Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Τα τραγούδια στη θεολογία

Τα τραγούδια στη θεολογία

♪ μεσ' στην ερημιά του κόσμου, ένα χέρι γράφει εντός μου, κάπου υπάρχει θεός 

Σεμνή κατά πάντα η μουσική θεών εύρημα ούσα.
Πλούταρχος, 47-120 μ.Χ., Αρχαίος Έλληνας ιστορικός 

Τα τραγούδια στη θεολογία 
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

«Είχε μπει, θαρρώ, ένας γκρίζος και παγερός Νοέμβρης· χιόνιζε κρυσταλλωμένο χιόνι. Μια βραδιά από δίπλα ακούσαμε ένα μονότονο τραγούδι με αργή και συρτή φωνή. Έπειτα ακούστηκαν ρυθμικοί χτύποι, σαν κάποιος να χτυπούσε με το χέρι ένα πιάτο ή ένα ταψί. Κι έπειτα ρυθμικά βήματα χορού. Τραγούδι, χτύποι και χορός μια άρχιζαν και μια σταματούσαν. Κι αυτό κράτησε ως τα βαθιά μεσάνυχτα.

Ο ένας κοίταζε τον άλλο με ζωηρά απορημένα μάτια. Αλλά πρωί πρωί η χοντρούλα γειτόνισσα, που μας είχε ανακοινώσει τον πόλεμο των Γερμανών, μπήκε στην κουζίνα μας σαν αέρας. Μας είπε πνιχτά πως η Αννούλα πέθανε βαθιά χαράματα, κι οι δικοί της πριν πεθάνει τραγούδησαν και χόρεψαν, όπως το ’θελε η ίδια. Μετά είπε το «Θεός σχωρέστην», κι έκανε ελαφρά δακρυσμένη το σταυρό της, λιγάκι ωστόσο χαμογελώντας θλιμμένα, και πρόσθεσε πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα.

Κανένας δεν έλεγε κουβέντα. Το δικό μου το μυαλό σφηνώθηκε στο τραγούδι και στο χορό της περασμένης νύχτας. Δεν μπορούσα να δώσω μια εξήγηση. Εντούτοις ήμουνα πάντοτε έτοιμος να δεχτώ πως στο θάνατο συμβαίνουν ολότελα περίεργα πράγματα. (Αργότερα τι μπορούσαν να μου πουν οι κατοπινές σοφίες που διάβαζα για το μοιρολόγι;)».[1]

Κυρίες και κύριοι, έρχομαι σήμερα ενώπιόν σας, για να ταξιδέψουμε μαζί το ταξίδι της θεολογικής ποιητικής του Νίκου Ματσούκα. Πρόκειται για ταξίδι ζώσας μνήμης, δηλαδή αλήθειας, έρωτος και μοναχικής κοινωνίας. Ο Νίκος Ματσούκας, πάντοτε αμφιλαφής και προκλητικά ειλικρινής, κινήθηκε και συνεχίζει με την πρώτη του ένταση να κινείται, ως επί το πλείστον, σε δρόμους που άλλοι δεν τόλμησαν, δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να διαβούν.

Σε πολλές περιπτώσεις, που σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα κινδύνεψαν να γίνουν κανόνας, η θεολογία του Ματσούκα θεωρήθηκε ως «μωρία», ως «τρέλα», ως «παράλογο». Όχι σπάνια κατηγορήθηκε για έλλειψη πραγματικής θεολογίας, για φιλοσοφικές στρεβλώσεις ή φωτισμούς του ορθοδόξου δόγματος και λογοτεχνικές αποκλίσεις. Έχω την αίσθηση, από την εικοσάχρονη πλέον μαθητεία μου στο έργο και τον τρόπο του φωτισμένου δασκάλου, ότι ο Νίκος Ματσούκας είναι αυτό που είναι, ο οικουμενικός δάσκαλος της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας, εξαιτίας των «λεγομένων» ελλείψεων, στρεβλώσεων και αποκλίσεών του.

Κάποτε, κάποιος φίλος, αναφερόμενος στον Νίκο Ματσούκα, μου είπε με αγανάχτηση, πως θεολογία δεν γίνεται με τα τραγούδια· τον κοίταξα απορημένος, δεν απάντησα, πικράθηκα και έφυγα. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου ή δεν μπορούσα να χωνέψω γιατί να γίνεται ζωή και θάνατος με τα τραγούδια και όχι θεολογία.

