Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Δέηση γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη



Εικόνα από:info-war.gr
(Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης,  γεννήθηκε στὴ Σκιάθο στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 1851. Κοιμήθηκε τὸ ξημέρωμα τῆς 3ης Ἰανουαρίου τοῦ 1911)
******

 
Λάμπρος Πορφύρας


Χριστέ μου, δόστου τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήσῃ ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του.
κάνε τὸ θάμμα κι ἄσε τον νὰ ζήσῃ ὅπως ἐζοῦσε
σὲ μία μεριὰ πού, τάχατες, νὰ μοιάζῃ τὸ νησί του.
.
Νἆναι τὰ βράχια στὸ γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νἄχῃ σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ σκιαθίτικα καΐκια.
.
Νἆναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριές, κ᾿ οἱ νιές, οἱ πεθαμένες
αὐτὲς ποὺ τὶς θλιμμένες τους μᾶς ἔλεγε ἱστορίες –
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες,
καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν᾿ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
.
Κ᾿ ὕστερα ἀκόμα νἆναι ἐλιές, καὶ νἆναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νἆναι καὶ τὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκκλήσια
Καὶ τὴν καμπάνα τους μακρυὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
.
Δόστου, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἰδῇ καὶ πάλι
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι!
Ἄχ, ἔτσι ἀθῴα, κ᾿ ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποὺ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ν᾿ ἁγιάσει.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στα 1911, αποδημεί εις ουρανούς ο Αλ. Παπαδιαμάντης...

Αποτέλεσμα εικόνας για παπαδιαμαντησ

Νίκος Σταθόπουλος


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στα 1911, αποδημεί εις ουρανούς ο Αλ. Παπαδιαμάντης...
..........."Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης" καλεί η φωνή..."..απών.." βουρκώνει ο αντιφωνητής...
............διότι ο Μέγας της νεοελληνικής καθολικής συνείδησης είναι κάπου αλλού και όχι εδώ..
...........είναι πια ένας "γραφικός φολκλορικός θεούσης" που κακοποιείται βάναυσα και στους κυνόδοντες μιας "σύγχρονης κουλτούρας" η οποία τον "προσαρμόζει" γλωσσικά και τον κατακερματίζει με μοντερνίστικο φιλολογισμό..
............η πολύ μεγάλη πλειονότης, τον αγνοεί ακόμα και τυπικά, δηλαδή σε σπουδή των έργων του, και τον fbκίζει ασύστολα, τον θεαματοποιεί αναίσχυντα...
.............σε μια απεχθή εποχή αλαλάζουσας αντιπνευματικότητας, με τα εθνικά μας σε επικίνδυνη τροχιά και την πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία ολοένα και συρρικνούμενη, ο θλιβερός ενταφιασμός του λυτρωτικού Σκιαθίτη, εντείνει την εθνική μας μοναξιά, δυναμώνει την φωταγωγημένη παρακμή...
..............γιατί ο κυρ Αλέξανδρος είναι μέγας ανατόμος του τραγικού μας είναι, με εποικοδομητική θητεία στις διαλεκτικές της ιστορικής μας ταυτότητας, και καθόλου δεν είναι ένας "παλιακός ευλαβιστής" με θρησκευτικούς τύπους και εθνικιστικές προκαταλήψεις...
..............σε βιωματική ανταπόκριση με τον φτωχό πλησίον, ανιχνεύει τους όρους και τα όρια της εκκλησιαστικής κοινότητας ενός καθαρού αγαπητικού χριστιανισμού..
.............δηλαδή, με μια γνήσια ελληνική γλώσσα, ανεκτίμητο θησαυροφυλάκιο πολιτισμού και εμβάθυνσης των δεσμών, μοχθεί να φωτίσει τις αποτυχίες του εθνικού εκκλησιαστικού φρονήματος, ώστε από το άσφαιρο "κεράκι" στα χέρια ολέθριων "λαδικών" να μεταβούμε αναγεννητικά στην κουλτούρα της σχέσης με θεμέλιο την ηθική του δώρου...
.............βαθιά ερωτικός και με έναν ανατρεπτικό κοσμικό ασκητισμό, βλέπει τον τόπο στην εσωτερική φθορά του και "διδάσκει" μια ρεαλιστική συνείδηση αγάπης...
...........γλυκός, ανθρώπινος, άμεσος, κάνει λογοτεχνικές αναπαραστάσεις στο σχήμα της παραβολής, ώστε ο αναγνώστης να ζήσει όψεις της εμπειρίας του και να αναστοχαστεί επί του οικείου του πραγματικού.
...............την ώρα που τα παρόντα κακορίζικα πλήθη εντρυφούν στις μετριάτζες του δυτικού κατακερματισμού με τα μπερδεμένα λεξιτεχνάσματα περί των δεινοπαθούντων σώψυχων του ξεσαλωμένου υποκειμένου : αυτός ο απίθανα ελεύθερος "δούλος Κυρίου", προτάσσει τους καημούς και τις ήττες της ψυχής μέσα στα ερείπια της κοινότητας...
...............δεν τον αγαπούν οι σημερινοί, ακριβώς γιατί είναι αποτυχημένα "υποκείμενα" μιας ατομικιστικής παρακμής στο όριο του μηδενός...
..............το μόνο που μπορούν αυτοί, είναι να κάνουν χαρωπό παβλοφισμό απέναντι στη "λάμψη" των σύγχρονων Εμπόρων των Εθνών...

