Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Ο Νέος Ερωτόκριτος, ύστατος πνευματικός αγώνας του Παντελή Πρεβελάκη



Η Κιβωτός
Έργο της τελευταίας και γονιμώτερης πνευματικά περιόδου της ζωής του Παντελή Πρεβελάκη είναι το μακροσκελές ποίημα Ο Νέος Ερωτόκριτος που αποτελείται από εννέα άσματα. Τα άσματα, που προλογίζονται από μιά ‘Αφιέρωση’ με τίτλο ‘Ο Εραστής της Λευτεριάς’, υποδιαιρούνται σε ενότητες, και είναι τα ακόλουθα: ‘Το Βασίλειο του Θεού’, ‘Η Αρμονία των Πλασμάτων’, ‘Η Μοίρα των Θνητών’, ‘Το Κράτος του Ζόφου’, ‘Οι Νύχτες των Βασάνων’, ‘Ο Πόνος των Αθώων’, ‘Ο Αμαρτωλός, ο Άγιος και ο Ποιητής’, ‘Η Νεκρή Πολιτεία κι ο Γυρισμός’, και ‘Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις’. Πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο ποίημα, ένα έμμετρο δοξαστικό Μεγαλυνάριο. Οι τέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι εβδομήντα δεκαπεντασύλλαβοι ομοιοκατάληκτοι στίχοι του θα μπορούσαν να το αναδείξουν ως ένα από τα εκτενέστερα έπη της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, μετά την Οδύσεια του Καζαντζάκη με τους τριάντα τρείς χιλιάδες τριακόσιους τριάντα τρείς ιαμβικούς δεκαεφτασύλλαβους στίχους της. Το λυρικό αυτό έπος δείχνει ότι ο Πρεβελάκης δεν υστέρησε στην άθληση από τον ‘Γέροντά’ του, όπως αποκαλούσε τον Καζαντζάκη, δικαίως όμως δεν υιοθέτησε το πνευματικό κήρυγμά του, και τούτο καταφαίνεται στον Νέο Ερωτόκριτο.  Γιατί αν η Οδύσεια του νέου επικού προτείνεται ως συνέχεια της Οδύσσειας του Ομήρου,[1] προκειμένου να αισθητοποιήσει το μεγαλεπήβουλο σκοπό του ποιητή της, –να διερμηνεύσει την ατομική υπαρξιακή του περιπέτεια μέσα από την δημιουργία του υπεράνθρωπου και Μονιά (κατά τή νιτσεϊκή ἐννοια), κυριευμένου από την ανταρσία του νού, την έξαψη του εγώ, και τον «έρωτα για τη ζωή κάτω από το σημείο του θανάτου» –,[2] Ο Νέος Ερωτόκριτος του Πρεβελάκη προσφέρεται ως καρπός δόκιμης πνευματικής άθλησης, και για τούτο ως έκχυση θείας έμπνευσης και δοξολογίας, με τον ήρωά του Ρωτόκριτο να διασώζει με το βίο και τις πράξεις του τη μνήμη του μαρτυρίου και της δόξας ενός ολόκληρου λαού, υπερβαίνοντας την ατομικότητά του, και εκτελώντας έτσι θέλημα Θεού.[3] Η αναφορά στον Όμηρο και στον Χριστό στο παρακάτω δίστιχο του Νέου Ερωτόκριτου αποκαλύπτει την πεποίθηση του Πρεβελάκη ότι το χρίσμα του ποιητή που έλαβε από τον αρχαίο επικό εξαγιάστηκε από τον Λυτρωτή του κόσμου.[4] Ο πρώτος του χάρισε το τάλαντο της ποιητικής τέχνης, ο δεύτερος τον φωτισμό του πνεύματος:
Γέροντας κι άντρας, στ’ όνειρο, διπλό ασπασμό μου δώσαν,
ο ένας παράδερνε τυφλός, τον άλλο τον σταυρώσαν.[5]
Η Κιβωτός, όπως αποκαλούσε ο Πρεβελάκης το στερνό τούτο ποίημα,[6]  θα πλεύσει, εν πλήρει συνειδήσει του δημιουργού της, αντίθετα προς το σκαρί της καζαντζακικής Οδύσειας,[7]  για να διαφυλάξει, ως έργο εθνικού συγγραφέα,[8] τις σεβάσμιες αξίες της ζωής και της χριστιανικής πίστης ώστε να καταστεί  ‘σύναξη ψυχών’ – καταφύγιο όπου πολλές ψυχές θα αποζητήσουν τη λύτρωση – εκπληρώνοντας έτσι την παιδευτική αποστολή της τέχνης[9]:
Μετά απ’ το νέο Κατακλυσμό, μια Κιβωτό απομένει,
το Ποίημα, σύναξη ψυχών, στη γη την οικουμένη.[10]
Πράγματι, ο Νέος Ερωτόκριτος θα διατρανώσει την ακλόνητη πίστη του ποιητή στίς αξίες του γένους και της Ορθοδοξίας, που τον προφύλαξαν από τον ατομικισμό της Δύσης και «τον ξένο χρόνο»[11] (από τα οποία είχε μειανθεί ηθελημένα ο Καζαντζάκης), καθιστώντας τον άξιο να δείξει δρόμους λύτρωσης στον σύγχρονο άνθρωπο της υπαρξιακής αγωνίας και αποστασίας από τον Θεό.[12]
Μύθος και Νόημα του ‘Νέου Ερωτόκριτου’

Ο καθαρός λυρικός λόγος του Νέου Ερωτόκριτου αποτελεί το ταμείο των αισθητών και πνευματικών βιωμάτων που αξιώθηκε ο ποιητής κατά την μακρόχρονη λογοτεχνική πορεία του, και αναγνωρίζεται ως η ολοκλήρωση της κατάκτησης του γλωσσικού οργάνου του. Το περιεχόμενο του όμως δεν εξαντλείται στις θείες εκλάμψεις που καθήλωσαν το πνεύμα του δημιουργού του, αλλά προβάλλεται και ως η διαλεκτική σχέση προς τον καιρό και τον τόπο του, –το μεταφυσικό κενό που γέννησε η ‘αρρώστια του 20ού αιώνα’, όπως αποκαλούσε την απιστία,[13] και τη στέρηση της Ελευθερίας που επέφερε η δικτατορία στην Ελλάδα (1967-1974).
Είναι γνωστό ότι ο Πρεβελάκης συνέθεσε τον Νέο Ερωτόκριτο κατά την περίοδο της επάρατης δικτατορίας. Τότε συνέλαβε και το μυθιστόρημα Η Αντίστροφη Μέτρηση, η πρώτη έκδοση του οποίου το 1969 ήταν κρυφή, ενώ η δεύτερη του 1974 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της Εστίας. Έτσι, μετά την Αντίστροφη Μέτρηση, άρχισε τον Φεβρουάριο του 1971 να συνθέτει τον Νέο Ερωτόκριτο, τον οποίο  συνέχισε να γράφει και μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Το ποίημα γνώρισε τρείς εκδόσεις: την πρώτη του 1973 και την δεύτερη του 1978 που ήταν εκτός εμπορίου, ενώ την τρίτη και ολοκληρωμένη έκδοση εξέδωσε η Εστία το 1985, ένα χρόνο πριν την κοίμηση του ποιητή.
Τα πρόσωπα του έργου είναι δύο, ο Ρωτόκριτος και η Αρετούσα, αλλά ο αναγνώστης διακρίνει συχνά και τη φωνή του Ποιητή να συνοδεύει τους ήρωες του που συμπάσχουν ως τον τελικό θρίαμβο. Ο Ρωτόκριτος είναι ο εραστής της Ελευθερίας, προσωποιημένης στη μορφή της Αρετούσας. Η Αρετούσα του Πρεβελάκη δεν είναι η ενάρετη κόρη που εμφανίζεται στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου,  αλλά η Ιδέα της Ελευθερίας, η οποία, ως κορυφαία των ηθικών και πνευματικών αξιών, λυτρώνει τον άνθρωπο όχι μόνο από την τυραννική δουλεία, αλλά και από την υπαρξιακή: την δουλεία των παθών.
Για χάρη της Αρετούσας-Ελευθερίας ο Ρωτόκριτος θα πάθει και θα μάθει, ως οδοιπόρος του βίου που έχει επίγνωση του προορισμού του γιατί έχει εκλάβει την φιλοπατρία και την αγάπη για την ηθική Ελευθερία ως πνευματική αφιέρωση, και ως κορύφωμα της ανθρωποσύνης του και ξέρει καλά, ως αδούλωτη ψυχή που είναι, ότι η ζωή καταξιώνεται μονάχα μέσα στη λευτεριά, αυτή για την οποία θυσιάζονταν οι σύγχρονοί του ποιητή αγωνιστές, αλλά και οι παλαιότεροι ήρωες και μάρτυρες της Κρήτης, της «θεϊκιάς κι όλη αίματα» Πατρίδας,[14] κατά τον Σολωμό στον Κρητικό, του νησιού «π’ αντρείας φωτιά το ανάβει»,[15] κατά τον Πρεβελάκη στον Νέο Ερωτόκριτο.