Θάταν αρχές του 1992, όταν ο καθηγητής Ματσούκας μου χάρισε ένα μικρό βιβλιαράκι του, με τίτλο Γλυκόπικρες ρίζες και υπότιτλο Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία· από εκεί προέρχεται το απόσπασμα που πριν λίγο διάβασα. Εκεί βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα του φίλου μου. 
  • Η πραγματική, η σαρκωμένη θεολογία, πέρα από ηθικισμούς, αντικειμενοποιήσεις και οποιεσδήποτε φοβίες, κινείται στα όρια της δοξολογικής αβεβαιότητας, της μετατροπής της καθημερινότητας σε αμεσότητα, της πραγματικής, ασκητικής κοινωνίας με τα πράγματα:
«Φρόντιζα οι σκέψεις μου», σημειώνει ο Ματσούκας, «να βγαίνουν από τα ίδια τα πράγματα κι από τα βιώματά μου - και να μην είμαι ονειροπαρμένος…Πίστευα πως και οι στοχασμοί μπορούν - και μάλλον επιβάλλεται - να υποβληθούν σε ένα είδος πειραματικής επαλήθευσης, δοκιμαζόμενοι στο πλούσιο υλικό της ζωής. Ηθική, πολιτική, τέχνη και γνώση κρίνονται απ’ αυτό το υλικό»[2].

Από αυτό το υλικό της ζωής, λοιπόν, γεννήθηκε η λυτρωτική σχέση του Ματσούκα με το τραγούδι. Ένα τραγούδι που σφηνώθηκε στο μυαλό του, σαν το επιθανάτιο τραγούδι για την μικρή Αννούλα και έδειξε την κρυμμένη σχέση του ανεξήγητου με το περίεργο.

Θάνατος, έρωτας, Χάρος, μάνα γη και ουρανός,[3] μυστήρια ακατανόητα και ταυτόχρονα τόσο φανερά, φωνάζουν την ύπαρξη του Θεού, ή όπως λέγει ο αγαπημένος του ξανθιώτη δασκάλου, ο Νίκος Γκάτσος,

«Μες στην ερημιά του κόσμου ένα χέρι γράφει εντός μου: 
κάπου υπάρχει Θεός. Φίλοι σκύλοι μου μην κλαίτε 
μες στη συμφορά να λέτε: κάπου υπάρχει Θεός».[4]






Το τραγούδι έγινε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του Ματσούκα η προσφιλής καταφυγή του, η προσφιλής του πατρίδα: «Όσες φορές», σημειώνει και πάλι στις Γλυκόπικρες Ρίζες, «τρύπωνε βασανιστικά ο έρωτας, τον απάλυνα με τα τραγούδια. Η μουσική αναμόχλευε και συνάμα καταλάγιαζε τα πάθη. Έτσι ένιωθα βαθιά λύτρωση. (Αργότερα έμαθα πως πάθη και σκέψεις δεν πρέπει να διώκονται ή να παραμερίζονται· απ’ αυτά τα ίδια οφείλουμε να μεταπλάσουμε τη ζωή μας).

Ζούσα τον έρωτα στα τραγούδια. Οι μεταπολεμικοί γλεντζέδες της πόλης κάθε βράδι και προπαντός τα σαββατοκύριακα χαλούσαν τον κόσμο. Όλη τη νύχτα άκουγες τραγούδια στην ήσυχη πόλη, στους στενούς δρόμους και στα γραφικά σοκάκια…κι άκουγα ρεμπέτικα τραγούδια με τον κρυστάλλινο ήχο των μπουζουκιών… Τα ελαφρά τραγούδια, μολονότι μου ξυπνούσαν εκλεπτυσμένα αισθήματα του φωτεινού και ρομαντικού έρωτα, μπροστά στα ρεμπέτικα μου φαίνονταν νερόβραστα…τριγύριζα στα εξοχικά κέντρα και τα καφενεδάκια, πάντα απέξω βέβαια…Ζούσα έναν άλλο κόσμο και φιλοσοφούσα για τον έρωτα και το Χάρο».[5]

