που σφραγίζουν πάντα οι «ενωμένοι σαν τις κάμπιες πνευματικοί σαλταδόροι», για να θυμηθούμε την έξοχη παρομοίωση του μακαριστού.

Φώτης Κόντογλου 1895 – 1965. Ο δάσκαλος!!!


Σαν σήμερα 13 Ιουλίου 1965, πέθανε ο Φώτης Κόντογλου.  Μικρασιάτης λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος, από τα επίλεκτα μέλη της γενιάς του '30, που αναζήτησε την ελληνικότητά της μέσα από την επιστροφή στις ρίζες. Μαθητές του υπήρξαν οι διακεκριμένοι ζωγράφοι Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος.
Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (τις αρχαίες Κυδωνίες) στις 8 Νοεμβρίου 1895 και ήταν γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσποινας Κόντογλου. Νήπιο ακόμη έχασε τον πατέρα του και ανατράφηκε από τη μητέρα του και τον θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου. Γι' αυτό και όταν μεγάλωσε υιοθέτησε το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του. Το συγγραφικό και εικαστικό του τάλαντο άνθισε νωρίς. Όντας μαθητής Γυμνασίου, εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα» με κείμενα δικά του και των συμμαθητών του, τα οποία εικονογραφούσε ο ίδιος.
Το 1913 άφησε τη γενέθλια πόλη του και μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρότι προς στιγμήν σκέφθηκε να γίνει ναυτικός. Το κλίμα στη Σχολή δεν τον σήκωνε, αφού μεταξύ των καθηγητών του κυριαρχούσε το ακαδημαϊκό στυλ του Μονάχου, ενώ ο ίδιος ήταν φορέας άλλης αντίληψης, έχοντας γερά μέσα του ριζωμένο τον μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό. Το 1914 εγκατέλειψε τη Σχολή και έφυγε για την Ευρώπη. Μετά από μικρά παραμονή στη Μαδρίτη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Γρήγορα έγινε γνωστός στους εικαστικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας, όταν τον πρόσεξε ο διάσημος γλύπτης Ογκίστ Ροντέν. Το 1916 βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του βιβλίου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα». Στο Παρίσι συνάντησε τον φίλο του και συμφοιτητή του Σπύρο Παπαλουκά, τον μετέπειτα σπουδαίο ζωγράφο. Την εποχή εκείνη έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, την ιστορία του φανταστικού κουρσάρου «Πέδρο Καζάς».
Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί. Διδάσκει γαλλικά και ιστορία της τέχνης στο τοπικό παρθεναγωγείο. Παράλληλα, ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» μαζί με τους Ηλία Βενέζη και Στρατή Δούκα. Το 1921 στρατεύεται και μετέχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την επακολουθήσασα Έξοδο του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας, φθάνει πρόσφυγας στη Λέσβο και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Η κυκλοφορία τού «Πέδρο Καζάς» στην Αθήνα τον επιβάλλει αμέσως στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το βιβλίο είναι η ιστορία ενός ισπανού κουρσάρου, γραμμένη με ένα ασυνήθιστο δυναμισμό και σε μια γλώσσα γεμάτη νεύρο και παλμό, που αντλούσε άμεσα από τις λαϊκές ρίζες και τα λαϊκά βιβλία παλαιότερης εποχής. Το 1925 παντρεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται η κόρη τους Δέσπω. Τα επόμενα χρόνια θα μοιράσει τον χρόνο του ανάμεσα στον χρωστήρα και τη γραφίδα, ενώ αξιόλογη είναι η θητεία του ως συντηρητή έργων τέχνης.

