Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Ρατσισμός και Ατομικισμός

Γιάννης  Δ. Ιωαννίδης
Κοινός τόπος είναι πλέον η προσέγγιση και η καταγγελία του φασισμού και του ναζισμού σαν να πρόκειται για ένα οπισθοδρομικό φαινόμενο, που αντλεί τις δυνάμεις του από ό,τι πιο «σκοτεινό κι ανορθολογικό» —δηλαδή ό,τι πιο ξένο προς το νεωτερικό πολιτισμό μας, λένε— υπάρχει στην ανθρώπινη ψυχή και απειλεί να γυρίσει τις σύγχρονες προοδευτικές και φιλελεύθερες κοινωνίες μας, το μοντέρνο σύστημά μας, στο «μεσαίωνα». Όμως κοινός τόπος είναι πλέον και η αποτυχία αυτής της προσέγγισης να εξηγήσει πειστικά και να ανακόψει την εμφάνιση παλιότερα και τώρα την επανεμφάνιση του ναζιστοφασισμού στις πιο προηγμένες χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου, οι οποίες κατά τα άλλα οδύρονται, αλλά χωρίς να πείθουν, ότι αποτελεί εντός τους ξένο σώμα. Σε τελική ανάλυση, θα έπρεπε τουλάχιστον να προσεχθεί ότι τον «αντινεωτερισμό» επικαλείται και ο ίδιος ο ναζιστοφασισμός, αλλά ως καύχημα και για «ευγενείς λόγους» (την απαλλαγή από τις «υποκριτικές πολυπλοκότητες» της μοντέρνας ζωής και την αναβίωση ενός «απλού κι ένδοξου» αρχαίου παρελθόντος), στην προσπάθειά του να παρουσιαστεί σαν ένα κίνημα «αντισυστημικό». Οπότε … μπορείς άραγε να αντιπαρατεθείς μ’ επιτυχία σε κάποιον όταν τονίζεις υπέρμετρα ένα χαρακτηριστικό του, που και ο ίδιος θέλει να τονίζεται; Ασφαλώς όχι. Είναι ανάγκη λοιπόν να στραφούμε σε άλλου τύπου προσεγγίσεις.
Ευτυχώς, όπως είναι γνωστό, δεν είναι λίγοι οι στοχαστές που έχουν εντοπίσει και αναλύσει τη στενή σχέση του ναζισμού και του φασισμού με το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα από μια βαθύτερη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική σκοπιά, δείχνοντας καθαρά ότι ανήκουν στη σφαίρα του μύθου τόσο η «αντισυστημικότητα» του ναζιστοφασισμού όσο και ο «αντιφασιστοναζισμός» του συστήματος.
Εναλλακτικές προσεγγίσεις
Μεταξύ άλλων, θα αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα:
  • την ανάλυση του Καρλ Κορς, που επισήμαινε ήδη από το 1941 («The workers’ fight against Fascism», στη συμβουλιακή επιθεώρηση Living MarxismV, 3) τον εκφασισμό του αστικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος μέσα από τη υπερσυγκέντρωση της οικονομικής ισχύος σε ένα σύστημα γιγάντιων ανώνυμων εταιρειών και τη γραφειοκρατικοποίηση της διοικητικής σφαίρας σε τέτοιο σημείο, ώστε, όπως έλεγε, το ίδιο το αστικό κράτος να έχει ήδη μετατραπεί σε «κορπορατιστικό κράτος», δηλαδή ακριβώς στο κράτος που οραματίζονταν οι φασίστες·
  • ή, πιο πρόσφατα, την προσέγγιση του Έντσο Τραβέρσο («Οι αντινομίες του αντιφασισμού», στο Δια Πυρός και Σιδήρου, 2007), ο οποίος προχωρώντας το νυστέρι βαθύτερα, στο πεδίο του πολιτισμού, τόνιζε πως ήταν σοβαρό σφάλμα των αντιφασιστών του Μεσοπολέμου να βλέπουν στο ναζιστοφασισμό ένα «σκοταδιστικό και μεσαιωνικό κατάλοιπο» και όχι μια «αντιδραστική εκδοχή της νεωτερικότητας», όπως πράγματι ήταν.
