♪ μεσ' στην ερημιά του κόσμου, ένα χέρι γράφει εντός μου, κάπου υπάρχει θεός ♫
Σεμνή κατά πάντα η μουσική θεών εύρημα ούσα.
Πλούταρχος, 47-120 μ.Χ., Αρχαίος Έλληνας ιστορικός
Τα τραγούδια στη θεολογία
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
«Είχε μπει, θαρρώ, ένας γκρίζος και παγερός Νοέμβρης· χιόνιζε κρυσταλλωμένο χιόνι. Μια βραδιά από δίπλα ακούσαμε ένα μονότονο τραγούδι με αργή και συρτή φωνή. Έπειτα ακούστηκαν ρυθμικοί χτύποι, σαν κάποιος να χτυπούσε με το χέρι ένα πιάτο ή ένα ταψί. Κι έπειτα ρυθμικά βήματα χορού. Τραγούδι, χτύποι και χορός μια άρχιζαν και μια σταματούσαν. Κι αυτό κράτησε ως τα βαθιά μεσάνυχτα.
Ο ένας κοίταζε τον άλλο με ζωηρά απορημένα μάτια. Αλλά πρωί πρωί η χοντρούλα γειτόνισσα, που μας είχε ανακοινώσει τον πόλεμο των Γερμανών, μπήκε στην κουζίνα μας σαν αέρας. Μας είπε πνιχτά πως η Αννούλα πέθανε βαθιά χαράματα, κι οι δικοί της πριν πεθάνει τραγούδησαν και χόρεψαν, όπως το ’θελε η ίδια. Μετά είπε το «Θεός σχωρέστην», κι έκανε ελαφρά δακρυσμένη το σταυρό της, λιγάκι ωστόσο χαμογελώντας θλιμμένα, και πρόσθεσε πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα.
Κανένας δεν έλεγε κουβέντα. Το δικό μου το μυαλό σφηνώθηκε στο τραγούδι και στο χορό της περασμένης νύχτας. Δεν μπορούσα να δώσω μια εξήγηση. Εντούτοις ήμουνα πάντοτε έτοιμος να δεχτώ πως στο θάνατο συμβαίνουν ολότελα περίεργα πράγματα. (Αργότερα τι μπορούσαν να μου πουν οι κατοπινές σοφίες που διάβαζα για το μοιρολόγι;)».[1]