Μια ταινία του αγαπημένου συμπατριώτη, σκηνοθέτη Θόδωρου Μαραγκού για τη ζωή του αξέχαστου ηθοποιού Κώστα Τσάκωνα! Η βραβευμένη ταινία αγαπήθηκε γιατί η τρυφερή ματιά του σκηνοθέτη αγκάλιασε την αληθινή ζωή του Κώστα Τσάκωνα. Ζωή σκληρή, γεμάτη φτώχεια και δοκιμασίες... Άντεξε και μας χάρισε πολύ γέλιο με το πηγαίο ταλέντο του!!!
- Αρχική σελίδα
- ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
- 1940
- ΕΡΤFLIX
- ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΧΘΕΣ
- ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ
- ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
- ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟ
- ΘΕΑΤΡ/ΜΟΥΣ/ΒΙΒΛΙΟ
- ΘΕΑΤΡΟ
- ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
- ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΚΑΪ
- ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ
- ΜΟΥΣΙΚΗ
- ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
- Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ
- ΤΥΠΟΣ
- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
- ΟΛΑ ΔΩΡΕΑΝ
- ΒΙΝΤΕΟ
- forfree
- ΟΟΔΕ
- ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΗΧΟΣ
- ΔΩΡΕΑΝ ΒΟΗΘΕΙΑ
- ΦΤΙΑΧΝΩ ΜΟΝΟΣ
- ΣΥΝΤΑΓΕΣ
- ΙΑΤΡΟΙ
- ΕΚΠ/ΚΕΣ ΙΣΤΟΣ/ΔΕΣ
- Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ
- ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
- ΓΟΡΔΙΟΣ
- SOTER
- ΤΑΙΝΙΑ
- ΣΙΝΕ
- ΤΑΙΝΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
- Ε.Σ.Α
- skaki
- ΤΕΧΝΗ
- ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
- ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ
- gazzetta.gr
- ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
- ΑΝΤΙΦΩΝΟ
- ΔΡΟΜΟΣ
- ΛΥΓΕΡΟΣ
- ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ...
- ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
- γράμματα σπουδάματα...
- 1ο ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΩΝ
- ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ & ΓΛΩΣΣΑ
- ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ
- ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ
- ΑΡΔΗΝ
- ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΥΠΕΠΘ
- ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ
- ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΙΝΕ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΙΝΕ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019
Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019
Συνώνυμα, Παράσιτα και Τζόκερ ή κινηματογράφος και πολιτική
Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 155
Δύο ταινίες, η μία κορεατική ή άλλη αμερικανική, αξιοσημείωτες και για αυτό που προφητεύουν, προβάλλονται σχεδόν ταυτόχρονα αυτόν τον καιρό. Ο κόσμος των ανθρώπων, είναι κοινό μυστικό από καιρό, συσσωρεύει βουβή βία, αντίδραση εν μέρει στη βία που υφίσταται: αφ’ ενός από την παγκόσμια ελίτ, που έχει καταφέρει να επιβάλει σε πλανητικό επίπεδο ένα κονκισταδόρικο σύστημα διανομής πλούτου και εξουσίας, όπου ελάχιστοι τυχοδιώκτες –από άλλο πλανήτη– έχουν κατακτήσει όλες τις χώρες, σφάζοντας κι αρπάζοντας ό,τι βρουν, ωμότεροι από τους συντρόφους του Κολόμβου. Αφ’ ετέρου, είναι πλέον τέτοια και τόσο απειλητική η αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης στον πλανήτη και τέτοια η κρίση που οδηγεί τους πόρους του η καταναλωτική μας μανία, που ο καθείς αισθάνεται καθημερινά το βάρος της να τον πλακώνει. Είπα πριν «εν μέρει», γιατί υπάρχει ακόμα μία διάβρωση, περισσότερο ύπουλη και πολύ πιο κατεδαφιστική, που είναι αυτό ακριβώς το ίδιο το μοντέλο της ζωής: όλοι θέλουν να γίνουν κονκισταδόροι, ως μόνη αξία της ζωής τους. Κι ύστερα από μας, γαία πυρί μιχθήτω!
