Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΛΥΒΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΛΥΒΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Όταν ο Στάθης Καλύβας ξεπέρασε σε εθνομηδενισμό τον Αντώνη Λιάκο

Το παρακάτω άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά για τον Στάθη Καλύβα και τον δεξιό εθνομηδενισμό που είναι ίδιος ή και χειρότερος από τον αριστερό, γράφτηκε πριν ακριβώς έναν χρόνο. Την προηγούμενη εβδομάδα προβλήθηκαν τα 2 πρώτα επεισόδια από το κατάπτυστο ντοκιμαντέρ του, που προβάλλεται από τον Σκάι και επιβεβαιώνει όλα όσα γράφονται στο κείμενο. Για το ντοκιμαντέρ θα επανέλθουμε με σύντομα με αναλυτικά κείμενα.

Α.-Ρ.

του Γιώργου Καραμπελιά από το slpress.gr

Η υπέρβαση της παλιάς διχοτομίας μεταξύ ελληνικού έθνους και κράτους μπορεί να είχε δύο πιθανές απαντήσεις. Η μία θα ήταν η σύμπτωση επιτέλους των ελίτ και του λαϊκού σώματος γύρω από ένα πρόταγμα ανάταξης και αναβάθμισης του Ελληνισμού ως έθνους-κράτους πλέον, όπως είχε εν μέρει συμβεί από τα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τη μεγάλη εθνική εξόρμηση του 1912-1920.

Η δεύτερη θα ήταν, αντίθετα, η ολοκληρωτική εγκατάλειψη του έθνους και της εθνικής διάστασης. Στην πρόσφατη ιστορία μας, ψήγματα της πρώτης απάντησης θα διαφανούν κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, μέχρι το 1989 περίπου, ενώ κατά τη δεύτερη μεταπολιτευτική περίοδο θα επικρατήσει συντριπτικά η δεύτερη επιλογή.

Οι ελίτ θα αναπαράγονται όχι πλέον σε σύνδεση, έστω και ανταγωνιστική με το λαϊκό σώμα, αλλά θα αναπαράγονται χωριστικά και θα απογειωθούν φαντασιακά και υλικά από την ελληνική πραγματικότητα. Για τις πολιτικές ελίτ, το ελληνικό έθνος-κράτος έχει ήδη μεταβληθεί σε μια επαρχία των Βρυξελλών και κατά συνέπεια έχει πάψει να υπάρχει ως έθνος. Αυτό εξέφραζε ιδεολογικά ο εθνομηδενισμός της πνευματικής και καλλιτεχνικής ελίτ.

Γι’ αυτό, πλέον, η αναπαραγωγή των ελίτ δεν θα γίνεται μέσω του όποιου θεσμικού, γλωσσικού, ή καταγωγικού, ή ακόμα και ταξικού διαφορισμού, αλλά μέσω της διαμόρφωσης μιας κοινής εθνομηδενιστικής “βουλγκάτας”, κυρίαρχης στα ΜΜΕ, την εκπαίδευση, τα Πανεπιστήμια, τους εκδοτικούς οίκους, τις ΜΚΟ, τον καλλιτεχνικό χώρο. Όσο για το έθνος, αυτό εκχωρείται σε μια ακαθόριστη “λαϊκιστική” πλειοψηφία που, παρά την επιμονή της στην παράδοση και τη θρησκεία, παραμένει υποτελής και εξαρτημένη από την κυρίαρχη εθνομηδενιστική ελίτ.

Καθώς λοιπόν τα παλαιά στεγανά μεταξύ έθνους και κράτους κατέρρευσαν και έθνος και λαός είχαν πλέον ταυτιστεί υλικά, η αναπαραγωγή των διαχωρισμών μεταξύ των ελίτ και του λαϊκού σώματος δεν θα μπορούσε να εκφραστεί ως αντίθεση στο εσωτερικό του έθνους, αλλά θα γίνει εξωτερική ως προς αυτό και θα μεταβληθεί σε απόρριψη του έθνους.

Ο ρόλος της αριστερής διανόησης

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

Τι (δεν) λέει για το ’21 το ντοκιμαντέρ του Στ. Καλύβα

Εννιά παρατηρήσεις πάνω στο νέο ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ: “Καταστροφές και Θρίαμβοι”, ακολουθώντας τον ειρμό του πρώτου επεισοδίου.

