Δεκεμβρίου 16, 2013 από seisaxthiablog
Δημήτρης Καζάκης
Το βασικό ερώτημα που προσωπικά μας απασχολεί είναι το εξής: Γιατί οι ηγεσίες και οι μηχανισμοί των κομμάτων μπορούν με τέτοια άνεση να παίζουν παιχνίδια κορυφής και να ασκούνται στην πολιτική του παρασκηνίου με δούναι-λαβείν βουλευτών και άλλων, αλλά τους πιάνει σύγκρυο μόλις τεθεί θέμα ανοιχτής διάσπασης του κόμματος;
Γιατί στα σημερινά κόμματα του κοινοβουλίου, μηδενός εξαιρουμένου, υπάρχει τέτοια θεοσέβεια; Γιατί όταν υπάρχουν κορυφαία ζητήματα που διχάζουν την κοινωνία και το ίδιο το κόμμα, ζητήματα ζωής ή θανάτου για τον λαό και την χώρα, δεν πρέπει να αποτελέσουν casus belli ακόμη κι αν οδηγήσουν σε διάσπαση και διάλυση το ίδιο το κόμμα; Γιατί το κόμμα να είναι πάνω από την κοινωνία και τα προβλήματά της; Γιατί ο διχασμός μέσα στην κοινωνία να φέρει και τον διχασμό μέσα στα κόμματα; Τι σόι τερατώδης διαστροφή είναι αυτή;
Αυτή η τερατώδης διαστροφή δεν κυριαρχεί μόνο στα κόμματα υβρίδια που κρατιούνται στην κυβέρνηση με νύχια και με δόντια, απειλώντας θεούς και δαίμονες μην τυχόν και χάσουν την εξουσία, αλλά και στα κόμματα της αριστεράς. Το Führerprinzip δεν ήταν επινόηση ούτε του Χίλτερ, ούτε αφορούσε μόνο τα ναζιστικά κόμματα, όπως θεωρούν ορισμένοι ανεκδιήγητοι τύποι, αλλά αντλεί την καταγωγή του από εκείνους τους θεωρητικούς που έτρεμαν την δημοκρατία σαν πεδίο ανοιχτής αναμέτρησης με όρους κοινωνικής και πολιτικής διαπάλης.
Ήθελαν λοιπόν μια εξουσία που να στέκεται πάνω και πέρα από αυτές τις διαμάχες και να εξασφαλίζει την ενότητα της πολιτείας. Ο συντηρητικός Ντισραέλι διαπίστωνε τον βαθύ διχασμό της Βρετανίας της εποχής του σε τέτοιο βαθμό που μιλούσε για «δυο έθνη»: «Δύο έθνη ανάμεσα στα οποία δεν υπάρχει καμία επαφή και καμία συμπάθεια… Οι πλούσιοι και οι φτωχοί».[1] Ο τρόμος ότι η δημοκρατία είναι το προνομιακό πεδίο της ανειρήνευτης αναμέτρησης αυτών των «δυο εθνών», τον έκαναν να πιστεύει ότι η «ελεύθερη Μοναρχία», ήταν η ιδανικότερη να εκφράσει την ενότητα του έθνους, του λαού και της πολιτείας.
Αργότερα, όταν οι αγώνες των λαών για δημοκρατία δεν επέτρεπαν πια την ύπαρξη μονάρχη, τη θέση αυτής της «πολιτικά ουδέτερης» εξουσίας πήρε ο Πρόεδρος, ο οποίος υποτίθεται ότι εκφράζει στο πρόσωπό του την ενότητα που πριν εξέφραζε ο μονάρχης. Και μάλιστα για να του δοθεί το ανάλογο κύρος που κάποτε είχε η μοναρχία, τον έβαλαν να εκλέγεται απευθείας από τον λαό ώστε να στέκεται πάνω από τις διαμάχες ανάμεσα σε κόμματα, σχήματα και δυνάμεις που πυροδοτεί η ίδια η κατάσταση μιας βαθιά διχασμένης κοινωνίας.