Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Η ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ A΄ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ


Α. Η ΑΡΚΑΔΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΩΝ- (ΘΩΜΑΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ)


(1) Δεν πρέπει να λησμονή κανένας, ότι η κάρα του Αποστόλου Ανδρέα, ξαναδόθηκε πάλι στην Πάτρα και στον μεγαλοπρεπή ναό του φυλάσσεται πιά.

Β. Η ΑΡΚΑΔΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (1459- 1685)


Ο Μωάμεθ Β', επωφελήθηκε από την διαμάχη των αδελφών Παλαιολόγων και όπως φάνηκε και από τα προηγούμενα, μπόρεσε να κάνη δική του, όλη την Ελληνική Χερσόνησο (1458- 1459). Του έμειναν μονάχα τα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης και της Πύλου με την γύρω περιοχή τους, που κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη ήταν. Με την άδεια των Βενετών, ο Πορθητής είδε τις πόλεις, τα κάστρα και τα γύρω μέρη τους και τα ζήλεψε. Τα ήθελε και αυτά δικά του.
Οι Βενετοί κατάλαβαν τις προθέσεις του και ετοιμάστηκαν γιά πόλεμο. Έτοιμος ήταν και ο Μωάμεθ. Στις 25 Ιανουάριου 1463, η δημοκρατία της Βενετίας έστελνε τον εξοπλισμένο στόλο της, με αρχηγό τον Λουδοβίκο Λορεδάνο. Έτσι, ενίσχυε την θέσι της. Η αφορμή για τον πόλεμο, ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς, ήρθε από ένα ασήμαντο, θα έλεγε κανένας, γεγονός, όπως συμβαίνει σχεδόν με κάθε πόλεμο, όταν τα αίτια προϋπάρχουν. Στα 1463, ο Αρβανίτης ταμίας του Τουρκικού στρατού στην Αθήνα, έφυγε με όλο τόο ταμείο του στρατού κι έφτασε στην Κορώνη, ζητώντας άσυλο, κατά την σημερινή έκφρασι. Κρύφτηκε μάλιστα κοντά στον καστιλάνο της Κορώνης, Ιερώνυμο Βαλερέσσο. Οι Τούρκοι ζήτησαν τον ταμία τους και μαζί του το ταμείο τους. Οι Βενετοί προφασίστηκαν άγνοια. Ο πόλεμος ήταν το επακόλουθο. Τρεις τουρκικές στρατιές, ήρθαν στο Μωριά, πολιορκώντας τα τρία Βενετικά κάστρα.
Από το άλλο μέρος, οι Βενετοί έξω από τις συνηθισμένες δυνάμεις τους και τον στόλο τους που ήρθε από την Βενετία, επειδή στην στεριά καταλάβαιναν την υπεροχή των αντιπάλων τους, έφεραν από την Μεγαλόνησο Κρήτη «μέγαν αριθμόν κακούργων προς ους εχαρίσθη η ποινή» και τους αποβίβασαν στην Πελοπόννησον. Αρχηγός τους ήταν ο Μπερτόδουλος (1463- 1479). Στα χρόνια αυτά, ο Μπερτόδουλος, περιήλθε σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου κι’ εκήρυξε απελευθερωτικό αγώνα κατά των Τούρκων. Πολλά δε μέρη, με τους ανθρώπους των που πήραν τα όπλα, επανεστάτησαν.
Ο πόλεμος αυτός, συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά (1464), και γιά δεκατέσσερα ακόμα χρόνια, χωρίς νικητή και στα 1478, ετέλειωσε με μια ειρήνη που υπόγραψαν οι δυό εμπόλεμοι και με κάποια εδαφικά κέρδη γιά τους Βενετούς.
Ήταν αναγκαία αυτή η αναφορά, αν και δεν αναφέρθηκε πουθενά το όνομα της Αρκαδιάς, γιατί ο πόλεμος αυτός ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς, εβοήθησε πολύ τους «κλέφτες», που από τις πρώτες ημέρες της σκλαβιάς ανέβηκαν στις κορυφές των βουνών. Και δεν ήταν λίγοι οι «κλέφτες» της Αρκαδίας, που δοκιμάστηκε πολύ από τούς Τούρκους με τον εκπατρισμό, που βγήκαν στα βουνά, γιά να ενωθούν με τους αδελφούς των Τριφυλίους -των Κοντοβουνίων και των Σουλιμοχωριών. Με τις επιδρομές τους κατά των κατακτητών και την όλη τους δράσι, οι «κλέφτες» δημιουργούσαν τέτοια κατάστασι, ώστε «η επιβολή της εξουσίας ήτο σκιώδης δυσχερεστάτη δε η των φόρων είσπραξις».
Αργότερα οι Τούρκοι, μιμούμενοι τους Βενετούς, που είχαν συννενοηθή με τους «κλέφτες» και τους είχαν αναθέσει την τήρησι της τάξεως, για να γίνουν έτσι οι πρώτοι «αρματολοί» και τα πρώτα «αρματολίκια», αναγκάστηκαν να συνδιαλαγούν και αυτοί με τους «κλέφτες».
Από το έτος 1460, όταν η Πελοπόννησος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, έξω από τα κάστρα που κρατούσαν οι Βενετοί, η Αρκαδία ακολουθή την μοίρα όλου του Μωριά. Το φρούριο της πόλεως, γνωστό για την οχύρωσί του, παρέχει ασφάλεια στους Τούρκους, που το επισκευάζουν. Την ασφάλεια αυτή την είχαν ανάγκην οι Τούρκοι, γιατί και τους Έλληνες «κλέφτες» φοβούνταν, αλλά και τους Βενετούς που κατείχαν τις βίγλες στην νότιο Μεσσηνία, τούς είχαν πολύ κοντά και ο κίνδυνος από αυτούς, πάντα υπήρχε και κρεμόταν επάνω τους, σαν «δαμόκλειος σπάθη». Έτσι, μέσα στο φρούριο και στην ανατολική του πλευρά, καθώς και στα κοντινά μέρη, γύρω από τον «πλάτανο», έκτισαν τους «οντάδες» των κι’ έκαναν τους «μαχαλάδες» των.
Πολλά ερείπια, από αυτούς τους «οντάδες» και τους «μαχαλάδες», σώζονται και σήμερα στα μέρη αυτά και μπορεί εύκολα να τα δη ο κάθε επισκέπτης. Στα ριζά άλλωστε του κάστρου και κάτω από την σκιά του πλατάνου, σώζεται ακόμα και η «Πλατανόβρυση»(1) δίχως όμως να τρέχη νερό. Πάνω στην βρύση αυτή είναι χαραγμένη μια επιγραφή- επίγραμμα, που στα ελληνικά όταν μεταφραστή, λέγει: «Διαβάτη, πιές νερό και δόξασε τον Αλλάχ». Υπάρχουν ακόμα και τα ερείπια δύο τζαμιών που θα πρέπει να έγιναν από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Αρκαδιά. Το ένα από αυτά τα τζαμιά, ερειπωμένο βέβαια, το βρίσκει ο επισκέπτης, όντας περάση την πύλη του κάστρου και ανηφορίσει τα σκαλιά του τα πρώτα. Είναι στο δεξιό μέρος, εκεί στην αρχή του ίσιου διαδρόμου. Και το άλλο και αυτό, ίδια ερειπωμένο, βρίσκεται πίσω από την «Πλατανόβρυση», στο δεξιό μέρος του στενού δρόμου που οδηγεί στην «Πισωρρούγα». Και τα δύο αυτά τζαμιά διακρίνονται πολύ καλά, σε μιά «γκραβούρα του Coronelli της εποχής του 1650- 1709.

(1) Η «Πλατανόβρυση είναι βρύση οπωσδήποτα τουρκικής κατασκευής. Τούτο ενισχύεται από την όλη της κατασκευή, από την τουρκική κατασκευή και από το γεγονός ότι βρίσκεται κάτω από τούς Τούρκικους θολωτούς «οντάδες». Τα νερό της ήταν «φερτό», ερχόταν δηλαδή από μακριά, σ’ αντίθεσι με την γειτονική «Παζαρόβρυση» που έχει δικό της τρεχούμενο νερό. Στην πρόσοψι της «παζαρόβρυσης», υπάρχουν χαραγμένα δύο εξάλφα, αστέρια δηλαδή που σχηματίζονται από δύο σταυρωτά τρίγωνα. Λέγονται και εξάγραμμα και εξάκτινα αστέρια και Ιουδαϊκοί σταυροί και σφραγίδες του Σολομώντος. Στα παλαιά χρόνια τα εξάλφα ήσαν σύμβολα διαφόρων Θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Βισνού κ.ά. Χρησιμοποιείται και από την χριστιανική θρησκεία και συμβολίζει έξι ιδιότητες του Θεού.


Γ. ΠΡΩΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ...