Έρωτας και Χάρος, λοιπόν, εντός ενός άλλου κόσμου, ενός άλλου τρόπου, δια του τραγουδιού, αδελφώνουν και δείχνουν το αναπότρεπτο μιας συνεχιζόμενης απορίας-πορείας, το τέλος της οποίας φαίνεται να είναι «η κρυμμένη και απρόσμενη ομορφιά του κόσμου και της ζωής».[6] 

«Όπου κι αν πηγαίνουμε μας συνοδεύει η μουσική
εφ’ όσον δεν γινήκαμε ακόμα όνειρα και συνεπώς απορούμε»

σημειώνει ο ποιητής Σαραντάρης, και ο εισηγητής του, ο άλλος κυρ Νίκος της μητέρας Θεσσαλονίκης, ο Γαβριήλ Πεντζίκης, σχολιάζει και αναρωτιέται: «Έτσι λέει το ποίημα. Τάχα σε κάποιο σημείο η μουσική και ο θάνατος σμίγουν, είναι το ίδιο πράγμα»;[7] Η απάντηση του Ματσούκα στο θέμα ξεκάθαρη και ρωμαλέα: «Ο Ντοστογιέφσκυ, θαρρώ», σημειώνει, «είπε την μεγάλη κουβέντα, ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Και η ομορφιά δεν είναι απλώς και μόνο ένα αισθητικό επίτευγμα, αλλά ενέργεια και έργο που συνταιριάζει, ενώνει, ολοκληρώνει μια πραγματικότητα, η οποία αλλιώτικα κατακερματίζεται και πάει να διαλυθεί. Θα έλεγε κανείς ότι η αισθητική είναι μια διαρκής νίκη κατά του κατακερματισμού».[8]

Ε! λοιπόν, η απουσία μιας τέτοιας φιλόκαλης και ως τούτου ενωτικής αισθητικής, εκ μέρους μερικών θεολόγων και απλών πιστών, «που δεν έχουν κατανοήσει σωστά τις βασικές προϋποθέσεις και το περιεχόμενο της ορθόδοξης θεολογίας»,[9] και συνεπώς αδυνατούν να φτάσουν στην προσέγγιση των υψηλών αληθειών μέσα από την ποιητική και μυθική ματιά, αποτελεί τον καημό του Ματσούκα. 

Αιτία μιας τέτοιας στάσης θεωρείται από τον ξανθιώτη ο ηθικισμός, ο πουριτανισμός και άλλες «σχιζοφρενικές» τάσεις θεολογίας Ανατολής και Δύσης, οι οποίες αδυνατούν να κατανοήσουν ότι η θεολογία «προσλαμβάνεται, ανακοινώνεται, διατηρείται και προάγεται μέσω μύριων όσων μορφών τέχνης και κυρίως της ποίησης».[10] 

Ή, όπως αλλού σημειώνει, «ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας δεν ξέρει διάσπαση ήθους και αισθητικής, γνώσης και πράξης, συμπεριφοράς και ομορφιάς», και συμπληρώνει «και τούτο ισχύει για όσους ζουν τούτο το πράγμα».[11]

Γι αυτό η ματιά του στρέφεται προς τους ανθρώπους της τέχνης, τους καλλιτέχνες, στους οποίους αναγνωρίζει ασκημένες αισθήσεις, που θυμίζουν τα «γεγυμνασμένα αισθητήρια» της Αγίας Γραφής και της πατερικής θεολογίας.[12]

Φίλοι του, συνοδοιπόροι σε μια τέτοια πορεία, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Θεοδωράκης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Παπαδιαμάντης, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Καβάφης και άλλοι.

Συγκλονισμένος ο Ματσούκας, από το μυστήριο της ζωής και τον δοτήρα της Θεό, συναντά την αλήθεια των πραγμάτων στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στον μπαρμπα-Γιαννιό τον έρωντα, που πάντοτε μεθυσμένος περιφέρεται τραγουδώντας στο σοκάκι της γειτόνισσας, στην αστεφάνωτη, τη Χριστίνα τη Δασκάλα, στον αυτοκτόνο Σακελλάριο και σε άλλους πολλούς, που εντάσσονται σε αυτήν τη χορεία των απεγνωσμένων και τσαλακωμένων, για να θυμηθούμε λιγάκι τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και το μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζιδάκι ποίημά του ενός λεπτού σιγή.[13]