Δίκαια θα σκεφτείτε, μα καλά, κριτική ταινιών γράφεις ή πολιτικό σχόλιο; Αφού ένας πρώην πρωθυπουργός γράφει κριτική ταινιών, είπα κι εγώ σήμερα να παραβώ το περιεχόμενο της στήλης και να γράψω πολιτικά. Ωστόσο, το σχόλιο δεν είναι άσχετο των όσων συμβαίνουν στην οθόνη. Ξεκινώ από τον κινηματογράφο, για να ’ρθω και στα φαινόμενα –και τις πομπές– του κινηματογράφου. Έτυχε να παίζονται μαζί οι τρεις ταινίες που πήραν φέτος τα μεγάλα βραβεία στα τρία ευρωπαϊκά φεστιβάλ: Κάννες, Βενετία, Βερολίνο – οι βραβεύσεις δείχνουν, έστω δι’ αντανακλάσεως, τις διαθέσεις της ευρωπαϊκής ελίτ.
Συνώνυμα
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019
Η αναγνώριση του προσώπου - Το πολιτικό ζήτημα που θέτει ο Joker - Μάκης Ανδρονόπουλος
Η εισβολή αστυνομικών σε δύο κινηματογράφους που παιζόταν το Joker μετά από ανώνυμες τηλεφωνικές καταγγελίες υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού για παρακολούθηση της ταινίας από ανήλικους, την εποχή που όλοι οι ανήλικοι έχουν πρόσβαση μέσω του κινητού τους σε ακραίες τσόντες και σε σοκαριστική βία, μοιάζει αστεία. Τι ήταν λοιπόν; Μια προβοκάτσια; Μια επίδειξη επιβολής του νόμου και της τάξης από την κυβέρνηση της ΝΔ, ή μια επικοινωνιακή καραμπόλα για να φύγει η προσοχή της κοινής γνώμης από κάποιο θέμα; Ή μήπως ήταν η καθυστερημένη αντίδραση του δυσκίνητου ελληνικού συστήματος σε μια επικίνδυνη κοινωνικά και πολιτικά γι΄ αυτό καλλιτεχνική έκφραση;
Θα υποστηρίξουμε εδώ την τελευταία εκδοχή. Το αστυνομικό επεισόδιο (στις ΗΠΑ με το πρόβλημα ασχολήθηκε το FBI) ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει και στην Ελλάδα πως ο Joker είναι κοινωνικά επιδραστικός και επίφοβος για το σύστημα, με την πλέον αρνητική έννοια του όρου, καθώς υπονοεί αυτοδικία και εξέγερση. Υπό αυτή την έννοια, οι κριτικοί κινηματογράφου έκαναν πως δεν κατάλαβαν.
Πέταξαν την μπάλα στην κερκίδα ενός σίγουρου Όσκαρ για τον Χοακίν Φοίνιξ, στην καταγωγική μυθολογία του ήρωα και διάφορα άλλα κινηματογραφίστικα κλισέ. Κάπως έτσι, γύρω από τον Joker εξελίχθηκε μία απίστευτη συνωμοσία αποσιώπησης για το τι ήθελε να πει το σπουδαίο αυτό δράμα του Τοντ Φίλιπς. Έμειναν στην αποπροσανατολιστική σύγκριση με τον Τζακ Νίκολσον και τους άλλους Joker και κυρίως στην επιφανειακή σημειολογία του σαρκαστικού γέλιου του Άρθουρ Φλεκ, που μετατρέπεται σε σπαραγμό.