Το 1932 κτίζει το σπίτι του στην οδό Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων), όπου μαζί με τους μαθητές του Τσαρούχη και Εγγονόπουλο ζωγραφίζουν με νωπογραφίες ένα δωμάτιό του. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θύμα του μαυραγοριτισμού, αναγκάζεται να το πουλήσει για ένα σακί αλεύρι και μετακομίζει με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ. Την εποχή αυτή ο Χριστιανισμός τον απορροφά εντελώς και αποφασίζει να τον διακονήσει ολόψυχα ως λογοτέχνης και ζωγράφος.
Ο Κόντογλου εμπνέεται από την ελληνική παράδοση και προσηλώνεται με φανατισμό σε ό,τι θεωρεί καθαρά ελληνικό, βγαλμένο από την παράδοση του Βυζαντίου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στις φορητές του εικόνες χρησιμοποίησε τη μέθοδο της ωογραφίας. Πολλές από αυτές έχουν εκδοθεί από τον «Αστέρα». Αγιογράφησε πολλές εκκλησίες (Καπνικαρέα, Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, Άγιος Ανδρέας Πατησίων, Ζωοδόχος Πηγή και Αγία Παρασκευή Παιανίας, Ευαγγελισμός Ρόδου, Άγιος Χαράλαμπος Πολυγώνου, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης κ.ά).
Φιλοτέχνησε τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικών, ποιητικών συλλογών, πορτραίτα, ενώ το σημαντικότερο έργο στην κοσμική ζωγραφική είναι οι βυζαντινοπρεπείς νωπογραφίες του στο Δημαρχείο Αθηνών, με θέματα και πρόσωπα από την Ελληνική Ιστορία. Δούλεψε στο Βυζαντινό Μουσείο, το Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου και δημιούργησε το Βυζαντινό τμήμα του Μουσείου της Κέρκυρας. Σημαντική ήταν η συμβολή του στην αποκατάσταση των τοιχογραφιών στον Μυστρά.
Ο Φώτιος Κόντογλου πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στον «Ευαγγελισμό» από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εικαστικούς καλλιτέχνες, που άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική ζωγραφική. Το πλούσιο λογοτεχνικό του έργο παρέμεινε εν πολλοίς στρατευμένο στην υπόθεση του Χριστιανισμού, όμως τα πρώιμα έργα του και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα «Πέδρο Καζάς» ανήκουν στις σημαντικές στιγμές της λογοτεχνίας μας.

Ενδεικτική Εργογραφία

  • «Πέδρο Καζάς» και «Βασάντα» («Παπαδημητρίου - Αστήρ»)
  • «Γιαβάς ο Θαλασσινός» («Παπαδημητρίου - Αστήρ»)
  • «Έκφρασις» Το εικαστικό μανιφέστο του Κόντογλου. («Παπαδημητρίου - Αστήρ»)
  • «Μυστικά Άνθη» («Παπαδημητρίου - Αστήρ»)

Είπαν για τον Κόντογλου...

  • Νίκος Ζίας: «Νίκος Κόντογλου» («Εμπορική Τράπεζα»)
  • Συλλογικό: «Κόντογλου, Σημείον Αντιλεγόμενον» («Αρμός»)

ΠΗΓΗ: https://www.sansimera.gr, http://www.imerodromos.gr
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Ο χρόνος και ο κόσμος της φθοράς - Φώτης Κόντογλου


Ο χρόνος και ο κόσμος της φθοράς 
Φώτης Κόντογλου
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Η πιο φοβερή και η πιο ανεξιχνίαστη δύναμη στον κόσμο είναι ο Χρόνος, ο Καιρός. Καλά-καλά τι είναι αυτή η δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε, μάταια πασκίσανε.

Το μυστήριο του Χρόνου απόμεινε ακατανόητο, κι ας μας φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τον ίδιο τον Χρόνο δε μπορούμε να τον καταλάβουμε τι είναι, αλλά τον νοιώθουμε μοναχά από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που αφήνει πάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ’ αλλάζει. Δεν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια.

Μια αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα τα πάντα, μέρα-νύχτα, κι αυτή την άπιαστη και κρυφή κίνηση δε μπορεί να τη σταματήσει καμμιά δύναμη. Τούτο το πράγμα που το λέμε Χρόνο, το έχουμε συνηθίσει, είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του, αλλιώς θα μας έπιανε τρόμος, αν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε καλά τι είναι και τι κάνει. 

Όπως είπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τ’ αλλάζει με μία καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος, ανυπάκουος, τόσο, που να τον ξεχνά κανένας και να θαρρεί πως δεν υπάρχει, αυτός που είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει και που δε μπορεί η διάνοιά μας, με κανέναν τρόπο, να καταλάβει πως κάποτε δεν θα υπάρχει, πως θα καταστραφεί, πως θα λείψει. Πως, αφού αυτό το «κάποτε» είναι ο ίδιος ο Χρόνος; Πώς μπορεί να φανταστεί κανένας πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει αυτό το ίδιο το «κάποτε»;

Αν λείψει ο Χρόνος θα λείψουνε όλα τα πάντα. Αυτός τα γεννά, κι αυτός πάλι τα λυώνει, τα κάνει θρύψαλα, και τα εξαφανίζει. Γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε στη Μυθολογία τους πώς ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά και θάνατος είναι τ' ακατάπαυστα έργα του.

Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δεν τον νοιώθουμε ολότελα, αυτόν τον ακατανόητοάρχοντά μας, αυτόν πού είναι φίλος κ εχθρός μας, γιατί αυτός μάς φέρνει όλα τα καλά πού μάς χαροποιούνε, κι όλα τα κακά πού μάς πικραίνουνε. 