Η Αρκαδιά, αν και παραδόθηκε στον Μωάμεθ Β', δίχως αντίστασι, δεν δέχτηκε και την σκλαβιά δίχως αντίδρασι. Οι γενναίοι της άντρες, όσοι δεν έφυγαν με τον εκπατρισμό για την Κωνσταντινούπολη δρασκέλισαν τα βουνά κι’ ενώθηκαν με τους άλλους Τριφυλίους αδελφούς των και σαν «κλέφτες», όλοι μαζί, στους κατοπινούς αγώνες κατά των Τούρκων, θα λέγωνται: «Αρκαδινοί».
Αλλωστε στην Αρκαδιά, δεν ήταν δυνατό κι εύκολο να ζήσουν, αφού η πόλις τους έγινε έδρα Τούρκου πασά. Άλλωστε οι Τούρκοι που σ’ αυτήν εγκαταστάθηκαν ήσαν πολλοί και η στρατιωτική τους δύναμι, μεγάλη. Συγκεκριμένα και γιά να ενισχυθή το γεγονός αυτό, αναφέρεται ότι, όταν ο Βενετός προβλεπτής της Πελοπόννησου Ιάκωβος Βαρβαρρήγος με την βοήθεια του Έλληνος οπλαρχηγού Μιχαήλ Ράλλη, πού ήταν βενετικής καταγωγής, προσπάθησε να καταλάβη την Πάτρα, ύστερα από τις πρώτες τουρκοβενετικές εχθροπραξίες «οι Τούρκοι ανασυγκροτηθέντες και ενισχυθέντες υπό του Πασά της Κυπαρισσίας (Αρκαδιάς) άγοντος 13000 στρατού, αντεπετέθησαν και απώθησαν Έλληνας και Ενετούς, οι οποίοι έσπευσαν να επιβιβασθούν των πλοίων».
Από τις πρώτες λοιπόν ημέρες της δουλείας, παρουσιάστηκαν στα βουνά της Τριφυλίας «κλέφτικες ομάδες». Σαν πρώτοι κλεφταρχηγοί των «Αρκαδινών» αναφέρονται ο Θεόδωρος Μπούας, που καταγόταν από το Κούβελα των Σουλιμοχωριών κι έχαιρε εκτιμήσεως από τους Ενετούς για την ανδρεία και το μαχητικά του πνεύμα, ο Μήτρος Μπαρογιώργος και ο Πέτρος Κούκιας. Και οι τρεις τους, με αρχηγό τον πρώτον, έδρασαν από το 1479 μέχρι το 1483.
Το έργο τους, συνεχίζουν, άλλοι αντάξιοι καπεταναίοι, τους οποίους οι Τούρκοι τρέμουν. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι τα 1490, αρχηγός στους Αρκαδινούς κλέφτες, είναι ο Γιάννης Άγριος και ο Μήτρος Αλβενιώτης,(1)
Ύστερα και για πέντε χρόνια (1495- 1500), ξεσπά ο δεύτερος Βενετοτουρκικός πόλεμος στην Μεσσηνία. Τα αίτια προϋπήρχαν. Τα Μοθωκόρωνα, δεν είχαν ακόμα γίνει τουρκικά. Η αφορμή, όπως και την πρώτη φορά, ήταν ασήμαντη. Κάποιο ναυτικό επεισόδιο, στ’ ανοιχτά του πελάγους, ανάμεσα σε βενετική ναυαρχίδα και Τουρκικό πολεμικό, που είχε σαν αποτέλεσμα να βυθιστή το δεύτερο. Αυτό ήταν και αυτό έφτανε. Ο γιός του Μωάμεθ, Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β', εκήρυξε τον πόλεμο κατά των Βενετών που κατείχαν ακόμα τα κάστρα της νοτίου Μεσσηνίας. Και αυτή την φοράν, οι Τούρκοι, ήσαν οι νικητές.
Ύστερα από 275 χρόνια, η σημαία της Δημοκρατίας των Βενετών, με το λιοντάρι στην μέση, έπαυε να κυματίζη και σ’ αυτές ακόμα τις Μεσσηνιακές βίγλες. Την θέσι της, έπαιρνε το μισοφέγγαρο. Ήταν τότε, πού στην Βενετία κηρύχτηκε πένθος εθνικό και ο Δόγης της έγραφε πολύ στενοχωρημένος στον Πάπα: «Χάσαμε, άγιέ μου Πατέρα, το έξοχό μας ορμητήριο, για όλα τα πλοία που ταξίδευαν στην Ανατολή». Κι εννοούσε τα Μοθωκόρωνα. Ήταν 7 του Σεπτεμβρίου του έτους 1500. Ο τόπος της Μεσσηνίας επλήρωσε γιά μια ακόμα φορά, βαρύ φόρο σ' ανθρώπινο αίμα.(2) Και τα ενετοκρατούμενα και τα τουρκοκρατούμενα μέρη πλήρωσαν. Τα πρώτα γιατί πολεμούσαν στο πλευρό των Βενετών και τα δεύτερα, γιατί οι κλέφτες τους βρήκαν την ευκαιρία να πολεμήσουν τους Τούρκους.
Γύρω στα χρόνια αυτά, για τα οποία γίνεται λόγος, οι κλέφτες της περιοχής συνεχίζουν τις επιδρομές τους εναντίον των Τούρκων και πολλές φορές τους χτυπούν, όχι μόνον στην Τριφυλία, αλλά και σ’ άλλα μακρυνότερα μέρη της Πελοποννήσου. Αρχηγοί τους, αυτό τον καιρόν, υπήρξαν ο Αναγνώστης Λιόγκας και ο Γιάννης Δημάκης και υστερώτερα ο Γιάννης Μπούας και ο Αντώνης Κλέντρος.

(1) Αυτό το επώνυμο, το βρίσκει κανένας και σήμερα στο γειτονικό χωριό της Κυπαρισσίας, Αγαλιανή.
(2) Λέγεται πως ο Σουλτάνος φεύγοντας από τα Μοθωκόρωνσ, είχε τύψεις γιά τις σφαγές που έκανε στούς Χριστιανούς. Γυρίζοντας στην Κωνσταντινούπολι υπέβαλε τον εαυτόν του σ’ ένα είδος αυτοτιμωρίας, γιά να εξιλεωθή τάχα από τον Αλλάχ. Κι έγινε, κατά τους ιστορικούς, τούτο το απίθανο, πού όμως είναι αληθινό. Ανήμερα του Σταυρού, (14 Σεπτεμβρίου 1509)(την ώρα που σημαίνονεέορταστικά οι Χριστιανικές καμπάνες, έγινε φοβερός σεισμός και ο Σουλτάνος έχασε τα μυαλά του. Τρελλάθηκε.. Από τότε, στις ώρες της κάποιας πνευματικής του διαύγειας, εκαλούσε τους Χριστιανούς και ζητούσε να τον συγχωρήσουν.

Δ. ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ


Είναι αναγκαίος ο λόγος, γιά το διοικητικό σύστημα, που ακολούθησαν οι Τούρκοι στην περιοχή της Αρκαδίας και κατά προέκτασι στην Μεσσηνία και σ’ όλη την Πελοπόννησο, κατά τα χρόνια της πρώτης Τουρκοκρατίας. Και όταν αναφέρεται κανένας στην «πρώτη Τουρκοκρατία», θα πρέπει να έχη κατά νου, όλα εκείνα τα χρόνια από το 1460 μέχρι το 1685.
Ο Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου, λεγόταν «Μωρά Βαλεσής». Εκυβερνούσε όλο το βιλαέτι (αγιαντερλέ) τού Μωρία.
Στην Μεσσηνίαν, υπήρχαν δυο πασάδες. Ο ένας είχε σαν έδρα του την Μεθώνη και η δικαιοδοσία του ήταν στην δυτική Μεσσηνία, (κατά συνέπεια και στην Αρκαδιά), μέχρι τον Αλφειό ποταμό και ο άλλος είχε έδρα του την Κορώνη και δική του ήταν η ανατολική Μεσσηνία μέχρι την σημερινή Μεγαλόπολι. Κάθε πασάς είχε ένα σύμβουλο «μπουκαμπελεντζή» και έναν οικονομικό ελεγκτή «δεφτέρ κεχαγιά» που τον εβοηθούσε -ενα τελώνη. Στην διάθεσι του πασά ήταν ακόμα μια δύναμις ιππικού από 150 περίπου καβάσηδες κι’ ένας δήμιος για τις ώρες πού χρειαζόταν.
Το «πασαλίκι», ήταν χωρισμένο σε μικρότερα τμήματα, όμοια με τις επαρχίες. Αρχηγός τους ήταν Τούρκος, ο «βοεβόδας». Αυτός πάλι είχε κοντά του, Τούρκο δικαστή «καδή ή κατή», Τούρκο ταμία «σεντούκ εμίρη» και Τούρκο αστυνόμο «μπουλούκ- μπασή»
Η Μεσσηνία, με την γύρω περιοχή της -μ’ άλλα λόγια τα δύο «πασαλίκια»(1)- είχε δέκα τέτοια τμήματα- επαρχίες. Επαρχία Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), με πρωτεύουσα κι έδρα του Τούρκου βοεβόδα την Αρκαδιά, επαρχία Πύλου (Νιόκαστρον), επαρχία Φαναριού Ολυμπίας, επαρχία Νησιού (Μεσσήνης), επαρχία Καλαμάτας επαρχία Ανδρούσας, επαρχία Κορώνης, επαρχία Μεθώνης, επαρχία «Κιουτσούκ Μάνης»- Μικρομάνης και επαρχία Ιμπλακίων(2).
Παράλληλα με το δικό τους διοικητικό σύστημα, οι Τούρκοι είχαν αναγνωρίσει κι’ ένα κάποιο σύστημα τοπικής αυτοδιοικήσεως των σκλαβωμένων Ελλήνων- ραγιάδων, το λεγόμενον σύστημα της δημογεροντίας, που ήταν γνωστό και σαν «κοτσαμπασηλίκι».
Οι Κοτσαμπάσηδες βοηθούσαν τους Τούρκους στην είσπραξι των φόρων, καθόριζαν τα ημεροδούλια (ημερομίσθια), τις αγγαρείες, τα πρόστιμα (τζερεμέδες), διατηρούσαν ταμεία για «μπαξίσια» (δωροδοκίες) και για «πεσκέσια» (δώρα) και είχαν τέτοια εξουσία που μπορούσαν και κακό να κάνουν στους ραγιάδες. Γι’ αυτό, οι Ελληνες, από φόβο περισσότερο, τους φοβούνταν και ανάλογα με τον χαρακτήρα τους, άλλοτε τους έβλεπαν με καλό μάτι και άλλοτε αναγκάζονταν να ανήκουν τυφλά στον κοτσάμπαση, για να μη πάθουν κανένα κακό.