Η θεολογία του Ματσούκα γίνεται μια μπαλάντα του περιθωρίου, ένα τραγούδι για τους αδικαίωτους, για όλους εκείνους που επιβεβαιώνουν ότι ο χαρακτήρας της σωτηρίας είναι θεραπευτικός και εξάπαντος όχι νομικός· δεν πρόκειται για «τυπική και δικανική τακτοποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς», αλλά για «απολύτρωση, θεραπεία, απαθανατισμό, δοξασμό, εκλάμπρυνση, αποκατάσταση κάλλους».[14] 

«Θυμωμένος», στον τρίτο τόμο της Δογματικής του σημειώνει: «Κοντολογίς, ας το πάρουν απόφαση οι κάθε λογής ηθικολόγοι, φανεροί και μασκαρεμένοι· η εκκλησιαστική κοινωνία δεν είναι ηθικοπλαστικός οργανισμός· αποτελεί σώμα σωτηρίας. Τα μέλη αυτής της κοινωνίας δεν σώζονται για την επάρκειά τους, αλλά για την ανεπάρκειά τους».[15]

Μέσα από μια τέτοια ματιά, το «παράλογο», των τραγουδιών στη θεολογία του Ματσούκα, μοιάζει να βρίσκει τη σταυρωμένη λογικότητά του. Προηγούνται τα πράγματα και ακολουθεί η ποιητική περιγραφή τους. Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις, έρχεται στο μυαλό μου ο Θόρτον Ουάϊλντερ και το έργο του Η μικρή μας πόλη. Το ερώτημα της Έμιλυ, η απορία, για το εάν υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που βλέπουν την ομορφιά των μικρών και καθημερινών πραγμάτων, ζητά συνεχώς απάντηση και αυτή δεν μπορεί παρά να είναι πάντα η ίδια: Οι άγιοικαι οι ποιητές ίσως.

Αναφορά:
Τα τραγούδια στη θεολογία του Νίκου Ματσούκα. Συγγραφέας ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.  Χρυσόστομος Α. Σταμούλης. Διδάσκει τα μαθήματα της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας και της Φιλόκαλης Αισθητικής της Ορθοδοξίας. antidosis.wordpress.com
Επιμέλεια ηλεκτρ. μελέτης: www.sophia-ntrekou.gr / αέναη επΑνάσταση

Βιβλιογραφία 
[1] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 79-80.
[2] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 188,189. 
[3] Καιρό με απασχολούσε η μεγάλη αγάπη, η αδυναμία του Ματσούκα σε ένα τραγουδάκι που έφτιαξαν το 1976 ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο, το γνωστό: 

«Ουρανέ όχι δεν θα πω το ναι...
ουρανέ φίλε μακρινέ. 
Πώς να δεχτώ Άλλης αγκαλιάς τη στοργή 
Πώς να δεχτώ Μάνα μου είναι η γη»

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος. 
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις



ώσπου ήλθε στα χέρια μου το τελευταίο και άκρως αποκαλυπτικό του έργο, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, όπου, στη σελίδα 40, σημειώνονται τα εξής όμορφα, που επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά την κοινωνία του Ματσούκα με τα πρόσωπα και τα πράγματα,: «Πάντως ποτέ δεν θα ξεχάσω το θαλερό και προφητικό παράστημα του πατριάρχη Αθηναγόρα, σωστό κυπαρίσσι ριζωμένο σαν πρίνος! Θυμάμαι ότι, καθώς τέλειωσε ένα ζεστό και κυριολεκτικά συναρπαστικό λογύδριο, μας ρώτησε αγκαλιάζοντάς μας με κείνα τα χέρια του που έμοιαζαν να’ ναι θεόρατα: παιδιά μου από πού φεύγει συνήθως ο άνθρωπος; Εμείς φωνάζαμε, πότε ο ένας και πότε ο άλλος: από το Θεό, από την πίστη, από τον ουρανό, και άλλα τέτοια· όχι, όχι, παιδιά μου, ήταν η απάντηση· απομακρυνόμαστε συνήθως, χωρίς να το καταλάβουμε, από τη μάνα γη. Κι όταν την εγκαταλείπουμε, χάνουμε τον ουρανό. Γιατί μάνα γη και ουρανός είναι παντρεμένοι». Ν. Ματσούκα, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 40.