Γράφει ο Ηλίας Ταΰγετος Μελετόπουλος από την ιστοσελίδα atheniantimes.gr

Παρατήρηση Πρώτη

Ο Ιμπραήμ ποτέ δεν κατέστειλε την επανάσταση. Απέτυχε να καταλάβει το Ναύπλιο και την Μάνη (ηττήθηκε επανειλημμένα), απέτυχε να κάνει τους Έλληνες να προσκυνήσουν και παγιδεύτηκε σε στρατηγικό αδιέξοδο στην, δυσανάλογα μικρή για τον όγκο του στρατεύματός του, Πελοπόννησο.

Σημείωση: Πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Μοχάμεντ Άλυ και ο γιος του Ιμπραήμ Πασά ήταν ηγεμόνες του πανίσχυρου ημιαυτόνομου κράτους της Αιγύπτου. Οι Οθωμανικές δυνάμεις είχαν συντριβεί πλήρως σε ξηρά και θάλασσα και ο Σουλτάνος ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ να ζητήσει την βοήθεια τρίτου κράτους για να καταστείλει την Ελληνική Επανάσταση.

Παρατήρηση Δεύτερη

Προ της Εθνεγερσίας, σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, καταγράφονται τουλάχιστον 30 όμοιες, πανελλαδικής εμβέλειας επαναστάσεις με αμιγώς εθνικά χαρακτηριστικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των επαναστατών ήταν αναλφάβητοι και χωρίς γνώση των τεκταινομένων στο εξωτερικό. Ο Κολοκοτρώνης εκφράζει στα απομνημονεύματα του την ανησυχία “μη μας περάσουν για Καρμπονάρους”.

Πώς τότε το ’21 οφείλεται σε αόριστες φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού;

Παρατήρηση Τρίτη

Το κρυφό σχολειό ήταν αποδεδειγμένα θεσμός των τοπικών κοινοτήτων να εξασφαλίζουν την παιδεία σε περιόδους διωγμών από τις οθωμανικές αρχές. Η παιδεία βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της εκκλησίας. Ο ίδιος ο Ευγένιος Βούλγαρης ήταν ιερωμένος!

Παρατήρηση Τέταρτη

Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας περιελάμβανε χτύπημα σε τρία σημεία, ταυτόχρονα: Βλαχία, Κωνσταντινούπολη, Πελοπόννησος. Απέτυχε στα δύο πρώτα, πέτυχε στο τρίτο.

Παρατήρηση Πέμπτη

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

Όταν ο Στάθης Καλύβας ξεπέρασε σε εθνομηδενισμό τον Αντώνη Λιάκο

Καραμπελιάς Γιώργος

1558

Η υπέρβαση της παλιάς διχοτομίας μεταξύ ελληνικού έθνους και κράτους μπορεί να είχε δύο πιθανές απαντήσεις. Η μία θα ήταν η σύμπτωση επιτέλους των ελίτ και του λαϊκού σώματος γύρω από ένα πρόταγμα ανάταξης και αναβάθμισης του Ελληνισμού ως έθνους-κράτους πλέον, όπως είχε εν μέρει συμβεί από τα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τη μεγάλη εθνική εξόρμηση του 1912-1920.

Η δεύτερη θα ήταν, αντίθετα, η ολοκληρωτική εγκατάλειψη του έθνους και της εθνικής διάστασης. Στην πρόσφατη ιστορία μας, ψήγματα της πρώτης απάντησης θα διαφανούν κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, μέχρι το 1989 περίπου, ενώ κατά τη δεύτερη μεταπολιτευτική περίοδο θα επικρατήσει συντριπτικά η δεύτερη επιλογή.

Οι ελίτ θα αναπαράγονται όχι πλέον σε σύνδεση, έστω και ανταγωνιστική με το λαϊκό σώμα, αλλά θα αναπαράγονται χωριστικά και θα απογειωθούν φαντασιακά και υλικά από την ελληνική πραγματικότητα. Για τις πολιτικές ελίτ, το ελληνικό έθνος-κράτος έχει ήδη μεταβληθεί σε μια επαρχία των Βρυξελλών και κατά συνέπεια έχει πάψει να υπάρχει ως έθνος. Αυτό εξέφραζε ιδεολογικά ο εθνομηδενισμός της πνευματικής και καλλιτεχνικής ελίτ.

Γι’ αυτό, πλέον, η αναπαραγωγή των ελίτ δεν θα γίνεται μέσω του όποιου θεσμικού, γλωσσικού, ή καταγωγικού, ή ακόμα και ταξικού διαφορισμού, αλλά μέσω της διαμόρφωσης μιας κοινής εθνομηδενιστικής "βουλγκάτας", κυρίαρχης στα ΜΜΕ, την εκπαίδευση, τα Πανεπιστήμια, τους εκδοτικούς οίκους, τις ΜΚΟ, τον καλλιτεχνικό χώρο. Όσο για το έθνος, αυτό εκχωρείται σε μια ακαθόριστη "λαϊκιστική" πλειοψηφία που, παρά την επιμονή της στην παράδοση και τη θρησκεία, παραμένει υποτελής και εξαρτημένη από την κυρίαρχη εθνομηδενιστική ελίτ.

