Ἡ «Ἑστία» ἀποκαλύπτει τήν μελέτη τοῦ Ἱδρύματος Ἐπιστήμης καί Πολιτικῆς (SWP), συμβούλου τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν – Μεθοδεύουν διάσκεψη Μεσογείου μέ τήν Ἄγκυρα παροῦσα
ΜΕΤΑ τήν ἀπόσυρση τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν ἀπό τόν ἀγωγό EastMed, ἕνας δεύτερος κόλαφος γιά τήν ἐνεργειακή πολιτική τῆς χώρας μας ἔρχεται ἀπό τήν Γερμανία. Διαφαίνεται ἐν ὀλίγοις σαφής πρόθεσις νά βάλουν τήν Τουρκία στά σχέδια γιά ἐνεργειακές διασυνδέσεις στήν περιοχή, τόσο στά ὑποθαλάσσια καλώδια μεταφορᾶς ἠλεκτρικοῦ ρεύματος ὅσο καί στά προγράμματα ἀγωγῶν μεταφορᾶς ὑδρογόνου. Παραλλήλως ἡ σημασία τοῦ κυπριακοῦ φυσικοῦ ἀερίου ὑποβαθμίζεται στόν βωμό τοῦ ὑποτιθεμένου προγράμματος «πράσινης» μεταβάσεως τῆς Εὐρώπης. Αὐτά προκύπτουν ἀπό τίς πρόσφατες «ἀναλύσεις ἐπικαιρότητος» τοῦ Ἱδρύματος Ἐπιστήμης καί Πολιτικῆς (SWP) τοῦ Βερολίνου, οἱ ὁποῖες ἀπηχοῦν σχεδιασμούς τῆς γερμανικῆς καγκελλαρίας γιά εὐρωπαϊκά καί διεθνῆ ζητήματα. Σημειώνεται ὅτι τό SWP συνεργάζεται μέ τό Ἵδρυμα Mercator καί εἶναι σύμβουλος γιά τό γερμανικό Ὁμοσπονδιακό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν.
«Ἡ ΕΕ θά πρέπει νά συνηγορήσει ἔναντι τῶν διεθνῶν ἐπιχειρήσεων καί τῶν κρατῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου ὑπέρ τῆς βραχυπρόθεσμης παύσεως καί πρός τό παρόν ἐγκαταλείψεως τῶν ἐρευνῶν γιά φυσικό ἀέριο στά ἀνοικτά τῆς Κύπρου» ἀναφέρει συγκεκριμένα τελευταία ἀνάλυσις τῶν ἐρευνητῶν τοῦ Ἱδρύματος Μόριτζ Ράου, Γκύντερ Σέουφερτ καί Κρίστεν Βέστφαλ. Τιτλοφορεῖται μάλιστα: «Ὁ χῶρος τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου στό ἐπίκεντρο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἐνεργειακῆς μεταβάσεως». Πλέον ἐνδεικτικός ὅμως εἶναι ὁ ὑπότιτλος: «Βαθιά ριζωμένες ἀντιπαλότητες καί νέες δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ Ἑλλάδας, Τουρκίας καί Κύπρου».
Αὐτό πού δέν προσδιορίζεται στόν τίτλο ἀλλά διαφαίνεται ἀπό τίς πρῶτες κιόλας παραγράφους τῆς μελέτης εἶναι ἡ «ἀξιοποίησις» τῆς εὐρωπαϊκῆς πράσινης πολιτικῆς (τήν ὁποία ἀσμένως ἔχει ἐναγκαλισθεῖ ἡ ἑλληνική Κυβέρνησις) γιά νά δικαιολογηθοῦν κινήσεις, οἱ ὁποῖες οὐσιαστικῶς ἐνταφιάζουν κυριαρχικά δικαιώματα καί κυρίως τήν θεσμοθετημένη ἀπό τό διεθνές Δίκαιο τῆς Θαλάσσης δυνατότητα κηρύξεως καί ὁριοθετήσεως ΑΟΖ. Ἡ παράγραφος πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀποκαλυπτική: «Προκειμένου νά καλυφθεῖ ἡ ηὐξημένη ζήτησις γιά οἰκολογικό ρεῦμα στήν Εὐρώπη, τό εὐρωπαϊκό, τό ἀφρικανικό καί τό μεσανατολικό ἠλεκτρικό δίκτυο θά μποροῦσαν νά συνδεθοῦν μεταξύ τους μέσῳ τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Ταυτοχρόνως, ἡ περιοχή διαθέτει τό δυναμικό ὑποστηρίξεως τῆς ΕΕ γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας ὑδρογόνου. Αὐτή ἡ ἐπαναξιολόγησις τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου ἀπό ἐνεργειακῆς οἰκονομικῆς ἀπόψεως δημιουργεῖ νέες οἰκονομικές προοπτικές καί περιθώρια πολιτικῆς δράσεως στά κράτη τῆς περιοχῆς. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, οἱ διενέξεις περί θαλασσίων ΑΟΖ μεταξύ Ἑλληνοκυπρίων καί Τουρκοκυπρίων, καθώς καί μεταξύ τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Τουρκίας, θά ἔχαναν μεγάλο μέρος τῆς δυναμικῆς τους. Ὡστόσο, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος κωλυσιεργίας ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀνάπτυξη τῶν ἀνανεώσιμων πηγῶν ἐνέργειας (ΑΠΕ) καί τῆς διασυνδεσιμότητας στήν Ἀνατολική Μεσόγειο ἐξ αἰτίας βαθιά ριζωμένων ἀντιπαλοτήτων». Τό γερμανικό Ἵδρυμα παραβλέπει τήν οὐσία τῶν ἀντιπαλοτήτων, ἀγνοεῖ ὅτι ἡ μισή Κύπρος τελεῖ ὑπό κατοχήν καί ἀνησυχεῖ μόνον γιά τήν «κωλυσιεργία» πού μπορεῖ νά ἐπιφέρουν τά ἐθνικά θέματα τῶν κρατῶν τῆς περιοχῆς (ἐν προκειμένῳ τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου) γιά τίς δικές τους γεωπολιτικές φιλοδοξίες τίς ὁποῖες παραλλάσσουν ὑπό τόν μανδύα τῶν εὐρωπαϊκῶν σχεδιασμῶν «πράσινης» μεταβάσεως.