Μάς δίνει τη γέννηση, τη γλυκειά λέξη της ζωής, τη χαρά της νιότης, τη δύναμη της αντρείας, μάς δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά πού μάς ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη.

Και πάλι, ο ίδιος μάς δίνει τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τους πόνους, τις αρρώστειες, το απίστευτο άλλαγμα και χάλασμα του κορμιού μας και των έργων, πού κοπιάσαμε να τα κάνουμε, και στο τέλος μας ποτίζει το φαρμάκι από το ίδιο ποτήρι πού μάς πότισε το γλυκό κρασί της χαράς, δίνοντάς μας τον θάνατο, σ εμάς και στους δικούς μας. 

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Φώτης Κόντογλου: Τίς ἐστι πλούσιος; Ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος!


Σκίτσο: "Ο γερο Απόστολος με τα παραγάδια του", Καψοκαλύβια (1923)
"Γιά κοίταξε γύρω μας, Φωτάκη! Δὲν εἶναι παράδεισο ἡ πλάση; Ὁ ἥλιος πού 'ναι ἀπὸ πάνω μας καὶ γελᾶ σὰν τὸν καλὸν τόν ἄνθρωπο, τὰ βλογημὲνα τὰ βουνά, κείνη θάλασσα ποὺ δὲ χορταίνει κανὲνας νὰ τὴν κοιτάζει, τὰ λουλούδια ποὺ μοσκοβολᾶνε! Δόξα στὸν Γιαραμπή, τί καλὰ ποὺ εἵμαστε! 'Έχουμε τὸ παλάτι μας, τὴ βάρκα μας, τ' ἀγεράκι μας, τὴν ἡσυχία μας! Τί χρειάζεται παραπάνω γιὰ νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος; Ὁ μεγαλοδύναμος, ὅλα μᾱς τά 'δωσε. Κ' ἐμεῖς, οἱ ἀχάριστοι, θέλουμε νὰ φᾱμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ ν' ἀπολάψουμε τάχα τὴ ζωή. Ποιὰ ζωή, βρὲ; Ἡ ζωὴ εἶναι μὲσα, στὸν ἄνθρωπο, δὲν εἷναι ἀπ' ὄξω! Ἑγώ, ἕνας ἀπελὲκητος ἄνθρωπος, τὸ κατάλαβα, κι αὐτοὶ δὲν τὸ καταλάβανε μὲ τὰ μπουμπουνιασμένα κεφάλια τους ἀπὸ τὶς, πολλὲς φιλοσοφίες, ἀπὸ τὶς ἐπιστῆμες! Τίς ἐστι πλούσιος; Ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος!"

Ὁ ἀγέρας εἶχε φρεσκάρει, κ' ἡ θάλασσα ἄρχισε ν' ἀφρίζει καὶ νὰ βουΐζει χαρούμενα. Τὸ κῡμα στοίβαζε τὰ φύκια ἀπάνω στὴν ἀκροθαλασσιά. Γλάριοι πετούσανε ἀπὸ πάνω μας. Ὁ μπαρμπα Ἡρακλῆς χαμογελοῡσε, κ' έλεγει:

"Καλὰ εἴμαστε, δόξα, σοι ὁ Θεός! Αὐτοὶ που θέλουνε τὰ πολλὰ, ἂς πᾱνε νὰ τὰ βροῡνε στὸ φεγγάρι καὶ στ' ἄστρα, μὲ τὰ πύραυλα καὶ μὲ τ' ἄλλα τὰ ἐργαλεῖα! Θαρροῦνε πὼς θὰ ζήσουνε χίλια χρόνια! Ἐμ εἷμαι ἐνενηνταέξι χρονῶν, καὶ λέγω: Χτὲς ἧρτα, σήμερα φεύγω! Ἁμ' τὸν ξὲρω καλὰ τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο!"

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Ο Φ. Κόντογλου ως σημείο τομής (και) της κοσμικής μας ζωγραφικής

Ότι ο Φώτης Κόντογλου είναι ο άνθρωπος που, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, επανέφερε την εκκλησιαστική ζωγραφική στον λησμονημένο της εαυτό προβαίνει, ως γεγονός, ευρέως γνωστό.

Δεν προβαίνει εξ ίσου συνειδητό ωστόσο ότι ο ίδιος άνθρωπος υπήρξε, συγχρόνως, ο γεννήτορας της νεώτερης όντως ελληνικής εικαστικής δημιουργίας, όσον αφορά το πεδίο και της κοσμικής θεματολογίας.