Καθώς λοιπόν τα παλαιά στεγανά μεταξύ έθνους και κράτους κατέρρευσαν και έθνος και λαός είχαν πλέον ταυτιστεί υλικά, η αναπαραγωγή των διαχωρισμών μεταξύ των ελίτ και του λαϊκού σώματος δεν θα μπορούσε να εκφραστεί ως αντίθεση στο εσωτερικό του έθνους, αλλά θα γίνει εξωτερική ως προς αυτό και θα μεταβληθεί σε απόρριψη του έθνους.

Ο ρόλος της αριστερής διανόησης

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Οι παραδοξολογίες μίας “παράδοξης κληρονομιάς”: Η απάντηση στους ανιστόρητους

Η παράνομη ΄"σημαία" του κατοχικού καθεστώτος στον Πενταδάκτυλο. Αυτό το απαράδεκτο θέαμα βλέπουν κάθε βράδι οι Ελληνοκύπριοι που διαμένουν στη Λευκωσία. Φωτογραφία Yannis Kolesidis for The New York Times, ANA-MPA

Γράφει ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος


Ωστε λοιπόν «η δικτατορία ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα, ίσως γιατί υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία»; Ετσι καταλήγει το άρθρο του Στάθη Ν. Καλύβα που έχει τίτλο «Μια παράδοξη κληρονομιά» (Καθημερινή 18-6-2017), αλλά αποτελεί το ίδιο μια πελώρια παραδοξολογία. Το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου αναφέρεται στο τι θα είχε συμβεί ή δεν θα είχε συμβεί χωρίς τη δικτατορία. Πρόκειται για απλές υποθέσεις και εικασίες που δεν επιδέχονται, από τη φύση τους, ούτε απόδειξη ούτε αντίκρουση. Γι’ αυτό, δεν έχει κανένα νόημα να παραθέσει κανείς αντίθετες υποθέσεις και εικασίες. 

Το μόνο ενδιαφέρον είναι η κατηγορηματική κατάληξη του άρθρου: 
ότι η δικτατορία «ξεπεράστηκε εύκολα» ως «μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία». Το πρώτο ζήτημα που ξεπηδάει αυτόματα είναι βέβαια η Κύπρος. Σχετικά με την Κύπρο, το μόνο που απασχολεί τον Καλύβα είναι ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 [λανθασμένα αναφέρεται 1973] ήταν «θνησιγενές και άμεσα απότοκο του ελληνικού». Το ότι ακολούθησε τουρκική εισβολή και διχοτόμηση του νησιού δεν τον απασχολεί, παρά μόνο στο μέτρο που «η κυπριακή τραγωδία (…) κατέστησε δυνατή μια ριζική και άμεση λύση του “δημοκρατικού προβλήματος” της χώρας». 

Εδώ υπάρχουν δύο ενδεχόμενες προσεγγίσεις. Σύμφωνα με την πρώτη – ας την πούμε «παραδοσιακή» – εξαιτίας της δικτατορίας συντελέστηκε στην Κύπρο μια εθνική καταστροφή ανάλογη με τη Μικρασιατική (για την οποία εξακολουθούν ζωηρές διαμάχες και ουδείς διανοείται να τη χαρακτηρίσει «δίχως μεγάλη σημασία»). Καταστράφηκε ένα κομμάτι του Ελληνισμού και χάθηκε αμετάκλητα μια μεγαλόνησος εξίσου ελληνική με την Κρήτη, τον καιρό της δικής της ένωσης με την Ελλάδα (αν συνυπολογίσουμε το ποσοστό του μη ελληνικού πληθυσμού).

Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, για να πει κανείς ότι η καταστροφή της Κύπρου υπήρξε «δίχως μεγάλη σημασία» πρέπει να υιοθετήσει μια νέα, κολοβή εκδοχή του νεοελληνικού εθνικισμού ή και να τον εγκαταλείψει τελείως. Στην οπτική αυτή, οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι πια «ομοεθνείς» και το Παγκύπριο Γυμνάσιο, που συμπληρώνει δύο αιώνες λειτουργίας, είναι απλώς «ελληνόφωνο» και όχι ελληνικό (όπως μου είπε πρόσφατα διευθύντρια ερευνών του ΕΙΕ). Ομως, αυτή η αναθεώρηση ή και εγκατάλειψη του παραδοσιακού εθνικισμού, η αναγκαστική προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, τόσο από τους Ελλαδίτες όσο και από τους Ελληνοκυπρίους, αποτελεί και στην περίπτωση αυτή μια ριζική αλλαγή που προκάλεσε η δικτατορία.

«Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη (…) και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι…»

«Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη (…) και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι…»
Από τη «δικαιολόγηση» των Ταγμάτων Ασφαλείας μέχρι το ξέπλυμα της χούντας, ένας Καλύβας «αναθεωρητικός» δρόμος. Μιλάμε για τον δρόμο της «αναθεώρησης» της Ιστορίας. Όχι επί τη βάσει στοιχείων, έρευνας, μαρτυριών, αξιόπιστων πηγών, διασταύρωσης. Όχι, δηλαδή, με όρους Επιστήμης.
Αυτή η ανασκολόπιση, που η «αντικειμενικότητά της» εδράζεται στην τακτική να παίρνει ορισμένα πραγματικά γεγονότα και να τα ρίχνει στο μίξερ της διαστρέβλωσης σαν άλλοθι του εκκωφαντικού της ψεύδους, έχει μια αποστολή: Το ξαναγράψιμο της Ιστορίας με τρόπο που ό,τι αμφισβητεί το καθεστώς κυριαρχίας της αστικής τάξης θα συκοφαντείται και ό,τι ξεπλένει την δικτατορία του κεφαλαίου θα καθαγιάζεται.
Αλλά ας δούμε κατ’ αρχάς το ποιόν του συγκεκριμένου. Ονομάζεται Καλύβας Ευστάθιος. Τι εστί «Καλύβας»; Διαβάζουμε:
«Ο Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Yale των ΗΠΑ, ενώ έχει διδάξει και σε άλλα αμερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και ινστιτούτα. Η έρευνά του για τους εμφυλίους πολέμους έχει χρηματοδοτηθεί από το Harry Frank GuggenheimFoundation, το United States Peace Institute (Ινστιτούτο χρηματοδοτούμενο από το αμερικανικό Κογκρέσο), τη Folke Bernadotte Academy (χρηματοδοτούμενη από τη σουηδική κυβέρνηση) και από το Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης» («23+Παθιασμένα ψέματα για τον ένοπλο λαικό αγώνα 1941-1949», Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Σύγχρονη Εποχή).
Πριν φτάσουμε στο τελευταίο «επιστημονικό κατόρθωμα» του εν λόγω, δηλαδή στον εκθειασμό εκ μέρους του της επταετούς χούντας των συνταγματαρχών – όπως συνέβη από τις στήλες της «Καθημερινής» στις 18/6/2017 σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Μια παράδοξη κληρονομιά» – θα πάρουμε μια γεύση από προηγούμενα «επιστημονικά του ανδραγαθήματα».
Αυτός, λοιπόν, ο Καλύβας, μαζί με έναν άλλον (Μαραντζίδης), από την εκπνοή του προηγούμενου αιώνα – και από τις αρχές του νέου πιο μαχητικά – ανέλαβαν την αναθεώρηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ασφαλώς δεν είναι του παρόντος να ανατρέξει κανείς σε όλες τις πλευρές του εγχειρήματός τους. Ορισμένες επισημάνσεις όμως είναι απαραίτητες για να φανεί η κατεύθυνση και ο προσανατολισμός τους.
  • Το 2004 οι δύο αυτοί κύριοι εγκαινίασαν έναν διάλογο μέσα από την εφημερίδα τα «Νέα» όπου προέβαλαν επιτακτικά την ανάγκη η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας να αναθεωρηθεί. Το εναρκτήριο λάκτισμα το έδωσαν με κοινό άρθρο στο φύλλο της 20-03-2004 όπου μεταξύ άλλων έγραφαν:
«Ώριμη για διερεύνηση είναι πλέον και η ιδέα πως η συνεργασία με τον εχθρό δεν ήταν πραγματικά ελληνικό φαινόμενο, πως μόνο λίγοι “καιροσκόποι” έπαιρναν εντολές από τους Γερμανούς. Το όλο ζήτημα της ελληνικής συνεργασίας θα αποτελέσει αντικείμενο συνεδρίου που θα πραγματοποιηθεί το ερχόμενο καλοκαίρι. Είναι σαφές όμως ότι οι Έλληνες εργάστηκαν πλάι στους Γερμανούς για πολλούς λόγους: ένας είναι το κοινό αντικομμουνιστικό μένος, ένας άλλος ο φόβος των Βουλγάρων (στον Βορρά) και ένας τρίτος το μίσος και ο φόβος του EAM/ΕΛΑΣ».