Και αν οι δυο προηγούμενοι είναι μαρξιστές, παρόμοια είναι και η προσέγγιση στοχαστών από άλλες σχολές σκέψης, όπως π.χ.:

  • του γνωστού μας εδώ Τζον Ράλστον Σάουλ, ο οποίος, επιβεβαιώνοντας τον Κορς, έδειξε πειστικά (βλ. Πολιτισμός χωρίς συνείδηση1995) με ποιο τρόπο στις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες «η νομιμότητα μετατοπίστηκε από τον πολίτη-άτομο στις ομάδες συμφερόντων» ώστε πλέον «η εξουσία να ανήκει στο νεοκορπορατισμό, που δεν είναι άλλος από τον παλιό κορπορατισμό» —πράγμα που σημαίνει ότι «ο Μουσολίνι κέρδισε τον πόλεμο»·
  • ή του επίσης πολύ γνωστού μας Ζακ Ελλύλ, ο οποίος τόσο από το 1945 αλλά και πολύ νωρίτερα («Ο φασισμός, παιδί του φιλελευθερισμού», επιθεώρηση Esprit, Φεβρουάριος 1937) τονίζει πως ο φασισμός δεν εξηγείται όπως αυτοπροβάλλεται, δηλαδή σαν υποτιθέμενη αντίδραση ή διαμαρτυρία ενάντια στο φιλελευθερισμό και τον κομμουνισμό, αλλά μόνο εάν καταλάβουμε δυο πράγματα:
α) ότι «ο φασισμός προϋπάρχει του φασιστικού δόγματος ως γεγονός», το οποίο εκδηλώνεται σε ένα «πλήθος τάσεων εκφασισμού των ίδιων των φιλελεύθερων καθεστώτων: αστυνομικά και βίαια μέτρα, υποκατάσταση του κοινοβουλίου από την κυβέρνηση, έκδοση διαταγμάτων, περιορισμός της ελευθερίας λόγου και του απεργιακού δικαιώματος, συστηματική διασπορά φόβου από τον Τύπο, επιθέσεις εναντίον κάθε αποκλίνουσας σκέψης και έκφρασης, διαμόρφωση μιας προ-φασιστικής νοοτροπίας»  (1937, σ. 764)— τάσεις εγγενείς του αστικού φιλελευθερισμού· και
β) τη βαθιά συγγένεια του φασισμού με το φιλελευθερισμό στη λατρεία του τεχνικού πνεύματος, όπως τη διαπιστώνουμε π.χ. από το κρίσιμο γεγονός ότι «η απουσία οργανωμένης θεωρίας, που χαρακτηρίζει το φασισμό, αποτελεί ήδη συστατικό του φιλελευθερισμού» ακριβώς επειδή «ο φιλελευθερισμός χαρακτηρίζεται από ένα διαχωρισμό ανάμεσα στη σκέψη και τις συνέπειές της, (καθώς και) από την παρεπόμενη σύγχυση μεταξύ του επείγοντος και του εξωπραγματικού», καθώς επιδιώκει «να οργανώνεται ο υλικοτεχνικός οικονομικός κόσμος πάνω σε βάσεις απολύτως ανεξάρτητες από κάθε απόπειρα σκέψης» (1937, σ. 768-769).
Λουί Ντυμόν: ο δομικός υβριδισμός της νεωτερικότητας
Χάρη σε αναλύσεις όπως οι παραπάνω, διακρίνουμε καθαρά ότι η προσέγγιση του ναζιστοφασισμού ως ένα φαινόμενο «οπισθοδρομικό» και «ξένο» προς το σύγχρονο πολιτισμό μας είναι άστοχη· και ότι, κατά συνέπεια, η κριτική του προϋποθέτει την κριτική της ίδιας της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Υπάρχει ωστόσο, πλάι σε αυτές τις κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές αναλύσεις του ναζιστοφασισμού, και μια προσέγγιση που κατά τη γνώμη μου τις συμπληρώνει και μάλιστα πηγαίνει τη συζήτηση ακόμη βαθύτερα.
Είναι η προσέγγιση που οφείλουμε στον επίσης γνωστό μας εδώ ανθρωπολόγο Λουί Ντυμόν και συγκεκριμένα στη μελέτη του με τίτλο «Η αρρώστια του ολοκληρωτισμού» και υπότιτλο «Ατομικισμός και ρατσισμός στον Αδόλφο Χίτλερ», που δημοσιεύτηκε το 1970 και αναδημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Δοκίμια για τον Ατομικισμό (Seuil, Παρίσι, 1983· Ευρύαλος, Αθήνα, 1988) —μια μελέτη που συνδέει το φαινόμενο αυτό με τις πρωταρχικότερες αξίες, τις «πρωταξίες» ή «κεντρικές σημασίες», του κυρίαρχου νεωτερικού κόσμου.
Βέβαια, ο Ντυμόν δεν ασχολήθηκε διεξοδικά με το ναζιστοφασισμό. Εκείνο που τον απασχόλησε κυρίως, ήταν η νεωτερική κοινωνία μας, όπως τη διάβασε συγκριτικά μέσα από την έρευνα πεδίου μιας εντελώς διαφορετικής κοινωνίας, της ινδικής. Καθώς δυο βασικές έννοιες που επεξεργάστηκε θα τις συναντήσουμε και εδώ, πρέπει πάρα πολύ σύντομα να πούμε ότι, μέσα από αυτή την έρευνα, κατέληξε να εντοπίσει ως πρωταξία του δυτικού νεωτερικού κόσμου το «ανεξάρτητο, αυτόνομο Άτομο», εννοώντας με αυτό ένα ειδικό «τύπο υποκειμένου», το «ηθικό Άτομο», το Άτομο «ως αξία», και όχι το απλό «εμπειρικό άτομο», όχι δηλαδή το ατομικό δείγμα του ανθρώπινου είδους, το οποίο συναντάμε άλλωστε σε όλες τις κοινωνίες. Έτσι, προσδιόρισε ως κύριο δομικό χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας μας τον «εξισωτικό Ατομικισμό» σε αντίθεση με τον «ιεραρχικό Ολισμό» (holisme) των προνεωτερικών κοινωνιών, όπως αυτή της Ινδίας, στις οποίες ως πρωταξία τίθεται η κοινωνία ως όλον, η όλη συλλογικότητα (κάστα, φατρία, κ.λπ.) —ενώ το Άτομο, ως τύπος υποκειμένου, μπορεί να υπάρξει εκεί μόνο «αναχωρώντας» από την κοινωνία και καταγγέλλοντάς την ως «ψευδαίσθηση» ή «τόπο του Κακού».