Ο έρωτας της λευτεριάς υπαγορεύει, κατά κοινή ομολογία, τις πράξεις των Κρητικών. Είτε με τους θυσίες τους για την πατρίδα, είτε με τα μαρτύρια τους για την πίστη, οι Κρητικοί έδειξαν πάντα ότι ξέρουν να προασπίζονται με τη ζωή τους τις αιώνιες αξίες. Να ακολουθήσει το παράδειγμα τους,[16] εκχύνοντας το πόθο του για εθνική και ηθική ελευθερία στον ποιητικό λόγο, ο Πρεβελάκης το είχε νιώσει ως ηθικό χρέος απέναντι στο μαρτυρικό νησί του. Στη «Λογοδοσία Κρητικού συγγραφέα στους συμπατριώτες του», που έκανε στα Χανιά το 1981, ομολογούσε: «Σε μιαν ύστατη απόπειρα να εξοφλήσω το χρέος μου προς την Κρήτη, πήρα να γράφω […] ένα μακρό ποίημα με τον τίτλο Ο Νέος Ερωτόκριτος».[17]
Αλλά –για να θυμούμε και τις αποφράδες μέρες που έζησε ο Κρητικός ποιητής, ως μέλος του εθνικού συνόλου, τότε που συνέθετε το ποίημά του – , ποιός αμφισβητεί ότι δεν θα συγκλονίστηκε, καθώς τόσοι Αθηναίοι, όταν θα είδε στο Πολυτεχνείο τη λέξη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, γραμμένη στο τοίχο μέ μεγάλα κεφαλαία γράμματα, από τους άτρομους εκείνους φοιτητές της ηρωϊκής εξέγερσης του 1973 κατά της δικτατορίας;
Ο ηθικός διαλογισμός του Ρωτόκριτου
Την εξορία και το θάνατο της Ελευθερίας από τους δικτάτορες, αλλά και θεμελιακών ανθρωπίνων αξιών -όπως της κοινωνικής Δικαιοσύνης και της Ελευθερίας της έκφρασης-, φανερώνουν αρκετοί στίχοι του ποιήματος, ιδιαίτερα όμως το «Γράμμα της Αρετούσας από την Εξορία», στο οποίο η Αρετούσα αποχαιρετά τον περιπαθή εραστή της Ρωτόκριτο, λίγο πρίν τον πρόσκαιρο θάνατό της:
Άραγε ξόρισαν πολλές πρωτύτερα από μένα;
Και τι ’χουν να στορίσουνε γι’αυτές τα περασμένα;[18]
Ά, πόσοι δίκαιοι θα δούν ταχιά να τους χτυπήσει
τ’άδικο, κι απ’ τον πόνο τους να σκοτεινιάσει η χτίση![19]
Εγώ, να μ’αγρυπνήσουνε, φίλους σε τόπο ξένο
δεν έχω, εδώ που κείτομαι, μήδε και περιμένω.[20]
Μ’ αν πεθαμένη εσύ με βρείς, σκύψε να μου μιλήσεις,
ξέρεις από τα χείλη μου ποιό λόγο θα γρικήσεις.[21]
Με τον οίστρο της Ελευθερίας να ελαύνει το πνεύμα του, ο Ρωτόκριτος θα κατέβει στο σκοτεινό Άδη αναζητώντας τον λάζο του ήλιου, την μάχαιρα του πνεύματος, που κατά τον Παύλο είναι ο σωτήριος Λόγος του Θεού.[22] Η είσοδος του στον Κάτω Κόσμο και τα εκούσια πάθη του θα τον οδηγήσουν τελικά στη σωτηρία,– καθώς τον Δάντη η οδυνηρή αλλά διδακτική κάθοδος του στη Κόλαση, που υποβάλλεται με την αλληγορική εικόνα του σκοτεινού και άγριου δάσους (selva selvaggia), καθώς την βρἰσκουμε και στον Νέο Ερωτόκριτο.[23] Τις ιδέες αυτές αισθητοποιούν τα ακόλουθα δίστιχα από το «Κράτος του Ζόφου» και τις «Νύχτες των Βασάνων» :
Οψές τη νύχτα σκόνταψα στο χέρι του Θανάτου
και πάνω μου ίσκιο παγερό μου ’ριξε τ’ άγγιγμά του.[24]
Αγρίμια και δαιμονικά με αφήναν να περάσω,
η Κόρη αν δεν εστέναζε στη σκοτεινιά στο δάσο.[25]
Τρέμοντας, στα τετράσκαλα του Άδη το πόδι βάνω,
πέτρα χτυπώ με σίδερο και μπλάβη φέξη βγάνω.[26]
Εδώ ’ναι ερμιά μες στην ερμιά κι Άδης μέσα στον Άδη,
τον μαύρο λάκκο ο Δαίμονας τον έχει από μοιράδι.[27]
Τέτοιο σκοτάδι να κοπεί θέλει θεϊκό μαχαίρι,
μα ο λάζος του ήλιου που ζητώ δεν πιάνεται από χέρι.[28]
Από την «Νεκρή Πολιτεία», –την καθημαγμένη πατρίδα που βρίσκει ο Ρωτόκριτος, όταν επιστρέφει από το Κράτος του Ζόφου, των σκιών και του ολέθρου–, γράφει στην Αρετούσα που είναι ήδη νεκρή από το χέρι των τυράννων:
Δεν ξέρω αν ζείς ή πέθανες, γραφή να στείλω ή τάμα,
αλαργοσύνη και σιωπή σαν Παναγιά σε κάμα.[29]

Πάθη κι αν έσυρα πολλά, καινούργια θα τραβήξω,
σε πιό μεγάλη μοναξιά μέλλεται να βουτήξω.[30]
Κι αν μ’ απολείψει η δύναμη, θα γείρω να πεθάνω
με μόνη του ήλιου τη σπλαχνιά στα γόνατά μου απάνω.[31]
Εξόν αν στέρξει ο Πλάστης μας το θάμα του να κάμει
προτού βουλιάξει η πλάση του στης νύχτας το κατράμι.[32]
Έχοντας επίγνωση του θείου νόμου που εμφωλεύει στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά πραγματώνεται στη ζωή δια σκληρών δοκιμασιών και βασάνων, καθώς μαρτυρά η ζωή των ηρώων και των αγίων της πίστης, «[…] ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»[33], η πορεία του Ρωτόκριτου διέρχεται πολλά στάδια δοκιμασιών πριν κατακτήσει την σωτήρια: από τις φυλακές του Άδη για χάρη της Ελευθερίας, ως την αποκαρδίωση και την απομόνωση μπρός στο θέαμα της κατακερματισμένης εικόνας της Πατρίδας που βρίσκει στο γυρισμό του. Τα νοερά μαρτύρια συνειδήσεως που έζησε ενδυνάμωσαν όμως το φρόνημά του, και κραταίωσαν τη πίστη του, δικαιώνοντας τον στέφανο του αγώνα του, ύστατο πνευματικό αγώνα του ίδιου του ποιητή, προσφέροντας του το ‘Νήμα της Σωτηρίας’. Το νόημα τούτο φανερώνουν δυό χαρακτηριστικά δίστιχα από την ομότιτλη ενότητα:
Ποιός το ’λπιζε στη φυλακή να τρέχει μια άγια βρύση
και σαν πηγή του Σιλωάμ να με ξαναγεννήσει;[34]
Κι όπου θαμμένο μ’είχανε σ’αραχνιασμένο μνήμα,
να μου πετάξει ο ουρανός της σωτηρίας το νήμα; [35]
Ο θρίαμβος της ένωσης του Ποιητή-Ρωτόκρτου με την ουράνια Ελευθερία θα συντελεσθεί στο τελευταίο Άσμα «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις». Τη συνταρακτική στιγμή, λίγο πρίν τη μετάστασή του στην αληθινή και αιώνια Ζωή, η πύρινη φλόγα της Ελευθερίας,  καθώς φως θείας Μεταμόρφωσης, θα καταυγάσει το πνεύμα του  ελευθερώνοντάς τον από την καταδυναστεία του φθαρτού κόσμου. ‘Η Λύτρωση και το Δοξαστικό’ που ακολουθούν κορυφώνουν την ευχαριστήρια δοξολογία του ποιητή στον Πλάστη του, και δικαιώνουν την πίστη του στις πνευματικές αξίες της εν Χριστώ ζωής:
Ακούω τη σάλπιγγα! Ξυπνά θεότητα μεγάλη!
Μες απ’ τα μάτια μου περνά πριν αναβλέψουν άλλοι.[36]
Από τα νέφη, ποιά βουλή Θεού την κατεβάζει,
και γιατί γύρω της καπνός γαλάζιος ευωδιάζει;[37]
Άμωμη, θεοπρόβλητη και ζωηφόρα εικόνα,
τα κάλλη της την πρώτη Αρχή του κόσμου φανερώνα’.[38]
«Ω ΛΕΥΤΕΡΙΑ!» της έκραξα, και μονομιάς την είδα
στα μάτια των συντρόφων μου ν’ αστράφτει σα λεπίδα.[39]
Δόξα σου Κύριε! Δόξα σου, Πανάγαθε και Δίκαιε!
