Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
(Κωνσταντίνος Καβάφης, «Όσο μπορείς»,
Ποιήματα 1897-1933)
Οι αναρχικοί στάθηκαν ανέκαθεν ενάντιοι σε κάθε εκπαιδευτικό σύστημα, ακριβώς επειδή αποτελούσε το παραπέτασμα που έκρυβε την αληθινή γνώση. Και για να μην παρανοηθεί επ’ ουδενί το άνωθι, ας ξεκαθαρίσουμε από τη μεριά μας, πως θεωρούμε κάθε προσπάθεια, αγαθοπροαίρετη ή μη, για τη δημιουργία «ελευθεριακών σχολείων» τμήμα του αναρχισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Προφανώς, ουδόλως μας εκφράζουν η πολιτική, οι «–ισμοί» και οι ιδεολογίες γενικώς. Αγωνιζόμαστε για την Αναρχία.
Η αλήθεια είναι πως ο αναρχισμός, ως πολιτική ιδεολογία, περιελάμβανε στα διάφορα προγράμματά του, εκφρασμένα από τους λεγόμενους κλασσικούς αναρχικούς του 19ου κυρίως αιώνα, την άρνηση κι αντίθεσή του με τον κρατικό θεσμό του σχολείου. Στην πορεία, βέβαια, πολλοί έπεσαν στην παγίδα της «συνθηματοποίησης» κάποιων εννοιών και ξέχασαν για ποιον λόγο στρέφονταν εναντίον της σχολικής εκπαίδευσης και του σχολικού θεσμού εν γένει. Έτσι, επί της ουσίας, κάπου ξεχάστηκαν κι άρχισαν να στρέφονται ενάντια στη γνώση σε πολλές περιπτώσεις. Άρχισαν να αναπαράγουν, μηχανικά, τσιτάτα, δανεισμένα από τον μαρξισμό και την ευρύτερη αριστερά, να κατασκευάζουν ευαγγέλια, να πιστεύουν τυφλά σε μια φράση, δίχως να εμβαθύνουν στο περιεχόμενο. Κι αυτό δεν είναι ίδιον των αναρχικών, είναι ίδιον της εποχής. Φτάσαμε, δηλαδή, στο σημείο να δαιμονοποιήσουμε την ίδια τη γνώση.
Από τη μια, οι έχοντες τον έλεγχο της μαζικής πληροφόρησης «βομβάρδιζαν» επί χρόνια τα μυαλά των νεοελλήνων ότι είναι σημαντική η εκπαίδευση και, πράγματι, μέχρι και λίγα χρόνια πριν κάθε γονέας έκανε κάθε τι για να σπουδάσει τα παιδιά του, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο. Την ίδια στιγμή που όλοι πείθονταν για τα «καλά της εκπαίδευσης» τα σχολεία έφταναν στο απόγειο της αποβλάκωσης και της ημιμάθειας-αμάθειας. Όλα έγιναν μέρος ενός πειράματος: τα βιβλία, τα παιδιά, οι δάσκαλοι.
Έτσι, χωρίς να προλάβουμε να το συνειδητοποιήσουμε, πλημμυρίσαμε με τις εξής «βεβαιότητες»:
(1) Όλοι πρέπει να έχουν –τουλάχιστον– πτυχία πανεπιστημίου και μεταπτυχιακά, τρεις ξένες γλώσσες, υπολογιστές, σεμινάρια επιμόρφωσης κ.λπ. Όλο αυτό δε σήμαινε απλώς την εύρεση προσοδοφόρας εργασίας, αλλά και κοινωνική αναγνώριση, μέσα στο πλαίσιο αυτού που ονομάζουμε κυρίαρχη αφήγηση. Έτσι, η γνώση ταυτίστηκε απολύτως λανθασμένα με την εκπαίδευση, τη στιγμή ακριβώς που συνέβαινε το αντίθετο: η εκπαίδευση έγινε μηχανιστική, εξειδίκευση και τεχνική εκμάθηση μιας δεξιότητας, που πόρρω απέχει από την αληθινή γνώση. Ωστόσο, ουδείς «δικαιούται» να εκφέρει άποψη ή τουλάχιστον να τον παίρνουν σοβαρά, αν δεν διαθέτει τη σφραγίδα του πτυχίου, της έγγραφης απόδειξης ότι γνωρίζει ο,τιδήποτε· ακόμη και το να γίνεις χασάπης, σεκιουριτάς, οδηγός ταξί, έφτασε να περνά μέσα από το ιλουστρασιόν βουστάσιο της πιστοποιημένης εκπαίδευσης. Ο «αμόρφωτος» χωρίς πτυχίο δεν ήξερε όσα οι «σπουδαγμένοι». Αν δε το πτυχίο σου ήταν από το εξωτερικό, τότε διέθετες κάτι περισσότερο από το δαχτυλίδι του νιμπελούνγκεν. Κατείχες τα πάντα. Ακόμη και την ικανότητα να εξαφανίζεσαι, όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.