Το σημαντικό που πρέπει να συγκρατήσουμε εδώ σε σχέση με το ζήτημα που μας απασχολεί, είναι η ανάλυση του Ντυμόν για το δομικό «υβριδισμό» του νεωτερικού πολιτισμού. Καθώς το αυτόνομο και ανεξάρτητο Άτομο δεν μπορεί να εδραιώσει κοινωνία, μιας και αυτοπροσδιορίζεται σε ό,τι το διαφοροποιεί από το κοινωνικό σύνολο —αφήνοντας έτσι έξω, ή καλύτερα αποπέμποντας, από τον ορίζοντά του το ολιστικό στοιχείο του κοινωνικού—, ο Ατομικισμός, αν και χαρακτηρίζει τη νεωτερική κοινωνία, δεν μπορεί και να προσδιορίζει τη φύση της. Υπάρχει δηλαδή εκ των πραγμάτων η ανάγκη πάκτωσης της ολιστικής διάστασης μέσα στη θέσμιση της ίδιας της νεωτερικής κοινωνίας, επομένως η ανάγκη κάποιου συνδυασμού του Ατομικισμού με τον Ολισμό και τούτη η ανάγκη παράγει διαφόρων τύπων υβριδικές συλλογικές παραστάσεις,οι οποίες κατά τον Ντυμόν αποτελούν το «μαζικό γεγονός» της νεωτερικότητας και είναι τόσο πιο προβληματικές, παραισθητικές και εύθραυστες όσο εντονότερη, και πιο «τυφλή», προβάλλει η αποπομπή του συλλογικού από το ατομικό.
Ποια σχέση έχει αυτή η θέση του Ντυμόν με την ανάλυση του ναζισμού θα επιχειρήσω να καταδείξω στη συνέχεια, παρουσιάζοντας την ανάλυσή του κατά κύριο λόγο όπως την εξέθεσε ο ίδιος στο δοκίμιό του για την «αρρώστια του ολοκληρωτισμού».
Μια ιδιαίτερη μορφή του νεωτερικού υβριδισμού
Ο Ντυμόν τοποθετείται ξεκάθαρα στο πλευρό των στοχαστών που δεν θεωρούν το ναζιστοφασισμό ως ένα σώμα ξένο προς τον κόσμο μας, σαν ένα κατάλοιπο ας πούμε κάποιου σκοτεινού παρελθόντος: «Επιβάλλεται καταρχάς», τονίζει, «να αναγνωρίσουμε στο ναζισμό ένα νεωτερικόφαινόμενο, μια αρρώστια βέβαια, αλλά αρρώστια του κόσμου μας, και όχι απλά ένα παραλογισμό μερικών φανατικών, ένα αποτέλεσμα ποικίλων ιστορικών αιτίων ή εκτροχιασμού ενός ολόκληρου έθνους» (1988, σ. 158). Συγκεκριμένα, όπως έχει υποδείξει στη μελέτη του για τον «εξισωτικό ατομικισμό», το Homo Aequalis (τ. Α΄, Genèse et Épanouissement de l' Idéologie ÉconomiqueGallimard, Παρίσι, 1977), ο ναζισμός είναι μια αρρώστια της σύγχρονης εποχής, η οποία «απορρέει από την προσπάθεια, σε μια κοινωνία όπου ο ατομικισμός είναι βαθιά ριζωμένος και κυριαρχεί, να τον υπαγάγουν στην προτεραιότητα της κοινωνίας ως ολότητας» (1977, σ. 21-22).
Με άλλα λόγια, ο ναζισμός δεν είναι διόλου ξένος προς το σύγχρονο κόσμο, ούτε κι «αντισυστημικός»· απεναντίας, αποτελεί μια ιδιαίτερη εκδοχή της νεωτερικότητας, όπως λέει και ο Τραβέρσο, αλλά πολύ συγκεκριμένα: μια ιδιαίτερη εκδοχή θεμελιωμένη στην ίδια την υβριδική φύση του νεωτερικού πολιτισμού, ο οποίος αποπέμπει το κοινωνικό ως όλον και το επανεισάγει αναγκαστικά, αλλά από την πίσω πόρτα, για να μη διαλυθεί από τον ανεξέλεγκτο ατομικισμό. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Ντυμόν, η ίδια η βία του ναζιστικού κινήματος έχει τις ρίζες της σε αυτή την απόπειρα υβριδικής ένωσης και «διαποτίζει ‘‘και τους ίδιους τους ηγέτες του, καθώς είναι διαμελισμένοι ανάμεσα σε δυο αντικρουόμενες τάσεις» (1977, σ. 22) ,  τον ατομικισμό και τον κοινωνικό ολισμό.