(1) Στο «πασαλίκι» της Μεθώνης, ανήκαν οι επαρχίες Μεθώνης, Πύλου, Αρκαδίας και Φαναριού (Ολυμπίας). Οι υπόλοιπες επαρχίες αποτελούσαν της Κορώνης το «πασαλίκι».
(2) Για την διοικητική αυτή διαίρεσι, κάνουν λόγο και «αι ιστορικαί αλήθειαι», Αθαν. Γρηγοριάδη- σελ.71 και «η ιστορία της Μεσσηνίας» του Θ. Τσερπέ, σελ.48.

Ε. ΠΡΩΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΕΛΟΣ...


Γύρω στα 1500 και μετά τον δεύτερο τουρκοβενετικό πόλεμο, που έφερε νικήτες τους Τούρκους, η τουρκική σκλαβιά, πάνω στούς σκλαβωμένους κατοίκους της Αρκαδίας και της περιοχής της, καθώς και όλης της Μεσσηνίας, συνεχίζεται εντονώτερη.
Αυτή η εποχή, είναι εκείνη, κατά την οποίαν η κλεφτουργιά δίνει και παίρνει. Σαν κλεφταρχηγοί φέρονται, στην αρχή, ο Αναγνώστης Λιόγκας και ο Γιάννης Δημάκης και υστερώτερα ο Γιάννης Μπούας και ο Αντώνης Κλέντρος. Αυτοί οργανώνουν, στα δασωμένα τότε βουνά της Τριφυλίας, τους Αρκαδινούς, ζουν ελεύθεροι, ασκούνται και όταν θέλουν κάνουν τις «επισκέψεις» των στους Τούρκους, που κάθε άλλο παρά επιθυμητές τους ήταν.
Οι σκλαβωμένοι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής, πιέζονται από τους Τούρκους. Δεν ορίζουν τίποτα. Δουλεύουν και όλα τα νέμεται ο κατακτητής. Η ζωή είναι δύσκολη. Ο ζυγός δεν υποφέρεται. Είναι βαρύς, αβάστακτος. Γι΄ αυτό πολλές, μα πάρα πολλές οικογένειες, «παίρνουν τα μάτια τους», όπως κοινά λέγεται και ανεβαίνουν στις πλαγιές των βουνών ή και στις κορυφές τους ακόμα κι’ εκεί μακριά από τα μάτια αλλά και τα νύχια των κατακτητών, στήνουν τα σπίτια τους κάνουν συνοικισμούς, χτίζουν τα χωριά τους. Έτσι γεμίζουν τα βουνά της Τριφυλίας και της Μεσσηνίας γενικώτερα από χωριά, τα περισσότερα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Οι κάμποι ερημώνουν ή πέφτουν στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι δεν φημίζονταν για την εργατικότητά τους. Έτσι το βιοτικό επίπεδο, τόσο των σκλάβων, όσο και των κατακτητών, δεν μπορεί κανένας να ισχυρισθή, πως ήταν καλό.
«Ο οικονομικός και κοινωνικός βίος των Μεσσηνίων κατά την περίοδο αυτή ήταν άθλιος, τα σπίτια ήταν υπερβολικά μικρές χαμοκέλλες (=μακρόστενα χαμηλά σπίτια) λιθόχτιστες στα ορεινά και χωματένιες πλιθόχτιστες στα πεδινά μέρη. Ψηλότερες κάπως ήτανε οι εκκλησίες αλλά κι αυτές πολύ χαμηλές σε σχέση με τις σημερινές, συνήθως με δίχως κουμπέ ή ψηλό καμπαναριό, έμοιαζαν με τα άλλα σπίτια και ξεχώριζαν μόνο εξωτερικά απ’ τις διαστάσεις και απ’ τις τρεις ανατολικές αχιβάδες», αυτά σημειώνει ο Θ. Τσερπές στην ιστορία του και πιό κάτω, αναφερόμενος πάλι στο ίδιο θέμα, συνεχίζει: «κατά την ιστορούμενη περίοδο, με τις σταθερά αποτελματωμένες συνθήκες που αναφέραμε, ο λαός της Μεσσηνίας δεν πέθαινε απ’ την πείνα βέβαια, αλλά και δε ζούσε κάπως ανθρωπινά. Το εμπόριο αν αφαίρεση κανείς τη λίγη κίνηση με το μπερνοκόκι και τα μαγαζιά της λιανικής πούλησης που βρισκότανε στις πόλεις, κατά τα άλλα ήταν ασήμαντο και κάθε Μεσσήνιος προσπαθούσε να βγάλη απ’ τη γεωργική απασχόλησή του, όλα ότι χρειαζόταν να φάη, να ντυθή και να ποδεθή το σπίτι του. Πολιτική αυστηρής αυτάρκειας δηλαδή, που τότε οι Μεσσήνιοι την έλεγαν "κουμάντο τής χρονιάς". (Κλειστή Οικονομία)».(1)
Έτσι, σιγά- σιγά περνούν τα χρόνια. Χρόνια δύσκολα. Οι «κλέφτες» πληθαίνουν στα βουνά. Οι κλεφταρχηγοί, που άλλοι σκοτώνονται σε συγκρούσεις με τους Τούρκους κι’ άλλοι, οι λιγώτεροι, πεθαίνουν, παραδίνουν την σκυτάλη σ’ αυτούς που έρχονται.
Στην συνέχεια των προηγουμένων, παίρνουν θέσι οι δύο αδελφοί Μπαλταίοι (ο Νίκος και ο Πάνος) και ο Κίτσος Αγριόγατος. Και πιο ύστερα, εκεί γύρω στα 1600, σαν κλεφτοκαπεταναίοι της Τριφυλίας και των Αρκαδινών, φέρονται ο Αναγνώστης Γαρδιτσιώτης και ο Μήτρος Ξύδης.
Την περίοδο της «πρώτης τουρκοκρατίας», ήταν κλεφταρχηγός της Τριφυλίας, ο Αντώνης Κουβελιώτης, ο οποίος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς επολέμησε εναντίον των Τούρκων και πολλές φορές εβοήθησε και τους Ενετούς. Η δράσις του Κουβελιώτη,(2) που αρχίζει το 1640 φαίνεται πως τερματίζεται στα 1682, όταν ο οπλαρχηγός αυτός, γενναίος και μαχητικός καθώς ήταν και βοηθώντας τους Ενετούς να ξαναπάρουν από τους Τούρκους την Κορώνη, έπεσε κοντά στα τείχη της. Η πρώτη Τουρκοκρατία, πλησιάζει στο τέλος της. Οι Ενετοί θα περάσουν και πάλι στο προσκήνιο.
Πριν όμως να κλείση το κεφάλαιον αυτό, θα πρέπει να γίνη λόγος και για κάτι άλλο. Πολλές φορές τα ζητήματα που απασχολούσαν τους Έλληνες, τους Ενετούς και τους Τούρκους, ακολουθούσαν τον διπλωματικό δρόμο. Τα προβλήματα αυτά, προσπαθούσαν να λύσουν οι Τούρκοι,, που έρχονταν σε διαπραγματεύσεις με τους Ενετούς της Επτανήσου, και όταν γίνεται λόγος, για Τούρκους, στην προκειμένη περίπτωσι, εννούνται οι Τούρκοι, που γειτόνευαν με τους Ενετούς της Επτανήσου. Αναφέρεται ένα παράδειγμα: Στα αρχεία της Βενετίας, υπάρχει ένα έγγραφο, γραμμένο στα ελληνικά, στο οποίον έχει τεθή η υπογραφή: «Μουράτ Βωοιβόντας Αρκαδίας (Ιούν. 1527)». Το κείμενο αυτό, είναι ένα από τα τόσα πολλά, που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα, είχαν Τούρκο συντάκτη και αποστολέα και Ενετό παραλήπτη, στην περίπτωσι αυτή, το έγγραφο απευθυνόταν στον Βενετό Προνοητή (Proveditore) της Ζακύνθου.
Ωστόσο, όσα προβλήματα δεν λύνονταν διά της διπλωματικής οδού, και αυτά ήσαν τα πιό λίγα, έπαιρναν τον δρόμο της δυναμικής λύσεως, και αυτά ήσαν τα περισσότερα.