Προτού γυρίσω μες στη γή, το άφθαρτο φώς με βρήκε.[40]
Το έκ των αισθήσεων φως, ως είδωλο του νοητού φωτός, δίνει τώρα τη θέση του στο ιλαρό φώς της αγίας δόξας. Ο Ποιητής, ως Πρόσωπο ανακαινισμένο από την Θεία Χάρη που είλκυσαν οι δοκιμασίες του, διακηρύττει την πίστη του όχι μόνο στην αθανασία της ψυχής, αλλά στη σωτηρία της δια της Αγάπης προς τον Θεό, τον δημιουργό της Ελευθερίας. Η Ελευθερία του Προσώπου κατά την Ορθόδοξη Πατερική παράδοση συνίσταται στην αγαπητική σχέση (ή «σχέση αγαπήσεως») με τον Θεό, και είναι η μόνη πραγματική Ελευθερία, η κατά φύση πραγματικότητα του ανθρώπου ως Προσώπου, ως εικόνας δηλαδή του Θεού.[41]
Αυτό είναι το κύριο νόημα του ποιήματος και ο απώτερος σκοπός της συγγραφής του: εκλαμβάνοντας μορφή εξομολογητική, και κατόπιν δοξαστική, αποβαίνει λυτρωτικό για τον δημιουργό του, και διδακτικό για τον αναγνώστη του. Πράγματι, στον Νέο Ερωτόκριτο ο ποιητής ενδύεται την πνευματική πανωπλία του, εκείνη που το έργο του, ο ασκητικός βίος (κυρίως στα τελευταία χρόνια της ζωής του), και η ακλόνητη πίστη του στο Θεό έχουν χαλκεύσει, «πρός το δύνασθαι  […] στήναι προς τα μεθοδείας του διαβόλου», κατά το λόγο του Παύλου.[42]  Και ο διάβολος δεν ήταν μόνο το βδελυρό κράτος της δικτατορίας, αλλά η αδιάλειπτη ηθική πτώση του ανθρώπου, η έκπτωση των πατροπαράδοτων πνευματικών αξιών, ακόμα και η κενοδοξία και η έπαρση των διανοουμένων, που μπορεί να καθηλώσει στη γη τη ζωή τους, μετατρεποντάς την σε επίγειο Άδη. Ο λογισμός «θέλω να κατακτήσω την ταπείνωση», που μου είχε ξομολογηθεί ο Πρεβελάκης σε κάποια συνάντησή μας, λίγα χρόνια πρίν την εκδημία του, αποκαλύπτει το σημαντικό και ύστατο τούτο στάδιο του πνευματικού αγώνα του: τον πόθο του να λυτρωθεί, όχι αγωνιζόμενος με τις λέξεις, καθώς έκανε ο Καζαντζάκης, αλλά επικαλούμενος δια των λέξεων την αποκάλυψη Θείων Αληθειών που θα τον λύτρωναν, όπως φανερώνει το ακόλουθο δίστιχο:
Ονόματα και πράματα ποθώ, μισώ τα λόγια.
σπηλιές, πηγάδια αναζητώ, ν’ ακούω βοήν υπόγεια.[43]
H μυστική έννοια των ονομάτων
Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε ότι στον Νέο Ερωτόκριτο η γλώσσα συνιστά τον ρητό λόγο της ένθεης ψυχής του ποιητή, και την ενσάρκωση της πνευματικής του άσκησης. Η ιδέα υποβάλλεται από τον ίδιο τον δημιουργό στα ακόλουθα δίστιχα της ενότητας «Ο Ποιητής», όπου αποκαλεί τη γλώσσα του κιβωτό θείων και αληθών ρημάτων, αποκάλυψη της θείας χάρης:
Στην κιβωτό της μοναξιάς, που γαληνά αρμενίζει
ο νούς [μου] απερηφάνευτα στο θείο το λόγο χτίζει[44].
Βρήκα κείνο που γύρευα, τη ριζιμιά τη λέξη,
στη σκίζα του μεσονυχτιού, στου καντηλιού τη φέξη.[45]
Σε δεκαπέντε συλλαβές βάνω του Θεού τη χάρη,
τέσσερις άκριες μαντηλιού και μέσα το λογάρι.[46]
Τραγούδι! Εσύ μου χάρισες το πρώτο απ’ τα ελέη,
όταν ξανάβρα από Θεού το λόγο που με καίει. [47]
Ο ποιητής θα αντλήσει έμπνευση από την κρητική αισθαντικότητα, που ενσαρκώνεται στη λαϊκή γλώσσα,[48] ανακτώντας τη χαμένη αρμονία της συστοιχίας λαϊκή γλώσσα-ποιητικός λόγος. Χάρη στη πνευματική του ωριμότητα, η σύζευξη αυτή θα τον οδηγήσει στην ουσία του ενδιάθετου λόγου η οποία ενοικεί κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας στη βαθεία καρδία,[49] το κατοικητήριο του θείου και αλάθητου λόγου. Αυτό ίσως υποδηλώνει η εξομολόγηση του Πρεβελάκη στο κείμενό του ‘Μια μαρτυρία για την Γλώσσα’ ότι «Κάθε λέξη που έγραψα, πίστεψα στην αλήθεια της».[50]
Στην επανέκδοση των Ποιημάτων του ο Πρεβελάκης είχε εξομολογηθεί ότι η μέθη για τη δημοτική, που στην αρχή τον είχε συνεπάρει με εκείνη την εκστατική «ονοματοθεσία των αισθητών», καταστάθηκε κατά την περίοδο της ωριμότητας βίωμα μυστικό, όπου οι λέξεις, σαν σφραγισμένα μυστικά, προσδοκούν τον αναγνώστη να τις αποσφραγίσει για να ρίξουν το φως τους στη ψυχή του.[51] Στον Νέο Ερωτόκριτο πραγματώνεται τούτη η τελευταία κατάκτηση του ποιητή. Η υψηλή ποιητική έμπνευση συνδέεται άρρηκτα με τον φωνούμενο και ενδιάθετο λόγο, καθρέπτη των πνευματικών βιωμάτων και της καλαισθησίας του ποιητή (που τον προφύλαξε από τις υπερβολές). Την ενότητα μυστικού και φωνούμενου λόγου διασφαλίζει η μουσικότητα της γλώσσας που απορρέει από τον λυρισμό της, μάλιστα από την λαϊκή λαλιά, που τόσο ο Πρεβελάκης, όσο και ο Καζαντζάκης, είχαν υμνήσει ως κύρια έκφραση της πνευματικής ζωτικότητας του λαού.[52] «Τέσσερις χιλιάδες στίχοι φτάνουν με το παραπάνω για να κάνουν το αυτί να συλλάβει τη μουσική της γλώσσας», είχε πεί ο Πρεβελάκης αναφερόμενος στη γλώσσα του Νέου Ερωτόκριτου.[53] Πράγματι, η μουσική των στίχων του υποβάλλει τον αναγνώστη:
Ανεμοσάλεμα χαράς, από ποιά βάθη βγαίνεις;
Ο πόθος μου σε γέννησε; Ποιά λύτρωση μου φέρνεις;[54]
Νησί για δόξα αχόρταγο, ποιητής θα σε μερώσει
μ’ένα τραγούδι που με φώς θα σε περιχρυσώσει.[55]
Κρήτη! Καράβι σου ’χτισα κι’ άρπαξα το τιμόνι,
και στη φουρτούνα το ’βγαλα –να δούμε αν τη σηκώνει![56]
Η ηχητική των λέξεων, ο τόνος και ο ρυθμός απαντώνται και στα πεζά έργα του, και περισσότερο στους θεατρικούς διαλόγους του.[57] Ο λυρισμός όμως του Νέου Ερωτόκριτου εκφράζει, περισσότερο από τα προηγούμενα ποιητικά, πεζά ἠ δραματικά έργα, το θάμβος του ποιητή από τον πλούτο της λαϊκής γλώσσας! Ο ποιητής αγκαλιάζει με το φως που αναβρύζει από το βλέμμα του, δηλαδή την ψυχή του, όλα τα ορατά της Κτίσης που τον εισάγουν στη μυστική έννοια των πραγμάτων, και το αντίστροφο: το όνομα ενός πράγματος του φανερώνει την ουσία του.
H αρετή τούτη της τέχνης του πιστεύω ότι έχει τις ρίζες της στη ποίηση του Σολωμού και του Σικελιανού. Καθώς ο μύστης του Σικελιανός, ο Πρεβελάκης είχε εκλάβει τη γλώσσα ως όργανο όχι μόνο των αισθητών, αλλά και των υπεραισθητών˚ όχι μόνο της αισθαντικότητας αλλά και της αποκάλυψης του υπερούσιου λόγου. Και ο θαυμαστός πλούτος των λέξεων της δημοτικής που σύναξε από τον γενέθλιο τόπο και όλη την Ελλάδα και καλλιέργησε, τον κατέστησε ικανό να «κυριεύσει τη γλώσσα», κατά το παράγγελμα του Σολωμού.[58] «Η γλώσσα είναι πατρίδα», ομολογούσε ήδη από τον καιρό που ανέσταινε το παλιό Ρέθεμνο στο Χρονικό μιας Πολιτείας (1938).[59] Και η γλώσσα του Νέου Ερωτόκριτου δείχνει ότι έμεινε πιστός στο φυσικό της λαϊκής λαλιάς, γιατί συναισθανόταν βαθιά τη συνάφεια της με το πνεύμα του τόπου.[60]
Αυτό το συναίσθημα που μεταρσιώνει τον ποιητή μας, καθώς μυσταγωγείται από την αισθητή και μουσική ύπαρξη των πραγμάτων, στη μυστική τους έννοια, που τον οδηγεί στην έννοια του θείου, της αιωνιότητας, του απόλυτα Ωραίου και Αληθινού –προνόμιο της εντελέχειας των ποιητών–[61], δεν έχει μελετηθεί από τη σύγχρονη κριτική. Σε ένα αυτοσχόλιο όμως για τη Γλώσσα και την «Μυστική έννοια των ονομάτων», ο Πρεβελάκης παραθέτει ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά του Ο Άρτος των Αγγέλων (1966), προκειμένου να εξηγήσει το συναίσθημα εκείνο που τον οδηγεί από την ονοματοθεσία των αισθητών στη μυστική νόηση των υπεραισθητών:
«Μια άξαφνη αγάπη, αγάπη χωρίς αντικείμενο, εξόν αν αντικείμενο ήταν η ίδια η αγάπη, μεταρσίωνε το είναι μου. Έσπρωξα την ξύλινη καγκελόπορτα [του κήπου] και την ξανάκλεισα πίσω μου. Ω Μυστικέ Κήπε! Τα μάτια μου σουρθήκαν απάνω του με ανείπωτη ευδαιμονία, σα να είχα μπροστά μου ένα αρχέτυπο από ουράνιο κόσμο […]. Το μυστήριο που με είχε συνεπάρει είχε γκρεμίσει τα σταλίκια του λογικού και μ’ είχε μπάσει στην καρδιά της πραγματικότητας, εκεί που ο χρόνος δε βολεί να εισχωρήσει»[62].