Υπάρχει ναζιστική ιδεολογία;
Για να επαληθεύσει αυτή την πρότασή του, ο Ντυμόν χρειάστηκε βέβαια να την εντοπίσει στην ίδια τη ναζιστική ιδεολογία. Εδώ είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ότι, από διάφορες απόψεις, φαίνεται σαν να είναι ο ναζιστοφασισμός τόσο απορροφημένος με την «ευέλικτη δράση» και τον άνευ ηθικών διλημμάτων «πρακτικισμό» ώστε, πέρα από μια σειρά κατά βάση οπορτουνιστικών προπαγανδιστικών δηλώσεων, να μη διαθέτει ένα συμπαγές δόγμα. Μάλιστα, πολλοί σημείωναν σχετικά ότι στο ναζιστικό κόμμα υπήρχαν τόσες ιδεολογίες όσες και αρχηγοί, και πως οι πιο επιρρεπείς στην ιδεολογία ήταν υποβαθμισμένοι σε σχέση με τους πιο κυνικούς.

Φαίνεται πράγματι να υπάρχει εδώ ένα κομβικό σημείο του ναζισμού. Ας θυμηθούμε ότι, όπως έχω ήδη πει, ο Ελλύλ εντόπιζε ως κοινό σημείο του ναζισμού με το φιλελευθερισμό ακριβώς το διαχωρισμό του γεγονότος από την ιδέα, την απόδοση προτεραιότητας στη μέθοδο έναντι του ιδεώδους και την απόρριψη μιας συστηματικής θεωρίας, ενός συνεκτικού δόγματος —πρωταξίες όλα αυτά της τεχνικής εποχής. Γι’ αυτό το λόγο, πρότεινε ότι μόνο «μέχρις ενός σημείου έχει νόημα να δει κανείς το φασισμό μέσα από την ιδεολογία του», εξηγώντας ότι «το φασιστικό δόγμα είναι ένα εξωτερικό στοιχείο του φασισμού, που προστίθεται σε αυτόν εκ των υστέρων και λουστράρει την πρόσοψή του, χωρίς να είναι αναγκαίο για την ύπαρξή του» (1937, σ. 764).
Έχει ενδιαφέρον ως προς αυτό, ότι ο Ελλύλ διέκρινε πως «η εδραίωση του φασισμού ακολουθεί τα εξής στάδια: δημιουργία μιας φασίζουσας νοοτροπίας — λήψη φασιστικού τύπου μέτρων — Φασισμός — δημιουργία ενός δόγματος» (1937, σ. 764), και τόνιζε ότι «ο φασίστας ηγέτης δεν είναι παρά ο άνθρωπος που καταπιάνεται με το να ενσαρκώσει όλους τους κοινούς τόπους, τους οποίους τα πλήθη έχουν ήδη αποδεχτεί, και γεννιέται αφότου ο φασισμός έχει καταστεί αναγκαίος» και (1937, σ. 765). 
 Ο Ντυμόν συμφωνεί βέβαια με τον Ελλύλ σε αυτό, λέγοντας ότι «η δημοτικότητα του Φύρερ θα ήταν ακατανόητη, αν δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο πεδίο αντιπροσωπευτικός τύποςτου σύγχρονου Γερμανού και, πλατύτερα, του σύγχρονου ανθρώπου» (1988, σ. 168) —με άλλα λόγια, ότι ο Φύρερ δεν δημιουργεί αλλά έρχεται απλώς να συνοψίσει και να εδραιώσει τον εκφασισμό, που ενυπάρχει σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή κρίσης των νεωτερικών κοινωνιών. Παρ’ όλα αυτά, θεωρεί πως η ιδεολογία όχι μόνο είναι υπαρκτή στο ναζισμό, αλλά και ότι μπορούμε να τον καταλάβουμε καλύτερα εάν την ερευνήσουμε.
Πράγματι, μελετώντας το πασίγνωστο βιβλίο του Χίτλερ, Mein Kampf (1924-1926), ο Ντυμόνεντοπίζει και καταγράφει δυο πράγματα:
α) αφ’ ενός, ένα πλήθος διαφορετικών χαρακτηριστικών, ατομικιστικής από τη μια και ολιστικής από την άλλη έμπνευσης, που το διαποτίζουν και συνδυάζονται εντός του σε ένα υβριδικό σύνολο· και
β) αφ’ ετέρου, ένα μικρό αριθμό αλληλένδετων εννοιών, γύρω από τις οποίες υφαίνεται «μια λίγο-πολύ ομόφωνη πίστη, η οποία προσανατολίζει τη δράση», δηλαδή σαφώς μια ιδεολογία —έννοιες όπως λ.χ. τα πρωτεία της δράσης, η έννοια του μοναδικού και υπέρτατου «αρχηγού-οδηγητή» (Führer) και η προσήλωση στο πρόσωπό του, η οποία αποτελεί την έσχατη αναφορά και αντικαθιστά αυτό που αλλού είναι η «αλήθεια», ή ο «λόγος» (βλ. Άρεντ, Οι καταβολές του Ολοκληρωτισμού, 1958).  Άλλωστε, παρατηρεί, το ίδιο το Mein Kampf μάς δίνει μια σαφή ένδειξη για τη θέση της ιδεολογίας μέσα στο ναζιστικό κίνημα καθώς ο Χίτλερ εξηγεί εκεί, ότι «η βία δεν μπορεί από μόνη της να καταστρέψει μια κοσμοθεωρία και ότι για να καταστραφεί μια κοσμοθεωρία πρέπει να της αντιταχθεί μια άλλη κοσμοθεωρία».