[4] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 380. Πρβλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας (Φ.Θ.Β. 34), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ.67-68.
[5] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 121,122.
[6] Ν. Ματσούκας, Γλυκόπικρες ρίζες. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 195.
[7] Ν. Γ. Πεντζίκης, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 85, 76.
[8] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 378.
[9] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 23.
[10] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 378.
[11] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 374.
[12] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 371.
[13] Ν. Ματσούκα, Μισού αιώνα έργα και όνειρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 419.
[14] Ν. Ματσούκα, Πολιτισμός αύρας λεπτής, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 29.
[15] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ. Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία. Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας (Φ.Θ.Β. 34), εκδ. Π. Πουρναρά,  Θεσσαλονίκη 1997, σ. 305.
[DOC] Χρυσόστομος Α. Σταμούλης. Τα τραγούδια. στη θεολογία του Νίκου Ματσούκα. 

Βιογραφικό 

Ο Νικόλαος Ματσούκας (1934 - 6 Μαΐου 2006) ήταν Έλληνας, καθηγητής Φιλοσοφίας και Δογματικής της Θεολογίας, διεθνώς αναγνωρισμένος ερευνητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1934 και απεβίωσε 06/05/2006.

Σπουδές

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στη γενέτειρά του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και τη γερμανοβουλγαρική κατοχή. Κατά την περίοδο των γυμνασιακών σπουδών του είχε δασκάλους που, όπως αναφέρει, τον σημάδεψαν ως έφηβο και τον καθοδήγησαν σε όλη την κατοπινή πνευματική του πορεία. Στη συνέχεια, ενώ προετοιμαζόταν να σπουδάσει Νομική, εμπνεόμενος από το δικαστικό λειτούργημα, στα τέλη των γυμνασιακών του σπουδών στράφηκε στη Θεολογία. Παρά τις αντιδράσεις του στενού του συγγενικού περιβάλλοντος, τον Οκτώβριο του 1954 έδωσε εξετάσεις για την εισαγωγή του στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ και πέρασε πρώτος ανάμεσα σε εξακόσιους υποψηφίους που διαγωνίζονταν για εξήντα θέσεις. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Χαϊδελβέργης. Στα μέσα των προπτυχιακών σπουδών του συνδέθηκε με δυο καθηγητές της Σχολής, τον Παναγιώτη Χρήστου και το Σάββα Αγουρίδη, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιστημονική του εξέλιξη.

Επαγγελματική σταδιοδρομία

Επί 42 χρόνια υπηρέτησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως καθηγητής της Δογματικής και της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στη Θεολογική Σχολή του ίδιου Πανεπιστημίου. Ξεκίνησε από βοηθός και στη συνέχεια επιμελητής του καθηγητή Ιωάννη Καλογήρου. Η συνεργασία του με τον καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου είχε ως αποτέλεσμα τη διερεύνηση και έκδοση του έργου του Γρηγορίου του Παλαμά. Η επαφή του με τον καθηγητή Σάββα Αγουρίδη τον οδήγησε στη διδακτορική του διατριβή για τις αντιλήψεις για την αθανασία της ψυχής τόσο στα αρχαιοελληνικά μυστήρια όσο και στα πρώτα χριστιανικά χρόνια.

Εργογραφία

Έγραψε εκτενή έργα, μονογραφίες και άρθρα θεολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Βιβλία και μελέτες του μεταφράζονται σε ξένες γλώσσες. Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και κατά καιρούς υπήρξε συνεργάτης των περιοδικών "Διαγώνιος" και "Θρακικά Χρονικά"[2]. Μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα Φραντς Κάφκα, Έρμαν Έσσε, Μπλεζ Πασκάλ, Ν. Μπερδιάγεφ, Π. Ευδοκίμοφ, Βίλχελμ Ράιχ και Δ. Στανιλοάε. (εδώ Βιβλιογραφία)



♪♫ ★ Βίντεο: Εδώ αγαπητοί μου αναγνώστες θα δούμε σε οπτικό υλικό το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι - Ο χορός των σκύλων, στο οποίο μας κάνει αναφορά ο αείμνηστος καθηγητής Νίκος Ματσούκας. Η Αλίκη Καγιαλόγλου φανερώνεται άξια ερμηνεύτρια, παίζοντας και μεταπηδώντας από το ύφος της Γκρέτα Γκάρμπο στην πληθωρικότητα της Μανιάνι ή την τραγική έξαρση της Κατίνας Παξινού. Με την ερμηνεία της το έργο αποκαλύπτεται. Κι έτσι με την απόσταση του χρόνου και με την ωριμότητα της ερμηνείας φανερώθηκαν ξανά οι «Αντικατοπτρισμοί» στην Αθήνα του '93.