(1) Θ. Μ. ΤΣΕΡΠΕ: «Ιστορία της Μεσσηνίας». (Από της εποχής των Σταυροφόρων μέχρι του 1830), σελ.52 και 53.
(2) Πολλοί από τους οπλαρχηγούς της εποχής της Τουρκοκρατίας, αυτό θα φανή και στην συνέχεια, από τα ονόματα των καπεταναίων, είχαν δύο ονόματα. Συνήθως, όλοι είχαν το δικό τους όνομά (επώνυμο) και ένα είδος ψευδωνύμου, που τις πιο πολλές φορές έδειχνε την ιδιαίτερη πατρίδα του οπλαρχηγού: (Κουβελιώτης, Σουλιμιώτης. Ριπεσιώνης, Χαλαζονίτης κ.ά.).


Άποψη της Πύλου (Νιόκαστρο) με αναφορά στον ΣΤ΄ Βενετο-οθωμανικό Πόλεμο. De Stad en Vesting van Navarino. Χρονολογία έκδοσης 1688

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ (1685 -1715)


Α. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ


Στα 1682, θ’ αρχίση ο τρίτος πόλεμος ανάμεσα στους Τούρκους και στους Βενετούς. Ήταν πόλεμος σκληρός και φονικός. Την αφορμή την έδωσαν μ΄ ένα πειρατικό πλοίο οι ιππότες του Αγίου Ιωάννου (καλόγεροι της Μάλτας), όταν επετέθησαν ανοιχτά της Κρήτης σ’ ενα αυτοκρατορικό πλοίον του Σουλτάνου, που κατέβαινε από την Κωνσταντινούπολι και πήγαινε προς την Μέκκα. Έφτανε αυτό. Τ’ άλλα ήρθαν από μόνα τους.
Οι Ενετοί έστειλαν στην Πελοπόννησο δύναμι 8.000 άνδρες, με στόλο οπωσδήποτα ισχυρό, πάντα είχαν αξιοζήλευτη ναυτική δύναμι. Αρχηγός όλης αυτής της αποστολής, ήταν ο Φραγκίσκος Μοροζίνης. Αργότερα ονομάσθηκε και «Πελοποννησιακός», γιατί κατάκτησε την Πελοπόννησο. Σαν συναρχηγόν, είχε τον Καίνισμαρκ. Τον ακολουθούσε ακόμα και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωννίκιος, που είχε παυθή από τον Σουλτάνο. Θα ήταν εκείνος, πού με τους πύρινους λόγους του, θα ξεσήκωνε τους Έλληνες. Η απόβασις έγινε στα παράλια της κακοτράχαλης Μάνης, την οποίαν όταν αργότερα ήλθαν οι Τούρκοι γι’ αντιπερισπασμό, και μόνο που είδαν τα βουνά της, έφυγαν.
Ο Μοροζίνης κινήθηκε προς τα δυτικά. Πήρε εύκολα την Καλαμάτα, με την βοήθεια πάντα των Μανιατών. Οι Βενετοί πολιόρκησαν ύστερα την Κορώνη. Το κάστρο ήταν οχυρό και η καστροφρούρητη πολιτεία, έμεινε στα χέρια των Τούρκων, μέχρι την ήμερα που το κάστρο της Κορώνης ανατινάχτηκε στον αέρα (ένα μέρος του), γιά να επακολουθήση ύστερα η κατάληψις και σφαγή άγρια. Στα χέρια των Ενετών, λίγο αργότερα, θα πέσουν και τ’ άλλα δυο κάστρα. Πρώτα της Πύλου και ύστερα της Μεθώνης.
«Κατά την διάρκειαν της πολιορκίας της Μεθώνης, ο αρχηγός των Σκλαβούνων Κορτονέσης εισπλεύσας με 3 γαλέρας εις τον λιμίνα της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) κατέλαβε το Φρούριον και την πόλιν»(1).
Το γεγονός δείχνει, ότι οι Τούρκοι, όπως και οι Ενετοί, έδιναν περισσότερη σημασία στα κάστρα-βίγλες της Κορώνης, της Μεθώνης και του Ναυαρίνου και σε δευτερώτερη μοίρα για την εποχή εκείνη, ήταν το κάστρο της Αρκαδιάς. Ωστόσο, τότε μόνον οι Ενετοί ένοιωσαν δική τους την Μεσσηνία, όταν έκαναν και την Αρκαδία δική τους.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Πολιορκείται η Αθήνα. Αποφεύγεται για την στιγμή, η καταστροφή της Ακροπόλεως. Ο Μοροζίνης, παίρνει την Πάτρα. Ολοκληρώνει την κατάληψι του Μόριά, με μόνη εξαίρεσι για την ώρα, τον Μυστρά και την Μονεμβασιά. Ο Μοροζίνης ξαναπηγαίνει στην Αθήνα και ξαναπολιορκεί την Ακρόπολι, για να πετύχη με την πράξι του, (2) το πιο βαρύ έγκλημα των αιώνων.
Χαρακτηριστικό κείμενο γράφει: "Ο Μορέας με όλας αυτού τας πόλεις, όλα τα φρούρια και τα χωρία, βουνά, ποτάμια, λίμνας, λιμένας και όλα τα άλλα πράγματα τα ευρισκόμενα εντός της περιοχής αυτού, ως είναι και ευρίσκονται εις την κατοχήν της γαληνοτάτης δημοκρατίας της Ενετίας, παραμένει ειρηνικούς υπό την κυριαρχίαν αυτής..."
Την μοίρα του Μοριά κατά τους χρόνους της Ενετοκρατίας, ακολουθή σαν κομμάτι του και η Αρκαδιά. Ονόμασαν δε οι Ενετοί τον «δικό τους» πια Μοριά, «βασίλειον του Μορέως». Γενικός προβλεπτής του, ήταν ο Ιάκωβος Κορνάρος «τέως διοικητής των νήσων της Ανανολής».
Τρεις άνδρες θ’ αναλάβουν την διοίκησιν της χώρας, από ενετικής πάντα πλευράς: Ο Μαρίνος Μικέλης, ο Ιερώνυμος Βενιέρης και ο Δομένικος Τρίττης. Αυτοί ονομάσθηκαν Σύνδικοι ή Καταστιχατόροι, "ώφειλον δε να διανείμωσι τας γαίας καθ’ ωρισμένα οροθέσια, καταγράψωσι τα κτήματα και προσδιορίσωσι τα καταλληλότερα οικήματα δι’ εκκλησίας, στρατώνας, αποθήκας κ.λ.π". Θα τους απασχολούσε δηλαδή διοικητική και οικονομική δουλειά, πού θ' αποσκοπούσε σε μεταρρυθμίσεις.
«Το Βασίλειον του Μορέως» το διαίρεσαν σε τέσσερες νομούς: Τον νομόν Ρωμανίας με πρωτεύουσα το Ναύπλιο. Τον νομό Πατρών, με πρωτεύουσα την Πάτρα. Τον νομό Λακωνίας, με πρωτεύουσα, στην αρχή τον Μυστρά και κατόπιν την Μονεμβασιά. Και τον νομό Μεσσηνίας (στον οποίον υπαγόταν και η Αρκαδιά), με πρωτεύουσα το Ναυαρίνο.
Ο τελευταίος νομός, της Μεσσηνίας, είχε μεγάλη έκτασι και σ’ αυτόν ανήκαν οι επαρχίες: Καλαμών, Ανδρούσης, Λεονταρίου, Καρυταίνης, Φαναριού, Κορώνης, Μεθώνης, Ναυαρίνου και Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας). Η επαρχία της Αρκαδίας, αναφέρεται στην Βενετική απογραφή του 1689, σαν επαρχία (Territorio di Arcadia), με πρωτεύουσα, την Αρκαδιά, που αριθμούσε 745 κατοίκους.
Ο Μίμης Φερέτος. γράφει σχετικά: «Στα 1689 η Κυπαρισσία και τα χωριά της είχαν τον εξής πληθυσμό: Κυπαρισσία (Αρκαδιά) 745 κατοίκους, Αρμενιοί 60, Ποδογορά 25, Μαλενίτι άνω και κάτω 29. Δεν αναφέρονται τα χωριά Φαρακλάδα, Βρύσες, Καρβούνι, Μουργιατάδα, Πλεμενιάνου, Στασιό, Αγιάννης, (ΔΕΙΕ, τόμ.Β σελ.702-706)»(3).
Οι Ενετοί θα καταβάλουν στο μεταξύ δυνατές προσπάθειες για να βελτιούσουν τις συνθήκες διαβιώσεως του λαού και θα φέρουν και Στερεοελλαδίτες στην Πελοπόννησο γιά να πυκνώσουν τον πληθυσμό της, που είχε μειωθή πολύ από τους πολέμους και τις κατά καιρούς αρρώστειες (ιδιαίτερα χολέρα, που έφερναν τα καράβια στα λιμάνια της). Έτσι οι Ενετοί εκαυχήθηκαν ότι παρέλαβαν: «τον Μοριά από τους Τούρκους σαν ένα ερείπιο που μέσα του βόσκησε η φωτιά και τον έφτειαξαν μια πολύ πλούσια χώρα». Και με το δίκιο τους. Επέφεραν πραγματικά αλλαγή. Άσχετα αν δεν επέτυχαν την συμπάθεια των Ελλήνων. Οπωσδήποτα όμως επέτυχαν πολλά. Άνοιξαν δρόμους, έφτειαξαν γεφύρια. Έκαμαν δενδροφυτεύσεις (ελαιώνες, αμπελώνες κ.ά.). Ο πληθυσμός της Πελοποννήσου στην αρχή, ήταν 86.464 κάτοικοι. Στα 1691 ανέρχεται σε 259.546 κατοίκους. Την ίδια χρονιά (1691), γύρω από την Αρκαδιά (Κυπαρισσία), ανεφέρονται τα παρακάτω χωριά και κωμοπόλεις: «Φιλιατρά, Γαργαλιάνοι, Λιγούδιστα, Μοργιατάδα, Μελενίτι, Στασιό, Ποδογορά, Αγαλιανή, Μουρτάτου, Πετσιά, Αγριλιά, Καλλίτσαινα, Πλατάνια, Ρίπεσι, Σιδηρόκαστρο, Χριστιανού, Χαλαζόνι, Καναλεπού, Βάλτα, Αγορέλιτσα, Μουζάκι, Παιδεμένου, Ντάρα, Καλογερέσι, Λαντζουνάτου, Λυκουδέσι, Ραφτόπουλο, Σελά, Τριπύλα, Ψάρι, Κούβελα, Σουλιμά, Βλάχα, Κατσούρα, Κλέσουρα, Δημάντρα, Βιδίσοβα, Μποντιά, Αετός, Βαρυμπόπη, Σαρακινάδα, Φλόκα, Ποταμιά και δυό τρεις ακόμα συνοικισμοί(4).
Για όλες αυτές τις προσπάθειες τους, οι Ενετοί είχαν τον λόγο τους. Ωστόσο οι Έλληνες τους έβλεπαν και αυτούς σαν καταχτητές και τίποτα παραπάνω. Κατατοπιστική είναι η περιγραφή, που δίνει για την εποχή εκείνη, η έκθεσις, που έγραψε στα ιταλικά κι’ έστειλε ο βενετός πρεβεδούρος της περιοχής Μαρίνος Μικιέλης. Κάνει λόγο, για όλη την Μεσσηνία και φυσικά και για την περιοχή της Αρκαδιάς. Η έκθεσις, που φέρει ημερομηνία και χρονολογία (12 Μαΐου 1691) λέγει: 
«Κατοπινά απ’ το κάστρο της Τορνεσίας στην Ήλιδα, έρχεται η Μεσσηνία που την έχουμε διαιρέσει σε 2 μεγάλα διοικητικά κομμάτια. Στο τμήμα της Μεθώνης και στο τμήμα της Κορώνης. Στη διοίκηση της Κορώνης ανήκει το έδαφος του Φαναριού, της Αρκαδίας, τα δύο Ναυαρίνα και η Μεθώνη. Το διαμέρισμα αυτό έχει 11.202 ψυχές. Η περιοχή του Φαναριού και μέρος της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) είναι σχεδόν όλη ορεινή και βρέχεται απ’ τον Αλφειό. Κοντά βρίσκεται το ιχθυοτροφείο του Καγιάφα κι’ ένα δάσος από άγρια πεύκα που απλώνεται 7- 8 μίλια κατά μήκος της παραλίας. Οι κάτοικοι του τόπου αυτού είναι άξεστοι κι ατίθασοι. Εκείνοι όμως που ζουν στο οχυρό της Κυπαρισσίας ντύνονται και συμπεριφέρονται πιο πολιτισμένα. Στην περιοχή του οχυρού της Κυπαρισσίας βρίσκεται μια περιφέρεια που λέγεται "Σουλεϊμάνου"(5). Οι κάτοικοι εκεί είναι εξαιρετικά άγριοι και στον καιρό της Τουρκοκρατίας ακόμη, αυτοί δεν επίτρεπαν στους Τούρκους να τους διοικούνε. Η περιοχή αυτή έχει πολλά βουνά, έχει όμως και δύο ωραία πεδινά μέρη.
Ένα βορεινά κι’ ενα νότια της Αρκαδιάς. Οι μικροί αυτοί κάμποι είναι στολισμένοι με αμπέλια κι’ ελαιώνες και περιβρέχονται από 2 μικρά ποταμάκια. Το ένα απ’ αυτά λέγεται «της Αρκαδιάς» και το άλλο «Μπούζι», παληότερα τόλεγαν «Νέδα». Στις όχθες του δεύτερου ποταμιού ένα θαυμάσιο δάσος από πλατάνια. Στην Αρκαδιά, έχει την έδρα του, ο Έλληνας Αρχιεπίσκοπος Χριστιανούπολης, διοικείται δε τώρα το διαμέρισμα από έναν Βενετό διοικητή που υπάγεται στον έπαρχο Νέου Ναυαρίνου..». Και συνεχίζει να εκθέτη, σ' αυτή του την διαφωτιστική εκθεσι, ο Μικέλης, πως είχαν τα πράγματα στην υπόλοιπη Μεσσηνία. Η παράγραφος αυτή, που ανεφέρεται στην Αρκαδιά, δεν σχολιάζεται, γιατί με τρόπο εύγλωττο, όλα φαίνονται. Πρέπει όμως να γίνη η παρατήρησις, ότι ο βενετός πρεβεδούρος, κάθε άλλο παρά με συμπάθεια βλέπει τον λαό καίι γράφει γι’ αυτόν. Έτσι συνεχίζεται η περίοδος της Ενετοκρατίας.