Αν εμβαθύνουμε εδώ στη φράση «άξαφνη αγάπη», σε συσχετισμό με την έννοια του κάλους (‘Μυστικός κήπος’), που ανάγεται στο θείο, τότε θα διαισθανθούμε ότι συντελείται η μετάθεση του νου του συγγραφέα από το φθαρτό στο άφθαρτο και αιώνιο («εκεί που ο χρόνος δε βολεί να εισχωρήσει»). Πρόκειται για την κατάσταση εκείνη που κατακλύζει την ψυχή κατά την θεωρία του απόλυτα Ωραίου, δηλαδή του θείου.[63] Σύμφωνα με την οντολογική λογική του Αριστοτέλη η έννοια ‘αίφνης’ (από το ‘αἶψα’ που σημαίνει αμέσως) φανερώνει την αιφνιδιαστική διάνοιξη στο απεριόριστο. Στο Πλάτωνα υπάρχει η γνώση που αποκτάται με την έμπνευση, που έρχεται «εξ αίφνης», σαν φλόγα που ξεπηδάει από την έντονη ενασχόληση του νου με το αντικείμενο της σκέψης (αισθητό ή νοητό).[64] Εδώ φαίνεται να έχουμε μια ασύνειδη επίδραση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ωστόσο είναι γνωστή η επιρροή που άσκησε στο έργο του Πρεβελάκη, ειδικά στον Νέο Ερωτόκριτο, η αρχαία ελληνική γραμματεία, καθώς ο ίδιος ο ποιητής ομολογούσε.[65]
Και στον Άρτο των Αγγέλων, όπως και στο έβδομο Άσμα του Νέου Ερωτόκριτου, στην ενότητα «Το Ξαφνικό», ο συγγραφέας μας αναζητά μια υπέρβαση, μια συνειδητή εμπειρία της μέθεξης στο άρρητο. Αλλά ενώ στο πεζό λαχταρά να εισχωρήσει στην ουσία των αψύχων καλώντας τα με το όνομά τους, στο ποίημα, όπως θα φανεί, αποκαλύπτει την έξαρση του για το θείο φως που αισθάνεται να ρίχνει στη ψυχή του βίωμα μυστικό και πνευματικό. Ο ήρωάς του Ρωτόκριτος, σαν από θαύμα, ελευθερώνεται ξαφνικά από τη φυλακή μαζί με τους συντρόφους του, ανακαλώντας στο νου μας τον Άγγελο που κατέρχεται ξαφνικά τη νύκτα, μέσα σε εκτυφλωτική λάμψη θείου φωτός, για να ελευθερώσει τον απόστολο Πέτρο από τη φυλακή,[66] καθώς αργότερα τον Παύλο και τον Σίλα.[67]
Οι πόρτες ξάφνου πέσανε με βρόντο να διαβούμε,
κ’ οι φίλοι δείξαν όμορφοι γιατί θα χωριστούμε.[68]
Εδώ το βίωμα της ίδιας της γλώσσας γίνεται βαθύτερο και μυστικότερο, όπως προαναφέραμε,  αποκαλύπτοντας την πνευματική ωριμότητα του ποιητή, εραστή όχι μόνο της επίγειας ελευθερίας, αλλά και της ηθικής τελείωσης. Ο δρόμος που ανοίγεται στον Ρωτόκριτο, μετά την απελευθέρωση του από τη φυλακή (αλληγορία του εγκλωβισμού στα πάθη και στο φθαρτό κόσμο), είναι η οδός της Σωτηρίας, η λύτρωση από την φθορά, καθώς δείχνει το επόμενο Άσμα «Η Νεκρή Πολιτεία κι ο Γυρισμός», κυρίως όμως το τελευταίο Άσμα «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις». Στα δύο αυτά άσματα, καθώς και στο αμέσως προηγούμενο, «Ο Αμαρτωλός, ο Άγιος, ο Ποιητής», φαίνεται να συντελείται η μετάβαση από την αναγωγική έννοια του ποιήματος, εκείνη που υψώνεται από την κυριολεξία στη μυστική έννοια, στην αλληγορική και ηθική έννοια του ποιήματος, που ακροθίξαμε σε τούτο το πενιχρό πόνημα.

[Ομιλία που εκφωνήθηκε στην επιστημονική ημερίδα Ὁμιλία «Π. Πρεβελάκης, Ν. Καζαντζάκης: Γλώσσα, Μετάφραση, Ιστορία», που οργάνωσε (κατόπιν δικής κμου πρότασης) τό Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας μέ τή συνεργασία της Παγκρήτιας Αδελφότητας Μακεδονίας καί του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, στη Θεσσαλονίκη, στις 30 Νοεμβρίου 2017. Επετειακή αφορμή ήταν η συμπλήρωση 30 χρόνων από τον θάνατο του Πρεβελάκη τό 2016, 60 χρόνων από τον θάνατο του Καζαντζάκη το 2017, και 90 χρόνων από την πρώτη συνάντηση των δύο  μεγάλων Κρητικών στην Αθήνα τό 1927, που στάθηκε καθοριστική για τη συγγραφική πορεία καί πνευματική εξέλιξη και των δύο κορυφαίων δημιουργών. Στόχος ήταν η εστίαση στη γλώσσα του ἔργου των δύο Κρητικῶν συγγραφέων μέσα από διαφορετικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες προσεγγίσεις: λεξικογραφική, ιστορική, συγκριτολογική, κριτική, καί μεταφραστική. Ὅπως ανέφερε το ΚΕΓ στο Δελτίο Τύπου «με τη συστέγαση των Π. Πρεβελάκη και Ν. Καζαντζάκη στην ημερίδα, επιδιώκουμε να αναδείξουμε όχι μόνον τη φιλική και συναδελφική σχέση των δύο ανδρών, αλλά προπάντων τη μεταξύ τους συνομιλία στο λογοτεχνικό τους έργο», ζήτημα, πιστεύω, πού θά πρέπει νά ἀπασχολήσει στό εξής καί τό Ίδρυμα καί Μουσείο «Ν. Καζαντζάκης» στήν Κρήτη].
[1]Νικόλαου Μαθιουδάκη, «Ποιητικοί Νεολογισμοί στην ‘Οδύσεια’ του Νίκου Καζαντζάκη: Χιλιάδες αθησαύριστες λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους», Selected papers of the 10th International Conference of Greek Linguistics, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, επιμελ. Zωή Γαβριηλίδου, Αγγελική Ευθυμίου, Ευαγγελία Θωμαδάκη, Πηνελόπη Καμβάκη-Βουγιουκλή, Κομοτινή 2012, σελ. 905-917: Εισαγωγή, σελ. 905. Η πολυτιμότερη συμβολή στη καζαντζακική Οδύσεια παραμένει το δοκίμιο Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας (Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1961, πρώτη έκδοση), που ο Πρεβελάκης άρχισε να γράφει αμέσως μετά τον θάνατο του ‘Γέροντά’ του το 1957, και ολοκλήρωσε τον επόμενο χρόνο. Με αυτό δεν υποτιμούμε βέβαια όσα έχουν γραφτεί πρίν και μετά τη μελέτη αυτή. Οι κρίσεις του Πρεβελάκη είναι αποστάγματα μακράς σπουδής και ανεξάλειπτων βιωμάτων από μια αδελφική φιλία και ένα περιπαθή διάλογο που διήρκησε τριάντα-ένα χρόνια, και μάλιστα συνεχίστηκε μετά τον θάνατο του επικού της νέας Οδύσειας, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Πρεβελάκης. «Είστε ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που μπορεί να με κρίνει, και που ο λόγος του θα ’χει απάνω μου ανείπωτη αξία», έγραφε ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη το 1957, όταν ο τελευταίος του ανακοίνωνε την πρόθεσή του ν’ αποτιμήσει την Οδύσεια: βλ. Παντελή Πρεβελάκη, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Εκδόσεις Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1984 (β΄έκδ.), σελ. 718, επιστολή 4ης Απριλίου (βλ. επίσης την επιστολή της 12ης Φεβρουρίου, 1957).
[2] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας. Δώδεκα Κείμενα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1985, σελ. 181-233 («Η ‘Οδύσσεια’ του Νίκου Καζαντζάκη»), ιδιαίτ. σελ. 215.
[3] Στον υπότιτλο ‘Ο τύπος του εθνικού συγγραφέα’, του βιβλίου  Δείχτες Πορείας (όπ. πρ., σελ. 132-133), ο Πρεβελάκης ορίζει τον εθνικό συγγραφέα ως εκείνον που «διαπιστώνει ότι το κινούν αίτιον της δράσης του είναι ο θαυμασμός και η αγάπη που του εμπνέει η πατρίδα του». Όταν η «ενδιάθετη συγγραφική κλίση συμβαδίζει με το καθήκον του πολίτη», τονίζει ο Πρεβελάκης, τότε ο συγγραφέας νομίζει ότι «εκτελεί θέλημα Θεού». (Η πλαγιογραφή του αριστοτελικού όρου κινούν αίτιον είναι του συγγραφέα).
