Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

“O δύστυχος Σκιαθίτης λιγάκι πριν τον Θάνατο”: Οι τελευταίες μέρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από την πένα του Καρούζου και του Μαλακάση


Συ, που θάμπωσες τον ήλιο, που σ’ εζήλεψ’ η αυγή,

Σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη…(1)

Πρόλογος – επιμέλεια: Σπύρος Δημητρίου

Εκατόν δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 3 του Γενάρη,  από την κοίμηση του μεγάλου Σκιαθίτη, του Άγιου των Ελληνικών Γραμμάτων, του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πέρασε μέσα από τις θύελλες της ζωής του, στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού φτάνοντας ως τις μέρες μας, λιτός, σκυφτός, απέριττος,  για την αθανασία της τέχνης. Με το έργο του εξέφρασε την φύση της Πατρίδας και το ήθος της αυθεντικής ζωής του Νεοέλληνα που βρίσκεται σε αρμονία με την ιστορική παίδευση κάτω από τον θόλο της Ορθοδοξίας.

Δεν είναι η προγονοπληξία και η πίστη με την στενή έννοια  που προβάλλει,  αλλά ο πολιτισμός κι η παράδοση που δίνουν το στίγμα, την ιδιοπροσωπία μας ως λαού και ως Έθνους. Γι αυτό  κι η λογοτεχνία κι οι λογοτέχνες, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψαν να διαιωνίζουν το έργο του, να τον τιμούν,  ανεξαρτήτως της οπτικής που ο καθείς έχει. Αυτό το ενωτικό, το μαζί που είναι σπάνιο σε μας,  το πέτυχε  ο κυρ Αλέξανδρος  καταφέρνοντας  να μας αποκαλύψει την ουσία της ζωής, την ουσία του πνεύματος που είναι η υψηλή ποίηση με απλά όμως υλικά όπως η αλήθεια, η «ιερή ζωή», το φως, το ελληνικό φως, η  ελληνική ύπαιθρος, το νησί του.

Ο “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ” ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΒΥΤΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο μεγάλος Σκιαθίτης, λοιπόν,  άφησε το νησί του και σεργιάνισε το λεπτό του σαρκίο, τη μοναχική και δύσκολή ζωή του εις τας Αθήνας, από την Δεξαμενή μέχρι κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Σπούδασε, έγραψε, συνομίλησε, αφουγκράστηκε το χτύπο της ζωής σε δρόμους και σοκάκια της πόλης , σε καφενεία και ταβέρνες,  αντάμα με απλούς ανθρώπους και συνοδεία λίγων κι εκλεκτών.  Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης, συνοδοιπόρος στην τέχνη μα συνάμα φίλος απ’ τους λίγους  του κυρ Αλέξανδρου,  γράφει στο περιοδικό της «Νέας Εστίας» τις θύμισες  για τις περιπλανήσεις τους στην Αθήνα της εποχής:

«Σε όλα δε αυτά τα κέντρα, τα φτωχομάγαζα, τα λαϊκά και απλά ο κύρ Αλέξαντρος ήτανε το είδωλο. Πολλές φορές έτρωγε, εσηκώνονταν, έφευγε, σκυθρωπός και αμίλητος, πολλές φορές και χωρίς να αποχαιρετήση και κανέναν. Όταν έφευγε, ο καταστηματάρχης εσημείωνε την τιμή του λιτού του γεύματος σ’ ένα ανοιχτό μπροστά του βιβλίο των πελατών του. όπου πήγαινε για φαγητό, ήξερε πως θα έφευγε ανενόχλητα. Τις μεγάλες γιορτές, τόσον ο κύριος Πρόεδρος, ο αμαξάς, όσο και διάφοροι μικρομπακάληδες, που τον σερβίριζαν  τις καθημερινές, τον προσκαλούσαν να φάγη στο σπίτι των, οικογενειακώς. Πολλές φορές αποδέχονταν , προ πάντων αν εκτιμούσε το κρασί των». (2)

Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Συνεχίζει ο Μαλακάσης , στο ίδιο τεύχος,  γράφοντας  χαρακτηριστικά για την γνωριμία τους, για  την αξία του κυρ Αλέξανδρου ,της σχέσης και της  μοναδικής ίσως  φιλίας τους:

