Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1453. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1453. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Δον Φραγκίσκο, ο εκ Τολέδης !

Φωτογραφία του Βασίλης Στοϊλόπουλος.

Του Βασίλη Στοϊλόπουλου


Εκεί που μάχονταν «Αυτός, ο τελευταίος Έλληνας!», δίπλα και στα δεξιά του τελευταίου Αυτοκράτορα, πολεμούσε μέχρις εσχάτων ο «Δον Φραγκίσκος, ο εκ Τολέδης, όστις διά του στόματος και των ονύχων τους πολεμίους κατέκοπτε»

Αυτές οι λίγες λέξεις έμειναν στην Ιστορία για τον έξοχο άνδρα, που εμφανίστηκε σε μια σημαντικότατη καμπή της Ιστορίας ξαφνικά, από το πουθενά, σαν ένας λαμπρός διάττοντας αστέρας.  Άγνωστος και σήμερα, σαν τον σεφερικό βασιλιά της Ασίνης : «… άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο / μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη / σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.» (…)

Όμως, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ιστορία με τον τρόπο της "αντάμειψε" τον γενναίο Ισπανό ευγενή, που οικιοθελώς έδωσε τη ζωή του για μια μεγάλη υπόθεση εκείνη τη Τρίτη, στις 29 Μαΐου του 1453, καθώς η γενέτειρά του, το Τολέδο, δοξάστηκε αιώνες αργότερα από έναν επίσης πολύ Μεγάλο Έλληνα, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο !

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η θυσία του τελευταίου αυτοκράτορα

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η θυσία του τελευταίου αυτοκράτορα

Του Αναστάσιου Λαυρέντζου

Καθώς πλησιάζει η 29η Μαΐου, εκείνοι που επιμένουν να θυμούνται, δεν μπορούν να μην σταθούν σε αυτή την ημερομηνία, στην οποία το 1453 συνέβη το κοσμοϊστορικό γεγονός της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. 562 χρόνια πέρασαν από τότε και το ορόσημο αυτό εξακολουθεί να ανατέμνει την παγκόσμια και την ελληνική ιστορία. Σε όρους συμβολισμού πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές ημερομηνίες του Μεσαίωνα, ενώ για τον ελληνισμό συνιστά το τυπικό τέλος του μεσαιωνικού ελληνικού κράτους. Η Ιστορία βέβαια είναι μια αλυσίδα γεγονότων, που όσο ξεμακραίνουν από το παρόν τόσο ξεθωριάζουν. Κάποια γεγονότα όμως έχουν την ιδιότητα να διατηρούν τη σημαντικότητά τους και με κάποιο τρόπο – ίσως κάθε φορά διαφορετικό – να παραμένουν επίκαιρα.


Η 29η Μαΐου 1453 για πολλές γενιές Ελλήνων παρέμεινε μια ιδιαίτερα σημαντική ημερομηνία, γιατί στο συλλογικό υποσυνείδητο αντιπροσώπευε το τυπικό πέρασμα στους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς. Στην πραγματικότητα, για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνισμού η σκλαβιά είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα και όσον αφορά τουλάχιστον τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας είχε ξεκινήσει μερικούς αιώνες πριν. Η Κωνσταντινούπολη που έπεσε το 1453 δεν ήταν η πολύβοη πόλη των χρόνων της ακμής. Ήταν μια σκιά του εαυτού της, με πολλές περιοχές της ερειπωμένες, καθώς ο πληθυσμός της είχε αποδεκατιστεί από τον μεγάλο λιμό που την είχε πλήξει περίπου έναν αιώνα πριν. Ήταν ακόμη μια πόλη χωρίς ενδοχώρα, αφού το σύνολο σχεδόν των επαρχιών της είχε περάσει ήδη υπό οθωμανική κατοχή. Επί πλέον η Άλωση του 1453 δεν ήταν καν η πρώτη. Είχε προηγηθεί η πολύ πιο σημαντική άλωση του 1204, η οποία είχε έλθει ως επιστέγασμα μιας μακράς πορείας παρακμής. Τί είναι λοιπόν αυτό που κάνει την Άλωση του 1453 τόσο σημαδιακή; Κατά τη γνώμη μου τρία πράγματα…

Μνήμες της Άλωσης

Θεόφιλου,«Κωνσταντίνος ο Αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται Ατρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29» (1928, τοιχογραφία αποτοιχισμένη από το σπίτι-καφενείο Γ. Αντίκα στη Σκόπελο Γέρας Μυτιλήνης, 141×179 εκ.