[4] Και δεν πρόκειται μόνο για τον εξαγιασμό των αισθήσεων, που αποζητούσε (κατά τη γνώμη μου) ο Οδυσσέας Ελύτης, αλλά για τον αγιασμό της ψυχής.
[5] Παντελή Πρεβελάκη, Ο Νέος Ερωτόκριτος. Ποίημα. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 1985, έκδοση γ΄ (εφεξής Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση).  Άσμα Σ΄«Ὁ Πόνος των Αθώων», ενότητα ‘Το Νήμα της Σωτηρίας’, στίχ. 457-458.
[6] Βλ. την προμετωπίδα από τη Γένεση (κεφ. 6, 14) που ο ποιητής έθεσε στο ποίημα του: «Ποίησον ούν σεαυτώ κιβωτόν […]».
[7] Ο καζαντζακικός Οδυσσέας σκαρώνει ένα καράβι για να μπεί μέσα και να αποχεραιτήσει τη γη με τη ματιά προσηλωμένη στην άβυσσο. Στην περίληψη της Οδύσειας που ο Καζαντζάκης στέλνει από την Αίγινα στον Πρεβελάκη το 1938, γράφει: Ο Οδυσσέας προς το τέλος της περιπέτειάς του «φτάνει στην άκρα της Αφρικής, στην αγαπημένη θάλασσα […]. Σκαρώνει το στερνό καράβι του, στενό, μικρό σα φέρετρο. Αποχαιρετά τη γη, φεύγει». Βλ. Παντελή Πρεβελάκη, Τετρακόσια Γράμματα…, όπ. πρ., σελ. 477-480.
[8] Βλ. σημ. 3.
[9] Αυτό ομολογούν και τα παρακάτω δίστιχα. «Οι στίχοι, ας δείχνουν σκορπιστοί, μιας ρίζας είναι κλάδοι, / εννιά φωτιές βυζαίνουνε στον ίδιο λύχνο λάδι».  «Τώρα προσμένω τον καλό και γνωστικό να σκάψει, / να λευτερώσει την πηγή που θα τον ξεδιψάσει»: Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση «Αφιέρωση. Ο Εραστής της Λευτεριάς», στίχ. 23-24, 29-30 αντίστοιχα.
[10] Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Θ΄ «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκληση»: δεύτερη και τελευταία ενότητα, ‘Λύτρωση και το Δοξαστικό’, στίχ. 297-298. Τα πλάγια γράμματα είναι του ποιητή.
[11] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 32, σημ. 1 (για τον τον «ξένο χρόνο» στην ελληνική γλώσσα), σελ. 143-144 (Μίασμα από ξένους κόσμους).
[12] Στις μελέτες της κριτικής για την υπαρξιακή αγωνία και τις επιλογές του συγγραφέα, βλ. «Η Νεοελληνική Κριτική για τον Παντελή Πρεβελάκη», Τετράδιο Ευθύνης, 9, 1979, και Νέα Εστία, «Αφιέρωμα στον Παντελή Πρεβελάκη», Χριστούγεννα 1986, τόμ. 119, τεύχ. 1427. Όπως είναι γνωστό, ο Πρεβελάκης πραγματεύτηκε την ηθική και πνευματική πτώση του σύγχρονου ανθρώπου, στις μυθιστορηματικές και δραματικές τριλογίες του, όπου μελέτησε όσο λίγοι έλληνες συγγραφείς την παρακμή του δυτικού πολιτισμού και την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου να ζεί στο μεταφυσικό κενό που γέννησε η απιστία του. Οι απαντήσεις που έδωσε σε τούτα τα θέματα, τα οποία τοποθετούν το έργο του στην αιχμή των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων, αλλά χαρίζουν και κάθαρση, δεν έχουν αξιοποιηθεί, κατά τη γνώμη μου, από τη σύγχρονη ελληνική διανόηση.
[13] Η αδιάκοπη ενασχόληση του Πρεβελάκη με την ιδέα του έκπτωτου ανθρώπου του 20ου αιώνα έχει την αρχή της στην θεατρική τριλογία του Το Ιερό Σφάγιο (1952),  Τα χέρια του ζωντανού Θεού (1955) και τον Λάζαρο (1954): βλ. Μαίρη Βοσταντζή, Το θέατρο του Παντελή Πρεβελάκη, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1985.
[14] Στίχος από τον Κρητικό του Σολωμού: «Κι’ έφώναζα: ‘ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!’»
[15] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Η΄«Η Νεκρή Πολιτεία και ο Γυρισμός», ενότητα ‘Ο Γυρισμός’: Πόθος και τόλμη, αρμενιστής καιρός και νέο καράβι / πίσω με φέρνουν στο νησί π’ αντρείας φωτιά το ανάβει» (στίχ. 411-412).
[16] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 67-82 (Μνημόσυνο στούς Ήρωες και τους Μάρτυρες του Μεγάλου Σηκωμού του 66), σελ. 92-93 (Ο Μύθος της Κρήτης).
[17] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 145.
[18] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Στ΄ «Ὁ Πόνος των Αθώων», στίχ. 345-346.
[19] Του Ιδίου, στίχ. 347-348 (‘ταχιά’, λέξη της κρητικής διαλέκτου =αύριο).
[20] Του Ιδίου, στίχ. 375-376.
[21] Του Ιδίου , στίχ. 377-378.
[22] Προς Εβραίους, 4, 12: «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας […]».
[23] Ο Ρωτόκριτος υφίσταται ηθελημένα τις δοκιμασίες του Άδη, μελετώντας εκείνους που έχουν εκπέσει από τη Θεία Χάρη,  καθώς ο Δάντης εισέρχεται εκούσια στον Άδη (πρώτο Άσμα, Inferno) προκειμένου να διδαχθεί από την κάθοδο αυτή (βλέποντας τους κριματισμένους από τα τρία θανάσιμα αμαρτήματα, την υποδούλωση στη σαρκική ηδονή, την υπεροψία και την απληστία) και να αποζητήσει την οδό της εν Χριστώ σωτηρίας. Τα φοβερά συναισθήματά του στη θέα της Κόλασης δηλώνουν οι πρώτοι ενδεκασύλλαβοι του ομώνυμου Κάντο: «Ah quando a dir qual era è cosa dura / esta selva selvaggia e aspra e forte, / che nel pensier rinova la paura!» (Inferno, canto I, στίχ. 4-6). Βλ. Dante Alighieri, La Divina Commedia, a cura di Natalino Sapegno, Vol. I, Inferno, Firenze, La Nuova Italia, 1972 (4η έκδοση), σελ. 4-5. Την επίδραση της Θείας Κωμωδίας, που διαβλέπω στον Νέο Ερωτόκριτο, θα πραγματευθώ σε μελλοντική μελέτη.
[24] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Δ΄ «Το Κράτος του Ζόφου», στίχ. 3-4.
[25] Του Ιδίου, στίχ. 11-12.
[26] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση,  Άσμα Ε΄ «Οι Νύχτες των Βασάνων», ενότητα ‘Η Φυλακή’, στίχ. 13-14.
[27]Του Ιδίου, στίχ. 15-16.
[28] Του Ιδίου, στίχ. 17-18.
[29] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Η΄«Η Νεκρή Πολιτεία και ο Γυρισμός», ενότητα ‘Η Νεκρή Πολιτεία (Γράμμα του Ρωτόκριτου στην Αρετούσα)’, στίχ. 301-302.
[30] Του Ιδίου, στίχ. 281-282.
[31] Του Ιδίου στίχ. 293-294.
[32] Του Ιδίου, στίχ. 295-296.
[33] Πράξεις των Αποστόλων, 14, 22: «[…] ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
[34] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Στ΄ «Ο Πόνος των Αθώων», ενότητα ‘Το Νήμα της Σωτηρίας’, στίχ.  435-436.
[35] Του Ιδίου, στίχ.  437-438.
[36] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Θ΄ «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις», ενότητα ‘Η Λύτρωση και Δοξαστικό’, στίχ. 249-250.
[37]Του Ιδίου , στίχ. 251-252.
[38] Του Ιδίου, στίχ. 291-292.
[39], Του Ιδίου, στίχ. 293-294. Ανακαλώ στη μνήμη μου το περιστατικό όταν πρωτοδιάβασα το δίστιχο αυτό και σκέφτηκα ότι ο ποιητής, ανάμεσα στους συντρόφους του, θα είχε αισθανθεί την παρουσία των μαρτύρων του Αρκαδιού. Του εκμυστηρεύτηκα την ιδέα αυτή, και τότε ο ευλογημένος Δάσκαλος ένευσε καταφατικά, γέρνοντας στοχαστικά το κεφάλι, και μένοντας λίγη ώρα σκυφτός, σαν να ήταν παραδομένος σε όραμα, ή σε ενδόμυχο διάλογο. Πρβλ. τους στίχους από τον Κρητικό του Σολωμού: «Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας, / Μα την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας / (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι’εγώ το σάβανο τινάζω, / Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω».
[40] Του Ιδίου, στίχ. 307-308.
[41] Βλ. Ιερόθεου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, Λιβαδειά, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 2005 (τέταρτη έκδοση).
[42] Προς Εφεσίους, 6, 11.
[43] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Θ΄ «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις», ενότητα ‘Η Λύτρωση και Δοξαστικό’, στίχ. 195-196.
[44]Του Ιδίου , στίχ. 99-100. Στον δεύτερο στίχο ο ποιητής μιλά σε τρίτο πρόσωπο: «ο νούς του απερηφάνευτα στο θείο το λόγο χτίζει».