Χάρτης του βενετικού «Βασιλείου του Μορέως» (Regno di Morea)

Οι Έλληνες με τούς νέους κατακτητές, δε μπορεί κανένας να ισχυρισθή, πως ένοιωσαν άνετα. Γι’ αυτό και οι κλέφτες, δεν άφησαν ούτε ώρα την δουλειά τους, τα βουνά τους και τα λημέρια τους. Η δράσις τους, συνεχίζεται. Πολλοί απ’ αυτούς, έγιναν και αρματωλοί και υπηρέτησαν τους Ενετούς, όταν ο τόπος κινδύνευε από τούς Τούρκους. Και για να μη γίνη διακοπή της αλυσσίδος των οπλαρχηγών της Αρκαδίας και της περιοχής της (αυτό πρέπει να εννοήται κάθε φορά), ας αναφερθούν τα ονόματα εκείνων που κράτησαν άσβηστο το πνεύμα του αγώνος για την ελευθερία.
Μετά τον Κουβελιώτη, για τον όποιον έγινε λόγος, την σκυτάλη και τον πυρσό του αγωνιστικού πνεύματος, κρατούν ψηλά, πρώτα, ο Μήτρος Βαρυμπομπιώτης (1683- 1690) και ύστερα οι δυο οπλαρχηγοί Μήτρος Χαλαζωνίτης και Αναγνώστης Μητρόπουλος 1690- 1700). Τα ονόματα αυτών, είναι εκείνα που η μνήμη και η ιστορία συγκράτησαν και μας παρέδωσαν. Όμως, δεν ήσαν οι μόνοι. Ήσαν και άλλοι. Δεν υπήρξαν όμως, τυχεροί. Γιατί, οι άνθρωποι, όπως και όταν ζουν έτσι και όταν πεθαίνουν, διακρίνονται σε τυχερούς και μη. Θα πρέπει επομένως, κάθε φορά, παράλληλα με τα ονόματα των κλεφτοκαπεταναίων που αναφέρονται να εννοούνται, και άλλοι, και ακόμα κάτω από κάθε καπετάνιο, θα πρέπει κανένας να θυμάται 200- 300 διαλεγμένα παλληκάρια, που άφηναν σπίτια και δουλειές για να κτυπήσουν τον τύραννο. Γιατί, ο κάθε καπετάνιος, είχε το δικό του σώμα, την δική του σημαία. Ερχόταν δε πάντα σ’ επαφή και με τους άλλους οπλαρχηγούς των άλλων διαμερισμάτων της Πελοπόννησου, ώστε οι ενέργειες «φθοράς» κατά του εχθρού, να είναι συντονισμένες και κατά συνέπεια, περισσότερο αποτελεσματικές.
Θα πρέπει όμως να τονισθή, από χρέος προς την αλήθεια και προς το αντικειμενικό πνεύμα και όχι από λόγους συναισθηματικούς και υποκειμενικούς, ότι τα κλεφτοαρματωλικά σώματα της Τριφυλίας, ήταν τα καλύτερα σ’ όλη την Πελοπόννησο, γεγονός που η ιστορία δεν το έχει φωνάξει όσο θα έπρεπε και που θα φανή καλύτερα στη συνέχεια -στις ημέρες του μεγάλου αγώνος.
Η Ενετοκρατία της Πελοπόννησου θα τελείωση γύρω στα 1715. Οι Τούρκοι δεν θα ησυχάσουν μ’ αυτό τους το πάθημα. Και θα επανέλθουν δριμύτεροι. Πριν κλείση το κεφάλαιον της Ενετοκρατίας και μιά και ο λόγος για τους αρματωλούς, ας αναφερθή, ότι οι αρματωλοί εβοηθούσαν την εποχήν εκείνη τους Ενετούς με 15.000 περίπου στρατό. Το ένα δέκατο και πλέον, από αυτό τον στρατό, τον διέθεταν οι Τριφύλιοι κλεφτοκαπεταίοι.