Μνήμες Άλωσης 
Του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του, 1204, η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις σσ. 383 – 391.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τόσο βαθιά εντύπωση στους Έλληνες, από τον Πόντο και την Παλαιστίνη έως τη Νότια Ιταλία, ώστε αναρίθμητοι θρήνοι, δημοτικοί ή λογιότεροι, πλάστηκαν ή γράφτηκαν γι’ αυτό το σχεδόν απίστευτο κοσμοϊστορικό γεγονός. Παρ’ ότι η Βασιλεύουσα ήταν πια σκιά του εαυτού της, ερημωμένη και ερειπωμένη, μια νησίδα στην οθωμανική θάλασσα, εντούτοις η ύπαρξή της σηματοδοτούσε ακόμα την ύπαρξη του βυζαντινού ελληνισμού[1]. Γι’ αυτό και το τέλος της άργησε να γίνει πιστευτό
από τους ραγιάδες και βιώθηκε ως μια ανεπανόρθωτη καταστροφή.
Ταυτόχρονα όμως, υπογραμμίζει ο Νικόλαος Πολίτης, η Άλωση λειτούργησε λυτρωτικά, απελευθέρωσε τους Έλληνες από τις φρούδες ελπίδες της ανάστασης ενός σεσηπότος οργανισμού και από την κατάθλιψη που τους βάραινε μπρος στο αναπόφευκτο τέλος:
Προ ταύτης μεν [δηλ. της αλώσεως] τα περί του μέλλοντος μαντεύματα ήσαν απαίσια και προανήγγελλον όλεθρον και καταστροφάς, μετά δε την άλωσιν αντίθετα όλως διεδίδοντο, μαρτυρούντα μεταβολήν του φρονήματος του έθνους. Από πολλού μεν χρόνου προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους ανεφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης τύχης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως διά της σπάθης θ’ ανακτήσει την διά της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν[2].
Ο Γεώργιος Ζώρας, στη Βυζαντινήν Ποίησιν, καταγράφοντας τους «θρήνους» της Άλωσης, εμφαίνει τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε όσους γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και τους μεταγενέστερους, αφού είχε μεσολαβήσει η σκληρή δοκιμασία της σκλαβιάς. Ο άγνωστος συγγραφέας στην «Ἅλωσι Κωνσταντινουπόλεως», από τους 1045 στίχους –που άλλοτε αποδίδονταν στον Εμμανουήλ Γεωργιλά– επικρίνει τους Βυζαντινούς, διότι «τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ῥωμανίαν ὅλην:/ὁ φθόνος, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ κενὴ ἐλπίδα», καθώς και τους Δυτικούς για την αδιαφορία τους:

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Άγγελος Τερζάκης, "Το καντήλι που αγρυπνά"





Την Κυριακή που μας πέρασε, θα άξιζε ίσως ανάμεσα στα τόσα άλλα ζητήματα της ημέρας, θέματα γενικά και ειδικά, φροντίδες και έγνοιες μας προσωπικές ή μόνιμες, να στραφεί ο νους μας και σε ένα ζήτημα που ορθώνεται όλο και πιο κάθετο, κατηγορηματικό στον καιρό που ζούμε. Πρέπει να θυμόμαστε; Να έχουμε μνήμη ή να μην έχουμε; Και τι λογής μνήμη;