[45] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Ζ΄ «Ο Αμαρτωλός, Ο Άγιος, Ο Ποιητής», ενότητα ‘Ο Ποιητής’, στίχ. 479-480.
[46] Του Ιδίου, στίχ.  489-490.
[47]Του Ιδίου , στίχ.  541-542.
[48] Εδώ πρέπει να ληφθεί υπ’όψη η βούληση του ποιητή να σταθεί δίπλα στους προγόνους του Ρεθύμνιους δραματουργούς και στον Κορνάρο: βλ. το ‘Επίμετρο’ της τρίτης, ξαναπλασμένης έκδοσης της μετάφρασης του θεατρικού έργου του Pedro Calderón de la Barca, Η Ζωή είναι όνειρο. Μετάφραση Π. Πρεβελάκη, Aθήνα, Εταιρεία Σπουδών και Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Σχολής Μωραϊτη, 1975, σελ. 17, 19.
[49] Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, Θεσσαλονίκη, Παρακαταθήκη, 2004, σελ. 18-19.
[50] Πρόκειται για ένα από τα κείμενα του βιβλίου του Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 165-177, ιδιαίτ. σελ. 139.
[51] Τα Ποιήματα του Παντελή Πρεβελάκη 1933–1945, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1969 (περιλαμβάνει τις ποιητικές συλλογές «Η γυμνή ποίηση», «Η πιο γυμνή ποίηση», «Οι ώρες σ’ ελληνικό νησί»). Στον Πρόλογο της επανέκδοσης ο Πρεβελάκης όρισε τα ποιήματά του «ως ορόσημο ενός πάθους κι’ ενός λογισμού που εκφράζουν τον αγώνα του Outsider: του Μοναχού που διαφυλάσσει το ζωντανό χρόνο του, κρατώντας τη ζωή του σε αδιάκοπη ένταση αγωνιζόμενος να τη διαπλάσει και να την εξιψώσει».
[52]Στη μελέτη μου «Η Διαφορετική ‘ανάβαση της ψυχής’ των δύο Κρητικών συγγραφέων Νίκου Καζαντζάκη και Παντελή Πρεβελάκη» (Πεπραγμένα του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Κρητικός Πολιτισμός, Ηράκλειο-Μυρτιά 28-30/9/2007, Ηράκλειο, Ψηφιακή έκδοση, 2010: ανάτυπο, σελ. 2-18, ιδιαίτερα σελ. 3, 5-7) επιχείρησα μια σύντομη αναφορά στα κριτήρια της συγγραφής των δύο ποιημάτων, Η Οδύσεια, και Ο Νέος Ερωτόκριτος, και στο διαφορετικό γλωσσικό ύφος που τα διακρίνει.
[53] Παντελή Πρεβελάκη, Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ..:  ‘Μια μαρτυρία για τη γλώσσα’, σελ.  165-177, ιδιαίτ. σελ. 177.
[54] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Β΄ «Η Αρμονία των Πλασμάτων (Μιλά ο Ρωτόκριτος)», ενότητα ‘Η Αναγνώριση’, στίχ. 1-2
[55] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση , Άσμα Η΄. «Η Νεκρή Πολιτεία και ο Γυρισμός», ενότητα ‘Ο Γυρισμός’, στίχ. 409-410.
[56] Του Ιδίου, στίχ. 413-414.
[57] Βλ. Το Μεταφραστικό έργο του Παντελή Πρεβελάκη. Φιλολογική και Ιστορική Προσέγγιση. Πεπραγμένα διεθνούς διημερίδας αφιερωμένης στα εκατό χρόνια από την γέννηση του συγγραφέα (1909-2009). Επιμέλεια Κειμένων-Εισαγωγή-Κατάλογος Χρύσα Δαμιανάκη, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2014, σελ. 28.
[58] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ., σελ. 169.
[59] Του Ιδίου, σελ. 170.
[60] Του Ιδίου., σελ. 60-61, 171-172. Εδώ ο συγγραφέας παραθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα μιας ομιλίας του Thomas Mann για το περιβάλλον ενός τόπου που είναι η γλώσσα του, οι ήχοι της φωνής ανθρώπων και φύσης, ο τονισμός, η διάλεκτος, με δυό λόγια, η μουσική του γενέθλιου τόπου. Η ομιλία αυτή που αφορούσε τη Λυβέκη (Lübeck), γενέθλια πόλη του Mann, τυπώθηκε από τον εκδότη Otto Quitzow (Lübeck, 1926).
[61] Ορθά ο Πρεβελάκης (Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ., σελ. 173) παρατηρεί ότι ο Πλάτων στον Κρατύλο του μας συμβουλεύει να απευθυνόμαστε στους ποιητές όταν πρόκειται για τη γλώσσα. Εκείνοι μόνο νοούν και τα απόρρητα.
[62] Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ., σελ. 173-174 (η πλάγια γραφή των λέξεων ‘άξαφνη αγάπη’ είναι δική μου).
[63] Βλ. τον Πρόλογο στο Πλάτωνος Συμπόσιον, Πρόλογος, μετάφραση Ιωάννης Συκουτρής, Κάκτος, 2005.
[64] Πλάτωνος: 7η Επιστολή 341 cd. Συμπόσιο 210e (τελευταίο σκαλί ανόδου της σκάλας από την Διοτίμα).
[65]Το αποδεικνύουν οι επιστολές με τις οποίες απαντούσε στις απόψεις της φιλολόγου Άρτεμης Μερτάνη-Λίζα για τον Νέο Ερωτόκριτο. Σε αυτές βασίστηκε αργότερα η καθηγ. Αλεξάνδρα Λότσαρη-Γρούμπου για να συντάξει τη μελέτη της Το φιλοσοφικό υπόβαθρο στον «Νέο Ερωτόκριτο» του Παντελή Πρεβελάκη (‘Κλειώ’ Εταιρεία Φιλοσοφικών Μελετών, Πάτρα, Τυπογρ. Π. Κούλης, 2000). Ευχαριστώ την κυρία Μερτάνη-Λίζα για την επικοινωνία που είχα μαζί της πριν πέντε χρόνια σχετικά με το θέμα. Θυμίζουμε ότι ο Πρεβελάκης μετέφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μ’ ένα πληθωρικό ιδίωμα που είχε αφομειώσει τόσο λέξεις της δημοτικής, όσο και ιδιωματικές της κρητικής διαλέκτου: βλ. Το Μεταφραστικό έργο του Παντελή Πρεβελάκη. Φιλολογική και Ιστορική Προσέγγιση, όπ. πρ., σελ. 37, 48.
[66] Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 12, 6-10.
[67] Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 16, 20-26.
[68] Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση,  Άσμα Ζ΄ «Ο Αμαρτωλός, Ο Άγιος, Ο Ποιητής», ενότητα  ‘Το Ξαφνικό’, στίχ. 349-350.

[1]Νικόλαου Μαθιουδάκη, «Ποιητικοί Νεολογισμοί στην ‘Οδύσεια’ του Νίκου Καζαντζάκη: Χιλιάδες αθησαύριστες λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους», Selected papers of the 10th International Conference of Greek Linguistics, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, επιμελ. Zωή Γαβριηλίδου, Αγγελική Ευθυμίου, Ευαγγελία Θωμαδάκη, Πηνελόπη Καμβάκη-Βουγιουκλή, Κομοτινή 2012, σελ. 905-917: Εισαγωγή, σελ. 905. Η πολυτιμότερη συμβολή στη καζαντζακική Οδύσεια παραμένει το δοκίμιο Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας (Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1961, πρώτη έκδοση), που ο Πρεβελάκης άρχισε να γράφει αμέσως μετά τον θάνατο του ‘Γέροντά’ του το 1957, και ολοκλήρωσε τον επόμενο χρόνο. Με αυτό δεν υποτιμούμε βέβαια όσα έχουν γραφτεί πρίν και μετά τη μελέτη αυτή. Οι κρίσεις του Πρεβελάκη είναι αποστάγματα μακράς σπουδής και ανεξάλειπτων βιωμάτων από μια αδελφική φιλία και ένα περιπαθή διάλογο που διήρκησε τριάντα-ένα χρόνια, και μάλιστα συνεχίστηκε μετά τον θάνατο του επικού της νέας Οδύσειας, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Πρεβελάκης. «Είστε ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που μπορεί να με κρίνει, και που ο λόγος του θα ’χει απάνω μου ανείπωτη αξία», έγραφε ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη το 1957, όταν ο τελευταίος του ανακοίνωνε την πρόθεσή του ν’ αποτιμήσει την Οδύσεια: βλ. Παντελή Πρεβελάκη, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Εκδόσεις Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1984 (β΄έκδ.), σελ. 718, επιστολή 4ης Απριλίου (βλ. επίσης την επιστολή της 12ης Φεβρουρίου, 1957).