Ο Χορός των Σκύλων
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Μάνος Χατζιδάκις & Αλίκη Καγιαλόγλου

Μάνος Χατζιδάκις:
Πέντε σκύλοι πεινασμένοι μια ζωή βασανισμένοι
μέσα σε βρισιές και γιούχα βάλανε καινούργια ρούχα
και με γιορτινή φορεσιά
βγήκαν να πάνε βόλτα στου παράδεισου την πόρτα
πίσω από την παλιά εκκλησιά

μέσα στην ζωή ποτέ μη ζητάς να βρεις ποίος είναι ο δικαστής
να περπατάς και πάντα να κοιτάς που θα πας να κρυφτείς
μεσ' στην ερημιά του κόσμου ένα χέρι γράφει εντός μου

Αλίκη Καγιαλόγλου:
κάπου υπάρχει θεός

Μάνος Χατζιδάκις:
Πέντε πεινασμένοι σκύλοι στου παράδεισου την πύλη
περίμεναν απ τους πρώτους για να στήσουν το χορό τους
μα προτού η αυγή χαράξει στου ουρανού την Άγια τάξη
χωροφύλακες άγγελοι τους κρέμασαν στο τσιγκέλι

μέσα στην ζωή ποτέ μη ζητάς να βρεις ποίος είναι ο δικαστής
να περπατάς και πάντα να κοιτάς που θα πας να κρυφτείς
φίλοι σκύλοι μη κλαίτε μεσ' την σύμφορα να λέτε

Αλίκη Καγιαλόγλου:
κάπου υπάρχει θεός

Μάνος Χατζιδάκις:
κάπου υπάρχει θεός


«Ο ποιητής είναι κατώτερος από τον ζωγράφο 
στην απεικόνιση ορατών πραγμάτων 
και πολύ κατώτερος από τον μουσικό 
στην έκφραση αοράτων πραγμάτων.»

Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 1452-1519


Ο Νίκος Γκάτσος κοιμήθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992. Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη Αμοργό, που έγραψε μεσούσης της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας.

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ' άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.

Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).


  • Για τον ιδιαίτερο και ευφυή μουσικό Μάνο Χατζιδάκιδιαβάστε ΕΔΩ
Δείτε και...


Απόσπασμα από τη Συναυλία του Διονύση Σαββόπουλου στο Ηρώδειο αφιερωμένη στον μεγάλο συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι. Συμμετείχε η Ορχήστρα και η παιδική χορωδία του Δήμου Πατρέων. Η συναυλία ήταν Μαγνητοσκοπημένη από την ΝΕΤ.

στίχοι Νίκος Γκάτσος, από τους Αντικατοπτρισμούς, 
τραγουδά ο συνθέτης και η Αλίκη Καγιαλόγλου



μεταγραφή-κιθάρα: Στέλλα Κυπραίου 
μαντολίνο: Βιβή Γκέκα




Από το άλμπουμ ''Reflections'' του Μάνου Χατζιδάκι, το οποίο συνέθεσε το 1970 στη Νέα Υόρκη όπου ζούσε από το 1966, για το συγκρότημα ''New York Rock & Roll Ensemble'' του οποίου οι στίχοι ήταν στα αγγλικά. Το 1993 το άλμπουμ επανακυκλοφόρησε με ελληνικούς στίχους τους οποίους έγραψε ο Νίκος Γκάτσος και ερμήνευσε η Αλίκη Καγιαλόγλου. To 2005 κυκλοφόρησε η διασκευή του άλμπουμ από το Ελληνικό συγκρότημα των Raining Pleasure.













FaceBook

ΠΗΓΗ: http://www.sophia-ntrekou.gr/2014/05/ta-tragoydia-stin-theologia-tou-N.Matsouka.html
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.