Αλλά, γιατί ειδικά την Κυριακή που πέρασε σκεφτήκαμε αυτό το θέμα, θα πει κανένας. Γιατί ήταν μέρα μνήμης όσο λίγες, τουλάχιστον για τις γενιές που φτάνουν ως του υποφραφόμενου. 29 Μαΐου, η άλωση της Πόλης. Το γκρέμισμα ενός ολόκληρου κόσμου. Μια στροφή από τις αποφασιστικότερες και τις πιο δραματικές στην πορεία της Ιστορίας. Ορόσημο για ολόκληρη τη φυλή των ανθρώπων που έλκει την πνευματική καταγωγή της από τον ελληνολατινικό πολιτισμό.
Δε θα εξάρω εδώ τη σημασία του γεγονότος, τέτοιοι σχολιασμοί, όταν δεν υποβαστάζονται από μια σοφία έγκυρη κι όταν δεν προσκομίζουν κάτι ουσιαστικό και νέο, ξεπέφτουν στην ανίερη φιλολογία ή στο συμβατικότερο σχολικό λόγο, είτε επικήδειος είναι είτε πανηγυρικός. Προτιμότερο τότε να ανοίξουμε και να διαβάσουμε από μέσα μας, ευλαβικά, μια σελίδα αυθεντική, που να έχει το παλμό της προσωπικής μαρτυρίας. Αυτό κι έκανα από μέρους μου, για να τελέσω το μνημόσυνο που μου υπαγορευόταν από τη συναισθηματική μου κλίση. Άνοιξα τις πολύτιμες πηγές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού του Απ. Βακαλόπουλου και διάβασα από κει τις δυο σελίδες του Κριτόβουλου που περιγράφουν τις τραγικές στιγμές της Άλωσης. Με τα κουτσά, μονόφθαλμα λατινικά μου, διάβασα και τις άλλες δυο σελίδες του Λεονάρδου του Χίου, του καθολικού επισκόπου, που είχε πάει τότε στην Πόλη με τον καρδινάλιο Ισίδωρο και διακόσιους άνδρες για να ενισχύσει την άμυνά της. Είδα μέσα μου έτσι αρκετά, άκουσα αρκετά, στοχάστηκα τα απλά εκείνα πράγματα που είναι ο σταθερός σχολιασμός όλων των πολύ μεγάλων γεγονότων. Ύστερα έκλεισα το βιβλίο με βαριά καρδιά. Μεταφέρω εδώ τη συνέχεια από τον εσωτερικό μονόλογό μου.

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Η τελευταία ομιλία του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου την παραμονή της Αλώσεως

 Μετάφραση από το Χρονικό του Γεωργίου Φραντζή
«Ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, και γενναιότατοι συστρατιώτες, και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, ξέρετε καλά πως έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας θέλει με κάθε τέχνασμα και τρόπο να μας στενοχωρήσει περισσότερο και να μας κάνει πόλεμο σφοδρό, με μεγάλες συγκρούσεις και συρράξεις από στεριά και θάλασσα, για να κατορθώσει και να χύσει το δηλητήριό του, σαν φίδι, και να μας καταπιεί σαν ανήμερο λιοντάρι. Σας λέω λοιπόν να σταθείτε αντρειωμένοι και γενναιόψυχοι, όπως κάνατε πάντοτε ως τώρα εναντίον των εχθρών της πίστης. Σας παραδίνω την εκλαμπρότατη και φημισμένη αυτή πόλη, πατρίδα σας και βασίλισσα των πόλεων. Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους. Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Μνήμες της Άλωσης

