Στο πεδίο της δημοκρατίας, του δήμου, των ισονομικών διατάξεων που αφορούν τους πολίτες τόσο κατά μόνας, όσο και ως δημοκρατικά οργανωμένο σύνολο, τα συγκλίνοντα και από κοινού αναδεικνυόμενα παραδείγματα είναι αρκετά, έτσι όπως αποτυπώνονται στην αναλυτική από τον Ρήγα περιγραφή των φυσικών δικαίων στο τμήμα των «Δικαίων του Ανθρώπου», στο άρθρο 2 σε σχέση με το αντίστοιχο γαλλικό, στην ισότητα όλων απέναντι στον νόμο ανεξάρτητα από την εθνική, θρησκευτική ή ταξική τους κατάσταση στο άρθρο 3, στην ιεράρχηση της ελευθερίας ως μέγιστης θετικής αξίας στα άρθρα 6 και 9, στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων της ανεξιθρησκίας, του συνέρχεσθαι, συνεταιρίζεσθαι και της ελευθεροτυπίας στο άρθρο 7.
Η ριζοσπαστικότητα του Ρήγα, διάχυτη σε όλο το σώμα της Νέας Πολιτικής Διοικήσεως,κορυφώνεται στο ζήτημα των δικαιωμάτων κάθε κατηγορουμένου, όπου πέρα από την ρητή διατύπωση, του ότι δεν υφίσταται αδίκημα και δεν επιβάλλεται ποινή άνευ νόμου που από προηγούμενα ορίζει τα του αδικήματος και της ποινής (Nullum crimen nulla poena sine lege), απαιτεί την πλήρη τήρηση της νομιμότητας, την ανθρώπινη μεταχείριση των κρατουμένων και την απαγόρευση βασανιστηρίων (άρθρα 10-14).
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αλλά και πρωτοπόρες για την εποχή του είναι οι ισονομικές προσεγγίσεις του, που –τηρουμένων των αναλογιών– αντιστοιχούν σε μια προχωρημένη-προοδευτική αντίληψη «κράτους προνοίας» της εποχής μας. «Αι δημόσιαι συνδρομαί και ανταμοιβαί είνε ένα ιερόν χρέος της πατρίδος» επισημαίνει στο άρθρο 21 για να προχωρήσει στο επόμενο άρθρο 22 στην άκρως προοδευτική διατύπωση, που απουσιάζει από το αντίστοιχό του γαλλικό άρθρο «Όλοι χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία εις όλα τα χωρία δια τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. Να εξηγούνται οι παλαιοί ιστορικοί συγγραφείς, εις δε τας μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η γαλλική και η ιταλική γλώσσα. η δε ελληνική είναι απαραίτητος».
Σε αυτό το πνεύμα κινείται και μια σειρά άρθρων, όπως λ.χ. η ανάδειξη της ασφάλειας των πολιτών σε ύψιστο αγαθό (άρθρο 23).