«Τον Παπαδιαμάντη  τον φέρνω μπροστά μου  κάθε τόσο σκυθρωπό, και αλύγιστο τις περισσότερες φορές, με το γιακά του παλτού του πάντα ανασηκωμένο, βιαστικό και αδιάφορο μαζύ και πολυμέριμνο. Θα θυμούνται όλοι οι παλιότεροι των γραμμάτων τη ζοφερή σιλουέττα του, τα ακατάστατα γενάκια του, την απεριποίητη περιβολή του, τα λασπωμένα ή κατασκονισμένα  του υποδήματα, το ημίψηλό του το ξεθωριασμένο, την παπαδίστικη κάμμα του με την  ασημένια της λαβή, το μαύρο πλατύ κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λωρίδα, είδος κολλάρου, το ρεμβαστικό του εάν καθόταν, το χαμηλό βλέμμα του εάν περπατούσε, με τα χέρια συγκρατώντας προς τη μέση το πανωφόρι του  μαζύ με τη δεσποτική του ράβδο.

Τον πρωτογνώρισα στα γραφεία της εφημερίδας του Κορομηλά και εσχετίστηκα περισσότερο στην «Ακρόπολη» ύστερα, και συνδέθηκα μαζί του, λίγο κατόπι, με μια αμοιβαία φιλία, με μια αγάπη  που ποτέ δεν διαταράχθηκε. Περάσαμε χρόνια και χρόνια μαζύ, ο ένας στο πλευρό του άλλου, στη Δεξαμενή, σε μικρά ξενοδοχεία, σε μπακάλικα, σε ταβέρνες απόμερες, στο προαύλιο του Αγίου Φίλιππα όπου έψελνε, σε καφενεδάκια, στου Ζαχαράτου ακόμα, που έμπαινε όταν από το τζάμι με έβλεπε να κάθωμαι μόνος μου. Και ο άνθρωπος αυτός που δεν είχε με κανένα συνάδελφό του πολλές κουβέντες, μαζύ μου ευχαριστιότανε σε διάφορες μπαλιβέρνες, όταν είχε όρεξη, σε εκμυστηρεύσεις ακόμα, όταν αισθανόταν την ανάγκη να είναι διαχυτικός». (3)

Όταν ο χρόνος έκανε τον κύκλο του κι η καθημερινότητα με τα όριά της έγινε αβάσταχτη,  ο κυρ Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει στην γενέθλια γη, στον τόπο του. Ο μεγάλος Σκιαθίτης θα επέστεφε στο νησί του για πάντα και για το τέλος. Θα τους αποχαιρετούσε όλους κλείνοντας τους λογαριασμούς, χωρίς εκκρεμότητες.  Αυτή η φυγή, αυτός ο αποχαιρετισμός, οδεύοντας στην αρχή και το τέλος,  έδωσε το έναυσμα, κάποια χρόνια αργότερα, στο μυαλό του ποιητή Νίκου Καρούζου να γράψει  ένα εξαιρετικό κείμενο μαζί με την υπόκλισή του στη ζωή και το έργο του κυρ Αλέξανδρου.  Ίσως να του έμοιαζε κιόλας. Ο τίτλος ήταν  «Ο ΔΥΣΤΥΧΟΣ ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ ΛΙΓΑΚΙ ΠΡΙΝ ΑΠ΄ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ» και δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο του περιοδικού της «ΕΘΥΝΗΣ», αφιέρωμα  στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για τα  εβδομήντα χρόνια από την κοίμησή του:

«Α, τι καλά, κυρ Αλέξανδρε, που έφυγες τότε, από τον κόσμο ετούτον, έτος 1911. Τώρα που σε θυμόμαστε, αντί για οτιδήποτε άλλο καθαρά χριστιανικό που θα ελέγαμε επικαίρως, προτιμούμε να θυμηθούμε το πώς έφυγες, το πώς αποχαιρέτησες την Αθήνα για να πας να πεθάνεις στη Σκιάθο». Αυτά τα γράφει ο Ηλίας Βενέζης («Ακρόπολις», 1 Απριλίου 1973), σε ημέρες μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας. Απ΄όσο έχω προσέξει – άλλωστε η μνήμη μου τα τελευταία χρόνια ελαττώνεται συνέχεια – οι σύγχρονοι και ομολογουμένως εκλεκτοί φίλοι του Παπαδιαμάντη δεν έχουν εντοπίσει κατά που θα’ πρεπε την ευαισθησία τους στα «προθανάτια» του τραγικού εκείνου πλάσματος. «Με εξ χιλιάδας δραχμάς διετηρήθην εγώ εις Αθήνας επί δέκα έτη, πότε νηστικός, και πότε χορτάτος. Οσάκις τυχόν μοι εμειδία επ’ ολίγον μια ελπίς, η σκληρά τύχη μοι την αφήρπαζε…». Τα βιογραφικά βεβαίως είναι γνωστά, μα ο Βενέζης είν΄ αξιομνημόνευτος, γιατί τα επανέφερε σε καιρούς γενικής αποτυχίας της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας τις στήλες μιας εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας.

O NΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

«Αλήθεια, τι ήσουν εσύ, βρώμικο, άθλιο ναυάγιο, ξέβρασμα του πελάγου σου, τι ήσουν μες σ’ αυτή τη λάμπουσα, την αλαζόνα πόλη, την πρωτεύουσα των Ελλήνων; Και πόσοι να ήταν, πόσο αλάχιστοι, αυτοί που αισθάνονταν τη μεγάλη σπίθα, το δώρο του Θεού που ήταν μέσα σου κι ήταν να το αφήσεις στους ανθρώπους»; Δεν ξέρω, αλλά τα λόγια ετούτα, δεν ξέρω, με συγκινούν ιδιαίτερα, δείγματα σοβαρών βιωμάτων του γράψαντος. Ο Παπαδιαμάντης δεν  μπορούσε να εγκαταλείψει τη μουσική του, τα ρόδινα ματογυάλια του ψυχισμού του, τίποτα δεν ήτανε δυνατό να αλλάξει την εικόνα του, κολακεία δεν έκανε στη ζωή, κολακεία δεν έκανε στο θάνατο. Είπε και ελάλησε, κατά την εκκλησιαστική του ευλάβεια, τις αντιθέσεις και τα ονείρατα της απλής εμεπιρίας, δόξασε την αθωότητα, μπήκε βαθιά και μεταφυσικώς  εχέμυθα, δηλονότι ταπεινός, με όλη την αίσθηση της φιλαμαρτημοσύνης, στα υποχθόνια του βιολογικού όντος, ο Παπαδιαμάντης δεν  μπορούσε να εγκαταλείψει τη μουσική του… Τι άραγε βλέμμα να διέθετε στις μυρωδάτες ερημιές της πατρίδας του; Τι βλέμμα στα κύματα, τι βλέμμα στη πανικόβλητη γαλήνη; Είν’ άγνωστο. Πάντως, εγώ τον εκλαμβάνω κολασμένο. Δεν το λέω αυτό με κάποια κακή έννοια, όχι, προς Θεού, με αγάπη το λέω, συναισθάνομαι τις λέξεις απόλυτα. Η αιώρηση και η δυστυχία οδηγούν αναπόφευχτα στην κόλαση. Πολλά χρόνια προτού πεθάνει, ο Παπαδιαμάντης είχε φονευθεί και εζούσε σκοτωμένος. Έτσι ακριβώς πέρασε στην περιοχή του εξαγιασμού του, τύπτοντας το στήθος που επιθυμούσε δίχως ανταπόκριση σ’ αυτήνε την ανθρώπινη ζούγκλα. Λένε μάλιστα πως τον κατέβασαν ευλαβικό παρθένο στο λάκκο του, δεν είχε πάει με γυναίκα.

Τώρα συλλογιζόμαστε τη μεγάλη του, τη λαμπρότητα, ψυχή και εγκωμιάζουμε… Η φτώχεια συνταιριάστηκε με τ΄όνομά του στην ελληνική λογοτεχνία, η ζωή του δεν επανέρχεται. Βαθιά στη βιολογικότητα η κωμωδία. Το πνεύμα υπήρξε πάντοτε διακόσμηση στην Ιστορία κι απομένει μονάχα ο θείος κεραυνός για να μας κατακάψει. «Α, τι καλά, κυρ Αλέξανδρε, που έφυγες τότε…». Τη γλώσσα-συσσίτιο του δημοτικισμού δεν την ανέχτηκε, πράττοντας με αληθινή σοφία. Σκέψη λεπτότατη και μοναδική αυθεντικότητα στην έκφραση, βγαλμένη απ΄την εκκλησία κι απ΄τη λαική σκιαθίτικη λαλιά, προσπαθούσε να υπάρξει κι όχι να γράψει, κάποτε πρέπει να το καταλάβουμε ορθοτομώντας το αθώο του φαινόμενο. Θα πάει στη Σκιάθο να ξεψυχήσει, δεν έχει κανένα λόγο ν΄αγναντέψει πίσω του, τι να τηράξει;

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΦΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΒΛΑΣΣΟΥΡΟΥΣ, ΟΠΟΥ ΕΨΑΛΝΕ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