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Η Σαπφώ Νοταρά Διαβάζει Παπαδιαμάντη

Αποτέλεσμα εικόνας για ΣΑΠΦΩ ΝΟΤΑΡΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


1. Υπηρέτρα 00:00:01

2. Το σπιτάκι στο λιβάδι 00:24:10

3. Φώτα ολόφωτα 00:49:00

4. Ωχ, βασανάκια 01:11:00

5. Το καμίνι 01:36:00

6. Το μοιρολόγι της φώκιας

7. Έρωτας στα χιόνια 02:05:00
 



ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ:

ΚΛΙΚ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ...

https://m.lifo.gr/articles/book_articles/84888
https://m.lifo.gr/articles/retronaut_articles/213589/aytoptis-martys-ti-mera-poy-o-papadiamantis-fotografithike-stin-plateia-deksamenis

 
https://m.lifo.gr/articles/opinions/85178



Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Η Σταχομαζώχτρα Χριστουγεννιάτικο διήγημα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη διαβάζει η Σοφία Χατζή





Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ)

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος* τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ 〈μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Ὁ Φώτης Κόντογλου γιὰ τὰ Χριστούγεννα


Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»

Τὴν πνευματικὴ χαρὰ καὶ τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση ποὺ νοιώθει ὁ χριστιανὸς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νοιώσει, μὲ κανέναν τρόπο, ὅποιος τὰ γιορτάζει μοναχὰ σὰν μία συγκινητικὴ συνήθεια, ποὺ εἶναι δεμένη περισσότερο μὲ τὶς συνηθισμένες χαρὲς τοῦ κόσμου, μὲ τὸν χειμώνα, μὲ τὰ χιόνια, μὲ τὸ ζεστὸ τζάκι.
 
Μοναχὰ ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς γιορτάζει τὰ Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπὸ τὴν ψυχὴ του περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, καὶ τὴ ζεσταίνουνε μὲ κάποια θέρμη παράδοξη, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τὴ θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ τὸν ἀναβαθμὸ ποὺ λέγει: «Ἁγίω Πνεύματι πάσα ψυχὴ ζωοῦται, καὶ καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τὴ τριαδικὴ μονάδι, ἱεροκρυφίως».
 
Ψυχὴ καὶ σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται μὲ τὴ θεία εὐφροσύνη, ποὺ δὲν τὴν ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ἐνῶ ἡ καρδιὰ τοῦ χριστιανοῦ, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ σκεπάζει ὅλη τὴν κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τὸν κάθε βράχο, τὸ κάθε δέντρο, τὴν κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία κατακαρπὸς ἐν τῷ οἴκω τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς δὲν νοιώθει στὴν καρδιὰ του τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ....
ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς του μαζὶ μὲ τὸν Θεό, γιατί κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια εἰρήνη, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική μου τὴν εἰρήνη σᾶς δίνω, δὲν σᾶς δίνω ἐγὼ τὴν εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ κόσμος».
 

Ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ τὴν εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ...
 πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἑξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὠδήγησαν καὶ ἤγαγον μὲ εἰς ὅρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».
Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται ἠμίν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατί ὅλα θὰ τὰ γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ζωοδότης.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Ο έρωτας στα χιόνια"...

Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ


".... − Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν....
....Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου."




Ο Κώστας Καστανάς διαβάζει Χριστουγεννιάτικα διηγήματα: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης "Ο έρωτας στα χιόνια"...


Ο έρωτας στα χιόνια - Παπαδιαμάντης_Μέρος 1ο




Η Σαπφώ Νοταρά διαβάζει το διήγημα "Ο έρωτας στα χιόνια" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο ήχος είναι από το αρχείο της ΕΡΤ.


Ό έρωτας στα χιόνια - Παπαδιαμάντης_Μέρος 2ο

height="315" 

src="https://www.youtube.com/embed/Lo79sx55zGc" frameborder="0" allow="accelerometer; autoplay; encrypted-media; gyroscope; picture-in-picture" allowfullscreen>



Έρωτας στα χιόνια  - Γεράσιμος Ανδρεάτος|Χρυσόστομος Σταμούλης


Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος

Ο έρωτας στα χιόνια

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΙΟΝΙΑ

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Α. Τσέχοφ – Η τρομερή νύχτα




Ό Ίβάν Πετρόβιτς Πανυχίντιν χλόμιασε, χαμήλωσε τη λάμπα και άρχισε να διηγείται με ταραγμένη φωνή:
— Βαθύ και αδιαπέραστο σκοτάδι σκέπαζε τα πάντα, όταν τη νύχτα, παραμονή Χριστούγεννα του 1883, γύριζα σπίτι μου από κάποιο φίλο μου, πού έχει τώρα πεθάνει, όπου είχαμε περάσει όλοι μαζί τη βραδιά σε μια πνευματιστική συγκέντρωση.

Τα δρομάκια απ’ όπου περνούσα, δεν ξέρω κι εγώ γιατί, ήταν θεοσκότεινα και αναγκαζόμουν να περνώ σχεδόν ψηλαφητά. Κατοικούσα στη Μόσχα, στη συνοικία Ουσπένινά-Μόγκιλτσαχ, στο σπίτι του δημοσίου υπαλλήλου Τρούπωφ, δηλαδή σε μια από τις πιο απομακρυσμένες συνοικίες της περιφέρειας Αρμπάζ.