Φυσικά, σε ό,τι αφορά τη ναζιστική κοσμοθεωρία, είναι σαφές ότι στη συσχέτιση που κάνει μεταξύ της ισχύος και της ιδεολογικής δικαίωσής της, ο Χίτλερ δίνει προτεραιότητα στην ισχύ έναντι της ιδέας, αλλά βέβαια πρόκειται για μια προτεραιότητα ιδεολογική, την οποία έρχεται να συνδράμει και να εδραιώσει ο ρατσισμός γενικά και ο αντισημιτισμός ειδικότερα. Στο σημείο αυτό ερχόμαστε σε άμεση επαφή με το ζήτημά μας.
Φυλετικός αντισημιτισμός
Γιατί ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός; Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο Ντυμόν αναδεικνύει και υπογραμμίζει το δομικό τους ρόλο στο ναζιστικό υβρίδιο. 
Καταρχάς, σύμφωνα με τον ίδιο τον Χίτλερ, ο ναζισμός έπρεπε να είναι πρωτίστως μια απάντηση στο μαρξισμό, ο οποίος στα χρόνια του επηρέαζε τεράστιες λαϊκές μάζες· όχι όμως μια απάντηση κατά μέτωπο, όσο μια πλάγια απάντηση μέσω της παράκαμψης των θέσεων του μαρξισμού. Εδώ ακριβώς, η ναζιστική έννοια της φυλής κλήθηκε να παίξει ένα ρόλο «ομόλογο με αυτόν που έχει η έννοια της κοινωνικής τάξης στο μαρξισμό, με τη φιλοδοξία να αντικαταστήσει την ταξική πάλη με τη φυλετική» (1988, σ. 158).
Στη σημείο αυτό, από την εμμονή του Χίτλερ με τη φυλή δεν μπορεί να μας διαφεύγει η προσπάθειά του να εγκολπωθεί πλαγίως και δυο άλλες έννοιες ολιστικής υφής: τις έννοιες «λαός» και «έθνος», απομειώνοντάς τις δια της αναγωγής τους σε αυτή της φυλής. Δεν εξυπηρετούσαν την κοσμοθεωρία του έτσι όπως είχαν, διότι αυτές οι έννοιες αντιλαμβάνονται τη συλλογική κοινωνική οντότητα με όρους που υπερβαίνουν το φυσικοβιολογικό, μοιάζουν υπερβολικά «τεχνητές» και τους λείπει η αναγκαία για τον Χίτλερ πάκτωση στο «αίμα». 
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι με στενοχώρια διαπιστώνει ο Χίτλερ πως ο γερμανικός λαός (Volk) αποτελείται από τέσσερα φυλετικά στοιχεία και ότι, «δυστυχώς, το γερμανικό έθνος (Volksturm) μας δεν εδράζεται πάνω σε ενιαίο φυλετικό πυρήνα». Γι’ αυτό το λόγο, καθώς του ήταν πολύ δύσκολο να εξομοιώσει άμεσα τον Volk και το Volksturm με τη φυλή, προτίμησε μια διαφορετική έννοια, την völkisch,  η οποία είχε αρχίσει να διαδίδεται ως το γερμανικό ισοδύναμο του «National», επιτρέποντας να λέγεται το «εθνικό» στα γερμανικά και όχι πλέον μέσω μιας λέξης ρωμανικής προέλευσης, και την οποία είχαν ενστερνιστεί ο παγγερμανιστές από τα τέλη του 19ου αιώνα δίνοντάς της οξεία ρατσιστική και αντισημιτική χροιά. Αυτό «το παράγωγο επιτρέπει στον Χίτλερ, ύστερα από την απόρριψη όλων των πολιτιστικών, θρησκευτικών ή πνευματικών ‘‘ονειροπολημάτων’’, να διενεργήσει τη μετάβαση στη φυλή» (1988, σ. 189)
Όμως ακόμα πιο χαρακτηριστική της εμμονής του Χίτλερ με την έννοια της φυλής και της ανάγκης του ναζισμού για φυλετική εδραίωση της κοσμοθεωρίας του, είναι το γεγονός ότι ο ναζιστικός αντισημιτισμός, παρ’ όλο που συνδυάζει προπαγανδιστικά όλες τις προϋπάρχουσες μορφές αντισημιτισμού, δεν είναι πλέον ένας θρησκευτικός αλλά ένας καθαρά φυλετικόςαντισημιτισμός. «Μάλιστα», σημειώνει ο Ντυμόν, «η μετάβαση από ένα θρησκευτικό σε ένα φυλετικό αντισημιτισμό είναι ένα σημείο στο οποίο ο Χίτλερ επιμένει ιδιαίτερα» . Για ποιο λόγο;