Τι ξέχασαν οι κριτικοί
Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019
Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος
του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 154
Πέρασε ίσως απαρατήρητη, τον χειμώνα που μας πέρασε, αφού παίχτηκε μόνο σε ένα σινεμά –με ικανοποιητική ωστόσο ανταπόκριση– και επαναλήφθηκε παρ’ ελπίδα σε έναν θερινό. Η πρώτη και τελευταία ταινία του Κινέζου Μπο Χου είναι ό,τι καλύτερο στη φετινή χρονιά. Όχι μόνο γιατί καταφέρνει το ακατόρθωτο, να κρατήσει τον θεατή παρόντα –και συγκινούμενον– στα 234 λεπτά της, αλλά και γιατί εκφράζει, μέσα στο μελαγχολικό μούχρωμά της, έναν ανθρωπισμό, έναν έρωτα αν προτιμάτε, που τείνει να εξαφανιστεί στον κυνισμό των ημερών. Δεν είχαμε την ευκαιρία να ασχοληθούμε στην ώρα του με το φιλμ, χρήσιμο είναι να πούμε κατιτίς, και όπου/όποτε βρείτε την ευκαιρία –στην αίθουσα– δείτε το. Άλλωστε, στις ολοκαίνουργιες ταινίες δεν έχει τίποτε άλλο παρά ξαναζεσταμένες –χολιγουντιανές επί το πλείστον– συνταγές.
Η Κίνα –και η Ασία ευρύτερα–, σε αντίθεση με τη συνταξιοδοτούμενη Δύση, είναι η χώρα των νέων, των πολύ νέων ανθρώπων. Μαθητές ή μόλις «τελειόφοιτοι» είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Μαζί με έναν συνταξιούχο, ο οποίος θα πρέπει κι αυτός ο ένας, να κάνει τόπο στους νέους. Αναγκαστικά. Μοιράζεται μέχρι τότε τις απελπισίες της νεότητας, σε έναν κόσμο που τον ζώνει το γκρίζο της ανάπτυξης. Η ευτυχία, μέσα σε αυτόν τον γερασμένο και ετοιμοθάνατο εν αμαρτίαις κόσμο, συνάπτεται με το χρήμα και το τάχα ανίκητο της δύναμης. Δίκιο είναι ό,τι μπορείς να το επιβάλεις διά της βίας. Τα όνειρα είναι για τους ηττημένους. Εδώ ο Μπο Χου στήνει στην ιστορία του μια παγίδα εξαρχής. Το ίδιο όνειρο έχουν ο επικεφαλής μιας ανελέητης σπείρας νεαρών μαφιόζων και ο μαθητής ο υπερασπιζόμενος έναν αδύναμο συμμαθητή του εναντίον τους: να δούν έναν ελέφαντα που στέκεται ακίνητος σ’ ένα τσίρκο στο Μανζούλι, πόλη των συνόρων – μεταξύ Κίνας και Ρωσίας. Παραβολή της βουδιστικής αταραξίας σε έναν κόσμο που συγκλονίζεται από καθημερινές (ανα)ταραχές; Ιδεατός τόπος ενός επέκεινα παραδείσου; Το όνειρο μιας ουτοπίας το Μαντζούλι; Πιθανόν.
Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019
Οι γυναίκες θα περιμένουν για πάντα
από Αντώνης Καρπετόπουλος
Δυο μπατζανάκηδες κλείνουν το μαγαζί. Οι γείτονες τους αποχαιρετάνε, καθώς μπαίνουν στο αμάξι για να πάρουν το δρόμο για τη Θασο για να βρουν τις γυναίκες τους. Οι ίδιοι τους καταριόνται να μείνουν στη Θεσσαλονίκη και να λειώσουν καλοκαιριάτικα. Κάπως έτσι αναπάντεχα αρχίζει το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» – μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Και το ίδιο αναπάντεχα, σήμερα Τρίτη 23 Ιουλίου του 2019, πάλι καλοκαιριάτικα, έφυγε από τη ζωή ο δημιουργός της, ο Σταύρος Τσιώλης. Ισως γιατί οι γυναίκες του καιρού μας δεν μπορούν να περιμένουν πια.
