«Ο Κανάρης στην Κύπρο το 1821», Γ. Μαυρογένης. Υπάρχει ισχυρή και σταθερή τοπική παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Κωσταντής Κανάρης τον Ιούνιο του 1821 ελλιμενίστηκε στις βόρειες ακτές της Κύπρου (Ασπρόβρυση Λαπήθου) όπου γέμισε τα καράβια του με προμήθειες και δεκάδες εθελοντές.
Του Ιωάννη Μιχαλακόπουλου από το ‘Αρδην τ. 111
Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δὲν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δὲν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
ἡ κατοικία.
«Ηφαίστεια», Α. Κάλβος
Η εθελοντική προσφορά των Ελλήνων της Κύπρου στους εθνικούς αγώνες της Μητέρας Πατρίδας είναι αναμφισβήτητη και διαχρονική. Παρά το πέρασμα πολλών κατακτητών από τη Μεγαλόνησο σε διάφορες ιστορικές περιόδους, το Ελληνορθόδοξο στοιχείο δεν λύγισε· αντίθετα, με ζήλο πάντα συμμετείχε, αγωνίστηκε, θυσιάστηκε στο πλευρό της υπόλοιπης Ελλάδας.
Αρχικά, στην περίπτωση της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 ο φόρος αίματος των Ελληνοκυπρίων (όπως και των λοιπών Ελλήνων) ξεκίνησε να «καταβάλλεται» αιώνες πριν την επανάσταση. Συγκεκριμένα, το έτος 1570, 100.000 τουρκικού στρατού με 360 πλοία εισβάλλουν στην Κύπρο και επιδίδονται σε σφαγές και λεηλασίες υπό τις διαταγές του αιμοσταγούς Μουσταφά πασά. Μητέρες σφάζουν με τα ίδια τους τα χέρια τα παιδιά τους προκειμένου να μην τα αφήσουν σκλάβους στον βάρβαρο εχθρό. Πολλές Κύπριες, για να αποφύγουν τη μαρτυρική ατίμωση των ιδίων και των θυγατέρων τους, επιλέγουν να σκοτωθούν πηδώντας από γκρεμούς. Λίγους αιώνες αργότερα, κάτι ανάλογο θα συμβεί στο Ζάλογγο στην Ήπειρο και στην Αραπίτσα της Νάουσας[8]. Σε 20.000 υπολογίζονται τα θύματα και σε 2.000 οι απαχθέντες δούλοι κατά την τότε τουρκική θηριωδία, εν Κύπρω.
Κάπου στο όριο Ιστορίας και θρύλου, λέγεται ότι η νεαρή Μαρία Συγκλητική την οποίαν είχαν αιχμαλωτίσει οι Τούρκοι στο αμπάρι μιας γαλέρας, θέλοντας να εκδικηθεί, κατόρθωσε να διεισδύσει και να βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ανατινάζοντας το πλοίο. Εκεί, βρίσκονταν σιδηροδέσμια εκατοντάδες κορίτσια -προορισμένα για τα σκλαβοπάζαρα και τα χαρέμια της Ανατολής- που έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Κάτι ανάλογο με τα ολοκαυτώματα του Σαμουήλ στο Κούγκι και του Καψάλη στο Μεσολόγγι. Από τότε μέχρι το τελειωτικό νικηφόρο ξέσπασμα του Ελληνισμού το 1821 υπήρξαν απόπειρες ξεσηκωμού στην Κύπρο οι οποίες κατεστάλησαν βιαίως εν τη γενέσει τους[2,8].
«[…] oι σκλάβοι ελευθερώθηκαν… Eπάνω στα ουράνια
ο Ύψιστος τούς έδωκε μαρτυρικά στεφάνια.
Mα της Pενάλδας η ψυχή τρακόσια τώρα χρόνια
Στα γαλανά μας κύματα περιπλανάτ’ αιώνια…
Aυτή μια νύχτα σκοτεινή, νύχτα δίχως φεγγάρι
Στη ναυαρχίδα οδήγησε το χέρι του Kανάρη.»
Κατά την περίοδο εγγύτερα στο 1821 ο ρόλος των Ελληνοκυπρίων καθίσταται εντονότερος, με πολλά και συγκεκριμένα παραδείγματα. Αρχικά, ανάμεσα στους σημαντικότερους συντρόφους του Ρήγα Φεραίου και ένας εξ αυτών που τον ακολούθησαν στη θυσία (Βελιγράδι, 1798), ήταν ο Λευκωσιάτης λόγιος Ιωάννης Καρατζάς, τριάντα ενός ετών[3].