Ο λόγος είναι ότι υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα με την έννοια της φυλής. Είναι αρκετά αδύναμη για να παίξει το ρόλο του υποκατάστατου της μαρξιστικής έννοιας της κοινωνικής τάξης, διότι η φυλή «απλώς παρατάσσει σε μια γραμμή ένα πλήθος ατόμων που σαν τέτοια δεν έχουν καν στην καθημερινή ζωή την αλληλεγγύη, που μπορούν να παρουσιάσουν τα μέλη της ίδιας κοινωνικής τάξης, π.χ. οι εργάτες ως εργάτες στους διεκδικητικούς αγώνες τους» (1988, σ. 190). Έτσι, όπως μπορεί να δει κανείς καθαρά σε ένα κεφάλαιο του Mein Kampf με τίτλο «Λαός και Φυλή», ρόλος του φυλετικού αντισημιτισμού είναι να θεμελιώσει και ενισχύσει την φυλή ως αξία στο επίπεδο των λαϊκών παραστάσεων. Με ποιο τρόπο; Με την υπόδειξη ενός φυλετικού αποδιοπομπαίου τράγου, για να θυμηθούμε εδώ τον Ρενέ Ζιράρ. Μέσα από την αποπομπή των Εβραίων ως φυλετική προσωποποίηση του κακού, η οποία, κατά τον Χίτλερ, από τον καιρό του Μωυσή παρεμβαίνει διαρκώς για «να εκτρέψει τα πράγματα από το φυσικό τους δρόμο», μπορεί ο χιτλερικός φυλετισμός να εμφανιστεί σαν ένα θετικό δόγμα, σαν μια θετική αξία: «Αρκεί να παρέμβουμε καθαρτικά εμείς, η Άρεια φυλή, για να ξαναπάρει η Ιστορία το φυσικό της δρόμο».
Όμως, όπως παρατηρεί ο Ντυμόν, το κεφάλαιο αυτό του Mein Kampf μάς δείχνει κάτι ακόμα, πολύ ουσιαστικό. Στην εμμονή του να εξοβελίσει την εβραϊκή φυλή, ο Χίτλερ μέμφεται σταθερά και μετά βδελυγμίας τους Εβραίους ότι, κατ’ αυτόν, διέπονται «από το ένστικτο της ατομικής αυτοσυντήρησης, από τον εγωισμό του ατόμου»: «Συσπειρώνονται», λέει, «σαν ζώα την ώρα του κινδύνου κι έπειτα, όταν περάσει ο κίνδυνος, σκορπίζουν». Αυτή η μομφή δίνει την εντύπωση ότι έχουμε στον Χίτλερ ένα βαθύτατο «αντι-ατομικισμό»—άρα ένα δομικό «αντινεωτερισμό» της ναζιστικής ιδεολογίας. Όμως ο Ντυμόν μάς συμβουλεύει να είμαστε προσεκτικοί, διότι η εντύπωση αυτή είναι τελείως λαθεμένη. Στην πραγματικότητα, «ο Χίτλερ πρόβαλε πάνω στους Εβραίους την ατομικιστική ροπή, που αισθανόταν ο ίδιος να απειλεί εντός του την ‘‘άρεια’’ αφοσίωσή του στην κοινότητα» (1988, σ. 180),
Σε τι πίστευε βαθιά κι ακράδαντα ο Χίτλερ;
Σε αυτό το σημείο, φτάνουμε στην ουσιώδη ανθρωπολογική επισήμανση του Ντυμόν αναφορικά με το ναζισμό: αυτό που έκανε τον Χίτλερ να θέσει ως ύψιστη έννοια για το μεν κοινωνικό την ιδέα της φυλής και για την ιστορία την ιδέα της φυλετικής πάλης, είναι ο βαθύτατος ατομικισμόςτου. Ας το δούμε από πιο κοντά.
Πολλοί βλέπουν στην ιδεολογία του Χίτλερ μια «επιστροφή» στα προνεωτερικά αριστοκρατικά ιδεώδη επειδή το Mein Kampf περιέχει πολλές αναφορές στην «αριστοκρατική αρχή της Φύσης». Όμως αν προσέξουμε καλύτερα, μάς λέει ο Ντυμόν, θα δούμε ότι αυτό που εννοεί ο Χίτλερ ως «αριστοκρατική αρχή της Φύσης» ουσιαστικά δεν είναι παρά η «έκφραση του κοινωνικού δαρβινισμού του: ο ισχυρός θριαμβεύει πάνω στον αδύναμο, λέει ο Χίτλερ, κι εδώ βρίσκεται το μέτρο των αξιών. Έχουμε δηλαδή την αναγωγή του συσχετισμού δυνάμεων σε ηθική αρχή, την ανύψωση της ισχύος σε αξία —μια σαφή αντιστροφή της ‘‘αριστοκρατικής αρχής’’» (1988, σ. 181). Και πραγματικά, αν αναρωτηθούμε ποιοι ήταν οι στόχοι που υπηρετούσε ο ναζισμός, η απάντηση του Χίτλερ είναι σαφέστατη: «Είναι η ίδια η εξουσία, η κυριαρχία που παράγει ή εκδηλώνει την υπεροχή». 