Οι αληθινοί άνθρωποι
Ο Τσιώλης θα ήταν τεράστιος δημιουργός ακόμα κι αν είχε γυρίσει μόνο το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει γυρίσει μόνο αυτό. Η ταινία είναι απόσταγμα μιας πορείας περίπου δέκα χρόνων – θεωρητικά το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας για τις γυναίκες, ουσιαστικά όμως ένα ψηφιδωτό από χαρακτήρες που ο Τσιώλης έπλαθε για χρόνια γεμάτο από ατάκες, που ο δημιουργός και η παρέα του έψαχναν για καιρό. Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι προϊόν παρατήρησης και επεξεργασίας μιας εποχής. Μια ταινία μυθοπλασίας με αληθινούς ανθρώπους – μια ταινία του Τσιώλη δηλαδή. Διότι τέτοιες ήταν όλες οι ταινίες που γύρισε μετά την επιστροφή του στο σινεμά το 2015: περιείχαν ιστορίες που θα μπορούσες να διηγηθείς σε τρεις γραμμές και που αποτελούσαν απλά τον καμβά που του επέτρεπε για να μιλήσει για τους ανθρώπους, τις συμπεριφορές, τα κολλήματα τους, τις ιδιοτροπίες τους – όλα αυτά τα μικρά πράγματα που τους κάνουν να ξεχωρίζουν.
Ο Τσιώλης δεν ήταν απλά σκηνοθέτης ηθοποιών – ήταν σκηνοθέτης ανθρώπων. Στο μυαλό του είχε πάντα χαρακτηριστικές φιγούρες ανθρώπων καθημερινών, που ο ίδιος πίστευε πως θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο του σινεμά του για προβολή και για μελέτη. Ο κόσμος γνώρισε χάρη στην μεγάλη επιτυχία του «Ας περιμένουν οι γυναίκες», τον Αντώνη, τον Πάνο και τον Μιχάλη, αλλά το σινεμά του Τσιώλη είναι γεμάτο από ανθρώπους που τράβηξαν την προσοχή του και τα φώτα του γιατί κάτι ψάχνουν. Η Αγγελική που βγάζει την αδερφή της από το ψυχιατρείο. Ο Βασίλης που ψάχνει μια κοπέλα μόνο με μια φωτογραφία της. Οι δραπέτες που αναζητούν τον θησαυρό του Χουρσίτ Πασά. Οι αγιογράφοι, που παρακολουθούν τον ουρανό με τηλεσκόπιο ψάχνοντας την έμπνευση. Δυο φίλοι, χτυπημένοι από έρωτα, που ψάχνουν μια Χουρμαδιά στην Πελοπόννησο πιστεύοντας πως αυτή είναι η απόδειξη μιας απιστίας ή μιας αθωότητας. Στο σινεμά του Τσιώλη τα μοτίβα είναι συχνά επαναλαμβανόμενα: οι αναζητήσεις γίνονται στην Πελοπόννησο γιατί αυτός είναι από εκεί, οι φίλοι είναι συνήθως δυο, οι ηθοποιοί συχνά οι ίδιοι, οι γυναίκες κινούν την ιστορία ακόμα και εν τη απουσία τους, οι προβληματισμοί είναι μεγάλοι αλλά και υπόγειοι και μπορεί να αφορούν τον έρωτα ή το Θεό. Και το χιούμορ είναι το χιούμορ των ανθρώπων που διηγούνται υπερβάλοντας ή χειρονομώντας ή παραληρώντας. Ο Τσιώλης ήταν ένας συλλέκτης συμπεριφορών – πάντα είχα την εντύπωση ότι αγαπούσε τους ήρωές του γιατί τους έβλεπε πιο κανονικούς από τους κανονικούς ανθρώπους.