(1) ΠΑΝ. Β. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (Ταξιάρχου ΠΔ) «Φράγκοι-Ενετοί καί Τούρκοι στήν Πελοπόννησο 1204-1821, σελ.147
(2) Ή έκρηξις τής πυριτιδαποθήκης των Τούρκων στον Παρθενώνα (13 Σεπτεμβρίου 1687).
(3) ΜΙΜΗ ΗΛ. ΦΕΡΕΤΟΥ. «Μεσσηνιακά 1968»- Κυπαρισσία Δήμος, σελ.293.
(4) Σκόπιμον είναι νά σημειωθούν τά νέα ονόματα όσων άπ’ αυτά τά χωριά έχουν αλλάξει όνομα. (Λιγούδιστα =σήμερα Χώρα, Μαλενίτι = σ. Ξηρόκαμπος, Ποδογορά =σ. Περδικονέρι, Μουρτάτου σ.Γλυκορρίζι, Πιτσιά =σ.Ριζοχώρι, Ρίπεσι =σ.Κεφαλόβρυση, Καναλεπού =σ. Πλάτη, Αγορέλιτσα = σ.Αμπελόφυτο, Παιδεμένου = σ.Φλεσσιάδα, Σουλιμά =σ.Ανω Δώριο, Βλάκα = σ.Χρυσοχώρι, Κατσούρα σ. Ανω Βασιλικά (δεν κατοικείται) Κλέσουρα = σ. Αμφιθέα (μεταφέρεται), Βιδίσοβα = σ.Δροσοπηγή (δέν κατοικείται), Μποντιά =Μάλθη, Βαρυμπόπη =σ.Μοναστήρι, Σαρακινάδα =σ.Κρυονέρι).
(5) Πρόκειται γιά την ορεινή περιοχή των γνωστών «Σουλιμοχωριών»


Ένα ενδιαφέρον μνημείο, κατάλοιπο της παρουσίας των Ενετών (1685-1715) στην άνω πόλη της Κυπαρισσίας είναι η πύλη του πάρκου των Εισοδίων εγχάρακτη τη χρονολογία 1787.

Β. Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ


Προτού να κλείση της Ενετοκρατίας η περίοδος και πριν αρχίση να γίνεται λόγος για την δεύτερη Τουρκοκρατία, σαν, από ένα ξέχωρο χρέος και με σεβασμό άμετρο, θα γίνη λόγος για έναν άγιο, που θα μπορούσε να ισχυρισθή κανένας, πως ο ίδιος ο Θεός τον έστειλε, γιατί ο τόπος τόσο πολύ τον είχε ανάγκη. Για τον Χριστιανουπόλεως Άγιον Αθανάσιο.
Η περίοδος των Ενετών, σε συγκριτική σχέσι, μ’ εκείνη των Τούρκων, δε μπορεί να χαρακτηρισθή ούτε σαν καλύτερη, ούτε σαν χειρότερη. Η σκλαβιά, είναι σκλαβιά. Μπορεί βέβαια οι Ενετοί να ήταν πιο καλλιεργημένοι σαν άνθρωποι, συγκρινόμενοι με τους Τούρκους που ήταν πιο άξεστοι, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ήσαν πιο επικίνδυνοι. Ιδιαίτερα στον θρησκευτικό τομέα και στον οικονομικόν ακόμα.
Χαρακτηριστικά, αναφέρονται: ότι, οι μεν Τούρκοι έπαιρναν 250.000 ρεάλια σαν φόρους μιας χρονιάς απ’ όλη την Πελοπόννησον, οι Ενετοί είχαν διπλασιάσει το ποσό. Ο λαός βέβαια δε πλήρωνε με σκυφτό το κεφάλι. Ο πρεβεδούρος, Έμμος, σε μιά αναφορά του γράφει: «ο λαός, αρνείται παλληκαριάτικα να πληρώση τον φόρο». Ο παππάς πάλι Βενετός Φρά Παύλος Σάπρι, γράφει στην Βενετία. «Στις αποικίες σας πληροφορώ οτι οι Έλληνες είναι άπιστοι και σε λίγο εύκολα θα περάσουνε πάλι κάτω απ’ το ζυγό των Τούρκων. Να τους μεταχειρισθήτε λοιπόν σαν άγρια θηρία. Ξεριζώστε δόντια και νύχια, ξεφτελίζετέ τους και προ παντός πάρτε τους απ’ τα χέρια κάθε φονικό όργανο. Ψωμί και ξύλο, αυτό είναι ότι αρμόζει σ’ αυτούς. Φυλάχτε την ευσπλαχνία σας γιά καμμιά άλλη καλύτερη περίσταση».
Και όταν αυτά γράφωνται από ένα παππά, αυτό σημαίνει τουλάχιστον, οτι οι Έλληνες δεν ήταν «εύκολοι» στο έργο του, που δεν θα ήταν άλλο, παρά η προσπάθεια για «καθολικισμό». Οι σκλαβωμένοι ραγιάδες, προσπαθούσαν να μείνουν Έλληνες και Ορθόδοξοι. Και τον διμέτωπον αυτόν αγώνα, τον έκαναν προς δύο πάντα κατευθύνσεις: και προς τους Τούρκους και προς τους Ενετούς,
Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, εμφανίστηκε στην Αρκαδιά και σ’ όλη την περιοχή της ένας άνθρωπος, που σαν δώρο θεόσταλτο χαρακτηρίστηκε. Ήταν ο άγιος Αθανάσιος ο Χριστιανουπόλεως.

 

Ο άγιος Αθανάσιος, γνωστός με το όνομα Κορφιάτης ή Κορφιανός(1) εγεννήθηκε στην Κέρκυρα (1664- 1665). Το λαϊκόν όνομά του, κατά κόσμον, ήταν Αναστάσιος. Ο πατέρας του κατείχε επίσημη θέσι κοντά στον κυβερνήτη των νησιών του Ιονίου πελάγους. Στα 1684 δηλαδή στις πρώτες κιόλας ημέρες της Ενετοκρατίας, κι’ ενώ ο Αθανάσιος (Αναστάσιος ακόμα) ήταν παιδί είκοσι χρόνων, ο πατέρας του έφθασε στην Καρύταινα, όπου και ανέλαβε την διοίκησι του φρουρίου της πόλεως. Είχε άλλους τρεις γιους. Αναφέρεται ότι ο ένας, παντρεύτηκε και αποκαταστάθηκε στην Χριστιανούπολι, ο άλλος (λεγόταν Αντώνιος), παντρεύτηκε την αδελφή του γνωστού οπλαρχηγού της Καρύταινας Θανασά, (ο οποίος έδρασε με τον Τριφύλιον οπλαρχηγό Σουλιμιώτη) κι επολέμησε εναντίον των Τούρκων, και ο τρίτος κατατάχτηκε στο «Αρμιλάλειον Ενετικό Τάγμα».
Ο Αθανάσιος (Αναστάσιος για μιά ακόμα φορά), είχε τύχει μεγάλης μορφώσεως στην Κέρκυρα και στην Πελοπόννησο με την επιμονή των δικών του να μνηστευθή μιά πλούσια γυναίκα στην Πάτρα, αναγκάστηκε να δραπετεύση στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί γνωρίστηκε με τον τότε Πατριάρχη, Γαβριήλ, τον οποίον έπεισε να τον χειροτόνηση ιεροδιάκονο (1702). Στα 1711, εχήρευσεν η έδρα της Χριστιανουπόλεως. 