-‘Όπως πήγαινα, οι σκέψεις μου ήταν βαριές, θλιβερές…
-“Η ζωή σου πλησιάζει στη δύση της… μεταμελήσου…”. Αυτή ήταν ή φράση πού μου είπε ό μεγάλος φιλόσοφος Σπινόζα, όταν κατορθώσαμε να φέρουμε το πνεύμα του. Παρακάλεσα να μου το επαναλάβει στο πιατάκι τού πνευματισμού και όχι μόνο μου το επανάλαβε αλλά και πρόστεσε: “Απόψε τη νύχτα”. Δεν πιστεύω στον πνευματισμό αλλά η ιδέα τού θανάτου και η απλή ακόμα νύξη για το θάνατο, μου φέρνουν βαριά μελαγχολία. Ό θάνατος, κύριοι, είναι αναπόφευκτος, είναι κάτι το ανθρώπινο, όμως η ιδέα του θανάτου είναι αποκρουστική για την ανθρώπινη φύση. Και τώρα πού με σκέπαζε το αδιαπέραστο ψυχρό σκοτάδι και μπρος στα μάτια μου έπεφταν οι σταγόνες της βροχής και κάτω από το κεφάλι μου παραπονιάρικα στέναζε ό άνεμος, όταν δεν έβλεπα γύρω μου ζωντανή ψυχή, δεν άκουγα φωνή ανθρώπου, την ψυχή μου την γέμιζε ένας ακαθόριστος και ανεξήγητος φόβος. “Αν και δεν παραδέχομαι καμιά δεισιδαιμονία, ωστόσο περνούσα βιαστικός και φοβόμουν νά κοιτάξω γύρω μου.
— Νόμιζα πώς αν γυρίσω και δω, θ’ αντικρίσω το φάντασμα τού θανάτου.
O Πανυχίντιν αναστέναξε ορμητικά, ήπιε λίγο νερό κι εξακολούθησε :
— Αυτός ο ακαθόριστος, αλλά ευνόητος φόβος, εξακολουθούσε να με κατέχει όταν ανέβηκα στο τέταρτο πάτωμα, άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο μου. H φτωχική μου κατοικία ήταν σκοτεινή. Στο τζάκι μουρμούριζε o άνεμος λες και ζητούσε να μπει για να ζεσταθεί.
— Αν πιστέψουμε λοιπόν το πνεύμα του Σπινόζα — σκέφτηκα — απόψε κιόλας θα πεθάνω με το λυπητερό αυτό ακομπανιαμέντο. Οπωσδήποτε μου είναι πολύ δυσάρεστο!”.
Αναψα ένα σπίρτο… Ή μανιασμένη ορμή του άνεμου πέρασε πάνω από τη φλόγα. Το σιγανό κλάμα έγινε ένα άγριο μούγκρισμα. Κάπου στα κάτω πατώματα, χτυπούσε ένα ξεχαρβαλωμένο παραθυρόφυλλο. Άσχημο πράγμα να υπάρχουν άστεγοι μια τέτοια νύχτα…”, σκέφτηκα.
Αλλά δεν ήτανε καιρός να βυθιστεί κανείς σε τέτοιους συλλογισμούς. Όταν το σπίρτο μου πήρε φωτιά και άναψε μια γαλάζια φλόγα από το θειάφι, έριξα μια ματιά μέσα στο δωμάτιο μου: το θέαμα πού είδα ήταν απροσδόκητο και τρομερό… Τί κρίμα πού ή ορμή του άνεμου δεν έφτασε μέχρι το σπίρτο μου! Τότε ίσως να μην έβλεπα τίποτα και να μη σηκώνονταν οι τρίχες μου… Φώναξα, έκανα ένα βήμα προς την πόρτα και γεμάτος τρόμο, απόγνωση και κατάπληξη έκλεισα τα μάτια μου… Στη μέση του δωματίου έστεκε ένα φέρετρο!
Το γαλάζιο φως του σπίρτου δεν κράτησε και πολύ… Είδα να λαμποκοπά κάτι το τριανταφυλλί, είδα ένα μαύρο σταυρό στο σκέπασμα. Υπάρχουν πράγματα, κύριοι, πού εντυπώνονται στη μνήμη σας, αδιάφορο αν τα είδατε έστω και μια στιγμή… Το ίδιο έγινε και με αυτό το φέρετρο. Το είδα μόνο ένα δευτερόλεπτο, άλλα θυμάμαι και την παραμικρότερή του λεπτομέρεια. Ήταν ενα φέρετρο για άνθρωπο μεσαίου αναστήματος και αν κρίνουμε από το τριανταφυλλί χρώμα ήταν για νεαρή κοπέλα… Τα περιποιημένα και γυαλισμένα πόδια και χερούλια τού φέρετρου έδειχναν ότι πρόκειται για πλούσιο νεκρό.

Γιορτινά αφηγήματα. Διαβάζει ο Νώντας Σκοπετέας.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Παραμονή Χριστουγέννων

 snip20131225_15

Παγωνιά στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας στεκόμαστε στη γραμμή όρθιοι κάποιος χνωτίζει τα νύχια του κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου δε μιλάει κρυώνει ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα κ’ εκείνο κρυώνει καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια μια μυρουδιά μπενζίνας οι πόρτες που ξανακλείνουνε ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι η φωνή του μες απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά ένας – ένας ακούει τ’ όνομά του και βγαίνει αντίο, αντίο το χώμα τρίζει κάτω απ’ τις αρβύλες κάποιος σηκώνει το χέρι του τίποτ’ άλλο το παιδί με τα σπυριά προχωράει στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019

Τὰ Πτερόεντα δῶρα (1907) - Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης


 Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ
"... Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρά του – το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν, την ικανήν να δροσίζη τας ψυχάς και την ζωήν, την πλασμένην δια να πάλλη εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας..."


Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ

ΤΑ ΠΤΕΡΟΕΝΤΑ ΔΩΡΑ

Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Τα Χριστούγεννα στα Αναγνωστικά από το 1920 μέχρι το 1980 (PDF)



Δείτε σε αυτά τα παλιά αναγνωστικά πώς παρουσιάζονταν τα Χριστούγεννα από το 1920 μέχρι το 1980 μέσα από την συλλογή της βιβιλιοθήκης του Ινστιτούτου Παιδαγωγικής Πολιτικής



Αναγνωστικό 1929
Αναγνωστικό 1946
Αναγνωστικό 1950
Αναγνωστικό 1952
Αναγνωστικό 1956
Αναγνωστικό 1961
Αναγνωστικό 1965
Αναγνωστικό 1967
Αναγνωστικό 1972
Αναγνωστικό 1977

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Ο Ντοστογιέφσκυ διαβάζει Χέγκελ στη Σιβηρία και κλαίει!…* από Laszlo Foldeny

Μπορομε ν θεωρήσουμε θεο στρατήγημα τγεγονς τι  Ντοστογιέφσκυ πείστηκε γι τν – παρξη το Θεο κα τν ναγκαιότητα τς Θείας Πρόνοιας κριβς στν Σιβηρία, σ’ ατ τν no man’s land, τν τάχα ποκλεισμένη π τ Θεία Πρόνοια. γκαταλείποντας τν γία Πετρού- πολη τ νύχτα τν Χριστουγέννων, στς 24 Δεκεμβρίου 1849, δύο μέρες μετ τν εκονικκτέλεσή του,  Ντοστογιέφσκυ γκατέλειπε χι μόνο τν φωτισμένη πόλη, λλ γυρνοσε κα τν πλάτη του στν Ερώπη. Κα ταν περνοσε τ Οράλια, ταν σν ν γκατέλειπε τ χρο λλ κα τόν (στορικό) χρόνο τς Ερώπης. «ξιοθρήνητη ταν  στιγμ ταν περνούσαμε τ Οράλια», θυμται σ να γράμμα γραμμένο τέσσερα χρόνια μετά. «λογα κα μαξες χάθηκαν μέσα σ σωρος πχιόνια.  χιονοθύελλα λυσ- σομανοσε. Κατεβήκαμε π τς μαξες, μέσα στ νύχτα, καπεριμέναμε, ρθιοι, πότε θ μς πάρουν π κε. Γύρω μας, τ χιόνι,  θύελλα· τ ριο τς Ερώπης, μπροστά μας:  Σιβηρία, που δν ξέραμε τί μς περίμενε· κα πίσω μας: λο τπαρελθόν· ταν ξιοθρήνητα κα μ πραν τ κλάματα»[24].

Κα μως:  συνέχεια το γράμματος πιτρέπει ν ποθέσουμε τι ατ τ μυστηριδες πε πρωμένο το πιφύλασσε κάτι πο σως δν θ εχε δεχτε παραμένοντας σπίτι του, στν Ερώπη.  δύνη κα  πελπισία γιναν μέτρητα κα τν δήγησαν στν μπειρία τοπείρου (το θείου) – κ τν κάτω, π τν ντίστροφο δρόμο, ποφεύγοντας ,τι θμποροσε ν γνωρίσει στν Ερώπη. «Δν θ σο π τίποτα γι σα συνέβησαν στν ψυχή μου, στ πιστεύω μου, στ μυαλό μου κα στν καρδιά μου, ατ τ τέσσερα χρόνια. Χρειάζεται χρόνος πολς ν σ’ τ λέω. Πάντως,  συνεχς ατοσυγκέντρωση[25], στν ποία κατέφυγα γι ν ντιμετωπίσω τν πικρ πραγματικότητα, φερε τος καρπούς της. Σήμερα χω ρκετς νάγκες κα λπίδες πο ποτ λλοτε δν εχαν παρουσιαστελλ ατπαραμένει μυστήριο, γι’ ατ σταματ». ργότερα προσθέτει: «Εμαι εχαριστημένος πτν ζωή μου». Ατ τ γραφε τ 1854, χοντας κτίσει τ μισ ποινή του, σως μάλιστα να βράδυ πο θ εχε σκύψει κα πάλι στν Χέγκελ μαζ μ τν Βράνγκελ.