«Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει περισσότερο σε μια πόλη είναι το νεκροταφείο και το τσίρκο»
Α. Π. ΤΣΕΧΩΦ
Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης
«Σκεφθείτε, γράφω ένα θεατρικό έργο… Είναι κωμωδία κι έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι αντρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα», έγραφε, στις 21.10.1895, στον φίλο του Σουβόριν, ο Τσέχοφ. Το μελλογέννητο έργο ήταν ο Γλάρος, το πρώτο από τη μεγάλη σκηνική τετραλογία του.
Όσοι έχουν παγιωμένη την αντίληψη πως τα έργα του Αντόν Παύλοβιτς είναι «καταθλιπτικά δράματα» θα απορούν βέβαια με τον χαρακτηρισμό του Γλάρου ως κωμωδίας. Πολύ περισσότερο, όμως, απορούσε ο ίδιος ο δημιουργός του όταν έβλεπε τις παραστάσεις τους από το ονομαστό Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
«Λέτε», θα πει στον συγγραφέα Α. Σερεμπρόφ-Τίχονοφ, το 1902, «πως κλάψατε στα έργα μου. Και δεν είστε ο μόνος… Εγώ όμως δεν τα έγραψα γι αυτό, ο Στανισλάβσκι τα έκανε έτσι κλαψιάρικα. Εγώ ήθελα κάτι άλλο… Ήθελα μόνο να πω τίμια στους ανθρώπους: «Κοιταχτείτε, κοιτάξτε πόσο άσκημα και πληκτικά ζείτε όλοι σας!» Το βασικό είναι να το καταλάβουν αυτό οι άνθρωποι, κι όταν το καταλάβουν, οπωσδήποτε θα δημιουργήσουν μια άλλη, καλύτερη ζωή γι αυτούς…».
Κι αργότερα (10.4.1904, τρεις μόλις μήνες πριν από τον θάνατό του) θα γράψει στη γυναίκα του, ηθοποιό Όλγα Κνίπερ: «Γιατί το έργο μου (τον Βυσσινόκηπο) το λένε με τόση επιμονή δράμα στις αφίσες και τις δημοσιεύσεις των εφημερίδων; Ο Ντάντσενκο κι ο Στανισλάβσκι (οι δημιουργοί του Θεάτρου Τέχνης) δεν κατάλαβαν καθόλου τι έγραψα και μπορώ να δώσω τον λόγο μου πως κανένας απ’ τους δυο τους δε διάβασε με προσοχή το έργο μου…».
Πώς «δεν το κατάλαβαν», όμως, οι άνθρωποι ίσα-ίσα που με τις παραστάσεις τους θεμελίωσαν την παγκόσμια δόξα του Τσέχοφ (και του θεάτρου τους);
Η «παρεξήγηση» αυτή -και η δόξα που την ακολούθησε είναι ένα ακόμα από τα ειρωνικά παράδοξα του θεάτρου και της λογοτεχνίας γενικότερα. Ο ίδιος ο Στανισλάβσκι θα ομολογήσει στα Απομνημονεύματά του:
«.. .Εκείνο που τον εξέπληττε περισσότερο (τον Τσέχοφ) και που δεν μπορούσε να αποδεχθεί μέχρι τον θάνατό τον είναι ότι τα έργα τον αποτελούν καταθλιπτικά δράματα της ρώσικης ζωής. Ήταν ειλικρινά πεπεισμένος ότι πρόκειται για εύθυμες κωμωδίες, σχεδόν κωμειδύλλια. Δεν θυμάμαι να υπερασπίστηκε κάποια άλλη γνώμη με τόσο πάθος όσο αυτήν στη συνεδρίαση, όπου πρωτοάκουσε μια τέτοια γνώμη για το έργο του».