Βασίλης Καραποστόλης
 
Το να μην έχει κάποιος αρκετά χρήματα είναι λιγότερο στενόχωρο από το να μην έχει τι να κάνει. Ακόμη χειρότερο είναι το να μην του επιτρέπεται να κάνει κάτι, παρ' όλο που νιώθει ότι θα το μπορούσε. Εκεί περίπου βρισκόταν η Ελλάδα μέχρι να έλθουν καταπάνω της τα τελευταία κύματα προσφύγων και μεταναστών. Ηταν μια χώρα με εμποδισμένη την ενέργειά της. Μη έχοντας κεντρικό σκοπό, ξοδεύτηκε σε μεγάλο βαθμό και σε χίλιες μεριές και όλοι νόμιζαν πως στο εξής θα σερνόταν σαν ημιπαράλυτη ζητιανεύοντας συνεχώς δανεικά. Εμειναν έκπληκτοι όμως οι λεγόμενοι παρατηρητές όταν την είδαν να μην πανικοβάλλεται από τις νέες απειλές που την έζωναν. Στα νησιά του Αιγαίου υποδέχθηκε τους ναυαγισμένους με ανακλαστικά που δεν άφηναν να φανεί πως η ίδια ζούσε το δικό της ναυάγιο. Κάθε μέρα το τελευταίο διάστημα οι μαρτυρίες συγκλίνουν: μας λένε πως, αν και περισφιγμένοι από την ανασφάλειά τους, οι κάτοικοι αντιδρούν με πρωτοβουλίες και δείχνουν πως η κρίση δεν πρόκειται να τους καταπιεί ολόκληρους και πως ένα τμήμα τους εαυτού τους θα μπορούσε ακόμη να δανείζει αντί να δανείζεται.
 
Εκ του υστερήματoς λοιπόν η αλληλεγγύη. Αν είναι έτσι όμως, από κάπου αντλούν ως τώρα δυνάμεις οι ντόπιοι, από κάποιο κοίτασμα που δεν φαίνεται να στερεύει εύκολα. Το κοίτασμα αυτό είναι η επιθυμία τους να είναι ενεργοί. Παλιά και βαθιά παράδοση σ' αυτόν τον τόπο η ενεργητική αντιμετώπιση των συμβάντων, η προσπάθεια να μεταπλάθεται το τραχύ υλικό της ζωής σ' ένα νόημα (έστω και πικρό) ή μια μορφή (έστω και προσωρινή). Απέναντι στο τυχαίο οι άνθρωποι όρθωναν αναχώματα. Επρεπε κανείς να μάθει γράμματα, να έχει γνώμη προσωπική για όσα συντελούνταν γύρω του, να ξαναρχίζει το χτίσιμο του σπιτιού του την επαύριο του σεισμού. Χάρη σε αυτή τη στάση ο πληθυσμός δεν θα γινόταν άθυρμα της μιας ή της άλλης κατάστασης.