Πιο χαρακτηριστικά ακόμα, ο Χίτλερ, επισημαίνει ο Ντυμόν, δυσπιστούσε πλήρως προς όλα τα ιδεώδη και τις ιδεολογίες. Σαν τυπικότατος μοντέρνος άνθρωπος, σκεπτικιστής και συνάμα κυνικός, όλα αυτά τα θεωρούσε απλώς σαν αγωγούς κρυφών συμφερόντων και δήλωνε καθαρά ότι μια θεωρία είναι αναγκαία πάνω απ’ όλα για να υποτάξει τη μάζα στην ισχύ. Ουσιαστικά, δεν πίστευε σε καμιά αξία. Υπήρχε όμως κάτι στο οποίο πίστευε ακράδαντα, «και αυτό ήταν η πάλη όλων εναντίον όλων. Η πάλη για την επιβίωση, η πάλη για το συμφέρον, η πάλη για την ισχύ, την εξουσία ή την κυριαρχία, αυτό ήταν για τον Χίτλερ η έσχατη αλήθεια της ανθρωπότητας. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του Mein Kampf» (1988, σ. 182). Ορίστε μια πλήρης διατύπωσή της, από το λόγο που εκφώνησε στις 5 Φεβρουαρίου 1928 στο Κούλμπαχ:
«Η ιδέα της πάλης είναι τόσο παλιά όσο κι η ίδια η ζωή, διότι η ζωή διαιωνίζεται χάρη στο ότι πεθαίνουν στην πάλη άλλα έμβια όντα. (…) Σε αυτή την πάλη οι πιο ισχυροί και οι πιο επιδέξιοι επικρατούν πάνω στους πιο αδύναμους και τους λιγότερο επιδέξιους. Η πάλη είναι η μητέρα των πάντων. Ο άνθρωπος ζει και διατηρείται πάνω από τον κόσμο των ζώων, όχι χάρη στις ηθικές αρχές της ανθρωπότητας, αλλά αποκλειστικά και μόνο μέσω της στυγνής πάλης» (1988, σ. 183)
Μια τέτοια πνευματική κατάσταση καχυποψίας, κυνισμού και απόρριψης απέναντι στις αξίες, και μια τέτοια τελική πίστη στην ωμή πάλη για την αυτοσυντήρηση ως η «σε τελική ανάλυση» αλήθεια του ανθρώπινου όντος, «είναι δυο πράγματα ασφαλώς πολύ διαδεδομένα σήμερα στο πεδίο του κοινού νου, τόσο στη Γερμανία όσο κι έξω από τη Γερμανία» (1988, σ. 183), υπογραμμίζει ο Ντυμόν. Και εδώ βρίσκεται το κύριο γεγονός, μέσω του οποίου ο Χίτλερ αντιπροσώπευσε τον καιρό του αναπαράγοντας τις βασικές παραστάσεις ενός πλήθους ανθρώπων ποικίλης κοινωνικής προέλευσης, με μια μορφή που ασφαλώς την είχε εντείνει στο έπακρο η εμμονή του αφού πραγματικά «δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ωθήσει ως την έσχατη προέκτασή τους παραστάσεις κοινότατες στην εποχή μας: την ‘‘πάλη όλων εναντίον όλων’’, την κοινοτοπία αυτής της χοντροκοπιάς, ή το πιο εκλεπτυσμένο ισοδύναμό της, τη μειωτική περιστολή του πολιτικού στοιχείου στην έννοια της ισχύος» (1988, σ. 191).
Φυλετισμός και Ατομικισμός
Από αυτή τη χιτλερική εξύψωση της «ωμής» μέχρι θανάτου πάλης για την αυτοσυντήρηση σε εξηγητική αρχή της ανθρώπινης ιστορίας και σε υπέρτατη αρχή της δράσης έπονται πράγματι γνωστά συστατικά της ναζιστικής ιδεολογίας, όπως ο εγκωμιασμός της θέλησης, για χάρη της οποίας η ειρήνη δεν τίποτε περισσότερο από μια συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, και η νομιμότητα ένα απλό προσχηματικό μέσον. Όμως ακριβώς σε αυτή τη βαθύτατη πίστη του Χίτλερ βλέπουμε το νεωτερικό Ατομικισμό παρόντα μέσα στις πιο θεμελιώδεις παραστάσεις της ναζιστικής ιδεολογίας. Διότι, διευκρινίζει ο Ντυμόν, «ο υπερτονισμός της πάλης για τη ζωή (και για την κυριαρχία) μεταφράζει ακριβώς την ατομικιστική καταξίωση και την ατομικιστική άρνηση των συλλογικών πίστεων» (1988, σ. 187). Κι αυτή η βαθύτερη πίστη του Χίτλερ, ότι «τα πραγματικά υποκείμενα (ή τελοσπάντων τα κυριότερα) είναι τα βιολογικά άτομα που παλεύουν για τη ζωή» και τα οποία υποτίθεται ότι προηγούνται των σχέσεων τις οποίες συνάπτουν, δηλαδή της κοινωνίας ως σύνολο, είναι ακριβώς η βαθιά πίστη του νεωτερικού κόσμου μας στο σύνολό του. Ποιος δεν θυμάται το υπέρτατο πιστεύω μιας Μάργκαρετ Θάτσερ, για την οποία «Η κοινωνία είναι κάτι το ανύπαρκτο· αυτό που υπάρχει είναι άτομα, άντρες και γυναίκες, και  οικογένειες» (Women’s Own Magazine, 1987);