Κυριακή 14 Απριλίου 2019
Γιλμάζ Γκιουνέι εκείνος ο αληταράς, το κουρδόσπερμα, ο βρωμοανατολίτης ο Κομμουνιστής
Κοινωνία Γιλμάζ Γκιουνέι
Γεννημένος το 1937 σε ένα χωριό των Αδάνων, γόνος μιας Κούρδικης φτωχής εργατικής οικογένειας, ο Γιλμάζ από μικρός είχε έφεση στα μαθήματα και κυρίως στις ξένες γλώσσες και τα Αγγλικά. Περίεργο πράγμα για την ηλικία του και την καταγωγή του καθώς δούλευε από πολύ μικρός για να μπορέσει ναανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής.
Προσπαθεί να σπουδάσει οικονομικά πρώτα στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας και μετά στην Κωνσταντινούπολη και στα 21 του χρόνια ασχολείται ενεργά με τη σκηνοθεσία. Στα τέλη της δεκαετίας του 50 δικάζεται και φυλακίζεται για 18 μήνες στο Ικόνιο επειδή έκδωσε ένα κομμουνιστικό διήγημα. Από κει και πέρα αρχίζουν οι φυλακίσεις και οι εξορίες που θα τον ακολουθήσουν έως και το τέλος της ζωής του. Ο Γκιουνέι υπήρξε το πιο διάσημο όνομα που αναδύθηκε από τον Τούρκικο κινηματογράφο σαν ηθοποιός και σαν σκηνοθέτης, το σκληρό πρόσωπο του του χαρίζει το ψευδώνυμο άσχημος βασιλιάς και η επιλογή του να απευθύνεται στον λαό και τα προβλήματά του τον κάνει μια από τις πιο λαοφιλής φιγούρες στην Τουρκία, φτάνοντας σε σημείο να συμμετέχει σε 20 ταινίες τον χρόνο. Αρχίζει να σκηνοθετεί τις δικιές του ταινίες το 1965.
Οι τίτλοι των ταινιών του καθρεφτίζουν την κατάσταση και τα αισθήματα του Τούρκικου λαού: Umut (Ελπίδα, 1970), Ağıt (Ελεγεία, 1972), Acı (Πόνος, 1971),Umutsuzlar (Οι αβοήθητοι, 1971). Μετά το 1972, ωστόσο, ο Γκιουνέι θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη φυλακή. Απελευθερώνεται από τη φυλακή το 1974, από γενική αμνηστία η οποία δόθηκε. Όσο είναι φυλακισμένος εκδίδει το περιοδικό «Γκιουνέι», που αριθμεί 13 τεύχη πριν το κλείσει ο στρατιωτικός νόμος και εξαιτίας των γραπτών του ξεκινήσουν δέκα διαφορετικές δίκες. Οι κατηγορίες ήταν: κομμουνιστική προπαγάνδα, αποδυνάμωση του εθνικού συναισθήματος, παρακίνηση του λαού σε διάπραξη εγκλημάτων, εγκλήματα που κλονίζουν το κύρος του κράτους στο εσωτερικό και το εξωτερικό και πάει λέγοντας.
Τον Αύγουστο του 1974 ανακατεύεται στη δολοφονία ενός εισαγγελέα και καταδικάζεται σε 19 χρόνια. Προσμετρώντας και τις άλλες καταδίκες του, η ποινή του πλησιάζει τα 100 χρόνια φυλάκισης. Στα έργα του ο Γκιουνέι προσπάθησε με τιμιότητα και ειλικρίνεια να κάνει τα βιώματα και τις αντιλήψεις του πράξη. Προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της ισορροπίας ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, δίνοντας φυσικά έμφαση στο δεύτερο. Ο φακός του προώθησε τις μέχρι τότε φόρμες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τη μυθοποίηση πραγματικών κοινωνικοπολιτικών δεδομένων («Ελπίδα»), την με απλή γλώσσα δραματοποίηση των σχέσεων και των αδιεξόδων της τούρκικης καθημερινότητας («Δρόμος») και την έξυπνη, πλατιά και διακριτική μαρξιστική θεώρηση της κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης με την «επικολυρική πνοή ενός ποιητή της εικόνας» («Κοπάδι»).
