Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΤΡΙΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΤΡΙΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

«είμαι πατριώτης αναρχικός και νιώθω μόνος…» του Nesapouliata

«Στις 18 Δεκεμβρίου, ο φίλος  Nesapouliata έγραψε ένα σχόλιο σε μία ανάρτηση μας, που τέλειωνε

ellaέτσι:
 Nesapouliata
«είμαι πατριώτης αναρχικός και νιώθω μόνος…»
 Αμέσως από κάτω η φίλη κ.κ. απάντησε:
«Δεν είσαι μόνος, μην ανησυχείς.
Είναι σαν αυτό το ανέκδοτο που λέει : πού πάμε 10.000 στρατιώτες ολομόναχοι μέσα στο δάσος;»
 Εμείς, λοιπόν, που μας αρέσουν τα διαφορετικά, ζητήσαμε από τον Nesapouliata να μας εξηγήσει το  «πατριώτης αναρχικός» και τη μοναξιά του. Ο φίλος μας λοιπόν, με εξαιρετικό κέφι, έγραψε το παρακάτω κείμενο:
 Ο φίλος μας λοιπόν, με εξαιρετικό κέφι, έγραψε το παρακάτω κείμενο:
 Ας γράψω , λοιπόν…
Και από πού να ξεκινήσω. Θα πέσουν από παντού να με φάνε. Φοβάμαι!
Θα ξεκινήσω απ’ τον φόβο μου. Και θα του πάω κόντρα! Θα πάω κόντρα και στα δεξιά και στα αριστερά. Όχι στους ανθρώπους ! Όχι!
Στις ιδέες θα αντιταχθώ. Σ’αυτές που έχουν επιβληθεί στους ανθρώπους! Σ’αυτές θα ξεσπαθώσω και θα φωνάξω φονικά: ΑΕΡΑΑΑΑ με μια μαυροκόκκινη στα χέρια! Να ξεσκίσω τα άμφια και τα ψευτοκοστούμια των και να σπάσω συμμαχικά με τον Δεκέμβρη του 08 ΌΛΑ τα στεγανά, ΌΛΕΣ τις ιδέες του περασμένου αιώνα! Θα εκτελέσω -λέμε- όσο μπορώ και Μαρξ, και Φρόιντ!
Γεννήθηκα! Και έτσι έγινε η αρχή που με έφερε σ’αυτό το πληκτρολόγιο να γράφω. Δε γεννήθηκα όπου νάναι. Δε γεννήθηκα όποτε νάναι. Γεννήθηκα το 1981 (δυτική χρονολόγηση “μετά Χριστό”) στην Αθήνα. Γονείς μου ΔΕΝ ήταν όποιος να’ναι. Ήταν η Μαρία και ο Σπύρος. Και οι δυο κρατάν από νησιά. Όχι μακρινά μεταξύ τους, και τα δυο κολυμπάν από πάντα στη θάλασσα που τήνε λεν πέλαγος του Αιγέα(πρόσωπο του παρελθόντος που λεν πως έζησε στην Αθήνα).
 Και ο Αιγέας, και ο Χριστός δεν ξέρω αν υπήρξανε στα αλήθεια. Ξέρω όμως πως και οι δυό τους ξαφνικά υπάρχουνε κάθε φορά που γράφω είτε τη χρονολογία, είτε που μιλώ για την καταγωγή μου. Υπάρχουνε μέσα από αυτές τις δυο ιστορικές συνέχειες που τα έφεραν έτσι ώστε να με φτύσει η συμπαντική συγκυρία σ’αυτές τις “τυχαίες” συνθήκες, σ’αυτές τις “τυχαίες” καταστάσεις.
Εδώ, τριγύρω στο Αιγαίο.
Είναι λοιπόν πρόσωπα οικεία και οι δυο τους(Χριστός-Αιγέας) με έναν τρόπο όμοιο όπως και η οικειότητα στις φάτσες των γονιών μου. Και με την ίδια ευκολία που έχω να τους επευφημώ ,έχω και να τους κατακεραυνώνω. Γιατί είναι κομμάτι μου. Είναι μέρος του κώδικα που έχω μέσα μου για να ορίζω το θαύμα της ΖΩΗΣ.
 Δεν το διάλεξα. Δεν τους διάλεξα. Μου επιβλήθηκαν από τον συμπαντικό τυχαίο ΝΟΥ. Και οι dioγονείς μου , όπως και οι Χριστός – Αιγέας.
Στην μια περίπτωση ο “τυχαίος συμπαντικός νους” πήρε τη γήινη δυναμική του “έρωτα”, της “συνουσίας” και στην άλλη περίπτωση πήρε τη δυναμική της γεωγραφικο-περιβαλλοντικο-πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικο-ιστορικής παρακαταθήκης που φέρει η κοινωνία στην οποία έμαθα να αντιλαμβάνομαι και να ορίζω τον κόσμο(= την “πραγματικότητα”).
Όσο λοιπόν η “συμπαντική τυχαιότητα“, που με έφερε να γεννηθώ και να ενσαρκώνω μια ιστορική παρακαταθήκη, διοικεί το ΟΤΙ συμβαίνει στο βασίλειο της ΥΠΑΡΞΗΣ, τόσο κιεγω θα της είμαι υποτελής. Διότι, όσο και να θέλω να πετάξω, να αποδεσμευθώ από τα όρια της βαρύτητας, το γηινό μου σαρκίο θα πράττει αλλιώς. Όσο και να θέλω να δω την πραγματικότητα με άλλα μάτια και να την ορίσω αλλιώς, ακόμα και αυτό το “αλλιώς” θα είναι πάντα καθορισμένο από τον τρόπο που την πρωτοόρισα…
 Αυτό το περιεχόμενο στη λέξη “πρωτοόρισα” είναι η πατρίδα μου.
Άσχετα από το αν την αγαπώ ή τη μισώ στο “τώρα“. Είτε το αποδέχομαι είτε όχι, αυτή είναι ο κάναβος, ο κώδικας, ο μπούσουλας, η πυξίδα που έχω για να ορίζω τον κόσμο.
Ο Λόγος, οι λέξεις, η γλώσσα, εμπεριέχουν μέσα τους μια μουσική, μια δυναμική, μια αρμονία. Φέρουν κωδικοποιημένα στοιχεία της ιστορικής συνέχειας που κουβαλώ. ΕΓΩ ο -πότε ανθρωπάκος* , πότε υπεράνθρωπος* και πάντοτε- άνθρωπος.