«Στο αποχαιρετιστήριο γεύμα του στου Μπαρμπαγιάννη ο κύρ Αλέξανδρος κερνάει όποιον περάσει απ΄το μαγαζί. Του διαλέγει μονάχος του μεζέ, του γεμίζει την κούπα και τον βάζει να τσουγκρίσουν και να συχωρεθούν. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει αν αγόρασε, όπως έπρεπε, παπούτσια και ρούχα για να πάει στο νησί του, – Αγόρασα, Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παλιά. Θέλεις ν΄αμαρτήσω τώρα στα γεράματα; Κι όταν έρθει η ώρα μου, πως θα επικαλεσθώ τη μεγάλη ευχή : «ει εμεγαλοφρόνησα, ει περιεβλήθην πλούσια ιμάτια…». – Όταν έρχεται η ώρα για το λογαριασμό, ο Μπαρμπαγιάννης κάνει τον ανήξερο. Δεν θέλει να πάρει χρήματα. – Δεν πειράζει, κυρ Αλέξανδρε. Κράτησέ τα να οικονομηθείς κι αργότερα μου τα στέλενεις. – Όχι, Όχι. – Τον πιάνει απ΄το μπράτσο, το Μπαρμπαγιάννη, τον τραβάει λίγο παράμερα και του βάζει στο χέρι δυο χαρτονομίσματα. – Είσαι καλός άνθρωπος και σ΄έχω στη ψυχή μου. Κι αν σούφταιξα καμμιά φορά, άνθρωποι είμαστε. Δώσε μου άφεση. Την άλλη μέρα, πρωί, ο κυρ Αλέξανδρος παίρνει παράμερα την κυρά –Μαρία, τη σπιτονοικοκυρά του.- Αυτά τα ολίγα χρήματα δια το ενοίκιον. – Μα γιατί, κυρ Αλέξανδρε; Ακόμα δε βγήκε ο μήνας. – Λάβε τα τώρα οπού τα έχω. Άλλωστε είναι τα τελευταία. Φεύγω για την πατρίδα. – Αργότερα της λέει: – Να μου ανάβεις κανένα κερί, κυρά-Μαρία όταν πεθάνω. –   Και που θα το μάθω εγώ, κυρ Αλέξανδρε, όταν πεθάνεις; Εσύ θάσαι στην πατρίδα σου, στο νησί. – Θα το μάθεις, κυρά-Μαρία. Να είσαι βέβαιη πως θα το μάθεις…».

Αυτή ήτανε στα θλιβερά σκοτάδια της Αθήνας η εκπληχτική αποκορύφωση του μουσικού συχώριου της Ορθοδοξίας μέσα σ’ ένα παπαδοπαίδι που βασανίστηκε ανυπεράσπιστο. Υποκλίνομαι.

Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΗ ΣΤΗΝ ΔΕΞΑΜΕΝΗ

Ν. Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ»(4)

Υπόκλιση και επίκληση της μνήμης του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, κλείνοντας το μικρό αυτό αφιέρωμα,  με το ομώνυμο ποίημα του Ν. Καρούζου από την συλλογή του «Χορταριασμένα χάσματα» που κυκλοφόρησε το 1974.

 

«Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.

Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε

τον πόνο στο σωστό του το ύψος

αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες

αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια

την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων

αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας

ο ανοξείδωτος.

Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει

πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο

κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα

πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.

Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση

με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.

Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος

εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης

και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει».(5)

 

ΠΗΓΕΣ

1 ΔΙΣΤΙΧΟ ΑΠ’ ΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ από την συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1874-1910) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ Αθήνα 2011.

2-3 Περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» τεύχος 322 15 Μαίου 1940

4 ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ : ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ. ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΥΘΥΝΗ Γ’ ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 2001.

5  Ν. Δ. Καρούζου  «Χορταριασμένα χάσματα»,  Εκδόσεις Εγνατία  1974.

ΠΗΓΗ:https://avalonofthearts.gr/o-%ce%b4%cf%8d%cf%83%cf%84%cf%85%cf%87%ce%bf%cf%82-%cf%83%ce%ba%ce%b9%ce%b1%ce%b8%ce%af%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bb%ce%b9%ce%b3%ce%ac%ce%ba%ce%b9-%cf%80%cf%81%ce%b9%ce%bd-%cf%84%ce%bf%ce%bd/?fbclid=IwAR0TGmOYBtmxqnD6WZFsP4OoLTavdfDKTNsAMOqXynCm-5DII7lOogEKEPs
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.