Μα γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, η ομιλία την οποία πραγματοποίησε ο κ. Βαγγέλης Παππάς την Πέμπτη 17/12/2015 μέσα στα πλαίσια των εκδηλώσεων «Ενορία εν δράσει», της Ευαγελίστριας Πειραιώς, αποτελεί μια πολύτιμη έκπληξη! Κυριολεκτικά ανατέμνει και φωτίζει απ' άκρου σ' άκρο το θέμα της. Διαρκεί γι' αυτό λίγο περισσότερο από δύο ώρες... Είναι σίγουρο, όμως, ότι κανένας απ' όσους ξεκινήσουν να την παρακολουθήσουν (μέσω της ιστοσελίδας «Συν-Οδοιπορία» από όπου αποκτούμε πρόσβαση στη μαγνητοσκόπηση) δεν θα αισθανθεί μια στιγμή ότι "σπατάλησε" χρόνο του.


Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Ὁ Φώτης Κόντογλου καὶ ἡ Νεοελληνικὴ Ζωγραφικὴ


Νίκος Ζίας


Ἡ νεοελληνικὴ τέχνη, χῶρος μέχρι πρὶν δυὸ τρία χρόνια σχεδὸν ἄγνωστος, ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ γίνεται ἀντικείμενο μελέτης καὶ σπουδῆς καὶ ἴσως δὲν εἶναι μακρυὰ ἡ ἡμέρα ποὺ θὰ ἔχουμε μιὰ γενικὴ εἰκόνα της καὶ θὰ γνωρίζουμε τὸ ἔργο καὶ τὴ συμβολὴ τοῦ κάθε καλλιτέχνη στὴν πορεία της. Τότε μόνον θὰ δυνηθοῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε μὲ ἀκρίβεια τὴν προσφορὰ καὶ τὸ ρόλο τοῦ Φώτη Κόντογλου στὴ Νεοελληνικὴ Ζωγραφική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ παρακάτω σκέψεις, ποὺ βασίζονται σὲ περιωρισμένη γνώση τοῦ ὑλικοῦ, ἔχουν ἴσως χαρακτήρα προσωρινό. Κι ἔτσι ἂς τὶς δῆ ὁ φίλος ἀναγνώστης.

Ἡ πολυσήμαντη προσφορὰ τοῦ Φώτη Κόντογλου στὴ Νεοελληνικὴ Ζωγραφικὴ θὰ μποροῦσε νὰ συνοψιστῆ σὲ τρεῖς ἐκφάνσεις. Στὸ δημιουργικὸ ζωγραφικό του ἔργο, ποὺ βασιζότανε στὴ βυζαντινὴ τεχνική· στὸ ἁγιογραφικό του ἔργο, ποὺ ξαναέφερνε τὴν ὀρθόδοξη ζωγραφικὴ στὶς ἐκκλησίες μας· στὸ διδακτικό, τέλος, ἔργο του εἴτε ἄμεσο, εἴτε κυρίως ἔμμεσο, ποὺ ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους μοχλοὺς τῆς στροφῆς τῆς πορείας τῆς Νεοελληνικῆς Ζωγραφικῆς στὴν ἀνακάλυψη τῶν ζωγραφικῶν, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικώτερων πνευματικῶν ἀξιῶν τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ο Κόντογλου και η Ευρώπη: Ξενομανίας το ανάγνωσμα. Γίναμε δυτικολάτρες.

Αυτές τις εικόνες που εμείς δεν είδαμε ή δεν προλάβαμε... 
εικόνες που χάθηκαν στης δύσης το βασίλεμα του ήλιου
που εμείς οι Έλληνες, το κάναμε ανατολή. 

Ο Κόντογλου και η Ευρώπη 

Ξενομανίας το ανάγνωσμα. Γίναμε δυτικολάτρες.
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Ξενομανία δεν θα πει τίποτα. Μια φορά κι έναν καιρό είχαμε ξενομανία, δηλαδή κάποια λαφριά ψυχική αρρώστεια, ένα συνάχι. Τώρα πάθαμε μια πολύ βαρειά αρρώστεια, θες πανούκλα, θες γρίππη κακοηθέστατη, μα όχι ασιατική, αλλά ευρωπαϊκή.

Πώς να την πούμε; Ξενολατρία; Ξενοπροσκύνημα; Εγώ τουλάχιστο, μ' όλο που λένε πως είμαι καλός λογομάστορας, δε μπορώ να βρω κάποια ονομασία, που να μπορεί να δώσει μια μικρή ιδέα γι’ αυτή τη θανατηφόρα αρρώστεια που μας δέρνει, και που όλο και χειροτε­ρεύει.

