Επειδή εκτιμώ πως το μέλλον της Κύπρου και του λαού της εξαρτάται από το κατά πόσον θα υφίσταται ή όχι θεσμικός ομφάλιος λώρος μεταξύ Κύπρου και τρίτων κρατών, θέλω να σταθώ σε δυο μόνο τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα που έγιναν στην διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψης του και, οι οποίες, άπτονται του ζητήματος αυτού, το οποίο είναι το μείζον και κυρίαρχο ζήτημα της ασφάλειας της Κύπρου και του λαού της.
Ο κ. Πρωθυπουργός τοποθετήθηκε ξεκάθαρα πως δεν μπορεί να υπάρξει “λύση με εγγυήσεις”, ότι δεν αποδέχεται τετελεσμένα και πως απορρίπτει “οποιαδήποτε μορφή τετραμερούς διαπραγμάτευσης ή άλλα παρεμφερή σχήματα που αγνοούν την Κυπριακή Δημοκρατία και αποσκοπούν στην εξίσωση της χώρας μου (δηλ. της Ελλάδας) με τις βαριές ευθύνες μιας κατοχικής δύναμης στην Κύπρο”.
Έχει ας μου επιτραπεί η λαϊκή φράση “μαλλιάσει η γλώσσα μου” να υποστηρίζω τούτο το απλό αλλά στρατηγικά ανατρεπτικό : χωρίς την ενεργή συμμετοχή της Αθήνας κανένα καθεστώς δουλείας δεν μπορεί να επιβληθεί πάνω στον κυπριακό λαό. Και ότι η οποιαδήποτε μορφή λύσης πρέπει να είναι “λύση χωρίς κυπριακό”. Μια λύση, δηλαδή, με μια χρονική περίοδο μετάβασης με ημερομηνία λήξης, μετά την οποία το μετεξελιγμένο κυπριακό κράτος θα λειτουργεί ως ένα συγκροτημένο, αυτόνομο , δημοκρατικό κράτος με τα όποια “φυσιολογικά” του προβλήματα που θα αντιμετωπίζονται και θα επιλύονται μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, με σεβασμό στα πολιτικά ανθρώπινα και θεσμικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών. Οτιδήποτε άλλο συνεπάγεται “λύση με κυπριακό”, δηλαδή με αδιέξοδα, αντιπαραθέσεις και πιθανόν ακόμη και συγκρούσεις.