Του Κώστα Χατζηαντωνίου από το Άρδην τ. 117, συνέχεια από το α΄ μέρος.
Η εκστρατεία
Οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1919, την προκαθορισμένη περιοχή του βιλαετίου Σμύρνης, προς βορρά μέχρι το Αϊβαλί και προς νότο μέχρι την Έφεσο. Αλλά, για έναν ολόκληρο χρόνο, μέχρι τον Ιούνιο του 1920, οι Σύμμαχοι δεν επέτρεψαν προέλαση του ελληνικού στρατού, με συνέπεια να δοθεί ο χρόνος για την ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος, με σταδιακή οργάνωση των ατάκτων σε τακτικό εθνικιστικό στρατό, ο οποίος, στη συνέχεια, θα επιβληθεί, μετά από σκληρό εμφύλιο πόλεμο με τις πιστές στον σουλτάνο μουσουλμανικές δυνάμεις. Η μεγάλη ευκαιρία για τη συντριβή εν τη γενέσει της τουρκικής αντίδρασης είχε χαθεί. Οι διπλωματικές πιέσεις του Βενιζέλου απέδωσαν μόνο όταν (καλοκαίρι του 1920) οι κεμαλικές δυνάμεις απειλούσαν πια την Πόλη και τα Στενά. Δόθηκε, τότε, άδεια, και ο ελληνικός στρατός, μετά από θυελλώδη εξόρμηση, κατέλαβε μέσα σε δυο βδομάδες ευρύτατη περιοχή της Δυτικής Μικρασίας, την Προύσα και, κατόπιν, την Ανατολική Θράκη, φτάνοντας λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πόλη. Το ηθικό του τουρκικού λαού, του σουλτάνου και της κυβέρνησής του κατέρρεε και, στις 28 Ιουλίου 1920, υπογραφόταν η Συνθήκη των Σεβρών, που σηματοδοτούσε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Δυστυχώς, μέσα στο κλίμα θριάμβου, δεν κατανοήθηκε ότι δεν είχε ακόμη τελειώσει ο πόλεμος. Πως, αντίθετα, τώρα απαιτούνταν η ένταση των εθνικών δυνάμεων, η ομοψυχία του λαού. Αντ’ αυτού, βλέπουμε να οξύνονται τα πάθη, να βαθαίνει ο διχασμός. Η απόπειρα δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου, δυο μέρες μόλις μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, και η εκτέλεση του Ίωνος Δραγούμη μαρτυρούν πού είχαν φτάσει τα εμφύλια πάθη. Τα πάθη αυτά, η λαϊκή εξάντληση από μια οκταετία πολεμικών αγώνων, ο οικονομικός αποκλεισμός που είχε προηγηθεί, η δημαγωγία για «επιστροφή των παιδιών μας» από το μέτωπο, ο χωρίς αναστολές ρεβανσισμός των δυνάμεων που, από το 1909, είχαν τεθεί στο περιθώριο και δεν είχαν καμιά ελπίδα εξουσίας στην εθνικά ολοκληρωμένη χώρα, έφθειραν αποφασιστικά την εικόνα του εθνικού μεγαλείου. Οι αναπόφευκτες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 έδωσαν την πλειοψηφία στην αντιβενιζελική αντιπολίτευση. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις της συμμαχικής διάσκεψης, οργανώθηκε η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, που έδινε το πρόσχημα στις δυνάμεις της Αντάντ να θεωρούν ότι δεν δεσμεύονται στο εξής από τις συμμαχικές αποφάσεις που είχαν ληφθεί έναντι του Βενιζέλου. Χωρίς στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη, η διχασμένη Ελλάδα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους κεμαλικούς μόνη.
Η μεταπολίτευση του Νοεμβρίου του 1920 επέφερε την κατάρρευση της διεθνούς ισχύος της χώρας. Η Ελλάδα ανέλαβε τον μικρασιατικό αγώνα τυπικά ως εντολοδόχος της Αντάντ, στο πλαίσιο των αποφάσεων ενός συνεδρίου ειρήνης, μετά τον πόλεμο εναντίον του γερμανικού στρατοπέδου, στο οποίο είχε ενταχθεί και η Τουρκία. Η ανάδειξη στην Αθήνα κυβέρνησης από τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες στην είσοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και η άμεση επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου (που στη Γαλλία ήταν μισητός όσο και ο Κάιζερ, ειδικά μετά τα Νοεμβριανά του 1916) έδινε το πρόσχημα στις χώρες της Αντάντ να αποδεσμευτούν από τις υποχρεώσεις τους προς μια σύμμαχο και, γενικότερα, από τη συνέχιση της αντιτουρκικής πολιτικής στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ελληνοτουρκική σύγκρουση, από κεφάλαιο αυτού του πολέμου, γινόταν διμερές ζήτημα. Έτσι, οι Δυνάμεις θα υιοθετήσουν μια στάση ουδετερότητας εχθρικής προς την Ελλάδα, που, στην περίπτωση της Γαλλίας και της Ιταλίας, θα γίνει και ανοιχτή συνεργασία με πολεμική βοήθεια προς τον Κεμάλ. Μόνο η Αγγλία, για να είμαστε δίκαιοι, με τον Λόυδ Τζωρτζ, δε θα στηρίξει τον Κεμάλ αλλά, και αυτή, θα διακόψει τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που παρείχε ως τότε στην Ελλάδα. Βοήθεια που είχε πάρει επί Βενιζέλου ακόμη και άμεσο πολεμικό χαρακτήρα: θυμίζω την υποστήριξη με πυρά από το αγγλικό πολεμικό ναυτικό της επιχείρησης του Ιουλίου του 1920 στην Ανατολική Θράκη (απόβαση στη Ραιδεστό).