Και δεν είναι σωστή η ονομασία ξενολατρία. Σωστή θα ήτανε αν τη λέγαμε Δυτικολατρία. Γιατί, μονάχα τα ευρωπαϊκά πράγματα ή, καλύτερα, τα Δυτικά, είναι για μας ουρανοκατέβατα, όλα όσα έρχουνται από κείνες τις χώρες που βρίσκουνται κατά το βασίλεμα του ήλιου, ενώ δεν έχουμε την παραμικρή εκτίμηση σε ό,τι έρχεται από την Ανατολή. Είμαστε γυρισμένοι κατά το βασίλεμα του ηλίου, σα να περιμένουμε να βγει από κει ο ήλιος.

Και βέβαια, από κει βγαίνει, γιατί από κει έρχουνται όσα βγάζουνε λεφτά, οι μηχανές, οι διάφορες καλλιτεχνίες, τα σκάνδαλα, τα εγκλήματα. Οι δυτικοί άνθρωποι είναι οι πιο πρακτικοί απ' όλη την ανθρωπότητα, και για τούτο τα καταφέρανε να βγαίνει παράς απ' όλα τα πράγματα, κι από τα πιο άκερδα. 

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Καλοκαίρι στο Όρος

Φώτης Κόντογλου

Στ' Άγιον Όρος πήγα πολλές φορές. Την πρώτη φορά κάθησα παραπάνω από δυο μήνες κ' έκανα γνωριμία με πολλούς πατέρες και λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα και αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοί και γεμιτζήδες πού φορτώνουνε κερεστέ1 στα καράβια. Στη Δάφνη, που είναι η σκάλα που πιάνουνε τα βαπόρια, βρισκόντανε και κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ' εκεί γνωρίσθηκα με τρείς Αϊβαλιώτες και περάσαμε πολύ έμορφα. Από κει πήγα στις Καρυές, μα δεν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πήγα στο μοναστήρι των Ιβήρων μαζί με ένα γέροντα που πουλούσε βιβλία στις Καρυές και που τον λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ' αυτό το μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιο πολύ με τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδή το μέρος που βάζουνε τις βάρκες και τα σύνεργα της ψαρικής.
Άφησα τα γένεια μου, τα ξέχασα όλα και γίνηκα ψαράς. Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζί με τους ψαράδες που ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιο πολλοί Μπουγαζιανοί, δηλαδή από τα μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωή που πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα με τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλή ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στο κάθε τι κ' είχε καλογερέψει από μικρός: τον λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαράς από το χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχός τω πνεύματι», ταπεινός και τον λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σον τον άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής και τον λέγανε Νικάνορα.
Ο Βαρθολομαίος διάβαζε και βιβλία με ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σε άλλα είχε στο κελλί του και δυο τρία βιβλία του Ιουλίου Βερν. Μ' αυτόν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε και κοράλλια και μου έδειχνε πώς να τα ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στη θάλασσα μέσα σ' έναν κόρφο που τον αποσκέπαζε ένας κάβος και για κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστά είχε κάτι ξέρες που σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι από πάνω κατεβαίνανε τα βράχια φυτρωμένα με μυρσίνες, με πουρνάρια και κάθε άγριο χαμόδεντρο. Ο αρσανάς είχε πεντέξι κάβιες2 αραδιασμένες και μπροστά είχε ένα χαγιάτι που ακουμπούσε σε κάτι δοκάρια από αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Από κάτω είχε κάτι χαμηλές καμάρες και μέσα στις καμάρες τραβούσανε τις βάρκες. Τα δίχτυα τα απλώνανε απάνω στα μπαρμάκια3 του χαγιατιού. Εκεί που κοιμόμαστε ακούγαμε από κάτω μας τη θάλασσα που έμπαινε μέσα στις καμάρες και κυλούσε τα χαλίκια και μας νανούριζε. Παλιά εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στον αρσανά κ' έκαιγε ακοίμητο καντήλι.

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Γιάννης ο Βλογημένος, διήγημα του Φώτη Κόντογλου, διαβάζει ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος

Edward Calvert (1799‑1883) The Return Home 1830 
Ένα από τα αριστουργήματα της Ελληνικής-Ρωμέικης Λογοτεχνίας φιλοξενούμε σήμερα αγαπητοί αναγνώστες και μας το αφηγείται συγκλονιστικά ο αγαπητός σε όλους μας Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος. Ας το απολαύσουμε.

Φώτης Κόντογλου
Το Βλογημένο Μαντρί

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε(1) από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.