Ο Βενετός κυβερνήτης της Πελοπόννησου Έμμος, προτείνει την χειροτανία του εκκλησιαστικού ρήτορας και θαυμάσιου καθ’ όλα ανδρός, του γνωστού Ηλία Μηνιάτη. Αυτός όμως παραιτείται της χειροτονίας, υπέρ του Αθανασίου, τον οποίο στο μεταξύ ο Πατριάρχης είχε εκτιμήσει, και τον εξέλεξε μαζί με την σύνοδό του, σαν προκαθήμενο της Χριστιανουπόλεως(2).
Ο Αθανάσιος, εγνώριζε από της πρώτης στιγμής το δύσκολον έργο που τον επερίμενε. Τους Ενετούς τους εγνώριζε από την καλή, αφού δυο δεκαετίες, τις πρώτες της ζωής του, τις έζησε στο περιβάλλον τους- κοντά τους. Ήξερε ακόμα τις προσπάθειες των να εκλατινίσουν τον λαό. Σχετικό γραπτό αναφέρει: «...ο επίσκοπος Αθανάσιος ως πρώτον έργον και καθήκον εθεώρησε το να φροντίση διά την Ελληνοχριστιανικήν μόρφωσιν των νέων, διότι εγνώριζεν ότι οι Ενετοί με διαφόρους τρόπους έκλειαν τα σχολεία και με τον τρόπον αυτόν οι Ελληνόπαιδες μένοντες εις το σκότος της αγραμματοσύνης, μη μανθάνοντες ούτε των προγόνων των τας αρετάς και την ιστορίαν της εκκλησίας, αλλά και μη δυνάμενοι να μελετήσουν το Ευαγγέλιον και τα βιβλία της Ορθοδόξου των εκκλησίας, εύκολα τους εκέρδιζον διά του προσηλυτισμού εις τον καθολικισμόν. Ο νέος επίσκοπος συντηρεί τα παλαιά σχολεία, επανανοίγει τα κλεισθέντα και νέα τοιαύτα δημιουργεί όπου χρειάζονται.(3) Εμψυχώνει τους διδασκάλους, ευρίσκει νέους φλογερούς τοιούτους, πληρώνει ο ίδιος εκ του Ταμείου της Μητροπόλεως... Ο ίδιος λόγω της θέσεώς του και διότι έπρεπε να έρχεται εις επαφήν με τους Ενετούς άρχοντας, εξωτερικώς εφόρει λαμπρά ενδύματα, ενώ εσωτερικούς εφόρει τρίχινα σκληρά και πτωχά τοιαύτα...».
Όργωνε, δίχως να κουράζεται, όλη του την Μητρόπολη. Το καλοκαίρι ανέβαινε στην Καρύταινα. Και όταν άρχιζε να χειμωνιάζη και ώσπου να πιάση πάλι καλοκαίρι, κατέβαινε στην Αρκαδιά και στην γειτονική Χριστιανούπολι. Την εποχήν αυτήν, η Χριστιανούπολις, μς την παρουσία του Αθανασίου, γίνεται φάρος πνευματικός που φωτίζει κι’ εμψυχώνει τους Έλληνες και την Ορθοδοξία στην προσπάθειά τους να μη πέσουν και να συνεχίσουν ανόθευτα την δύσκολη πορεία τους μέσα στον χρόνο. Το έργο του υπήρξε διπλό. Θρησκευτικό κι’ εκκλησιαστικό από το ένα μέρος κι’ εθνικό-ελληνικό από το άλλο. Ο λαός -το ποίμνιό του, τον αγαπούσε και τον λάτρευε. Ζούσε άλλωστε ακόμα, ο άγιός του. Εποίμανε την Μητρόπολί του, 24 χρόνια, από το 1711 που χειροτονήθηκε μέχρι το 1735 που πέθανε. Ήταν τότε 71 χρόνων. Οι ταλαιπωρίες και η συνεχής εργασία, τον είχαν κουράσει. Αρρώστησε και πέθανε. «Θανόντος του Αθανασίου εν Χριστιανουπόλει και ταφέντος εκεί, και γενομένης ανακομιδής του λειψάνου, ευρέθη το σώμα του αγίου ημιλελυμένον και αρρήτου ευωδίας πνέον. Ο εξ αγχιστείας συγγενής αυτού Αθ. Κουλάς μετέφερε το ιερόν σκήνος εις Καρύταιναν τούτο είτα μετεφέρθη εις την μονήν του Προδρόμου, την κειμένην εις την Στεμνίτσαν»(4)
Γιά το όλο του έργο, για την όλη του πολιτεία, ακόμα και γιά τα θαύματα που αποδίδονται στον Αθανάσιον, η Μεγάλη του Χριστού εκκλησία, τον συγκαταρίθμησε μεταξύ των αγίων.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 17 Μαίου.
Την ημερα αυτή, πανηγυρίζουν οι Χριστιανοί. Στην Κυπαρισσία και συγκεκριμένα στην μεσαία εκκλησία της πόλεως, τον ιερό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου(5), όπου υπάρχει μεγάλη εικόνα του Αγίου Αθανασίου, ψάλλεται την ημέραν αυτή πανηγυρική λειτουργία, που την παρακολουθή σύσσωμος ο λαός της Κυπαρισσίας και της περιοχής, τιμώντας έτσι τον Άγιον Αθανάσιο της Χριστιανουπόλεως(6), για τον οποίον η περιοχή είναι περήφανη που είχε την αγαθή τύχη, σε δύσκολους και όχι πολύ μακρινούς καιρούς να έχη ποιμενάρχη, αυτόν τον Άγιο της Ορθοδοξίας.(7)

(1) Ονομα πού τό πήρε άπό τήν ιδιαίτερη πατρίδα τον, τήν Κέρκυρα που ήταν γνωστή μέ τ’ όνομα «Κορφοί»- από τό οποίο καί Κορφιάτης.
(2) Οι Χριστιανοί (τότε Χριστιανούπολις- σήμερα Χριστιανού), εγνώρισαν μεγάλη ακμή, στά μεσαιωνικά χρόνια. Εκεί είχε πρωτορριζώσει ό Χριστιανισμός, για τήν Τριφυλία. Ήταν έδρα επισκοπής μέχρι τό 1082, πού εγινε Μητρόπολις. Η αρχαιότητα, η σημασία καί η σπουδαιότης της Χριστιανουπόλεως φαίνεται από τά διάφορα έγγραφα τής εποχής. Το 1394 ενώθηκε μέ τήν Μητρόπολι της Κορίνθου. Μέ την επιδρομή των Φράγκων στήν Πελοπόννησο (1205) καταργήθηκε. Ξανάγινε Μητρόπολις Χριστιανουπόλεως καί Αρκαδίας στά 1283. Τό 1689, στην βενετική απογραφή, οι Χριστιάνοι είχαν 188 κατοίκους. Από το 1749 μέχρι το 1792, ή Μητρόπολις Χριστιανουπόλεως, φέρεται ενωμένη μέ την Πατριαρχική εξαρχία της Τριπολιτσάς. Πριν από την Επανάστασι του 1821 ή Μητρόπολις Χριστιανουπόλεως είχε στους κόλπους της, τις επισκοπές Λεονταρίου, Καρύταινας και Φαναριού. Ή δικαιοδοσία της, εκτεινόταν από τον Αλφειό, μέχρι τόν γνωστό ξεροπόταμο της Τριφυλίας, τόν «Λαγγούβαρδο».
(3) Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, θυμάται κανένας χωρίς προσπάθεια, τόν άλλο μεγάλον άγιο, τόν Κοσμά τον Αίτωλό...
(4) Δημ. Χρ. Λουκάκη (καθηγητού): Μεσσινιακά καί ίδια περί Φαρών καί Καλαμάτας (τεύχος Β). Αθήναι (1908) σελ. 288 καί 289,
(5) Δίπλα από τόν Ναό των Είσοδείων, υπάρχει τό παλαιό γυμναστήριο που οί πιό παλιοί τό ξέρουν και σάν «κήπο τού Δεσπότη» Έκει ήταν τούς καιρούς γιά τούς οποίους γίνεναι λόγος τό Μητροπολιτικό μέγαρο. Σώζεται ή έξωτερική βορεινή πύλη μέ ανάγλυφα πάνω στους πώρινους λίθους της και μέ επιγραφή καί χρονολογία: 1787 ΦΕΒΟΥΑΡΙΟΥ. Η συνοικία του Μπούρκου, θά έπρεπε νά ήταν τότε η αριστοκρατική συνοικία της Αρκαδίας. Εκεί είναι και η παλαιά βρύση «Πηγαδούλι».
(6) Ο Μητροπολίτης Τριφυλίας καί Ολυμπίας, φέρει και σήμερα άκόμα τιμητικά τον τίτλο τού «Χριστιανουπόλεως» φέρει επί πλέον καί τον τίτλο τού «Εξάρχου Αρκαδίας».
(7) Ό κόσμος της Κυπαρισσίας, τιμά τον Αγιο Αθανάσιο σήμερα και διαφορετικότερα. Διοργανώνει κάθε χρόνο εκδρομές- προσκύνημα στην μονή του Προδρόμου, που βρίσκεται κάτω από την Στεμνίτσα και πάνω από Λούσιο (παραπόταμο του Αλφειού), όπου φυλάσσονται τα λείψανα του Αγίου Αθανασίου Χριστιανουπόλεως.