[1]Νικόλαου Μαθιουδάκη, «Ποιητικοί Νεολογισμοί στην ‘Οδύσεια’ του Νίκου Καζαντζάκη: Χιλιάδες αθησαύριστες λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους», Selected papers of the 10th International Conference of Greek Linguistics, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, επιμελ. Zωή Γαβριηλίδου, Αγγελική Ευθυμίου, Ευαγγελία Θωμαδάκη, Πηνελόπη Καμβάκη-Βουγιουκλή, Κομοτινή 2012, σελ. 905-917: Εισαγωγή, σελ. 905. Η πολυτιμότερη συμβολή στη καζαντζακική Οδύσεια παραμένει το δοκίμιο Ο Ποιητής και το Ποίημα της Οδύσσειας (Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1961, πρώτη έκδοση), που ο Πρεβελάκης άρχισε να γράφει αμέσως μετά τον θάνατο του ‘Γέροντά’ του το 1957, και ολοκλήρωσε τον επόμενο χρόνο. Με αυτό δεν υποτιμούμε βέβαια όσα έχουν γραφτεί πρίν και μετά τη μελέτη αυτή. Οι κρίσεις του Πρεβελάκη είναι αποστάγματα μακράς σπουδής και ανεξάλειπτων βιωμάτων από μια αδελφική φιλία και ένα περιπαθή διάλογο που διήρκησε τριάντα-ένα χρόνια, και μάλιστα συνεχίστηκε μετά τον θάνατο του επικού της νέας Οδύσειας, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Πρεβελάκης. «Είστε ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που μπορεί να με κρίνει, και που ο λόγος του θα ’χει απάνω μου ανείπωτη αξία», έγραφε ο Καζαντζάκης στον Πρεβελάκη το 1957, όταν ο τελευταίος του ανακοίνωνε την πρόθεσή του ν’ αποτιμήσει την Οδύσεια: βλ. Παντελή Πρεβελάκη, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Εκδόσεις Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1984 (β΄έκδ.), σελ. 718, επιστολή 4ης Απριλίου (βλ. επίσης την επιστολή της 12ης Φεβρουρίου, 1957).
[1] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας. Δώδεκα Κείμενα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1985, σελ. 181-233 («Η ‘Οδύσσεια’ του Νίκου Καζαντζάκη»), ιδιαίτ. σελ. 215.
[1] Στον υπότιτλο ‘Ο τύπος του εθνικού συγγραφέα’, του βιβλίου  Δείχτες Πορείας (όπ. πρ., σελ. 132-133), ο Πρεβελάκης ορίζει τον εθνικό συγγραφέα ως εκείνον που «διαπιστώνει ότι το κινούν αίτιον της δράσης του είναι ο θαυμασμός και η αγάπη που του εμπνέει η πατρίδα του». Όταν η «ενδιάθετη συγγραφική κλίση συμβαδίζει με το καθήκον του πολίτη», τονίζει ο Πρεβελάκης, τότε ο συγγραφέας νομίζει ότι «εκτελεί θέλημα Θεού». (Η πλαγιογραφή του αριστοτελικού όρου κινούν αίτιον είναι του συγγραφέα).
[1] Και δεν πρόκειται μόνο για τον εξαγιασμό των αισθήσεων, που αποζητούσε (κατά τη γνώμη μου) ο Οδυσσέας Ελύτης, αλλά για τον αγιασμό της ψυχής.
[1] Παντελή Πρεβελάκη, Ο Νέος Ερωτόκριτος. Ποίημα. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας 1985, έκδοση γ΄ (εφεξής Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση).  Άσμα Σ΄«Ὁ Πόνος των Αθώων», ενότητα ‘Το Νήμα της Σωτηρίας’, στίχ. 457-458.
[1] Βλ. την προμετωπίδα από τη Γένεση (κεφ. 6, 14) που ο ποιητής έθεσε στο ποίημα του: «Ποίησον ούν σεαυτώ κιβωτόν […]».
[1] Ο καζαντζακικός Οδυσσέας σκαρώνει ένα καράβι για να μπεί μέσα και να αποχεραιτήσει τη γη με τη ματιά προσηλωμένη στην άβυσσο. Στην περίληψη της Οδύσειας που ο Καζαντζάκης στέλνει από την Αίγινα στον Πρεβελάκη το 1938, γράφει: Ο Οδυσσέας προς το τέλος της περιπέτειάς του «φτάνει στην άκρα της Αφρικής, στην αγαπημένη θάλασσα […]. Σκαρώνει το στερνό καράβι του, στενό, μικρό σα φέρετρο. Αποχαιρετά τη γη, φεύγει». Βλ. Παντελή Πρεβελάκη, Τετρακόσια Γράμματα…, όπ. πρ., σελ. 477-480.
[1] Βλ. σημ. 3.
[1] Αυτό ομολογούν και τα παρακάτω δίστιχα. «Οι στίχοι, ας δείχνουν σκορπιστοί, μιας ρίζας είναι κλάδοι, / εννιά φωτιές βυζαίνουνε στον ίδιο λύχνο λάδι».  «Τώρα προσμένω τον καλό και γνωστικό να σκάψει, / να λευτερώσει την πηγή που θα τον ξεδιψάσει»: Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση «Αφιέρωση. Ο Εραστής της Λευτεριάς», στίχ. 23-24, 29-30 αντίστοιχα.
[1] Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Θ΄ «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκληση»: δεύτερη και τελευταία ενότητα, ‘Λύτρωση και το Δοξαστικό’, στίχ. 297-298. Τα πλάγια γράμματα είναι του ποιητή.
[1] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 32, σημ. 1 (για τον τον «ξένο χρόνο» στην ελληνική γλώσσα), σελ. 143-144 (Μίασμα από ξένους κόσμους).
[1] Στις μελέτες της κριτικής για την υπαρξιακή αγωνία και τις επιλογές του συγγραφέα, βλ. «Η Νεοελληνική Κριτική για τον Παντελή Πρεβελάκη», Τετράδιο Ευθύνης, 9, 1979, και Νέα Εστία, «Αφιέρωμα στον Παντελή Πρεβελάκη», Χριστούγεννα 1986, τόμ. 119, τεύχ. 1427. Όπως είναι γνωστό, ο Πρεβελάκης πραγματεύτηκε την ηθική και πνευματική πτώση του σύγχρονου ανθρώπου, στις μυθιστορηματικές και δραματικές τριλογίες του, όπου μελέτησε όσο λίγοι έλληνες συγγραφείς την παρακμή του δυτικού πολιτισμού και την τραγικότητα του σύγχρονου ανθρώπου να ζεί στο μεταφυσικό κενό που γέννησε η απιστία του. Οι απαντήσεις που έδωσε σε τούτα τα θέματα, τα οποία τοποθετούν το έργο του στην αιχμή των σημερινών κοινωνικών προβλημάτων, αλλά χαρίζουν και κάθαρση, δεν έχουν αξιοποιηθεί, κατά τη γνώμη μου, από τη σύγχρονη ελληνική διανόηση.
[1] Η αδιάκοπη ενασχόληση του Πρεβελάκη με την ιδέα του έκπτωτου ανθρώπου του 20ου αιώνα έχει την αρχή της στην θεατρική τριλογία του Το Ιερό Σφάγιο (1952),  Τα χέρια του ζωντανού Θεού (1955) και τον Λάζαρο (1954): βλ. Μαίρη Βοσταντζή, Το θέατρο του Παντελή Πρεβελάκη, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1985.
[1] Στίχος από τον Κρητικό του Σολωμού: «Κι’ έφώναζα: ‘ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!’»
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Η΄«Η Νεκρή Πολιτεία και ο Γυρισμός», ενότητα ‘Ο Γυρισμός’: Πόθος και τόλμη, αρμενιστής καιρός και νέο καράβι / πίσω με φέρνουν στο νησί π’ αντρείας φωτιά το ανάβει» (στίχ. 411-412).
[1] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 67-82 (Μνημόσυνο στούς Ήρωες και τους Μάρτυρες του Μεγάλου Σηκωμού του 66), σελ. 92-93 (Ο Μύθος της Κρήτης).
[1] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 145.
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Στ΄ «Ὁ Πόνος των Αθώων», στίχ. 345-346.
[1] Του Ιδίου, στίχ. 347-348 (‘ταχιά’, λέξη της κρητικής διαλέκτου =αύριο).
[1] Του Ιδίου, στίχ. 375-376.
[1] Του Ιδίου , στίχ. 377-378.
[1] Προς Εβραίους, 4, 12: «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας […]».
[1] Ο Ρωτόκριτος υφίσταται ηθελημένα τις δοκιμασίες του Άδη, μελετώντας εκείνους που έχουν εκπέσει από τη Θεία Χάρη,  καθώς ο Δάντης εισέρχεται εκούσια στον Άδη (πρώτο Άσμα, Inferno) προκειμένου να διδαχθεί από την κάθοδο αυτή (βλέποντας τους κριματισμένους από τα τρία θανάσιμα αμαρτήματα, την υποδούλωση στη σαρκική ηδονή, την υπεροψία και την απληστία) και να αποζητήσει την οδό της εν Χριστώ σωτηρίας. Τα φοβερά συναισθήματά του στη θέα της Κόλασης δηλώνουν οι πρώτοι ενδεκασύλλαβοι του ομώνυμου Κάντο: «Ah quando a dir qual era è cosa dura / esta selva selvaggia e aspra e forte, / che nel pensier rinova la paura!» (Inferno, canto I, στίχ. 4-6). Βλ. Dante Alighieri, La Divina Commedia, a cura di Natalino Sapegno, Vol. I, Inferno, Firenze, La Nuova Italia, 1972 (4η έκδοση), σελ. 4-5. Την επίδραση της Θείας Κωμωδίας, που διαβλέπω στον Νέο Ερωτόκριτο, θα πραγματευθώ σε μελλοντική μελέτη.
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Δ΄ «Το Κράτος του Ζόφου», στίχ. 3-4.
[1] Του Ιδίου, στίχ. 11-12.
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση,  Άσμα Ε΄ «Οι Νύχτες των Βασάνων», ενότητα ‘Η Φυλακή’, στίχ. 13-14.
[1]Του Ιδίου, στίχ. 15-16.
[1] Του Ιδίου, στίχ. 17-18.