Η αφηγηματική τεχνική του, συχνά σαρκαστικά, χιουμοριστικά και αισιόδοξα, αποδίδει πρωταγωνιστικό ρόλο στις συνθήκες όπως αυτές διαμορφώνονται και διαμορφώνουν πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα.
Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019
“Η ευνοούμενη” του Γιώργου Λάνθιμου
– Μια οπτική πανδαισία με ταξικές αιχμές
Θα περάσετε ευχάριστα δυο ώρες, θα ξαφνιαστείτε θετικά κάποιες στιγμές κι αν δεν ήσασταν φαν του Λάνθιμου, θα αναστενάξετε από ανακούφιση. Αν πάλι το ως τώρα ιδίωμα του σκηνοθέτη σας ιντρίγκαρε ακόμα και χωρίς να σας κερδίζει, χαμηλώστε τον πήχυ σας.
Αν ανήκετε σε όσους δε θα έβλεπαν ταινία του Λάνθιμου ούτε επί πληρωμή, με την “Ευνοούμενη” πρέπει να το ξανασκεφτείτε. Μοιάζει παράδοξο, αλλά το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας, είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο μειονέκτημά της. Είναι δηλαδή σαφές ότι φτιάχτηκε για ν’ αρέσει στην Ακαδημία Κινηματογράφου που μοιράζει τα ψηλόλιγνα αγαλματίδια και κατ’ επέκταση και σε ένα κοινό, αν όχι μαζικό, τουλάχιστον σαφώς ευρύτερο από αυτό στο οποίο απευθύνεται συνήθως ο πρώην σκηνοθέτης βιντεοκλίπ του Ρουβά και του διαφημιστικού “πουτ δε κοτ ντάουν σλόλγι” (δεν το λέω υποτιμητικά, αλλά ως μέτρο για το από πού ξεκίνησε και πού έφτασε μέσα σε σχετικά λίγα χρόνια). Μπορεί βέβαια τα προγνωστικά για τις “μεγάλες κατηγορίες” των βραβείων να είναι συντριπτικά υπέρ του Κουαρόν και του ημιαυτοβιογραφικού ασπρόμαυρου δράματός του “Roma”, η προσπάθεια όμως ήταν φιλότιμη και ίσως τροχιοδεικτική βολή για το μέλλον.
Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019
cineρήξη: Στο σώμα της & Γυναίκα σε πόλεμο
του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 150
Σε ποιανής το σώμα; Το ντοκιμαντέρ του Ζαχαρία Μαυροειδή για το έθιμο του «Δεκαπέντε», αυτές και αυτούς που κατά παράδοση δεκαπεντίζουν, μένουν, δηλαδή, όλες τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου, στη έρημη πλέον μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στο νότιο άκρο της Θηρασιάς, «για να της κάνουν παρέα», τελώντας λειτουργίες και παρακλήσεις καθημερινά και ετοιμάζοντας τη μονή για το πανηγύρι της Παναγίας, δεν δίνει καθαρή απάντηση. Είναι το σώμα της Παναγίας που καλούνται να κηδεύσουν οι προσκυνήτριες και οι προσκυνητές; Είναι το γερασμένο σώμα των γυναικών που πρωταγωνιστούν; Είναι το «ερημωμένο σώμα της πάλαι ποτέ αγροτικής Θηρασιάς», όπως γράφουν οι συντελεστές του έργου; Είναι το σώμα της παράδοσης; Είναι το σώμα της Ελλάδας, μήπως; Ή όλα αυτά μαζί;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)