Θεόφιλου,«Κωνσταντίνος ο Αυτοκράτωρ των Ελληνορωμαίων εξέρχεται Ατρομος εις την μάχην το 1453 Μαΐου 29» (1928, τοιχογραφία αποτοιχισμένη από το σπίτι-καφενείο Γ. Αντίκα στη Σκόπελο Γέρας Μυτιλήνης, 141×179 εκ.
Μνήμες Άλωσης 
Του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του, 1204, η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις σσ. 383 – 391.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τόσο βαθιά εντύπωση στους Έλληνες, από τον Πόντο και την Παλαιστίνη έως τη Νότια Ιταλία, ώστε αναρίθμητοι θρήνοι, δημοτικοί ή λογιότεροι, πλάστηκαν ή γράφτηκαν γι’ αυτό το σχεδόν απίστευτο κοσμοϊστορικό γεγονός. Παρ’ ότι η Βασιλεύουσα ήταν πια σκιά του εαυτού της, ερημωμένη και ερειπωμένη, μια νησίδα στην οθωμανική θάλασσα, εντούτοις η ύπαρξή της σηματοδοτούσε ακόμα την ύπαρξη του βυζαντινού ελληνισμού[1]. Γι’ αυτό και το τέλος της άργησε να γίνει πιστευτό από τους ραγιάδες και βιώθηκε ως μια ανεπανόρθωτη καταστροφή.
Ταυτόχρονα όμως, υπογραμμίζει ο Νικόλαος Πολίτης, η Άλωση λειτούργησε λυτρωτικά, απελευθέρωσε τους Έλληνες από τις φρούδες ελπίδες της ανάστασης ενός σεσηπότος οργανισμού και από την κατάθλιψη που τους βάραινε μπρος στο αναπόφευκτο τέλος:
Προ ταύτης μεν [δηλ. της αλώσεως] τα περί του μέλλοντος μαντεύματα ήσαν απαίσια και προανήγγελλον όλεθρον και καταστροφάς, μετά δε την άλωσιν αντίθετα όλως διεδίδοντο, μαρτυρούντα μεταβολήν του φρονήματος του έθνους. Από πολλού μεν χρόνου προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους ανεφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης τύχης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως διά της σπάθης θ’ ανακτήσει την διά της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν[2].
Ο Γεώργιος Ζώρας, στη Βυζαντινήν Ποίησιν, καταγράφοντας τους «θρήνους» της Άλωσης, εμφαίνει τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε όσους γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και τους μεταγενέστερους, αφού είχε μεσολαβήσει η σκληρή δοκιμασία της σκλαβιάς. Ο άγνωστος συγγραφέας στην «Ἅλωσι Κωνσταντινουπόλεως», από τους 1045 στίχους –που άλλοτε αποδίδονταν στον Εμμανουήλ Γεωργιλά– επικρίνει τους Βυζαντινούς, διότι «τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ῥωμανίαν ὅλην:/ὁ φθόνος, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ κενὴ ἐλπίδα», καθώς και τους Δυτικούς για την αδιαφορία τους:

πολιορκία και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ - ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ
Από το βιβλίο της Αιμιλίας Ιωαννίδου, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2000, σελ. 71 – 94.
ΙΙ. Η πολιορκία
Στις 5 Απριλίου 1453, πενήντα τρεις μέρες πριν από την άλωση, ο νεαρός, 21 χρονών τότε, σουλτάνος Μεχμέτ έστησε τη σκηνή του μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, αντίκρυ από την πύλη του Αγίου Ρωμανού (Τοπ Καπού – Τοπ=κανόνι, Καπού=πύλη). Εκεί παρέταξε και τους γενιτσάρους καθώς και το μεγάλο κανόνι που κατασκεύασε ο Ουρμπάν. Από την πύλη του Αγίου Ρωμανού ως τη Χαρσία ή πύλη της Αδριανούπολης (Εντιρνέ Καπού) – απ’ όπου άρχιζε η περίφημη Μέση οδός που οδηγούσε στην αγορά του Θεδόσιου, στον Ιππόδρομο και στην Αγια Σοφιά – θα δινόταν ο κύριος αγώνας, καθώς το μέρος αυτό, κοιλάδα που διέσχιζε το ποταμάκι Λύκος, εκτιμήθηκε ως το πιο πρόσφορο για την άλωση της Πόλης.
Εκεί λοιπόν στο Μεσοτείχιο όπως το ονόμαζαν, παράταξαν και οι πολιορκημένοι τις πιό εκλεκτές δυνάμεις τους. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος με τους καλύτερους τουρμάρχες του και κένταρχους και δίπλα σ’ αυτόν ο Τζουστινιάνη με τους σιδερόφραχτους πολεμιστές του. Οι πολιορκημένοι είχαν ν’ αντιτάξουν στις μεγάλες λουμπάρδες του εχθρού λιγοστά και μικρά κανόνια, που νωρίς έπαψαν να χρησιμοποιούνται καθώς έκαναν μεγαλύτερη ζημιά στα παλιά τείχη τραντάζοντάς τα, παρά στον εχθρό. Τα όπλα τους ήταν λιγοστά μολυβδοβόλα ή τούφακες (βαριά τουφέκια που ρίχνανε πέντε ίσαμε δέκα κομμάτια μολύβια σε κάθε βολή), οι τζάγρες (μηχανή με σύστημα εκτόξευσης βέλους σε μεγάλη απόσταση), τα τόξα, τα βέλη, τ’ απελατίκια (ραβδί σιδερένιο με ακίδες) και βέβαια τα σπαθιά.
Στις 7 Απριλίου ο Μεχμέτ πλησίασε το στρατό του στα 1200 μέτρα από τα τείχη. Στις 12 Απριλίου φάνηκε να έρχεται και η μεγάλη αρμάδα (ο στόλος). Πέρασε μπροστά από την Πόλη και τα πληρώματά της φώναζαν με άγριες κραυγές και βάραγαν τα τουμπελέκαι για να τρομάξουν τους πολιορκημένους. Πήγε κι άραξε στη δυτική ακτή του Βόσπορου, στο Διπλοκιόνιο (πλησίον του σημερινού ανακτόρου του Ντολμά Μπαχτσέ). Ο τεράστιος αυτός στόλος διέβη τον Ελλήσποντο γεμίζοντας κατάπληξη και τρόμο όσους τον έβλεπαν να περνά, γιατί ποτέ πριν και σε κανένα μέρος δεν είχε ξαναφανεί τέτοια θαλάσσια δύναμη. Η θέα της ανησύχησε τους πολιορκημένους.  Ως τότε, διέθεταν την υπεροχή στη θάλασσα και έτσι στις πολιορκίες έπρεπε να αμυνθούν μόνο από την ξηρά. Ετσι, προμηθεύονταν ότι τους χρειαζόταν μέσω του θαλασσίου εμπορίου. Τώρα ξαφνιάζονταν βλέποντας πως ο πόλεμος ερχόταν από γη και θάλασσα.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεος: Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον


Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.

Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.

«Η αποκαθήλωση μιας εικόνας» Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Φίλλιπος Sherrard
Έτσι είχαν τα πράγματα όταν, την Παρασκευή 23 Μαρτίου 1453, ο νέος σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ξεκίνησε από την Αδριανούπολη για την Κωνσταντινούπολη με 12.000 Γενίτσαρους, αυτά τα «νέα στρατεύματα» που σχηματίστηκαν το 1326, για να αποτελέσουν μια ελίτ θρησκευτικό-στρατιωτική αδελφότητα υπείκοντας σε ένα μισογαμικό ασκητικό κανόνα που προέρχεται από εκείνον του δερβίση αγίου Χατζή Μπεκτάς, και της οποίας τα μέλη είχαν στρατολογηθεί, με μια εφευρετικότητα που θα πρέπει να λογίζεται αξιοθαύμαστη κάνοντάς τη να φαίνεται λιγότερο σατανική, όχι από Τούρκους, αλλά από τα ευρωστότερα αρσενικά παιδιά των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου.
Οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Αυτοκράτορα και του Σουλτάνου είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. «Όπως είναι σαφές», έγραψε ο αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ΙΑ’ Δραγάσης, στον Μωάμεθ, «επιθυμείς τον πόλεμο περισσότερο από την ειρήνη, και καθώς δε μπορώ να σε ικανοποιήσω, ούτε με τις διαβεβαιώσεις μου για ειλικρίνεια, ούτε με την ετοιμότητά μου να ορκιστώ πίστη, ας γίνει σύμφωνα με την επιθυμία σου. Στρέφομαι τώρα και κοιτάζω προς το Θεό μόνο. Κι αν είναι το θέλημά του η πόλη να γίνει δική σου, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να του αντιταχθεί; Αν πρόκειται να σου εμφυσήσει την επιθυμία για ειρήνη, αυτό μόνο θα με κάνει πολύ χαρούμενο.
Ωστόσο, σε απελευθερώνω από όλους τους όρκους και τις συνθήκες σου μαζί μου, και, κλείνοντας τις πύλες της πρωτεύουσας μου, θα υπερασπιστώ τον λαό μου μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματός μου. Βασίλευε εν ευτυχία έως ότου ο Δικαιοκρίτης, ο Υπέρτατος Θεός, μας καλέσει και τους δυο ενώπιόν της καθέδρας της κρίσεώς του»[2].
Προετοιμασίες για πολιορκία ήταν σε εξέλιξη από το τέλος του προηγούμενου έτους· ήδη το θηριώδες κανόνι του Μωάμεθ είχε τοποθετηθεί στη θέση του, και το υπόλοιπο του στρατού του –εκτιμάται κάπου μεταξύ εβδομήντα και εκατόν σαράντα χιλιάδων πολεμιστών– είχε παραταχθεί έξω από τα τείχη της πόλης.
Στις 6 Απριλίου έφτασε ο Σουλτάνος και η σκηνή του, και στις 11 Απριλίου ξεκίνησε ο τουρκικός κανονιοβολισμός.
Η πολιορκία συνεχίστηκε για τις επόμενες έξι εβδομάδες, αντιστεκόμενων μέεσα στην πόλη, υπό τον αυτοκράτορα επί κεφαλής, περίπου επτά χιλιάδων πολεμιστών. Μεταξύ αυτών ήταν περίπου δύο χιλιάδες ξένα στρατεύματα συμπεριλαμβανομένου ενός αποσπάσματος από πεντακόσιους Γενουάτες υπό την αρχηγία, per benefitio de la Christianitade et per honor de lo mundo, του Ιωάννη Ιουστινιάνη ντι Λόνγκο. Αυτό το απόσπασμα κρατούσε την κρίσιμη Πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από την οποία οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει το βαρύτερο κανόνι τους και τους καλύτερους στρατιώτες και πίσω τους, επίσης, είχε πάρει τη θέση του ο Σουλτάνος, που περιβάλλονταν από τους Γενιτσάρους του με τα λευκά καπέλα.

Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Νίκος Καζαντζάκης - Κωνσταντίνος Παλαιολόγος


«Το θεατρικό έργο "Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος" αποδεικνύεται απαραίτητο για να γνωρίσουμε το ιδεώδες του καζαντζακικού ήρωα και ανθρώπου, εκείνου που ακολουθεί την ανώτατη εντολή τής Ασκητικής: να αγωνίζεσαι χωρίς ελπίδα, να πολεμάς παρ' όλο που δεν υπάρχει τέλος ή ανταμοιβή.»

«Γράφτηκε για πρώτη φορά το 1944 και σε δεύτερη γραφή το 1949. Η τελική, τρίτη, γραφή του έγινε σε δεκατρισύλλαβο στίχο το Μάρτη 1951. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία" το 1953 με υπότιτλο "ο εθνικός θρύλος της Αλώσεως" κι έγινε όπερα απ' το Μανόλη Καλομοίρη. Παίχτηκε απ' την Εθνική Λυρική Σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου τού Αττικού στις 16 Αυγούστου 1962.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

1453-1821: 124 επαναστάσεις

brousnafp1-thumb-large
Του Κάρολου Μπρούσαλη από την ιστοσελίδα protagon.gr 
Ένας ταχυδρόμος έφερε το δυσάρεστο μήνυμα στην Υψηλή Πύλη, την 1η Μαρτίου του 1821: Ο υπασπιστής του τσάρου Αλέξανδρου Α’ της Ρωσίας, στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης, εδώ και πέντε μέρες, ξεσήκωσε τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας σε επανάσταση και βοηθά και τους Βλάχους του Βλαδιμηρέσκου που επαναστάτησαν από τις 17 Ιανουαρίου. Για τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, το μήνυμα ήταν σαφές: Ο τσάρος παρασπόνδησε τη στιγμή που η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε προβλήματα και προσπαθούσε να του πάρει κι άλλα εδάφη. Το ίδιο άλλωστε είχε κάνει και η μεγάλη Αικατερίνη, καμιά τριανταριά χρόνια πριν.
Με τον Αλή πασά επαναστατημένο και τους Σουλιώτες να έχουν γυρίσει στα μέρη τους και να ξαναχτυπούν τους Τούρκους στην Ήπειρο, με τους Μολδαβούς ξεσηκωμένους στον Δούναβη και με προβλήματα στην Περσία, στη Συρία (με τους Δρούσους), στην Αραβία (με τους σεΐχηδες) και στην Αίγυπτο που έδειχνε χωριστικές τάσεις, ένα του έλειπε του Μαχμούτ: Ν’ ανοίξει μέτωπο και με τους Ρώσους. Θα περνούσε καιρός, ώσπου να μάθει πως ο τσάρος δεν είχε καμιά σχέση. Ως τότε, η ασπίδα της επανάστασης θα κρατούσε τους Τούρκους μακριά από την Πελοπόννησο. Το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας πετύχαινε στο ακέραιο.

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Από τη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», Νικηφόρου Βρεττάκου.

 
Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως!
Ενυπάρχει στο φως η ψυχή σου,
στη ρίζα το σώμα σου.
Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων».

