Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στην εξέλιξη του τουρκικού καθεστώτος προς την κατεύθυνση των (παλαβών) ιδεών της οργάνωσης SADAT, σε συνδυασμό με την απόφαση για την Αγία Σοφία και στην αλληλεπίδραση αυτής της εξέλιξης με το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Διαβάζοντας πρόσφατα μια ομιλία του Ερντογάν μείναμε και πάλι έκπληκτοι από τον διθυραμβικό χαρακτήρα των δηλώσεών του για την "ασταμάτητη" άνοδο της τουρκικής ισχύος.
Το τουρκικό καθεστώς, αντιμέτωπο με μεγάλες δυσκολίες στο εσωτερικό του, αλλά και μην επιθυμώντας μια πλήρη ρήξη με τη Δύση, μοιάζει να δίνει όλο και περισσότερο σημασία στα εξωτερικά του "επιτεύγματα" και να πριμοδοτεί τον ανταγωνισμό ισχύος και όχι τη συνεργασία με τους γειτονικούς λαούς. Θεωρούμε πιθανό ότι τουλάχιστον οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί, θα επιχειρήσουν να ανακόψουν αυτή την πορεία.
Ένας τρόπος να το κάνουν είναι προκαλώντας μια σύρραξη στα πολλά ανοιχτά μέτωπα, όπως της Λιβύης, της Ελλάδας ή του Καυκάσου, σπρώχνοντας δηλαδή τον Ερντογάν σε "υπερεπέκταση" με τη μέθοδο Ιωαννίδη, Σαντάμ ή Μιλόσεβιτς. Δεν μοιάζει, εξάλλου, πολύ πιθανό, η Τουρκία να ασκεί την πολιτική που ακολουθεί στη Λιβύη ή στην Ανατολική Μεσόγειο, αν δεν έχει κάποια ενθαρρυντικά σημεία, τουλάχιστον ανοχής, από ξένες δυνάμεις, όπως αίφνης ο πρόεδρος Τραμπ. Ποτέ στην ιστορία της δεν ενήργησε όπως ενεργεί τώρα στο εξωτερικό της, χωρίς ενθάρρυνση από μεγάλη δύναμη.
Αυτοί οι παράγοντες σε συνδυασμό με τις επιθετικές κινήσεις του Ερντογάν στη Μεσόγειο και την Αγία Σοφία προσθέτουν και άλλα εκρηκτικά υλικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οι οποίες κινούνται τώρα σε μια πολύ επικίνδυνη τροχιά. Αυτή η τροχιά εμπεριέχει την πιθανότητα πολέμου μεταξύ των δύο χωρών, ενός πολέμου που δεν είναι βέβαιο ότι θα περιοριστεί σε ένα θερμό επεισόδιο και που, αν επέλθει, θα έχει καταστροφικές συνέπειες και για τις δύο χώρες, με τα όπλα που διαθέτουν. Δεν θα υπάρξει νικητής σε μια τέτοια σύγκρουση.