Εδώ βρίσκεται λοιπόν η απάντηση στο κρισιμότερο για την κατανόηση του ναζιστοφασισμού ερώτημα, το για ποιο λόγο ναζισμός έθεσε και θέτει (έστω και σιωπηρά σήμερα) τη φυλή ως αξία.Πράγματι, αυτό που «εξανάγκασε τον Χίτλερ να δει στη φυλή τη μόνη κατάλληλη θεμελίωση της συνολικής κοινότητας και εν γένει τη μόνη κινητήρια αιτία της ιστορίας, είναι η διαδεδομένη παράσταση του νεωτερικού ατομικιστικού νου, η ιδέα της ‘‘πάλης όλων εναντίον όλων’’» (1988, σ. 190). Διότι «το μόνο κατάλοιπο που θα μπορούσε ο άγριος ατομικισμός του να ανεχτεί στο πεδίο της κοινότητας, δεν ήταν άλλο από τη φυλή: οι άνθρωποι, πίστευε, σκέφτονται τα ίδια και ιδεωδώς τουλάχιστον ζουν μαζί, επειδή είναι ταυτόσημοι από φυσική, βιολογική και υλική άποψη» (1988, σ. 189) —γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, διακηρύσσει στο Mein Kampf ότι «σκοπός του κράτους είναι η διατήρηση και η ανάπτυξη μιας κοινότητας ζωντανών όντων, που να είναι από φυσική και ηθική άποψη gleichartig», δηλαδή όμοιοι, από το ίδιο «είδος».
Σαν συμπέρασμα
Χάρη στην προσέγγιση του Λουί Ντυμόν μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε τον ανθρωπολογικής υφής —και βαθύτερο και πιο αληθινό από λόγους όπως ο πολιτικός οπορτουνισμός, ή η παροχή εκδουλεύσεων— λόγο, για τον οποίο ο ναζισμός αποτελεί τυπικό φαινόμενο της νεωτερικότητας και δεν είναι κατά κανένα τρόπο ούτε «αντινεωτερικός», ούτε «αντισυστημικός».
Από εδώ μπορούμε να σκεφτούμε δυο επιπλέον πράγματα. Πρώτον, ότι η αποπομπή της συλλογικής («ολιστικής» στο λεξιλόγιο του Ντυμόν) διάστασης του ανθρώπινου όντος είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερη είναι η θριαμβολογική έπαρση του ατομικισμού του —αλλά και τόσο πιο επικίνδυνη, διότι η αποπομπή δεν σημαίνει επίλυση του προβλήματος, αλλά συσκότισή του και μέσα από το σκοτάδι ξεπροβάλλει ο αποπεμπόμενος συνήθως με την πιο αποτρόπαια μορφή.
Δεύτερον, ότι μια πραγματικά αντισυστημική σύλληψη του προβλήματος σημαίνει μια πραγματικά αντισυστημική σύλληψη της συλλογικής θέσμισης και της παρουσίας του ατόμου εντός της, πράγμα που προϋποθέτει μια αντίληψη του «υποκειμένου», διαφορετική τόσο από την «ατομικιστική» όσο και από τη στενά «ολιστική». Η ιδέα του υποκειμένου τόσο ως «αυτοαναφορικό Άτομο», που καταλήγει από το όραμα του ατόμου-πολίτη στην πραγματικότητα του ατόμου-ιδιώτη, όσο και ως «Μέλος συλλογικότητας», που από το όραμα του οργανικού μέλος ενός ευρύτερου σώματος καταλήγει στην πραγματικότητα του δουλικού και πειθήνιου όργανου —αυτές οι δυο κυρίαρχες ιδέες, που παλεύει να συνδυάσει υβριδικά ο κόσμος μας—, βρίσκονται πλέον σε αδιέξοδο. Και σε αυτό το αδιέξοδο οφείλεται, πιστεύω, τόσο η κυριαρχία «στρουκτουραλιστικού» ή «μηδενιστικού» τύπου ιδεών πλήρους άρνησης της ίδιας της έννοιας του υποκειμένου κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, όσο και η κατά καιρούς αναβίωση του ναζιστικού υβρίδιου στο δυτικό κόσμο.
Γνώμη μου είναι τελικά, ότι μια καινούργια ιδέα για το ανθρώπινο υποκείμενο, για το ποιοι είμαστε σε τελική ανάλυση ως «ζώα πολιτικά», επιβάλλει να ξανασκεφτούμε την «τριλεκτική μέθοδο» και την έννοια του «προσώπου», στο βαθμό που αναδεικνύει το ατομικό υποκείμενο όχι «έξω», όχι «μετά», ούτε «πριν» από το συλλογικό, αλλά εντός της «ενδιάμεσης ή μεταβατικής περιοχής» όπου συντελείται η ύπαρξή μας.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του René Magritte.

ΠΗΓΗ: http://antifono.gr
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.