......................................................................................................................................

«Είναι εύνοια να γεννιέται κανείς,
Έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα σου…
Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος·
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως , κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.

Φώτης Κόντογλου - Ἡ Μελαγχολία τῶν Παλαιολόγων



Τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα στὸν Μυστρᾶ, τύχαινε πολλὲς φορὲς νὰ βρεθῶ μοναχὸς μέσα στὴν Περίβλεπτο. Τ᾿ ἀπόγεμα ἡ ἐκκλησία σκοτείνιαζε κι ἀγρίευε. Ἀπὸ πάνου ἀπὸ τὴν σκαλωσιὰ ἄκουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θὰ περπατᾷ», συλλογιζόμουνα, καὶ γύριζα τὸ κεφάλι μου πάντα κατὰ τὸ μέρος ποὺ στεκόντανε ζωγραφισμένοι οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ πολεμάρχοι. Στεκόντανε στὴ σειρὰ ἕνα γῦρο, λίγο ψηλότερα ἀπὸ τὸ χῶμα, οἱ περισσότεροι μὲ βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στὸ στῆθος, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς κομματιασμένοι ἀπὸ τὶς σπαθιές. Σὲ πολλὰ κεφάλια εἶχε ἀπομείνει γερὸ ἕνα μάτι μοναχά, μὰ κεῖνο τὸ μάτι ἔβλεπε σὰν δέκα ζωντανά.
Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σὲ κείνη τὴν ἐκκλησιά, καὶ μ᾿ ὅλα τοῦτα ἀνατρίχιαζα, σύγκρυο μὲ διαπερνοῦσε. Κεῖνοι οἱ χορταριασμένοι τοῖχοι ἤτανε ζωντανοί, καρδιὲς χτυπούσανε, νεῦρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε ἀπάνω στὰ κορμιά. «Καὶ ἰδού, σεισμὸς καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ, ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. Καὶ εἶδον· καὶ ἰδοὺ ἐπ᾿ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ᾿ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτὰ τὸ πνεῦμα καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα».

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

29η Μαίου 1453: Ημέρα μνήμης για τους Ελληνες και τους Ευρωπαίους *

Θεόδωρος Σ. Μπατρακούλης**

Η 29η Μαίου είναι αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό. Επέτειος της δεύτερης Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η ονειρεμένη και αξιοζήλευτη Πόλη, η «Βασιλίς των πόλεων» εάλω το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ Φατίχ (Πορθητή)[1].
Ομως η Κωνσταντινούπολη ποτέ δεν έσβησε από τις καρδιές των Ελλήνων, για τους οποίους η μέρα αυτή είναι μέρα μνήμης και προβληματισμού. Η ιστορία της Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί θεμελιώδους σημασίας μέρος της πολύπτυχης ιστορίας της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας, τόσο των περιόδων της ακμής της όσο και των φάσεων της παρακμής της. Σύμφωνα με τον σπουδαίο Γάλλο βυζαντινολόγο Πωλ Λεμέρλ, η τιμή για την επιβίωση του αρχαίου προτύπου ανήκει, κατά πολύ μεγάλο μέρος, «στη χιλιετία…στη διάρκεια της οποίας ένα κράτος ελληνικό, που μιλούσε ελληνικά και η πρωτεύουσά του ήταν στην Κωνσταντινούπολη διατήρησε την έννοια του δικαίου, την έννοια του νόμου, την έννοια της πόλεως και ενός ορισμένου τρόπου ζωής εν κοινωνία, καθώς και την έννοια της ηθικής, υπό κοινωνική αλλά και ατομική έννοια, και τέλος την έννοια της μόρφωσης, με μια λέξη: τον πολιτισμό»[2].

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Κωνσταντῖνος ΙΑ´ Παλαιολόγος - Ἡ τελευταία ὁμιλία πρὸς τὸν λαόν (ὀλίγον πρὸ τῆς Ἁλώσεως)

Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἔτει 1477 

Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ

 
Ἐμεῖς μέν, εὐγενέστατοι Ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλὸς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ Ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῶν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τὸν Ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερά τινα ὀφείλεται κοινῶέ ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὅπερ πατρίδος, τρίτον ὅπερ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὅπερ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλὰ μᾶλλον ὅπερ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.