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Η΄«Η Νεκρή Πολιτεία και ο Γυρισμός», ενότητα ‘Η Νεκρή Πολιτεία (Γράμμα του Ρωτόκριτου στην Αρετούσα)’, στίχ. 301-302.
[1] Του Ιδίου, στίχ. 281-282.
[1] Του Ιδίου στίχ. 293-294.
[1] Του Ιδίου, στίχ. 295-296.
[1] Πράξεις των Αποστόλων, 14, 22: «[…] ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Στ΄ «Ο Πόνος των Αθώων», ενότητα ‘Το Νήμα της Σωτηρίας’, στίχ.  435-436.
[1] Του Ιδίου, στίχ.  437-438.
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Θ΄ «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις», ενότητα ‘Η Λύτρωση και Δοξαστικό’, στίχ. 249-250.
[1]Του Ιδίου , στίχ. 251-252.
[1] Του Ιδίου, στίχ. 291-292.
[1], Του Ιδίου, στίχ. 293-294. Ανακαλώ στη μνήμη μου το περιστατικό όταν πρωτοδιάβασα το δίστιχο αυτό και σκέφτηκα ότι ο ποιητής, ανάμεσα στους συντρόφους του, θα είχε αισθανθεί την παρουσία των μαρτύρων του Αρκαδιού. Του εκμυστηρεύτηκα την ιδέα αυτή, και τότε ο ευλογημένος Δάσκαλος ένευσε καταφατικά, γέρνοντας στοχαστικά το κεφάλι, και μένοντας λίγη ώρα σκυφτός, σαν να ήταν παραδομένος σε όραμα, ή σε ενδόμυχο διάλογο. Πρβλ. τους στίχους από τον Κρητικό του Σολωμού: «Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας, / Μα την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας / (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι’εγώ το σάβανο τινάζω, / Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω».
[1] Του Ιδίου, στίχ. 307-308.
[1] Βλ. Ιερόθεου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, Λιβαδειά, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 2005 (τέταρτη έκδοση).
[1] Προς Εφεσίους, 6, 11.
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Θ΄ «Του Πεσόντος Αδάμ η Ανάκλησις», ενότητα ‘Η Λύτρωση και Δοξαστικό’, στίχ. 195-196.
[1]Του Ιδίου , στίχ. 99-100. Στον δεύτερο στίχο ο ποιητής μιλά σε τρίτο πρόσωπο: «ο νούς του απερηφάνευτα στο θείο το λόγο χτίζει».
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Ζ΄ «Ο Αμαρτωλός, Ο Άγιος, Ο Ποιητής», ενότητα ‘Ο Ποιητής’, στίχ. 479-480.
[1] Του Ιδίου, στίχ.  489-490.
[1]Του Ιδίου , στίχ.  541-542.
[1] Εδώ πρέπει να ληφθεί υπ’όψη η βούληση του ποιητή να σταθεί δίπλα στους προγόνους του Ρεθύμνιους δραματουργούς και στον Κορνάρο: βλ. το ‘Επίμετρο’ της τρίτης, ξαναπλασμένης έκδοσης της μετάφρασης του θεατρικού έργου του Pedro Calderón de la Barca, Η Ζωή είναι όνειρο. Μετάφραση Π. Πρεβελάκη, Aθήνα, Εταιρεία Σπουδών και Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας Σχολής Μωραϊτη, 1975, σελ. 17, 19.
[1] Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, Θεσσαλονίκη, Παρακαταθήκη, 2004, σελ. 18-19.
[1] Πρόκειται για ένα από τα κείμενα του βιβλίου του Δείχτες Πορείας, όπ. πρ., σελ. 165-177, ιδιαίτ. σελ. 139.
[1] Τα Ποιήματα του Παντελή Πρεβελάκη 1933–1945, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1969 (περιλαμβάνει τις ποιητικές συλλογές «Η γυμνή ποίηση», «Η πιο γυμνή ποίηση», «Οι ώρες σ’ ελληνικό νησί»). Στον Πρόλογο της επανέκδοσης ο Πρεβελάκης όρισε τα ποιήματά του «ως ορόσημο ενός πάθους κι’ ενός λογισμού που εκφράζουν τον αγώνα του Outsider: του Μοναχού που διαφυλάσσει το ζωντανό χρόνο του, κρατώντας τη ζωή του σε αδιάκοπη ένταση αγωνιζόμενος να τη διαπλάσει και να την εξιψώσει».
[1]Στη μελέτη μου «Η Διαφορετική ‘ανάβαση της ψυχής’ των δύο Κρητικών συγγραφέων Νίκου Καζαντζάκη και Παντελή Πρεβελάκη» (Πεπραγμένα του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Κρητικός Πολιτισμός, Ηράκλειο-Μυρτιά 28-30/9/2007, Ηράκλειο, Ψηφιακή έκδοση, 2010: ανάτυπο, σελ. 2-18, ιδιαίτερα σελ. 3, 5-7) επιχείρησα μια σύντομη αναφορά στα κριτήρια της συγγραφής των δύο ποιημάτων, Η Οδύσεια, και Ο Νέος Ερωτόκριτος, και στο διαφορετικό γλωσσικό ύφος που τα διακρίνει.
[1] Παντελή Πρεβελάκη, Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ..:  ‘Μια μαρτυρία για τη γλώσσα’, σελ.  165-177, ιδιαίτ. σελ. 177.
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση, Άσμα Β΄ «Η Αρμονία των Πλασμάτων (Μιλά ο Ρωτόκριτος)», ενότητα ‘Η Αναγνώριση’, στίχ. 1-2
[1] Ο Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση , Άσμα Η΄. «Η Νεκρή Πολιτεία και ο Γυρισμός», ενότητα ‘Ο Γυρισμός’, στίχ. 409-410.
[1] Του Ιδίου, στίχ. 413-414.
[1] Βλ. Το Μεταφραστικό έργο του Παντελή Πρεβελάκη. Φιλολογική και Ιστορική Προσέγγιση. Πεπραγμένα διεθνούς διημερίδας αφιερωμένης στα εκατό χρόνια από την γέννηση του συγγραφέα (1909-2009). Επιμέλεια Κειμένων-Εισαγωγή-Κατάλογος Χρύσα Δαμιανάκη, Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2014, σελ. 28.
[1] Παντελή Πρεβελάκη,  Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ., σελ. 169.
[1] Του Ιδίου, σελ. 170.
[1] Του Ιδίου., σελ. 60-61, 171-172. Εδώ ο συγγραφέας παραθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα μιας ομιλίας του Thomas Mann για το περιβάλλον ενός τόπου που είναι η γλώσσα του, οι ήχοι της φωνής ανθρώπων και φύσης, ο τονισμός, η διάλεκτος, με δυό λόγια, η μουσική του γενέθλιου τόπου. Η ομιλία αυτή που αφορούσε τη Λυβέκη (Lübeck), γενέθλια πόλη του Mann, τυπώθηκε από τον εκδότη Otto Quitzow (Lübeck, 1926).
[1] Ορθά ο Πρεβελάκης (Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ., σελ. 173) παρατηρεί ότι ο Πλάτων στον Κρατύλο του μας συμβουλεύει να απευθυνόμαστε στους ποιητές όταν πρόκειται για τη γλώσσα. Εκείνοι μόνο νοούν και τα απόρρητα.
[1] Δείχτες Πορείας, όπ. προβλ., σελ. 173-174 (η πλάγια γραφή των λέξεων ‘άξαφνη αγάπη’ είναι δική μου).
[1] Βλ. τον Πρόλογο στο Πλάτωνος Συμπόσιον, Πρόλογος, μετάφραση Ιωάννης Συκουτρής, Κάκτος, 2005.
[1] Πλάτωνος: 7η Επιστολή 341 cd. Συμπόσιο 210e (τελευταίο σκαλί ανόδου της σκάλας από την Διοτίμα).
[1]Το αποδεικνύουν οι επιστολές με τις οποίες απαντούσε στις απόψεις της φιλολόγου Άρτεμης Μερτάνη-Λίζα για τον Νέο Ερωτόκριτο. Σε αυτές βασίστηκε αργότερα η καθηγ. Αλεξάνδρα Λότσαρη-Γρούμπου για να συντάξει τη μελέτη της Το φιλοσοφικό υπόβαθρο στον «Νέο Ερωτόκριτο» του Παντελή Πρεβελάκη (‘Κλειώ’ Εταιρεία Φιλοσοφικών Μελετών, Πάτρα, Τυπογρ. Π. Κούλης, 2000). Ευχαριστώ την κυρία Μερτάνη-Λίζα για την επικοινωνία που είχα μαζί της πριν πέντε χρόνια σχετικά με το θέμα. Θυμίζουμε ότι ο Πρεβελάκης μετέφρασε έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μ’ ένα πληθωρικό ιδίωμα που είχε αφομειώσει τόσο λέξεις της δημοτικής, όσο και ιδιωματικές της κρητικής διαλέκτου: βλ. Το Μεταφραστικό έργο του Παντελή Πρεβελάκη. Φιλολογική και Ιστορική Προσέγγιση, όπ. πρ., σελ. 37, 48.
[1] Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 12, 6-10.
[1] Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 16, 20-26.
[1] Νέος Ερωτόκριτος/τρίτη έκδοση,  Άσμα Ζ΄ «Ο Αμαρτωλός, Ο Άγιος, Ο Ποιητής», ενότητα  ‘Το Ξαφνικό’, στίχ. 349-350.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη, από την ενότητα “Ερωτόκριτος” (2002).

ΠΗΓΗ:https://antifono.gr/erotokritos-prevelakis/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.