Γ. ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΕΛΟΣ...


Το τέλος της Ενετοκρατίας, το ετοίμασαν μόνοι τους οι Ενετοί, με την όλη τους στάσι και συμπεριφορά απέναντι στους Ελληνες. Οι Ενετοί απεδείχθησαν με την διακυβέρνησή τους, στην αρχή -σαν ευεργέτες του τόπου, υστέρα όμως -σκληροί, τυραννικοί και άπληστοι. Αφαίρεσαν κάθε δικαίωμα από τον λαό. Από δε τούς προκρίτους πήραν και τα προνόμια που είχαν, άλλα και τα κτήματά τους.
Οι προύχοντες και πρόκριτοι της Πελοποννήσου δεν το συγχώρεσαν αυτό. Υποδαύλισαν το μίσος του λαού κατά των Ενετών. Την δυσφορία του λαού, πού δεν άργησε να ρθή, την εκμεταλλεύτηκαν. Στα 1714, αποφάσισαν να παρουσιασθούν στον Τούρκο Τοπάλ Οσμάν Πασά, που είχε την έδρα του στην Θήβα και διέθετε 50.000 στρατό. Πήγαν και του πρόσφεραν την πατρίδα τους την Πελοπόννησο «αυθορμήτως να ενωθή με την υπόλοιπον Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν». Δεν χαρακτηρίζεται η στάσις τους, απλώς αναφέρεται. Άλλωστε ανάμεσα σε δύο κακά, «το μή χείρον, βέλτιστον».
Δεν είναι γνωστόν αν από την περιφέρεια της Αρκαδίας, πήγαν πρόκριτοι στην Θήβα. Βέβαιον είναι κάτι άλλο, που και στην συνέχεια θα φανή. Πως οι Αρκαδινοί οπλαρχηγοί, πολέμησαν τους Τούρκους.
Ο Τοπάλ Πασάς, δέχτηκε την επίσκεψι και την προσφορά, όπως οι Εβραίοι στην έρημο το «Μάνα» Αμέσως δε, προκάλεσε «χάτι χουμαγιούν», δηλαδή «ιδιόγραφο Σουλτανικό διάταγμα». Μ’ αυτό ικανοποιούσε και τους ορούς και τις απαιτήσεις των προκρίτων. Με το διάταγμα αυτό, «η Πελοπόννησος θέλει διοικείται εις τον αιώνα τον άπαντα ως Ραγιάτ Ιμπαρέτ». Αυτό έλεγε, πώς οι Τούρκοι δεν είχαν δικαίωμα ν’ αναμιγνύωνται και να επεμβαίνουν στην τοπική διοίκησι των Ελλήνων, «αλλά μόνο οι Κοτσαμπάσηδες, οι Πρόκριτοι και οι Δημογέροντες εκάστης Κοινότητας απεφάσιζαν εις τας εκλογάς και εις την διανομήν των επιτόπιων φόρων»...
Φυσικά τέτοιες συμφωνίες, έμειναν από τους Τούρκους καταχτητές, πάντα στα χαρτιά. Μετά τον θάνατο μάλιστα του Τοπάλ Πασά, ούτε καν ετηρήθησαν.
Ο Τοπάλ Πασάς, δεν άργησε να βαδίση κατά της Πελοπόννησου. Την κάθοδό του υποστήριζαν και όσοι από τους προκρίτους, τον είχαν επισκεφθή και του είχαν εκθέσει τα πράγματα. Στο άκουσμα της καθόδου των Τούρκων στην Πελοπόννησο, πολλοί από τους Ενετούς μπήκαν στα πλοία και από τα Μεσσηνιακά λιμάνια, έφυγαν για την δύσι, για την πατρίδα τους.
Την απόφασι όμως και την ενέργειαν αυτών των μερικών προκρίτων της Πελοποννήσου δεν συμμερίστηκαν όλοι. Υπήρξαν πολλοί πού δεν ήθελαν πάλι τους Τούρκουσ στο κεφάλι τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Αρκαδινός (Τριφύλιος) αρματωλός Δήμος Σουλιμιώτης. Και κοντά του και άλλοι οπλαρχηγοί των βουνών της Πελοποννήσου. Ο Παναγιώτης Ροδακιώτης από την Κορώνη, ο Θανασάς από την Καρύταινα (συγγενής του Αγίου Αθανασίου -εξ αγχιστείας), ο Πέτρος Τσεχούρας και ο Ιωάννης Κουτσοποδιώτης από τα μέρη του Άργους.
Ο Δήμος Σουλιμιώτης, καταγόταν από την κώμην Σουλιμά και γι’ αυτό λεγόταν και Σουλιμιώτης, είχε γεννηθή όμως στο γειτονικό προς το Σουλιμά χωριό Λάπι, που σήμερα μονάχα τα χαλάσματά του βλέπει κανένας. Διακρινόταν για την ανδρεία του και την γενναιότητά του. Η πείρα του στον πόλεμο και στις κλεφτοαρματωλικές επιχειρήσεις, ήταν μεγάλη. Στα χρόνια, για τα οποία γίνεται λόγος, ο Δήμος Σουλιμιώτης «διετέλεσε Γενικός Αρχηγός πάντων των τότε κλεφτών και αρματωλών της Πελοπόννησου».
Όταν οι Τούρκοι είχαν κατεβή στην Πελοπόννησο και πολιορκούσαν το Ναύπλιο (2 Μαρτίου 1715), έχοντας άρχηγό τους τον Σερασκέρη Δαμάτ Αλή Πασά, ο Σουλιμιώτης μαζί με τους άλλους κλεφταρχηγούς, με τα παλληκάρια τους και λίγους Ενετούς, κράτησαν ηρωϊκά μέχρι τις 16 Ιουλίου. Τότε μη ελπίζοντας σε τίποτα καλύτερο, πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο με τα σπαθιά στα χέρια. Έγιναν φονικές συμπλοκές. Στο τέλος σώθηκαν μετρημένοι. Ο γενναίος και ατρόμητος Αρκαδινός πρωτοκαπετάνιος Δήμος Σουλιμιώτης, με 120 Αρκαδινούς, ο Θανασάς, ο Χρόνης με μερικά από τα παλληκάρια τους. Η Αρκαδία, η Τριφυλία, με τα παιδιά τους, είχαν αντιδράσει μια ακόμα φορά στους Οθωμανούς και είχαν δώσει ηχηρό το παρόν τους.
Σώθηκαν, για να συνεχίσουν, με μεγαλύτερο πείσμα, τον πόλεμο κατά των Τούρκων. ΚΓ έπεσαν αργότερα, πολεμώντας αργότερα, (1720) πάλι τους Τούρκους, στα γειτονικά χώματα της Ηλείας, κοντά στο χωριό Λαμπέτι.
Στα 1715 όμως, οι Τούρκοι έχουν ξανακαταλάβει τον Μόρια. Οι Ενετοί, ύστερα από την κατοχή «28 ετών, κατά την όποιαν οι Πελοποννήσιοι εδοκίμασαν την ωμήν βίαν, την σκληρότητα και βαρβαρότητα», έχαναν το Μοριά. Η περίοδος τής Ενετοκρατίας καί γιά τήν Άρκαδιά, έπαιρνε τέλοί. Μιά νέα περίοδος, με βαρβαρότητες και δουλειά αχαρακτήριστη, άρχιζε. Ηταν η περίοδος της δεύτερης Τουρκοκρατίας, πού θα κρατήση μέχρι το 1770.
Ο «Μπούρκος» η αγαπημένη γειτονιά των Ενετών της Αρκαδίας, παραχωρούσε την θέσι του στην περιοχή που βρίσκεται κοντά και ανατολικά του κάστρου, γύρω από τον πλάτανο και τις βρύσες, γιά τις οποίες και άλλη φορά έγινε λόγος,
Τα χρόνια, αργά και πένθιμα, άρχιζαν πάλι να κυλούν τα σκουριασμένα γρανάζια τους. Οι φωτιές όμως για ελευθερία, συνέχεια άναβαν. Δεν έσβησαν ποτέ στο χώρο της Αρκαδιάς και των βουνών της. Έκαιγαν πάντα, γιατί τα παιδιά της ήξεραν και να τις ανάβουν και να τις συδαυλίζουν.

Στάθη Ηλ. Παρασκευόπουλου- Γιάννη Γερ. Παυλόπουλου
"Η Κυπαρισσία (Αρκαδιά) και η ιστορία των αιώνων της".
Κυπαρισσία 1971. Τύποις Όθωνος Καγιάφα.

ΠΗΓΗ: https://aristomenismessinios.blogspot.com/2016/11/blog-post_4.html

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.