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

«Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει μια χορδή που λέγεται πατρίδα»

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ



Ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος μοιάζει να έχει ζήσει πολλές ζωές διαφορετικές μεταξύ τους. Από τον βαθύ Πειραιά όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα βουνά που όργωσε για να καταγράψει τον βίο του Αρη Βελουχιώτη. Από το σκυλάδικο του Αλογάκου στο Ικόνιο και την Τρούμπα μέχρι την κοινή ζωή που μοιράστηκε με την Ελένη και τη Μαλβίνα ή τον χώρο της διαφήμισης όπου είχε για χρόνια μια μεγάλη πορεία. Το θαυμαστό είναι πως όλες αυτές οι αποσκευές έχουν στην πορεία του Διονύση δύο όψεις. Η μία είναι αυτή που βιώθηκε και η άλλη είναι αυτή που μεταπλάθεται σε έργο. Aπό το 1976 που πρωτοέγραψε λογοτεχνία («Δανεικιά γραβάτα») μέχρι σήμερα που ολοκληρώνει την τριλογία του για τον αγαπημένο του Πειραιά (και αυτό το κάνει από το σπίτι του στο Μετς). Ο Χαριτόπουλος ζει μια σχεδόν ασκητική ζωή, γράφοντας όμως με πάθος για τη δημόσια. Μας δέχεται σπίτι του και μιλά για τον Πειραιά, τον Ολυμπιακό, τον Αρη, την πατρίδα, τα συλλαλητήρια, τις γυναίκες, τη μετανάστευση. Απλά και απολαυστικά.     

Τι γράφετε τώρα; 

Ολοκληρώνω την τριλογία, χρέος στην πόλη μου που λατρεύω, τον Πειραιά. Εγινε πρώτα το "Εκ Πειραιώς", μετά οι "Πειραιώτες" και το φθινόπωρο εκδίδεται το "Πειραιάς βαθύς". Είναι τα σπλάγχνα της πόλης, το οργανωμένο έγκλημα, αναμοχλεύω τον βυθό του υπόκοσμου, κυρίως τον προπολεμικό. Ξέρεις ότι υπήρξε σχέδιο δολοφονίας του Μεταξά; έμεινε κρυφό. Στον Πειραιά ήταν ο εκτελεστής που είχαν επιλέξει…

Πού ψάξατε;

Μεγάλη έρευνα. Στον παλιό Τύπο, συνεντεύξεις με παλιούς Πειραιώτες και με παλιούς αστυνομικούς που ήξεραν την πόλη σαν την τσέπη τους. Τις έκανα εγώ. Κάποιες είναι ακούσιες, μου τις διηγούνταν πριν μου μπει η ιδέα.

Γιατί σας στοιχειώνει ο Πειραιάς ενώ εδώ και χρόνια μένετε αλλού;

Μα δύο πράγματα με διαμορφώσανε: ο Πειραιάς και οι γυναίκες. Δεν είμαι κάτι άλλο. Τον έχω γυρίσει πεντακόσιες φορές σε κάθε στενό και στενάκι, σπίτι πήγαινα μόνο για ύπνο. Η ευτυχής συγκυρία ήταν αντί να πάω γυμνάσιο στα Μανιάτικα που γεννήθηκα, πήγα γυμνάσιο στο Πασαλιμάνι. Και είδα και την άλλη όψη της ζωής. Το Πασαλιμάνι ήταν πιο αστικό, όχι ότι δεν είχε τα πονηρά του, αυτό όμως με γλίτωσε. Ο βαθύς Πειραιάς που ζούσα δεν είχε σωτηρία. Για κάποια χρόνια πάταγα σε δυο βάρκες αλλά τελικά γλίτωσα.

Ζήσατε και γράψατε για την Τρούμπα..