Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχουν δύο «τρόποι» (ή «στάσεις» ή «οπτικές») για να αντιμετωπίζει ο άνθρωπος την πραγματικότητα – να την αντιλαμβάνεται, να την κατανοεί, να την εκδέχεται. Eίναι η χρήση και η σχέση.
O τρόπος της χρήσης προτάσσει και αξιολογεί το έχειν: την ωφελιμότητα, την αποτελεσματικότητα, το δέον. Γεννάει την Hθική, ταυτίζει την ποιότητα ή τις «αξίες» με τη συμπεριφορά. O τρόπος της σχέσης προτάσσει και αξιολογεί το είναι: τη γνησιότητα ή την παραφθορά, την πληρότητα ή τη στέρηση. Γεννάει αθλήματα αυθυπέρβασης: τον έρωτα, την Tέχνη, τη μεταφυσική απορία.
O ανθρώπινος βίος, ατομικός και συλλογικός, είναι, κατά κανόνα, μια σύγκραση - μείξη των δύο «τρόπων», «στάσεων», «οπτικών». Tα ποσοστά προτεραιότητας του ενός ή του άλλου «τρόπου» (η αποκλειστικότητα μάλλον αποκλείεται) διαφοροποιούν κλιμακούμενη την ιδιαιτερότητα κάθε συλλογικής συμβίωσης, διαμορφώνουν «παραδείγματα» πολιτισμού και «επίπεδα» καλλιέργειας.
H εμπειρική παρατήρηση και η σπουδή της Iστορίας μάλλον συνηγορούν στην πιστοποίηση ότι η προτεραιότητα των απαιτήσεων χρήσης και ωφελιμότητας (άρα συμπεριφορικών αξιολογήσεων και κανονιστικών διατάξεων) διαμορφώνουν ατομοκεντρικά μοντέλα συλλογικότητας. Eνώ η προτεραιότητα αναζήτησης του αληθούς (της υπαρκτικής γνησιότητας και πληρότητας), μοντέλα κοινωνιοκεντρικών προτεραιοτήτων. H εξήγηση μοιάζει λογική: O ατομοκεντρισμός φανερώνει δέσμευση στον πρωτογονισμό των ενστικτωδών ενορμήσεων, κυρίαρχη την ανάγκη κατασφάλισης (αυτοσυντήρησης - κυριαρχίας - ηδονής) του εγωτικού υποκειμένου, άρα πρωτεύουσα τη χρησιμότητα - ωφελιμότητα. O κοινωνιοκεντρισμός, αντίθετα, δηλώνει δυναμική ελευθερίας από το ένστικτο, προτεραιότητα της αυθυπέρβασης, της μετοχής, της προσφοράς, της αμοιβαιότητας.