Hermann David Salomon Corrodi – Resting before the Temple of Karnak
Σε πολύ πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Παντελής Μπουκάλας (Π.Μ)
προσπαθεί να ασκήσει κριτική στις «γλωσσικές μας εμμονές» που για τον ίδιο αναπαράγονται σε άρθρο της Πολυβίας Παραρά*, περί
«ανθρωποκεντρική[ς] υποστασιοποίηση[ς] της ελληνικής γλώσσας». Το άρθρο παρακάμπτει τα επιχειρήματα της Παραρά στην οποία αποδίδει πράγματα που ουδέποτε έγραψε, ένα λογικό σφάλμα γνωστό και ως Πλάνη του Αχυρανθρώπου (
Straw Man fallacy). Έτσι, κακοποιεί και διαστρεβλώνει μέρος του κειμένου της, διότι η καθηγήτρια ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι «[η] ανθρώπινη ιστορία … ξεκίνησε στην αρχαία Ελλάδα» ή ότι δεν «υπήρξαν σπουδαίοι πολιτισμοί πολύ πριν από τον αρχαιοελληνικό» ή ακόμη ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει «μαγικές ιδιότητες». Έτσι, μετατοπίζει αυθαιρέτως τη συζήτηση σε θέματα τα οποία το κείμενο δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει. Πρόκειται για ακραία περίπτωση στρεψοδικίας. Πράγματι, το άρθρο του Π.Μ. κατακλύζεται από έμμεσους αφορισμούς περί «εθνικών μύθων» και εμμονών». Είναι αδύνατο με τέτοιους γενικόλογους χαρακτηρισμούς να λάβει χώρα μια σοβαρή συζήτηση, δεδομένου ότι, υπό από αυτές τις συνθήκες, ο διάλογος παρεκτρέπεται σε απαξιώσεις οι οποίες οδηγούν σε κατηγορηματικά και απόλυτα συμπεράσματα περί «εμμονών», οι οποίες θα πρέπει να απορρίπτονται a-priori.
Στην πραγματικότητα, αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το κείμενο της Παραρά μόνο «γλωσσικές εμμονές» δε θα βρει. Ο Π.Μ. ισχυρίζεται ότι η ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί «μοναδικότητα» καθώς όλες έχουν μια κοινή ινδοευρωπαϊκή ρίζα. Με άλλα λόγια, όλοι οι πολιτισμοί συνδέονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Επομένως, ο ελληνικός γλωσσικός κόσμος δεν έχει τίποτα το μοναδικό να επιδείξει. Αυτή τη θέση συναντάμε στο ευρύτερο πολιτικό ρεύμα της «εθνοαποδόμησης», που ταυτίζει ή συνδέει κάθε αναφορά στην παράδοση, και στον ελληνισμό εν γένει, με τον κλειστοφοβικό εθνικισμό του μετεμφυλιακού νεοελληνικού κράτους της «επάρατης Δεξιάς» και της «οπισθοδρόμησης» (μάλιστα, μέσα στο άρθρο του Π.Μ. γίνεται λόγος και για κάποιους «χουνταίους»). Οτιδήποτε παραπέμπει στη ρίζα, στην ελληνικότητα καθώς και στα επιτεύγματα του ελληνισμού, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ως εμμονή με το παρελθόν, ως αταβισμός και τάση εγκλωβισμού στην ψευδή αίσθηση της δήθεν μοναδικότητάς μας. Η εθνοαποδομητική σχολή, κάθε άλλο παρά δημιουργική, εκφράζει την ελληνική εκδοχή της πολιτικής ορθότητας που κυριαρχεί στους ακαδημαϊκούς χώρους του δυτικού και ιδίως του αγγλοσαξονικού κόσμου. Είναι άλλωστε της μόδας σχεδόν όλα τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού να ταυτίζονται, έμμεσα ή άμεσα, με τη φρίκη της αποικιοκρατίας. Η πολιτική ορθότητα έχει πλέον εισέλθει για τα καλά στο ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό τοπίο σχεδόν κάθε δυτικής χώρας και η Ελλάδα δε στερείται εκπροσώπων. Αυτή η οπτική λειτουργεί κάθε φορά, ανάλογα με το ιστορικο-πολιτικό και κοινωνικό παρελθόν της κάθε κοινωνίας, πάνω στο οποίο η φιλελεύθερη Αριστερά επιχειρεί να χτίσει το αφήγημά της. Για παράδειγμα, η μάχη ενάντια στην αποικιοκρατία, το «κόκκινο πανί» για την Αριστερά της Βρετανίας, συνεπάγεται αφαίρεση σημαντικών Βρετανών φιλοσόφων και λογοτεχνών των προηγούμενων αιώνων από τη διδακτέα ύλη. Παρομοίως, για τις εγχώριες δυνάμεις του πολιτικά ορθού, κόκκινο πανί αποτελούν έννοιες όπως «παράδοση», «εθνική ταυτότητα» και γλώσσα, και αυτό επειδή κάποτε τις είχε επικαλεστεί το παλαιό κράτος της Δεξιάς (με στρεβλό τρόπο), το οποίο από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η Ελληνική Δεξιά έπαιζε δυναμικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό και στη διαμόρφωση ενός φοβικού κλίματος ανελευθερίας. Συνεπώς, κάθε αναφορά στον ελληνισμό, εν γένει, θα πρέπει να ταυτίζεται με την «ανελευθερία» και την εθνική κλειστότητα των «σκοτεινών» εκείνων χρόνων.