Αντώνης Ανδρουλιδάκης

 Υπάρχουν ήδη αρκετοί στην επιστημονική κοινότητα που υποστηρίζουν ότι το «φάρμακο» –και η ψυχιατρική ειδικότερα– δεν θα πρέπει να έχουν ρόλο στη θεραπεία του Τραύματος. Κι αυτό γιατί, καθώς εντοπίζουμε το Τραύμα στο σώμα, διαρρηγνύουμε σιωπηρά τις συσχετίσεις του ανθρώπινου πόνου με τις απάνθρωπες συνθήκες που τον προκαλούν. Ο ρατσισμός, η καταπίεση, η βία, η φτώχεια, η παιδική κακοποίηση και η παραμέληση αποσιωπώνται, αφού υπάρχει το «φάρμακο» (Burstow, 2003 και Wilkerson, 1998). Με την ίδια έννοια, οι συνθήκες που προκαλούν το νεοελληνικό Τραύμα, η εξάρτηση, ο παρασιτισμός, η φτωχοποίηση, ο εις βάρος της χώρας διεθνής καταμερισμός της εργασίας, ο διεθνικός ρατσισμός, ο ρόλος μας ως περιφέρειας του καπιταλισμού, εν τέλει ο ίδιος ο διεθνής καζινοκαπιταλισμός, αποσιωπάται, αφού υπάρχει το «φάρμακο» menoumeuropex!
      Φαίνεται, όμως, ότι ακόμη και η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων του Τραύματος δεν αρκεί για να εμποδίσει την εμφάνισή του, όπως θα περίμενε κανείς, ακολουθώντας μια λογική αντίστοιχη με έναν εμβολιασμό που είναι αρκετός για να σταματήσει την εξάπλωση της πολιομυελίτιδας. Με άλλα λόγια, οι μνημονιακές επιπτώσεις, η αποικιοποίηση της χώρας, ο πλήρης ευτελισμός της όποιας δημοκρατίας, η εκποίηση του «δημόσιου σώματος», δεν εμπόδισαν την ανάδυση του εθνικού Τραύματος. Το αντίθετο μάλλον. Το παρόξυναν. Και νά γιατί ο ευρωπαϊκός-νεωτερικός «εμβολιασμός» δεν εμπόδισε εν τέλει την εξάρτηση, ούτε απάλλαξε το «ελληνικό σώμα» από τις χρόνιες παθογένειές του. Όπως ακριβώς η επίγνωσή μας γύρω από το διαπροσωπικό ψυχικό τραύμα δεν περιόρισε ούτε κατ’ ελάχιστο τη βαρβαρότητα κατά των παιδιών και των γυναικών, ούτε σταμάτησε τους πολέμους, τις γενοκτονίες και την κάθε είδους βία, αλλά συνεχίστηκε σαν να μην υπάρχει όριο στην ανθρώπινη σκληρότητα. Αποδεικνύεται, έτσι, ότι αν θεωρεί κανείς το «φάρμακο» ως την κύρια μέθοδο θεραπείας του Τραύματος, οι πιθανότητες να διακοπούν οι συνέπειές του είναι εξαιρετικά περιορισμένες, όσο παραμένουμε προσκολλημένοι στη «θεραπεία». Λες και η «θεραπεία» είναι εν τέλει αντι-θεραπευτική, για να μην πούμε πως είναι και νοσογόνος.

      Ο λόγος για τον οποίο συνεχίζεται σχεδόν απρόσκοπτα ο ρόλος του «ευρωπαϊκού φαρμάκου» στη θεραπεία του ελληνικού Τραύματος, παρά το προφανές ότι έχει αποτύχει παταγωδώς και στη στοιχειώδη θεραπεία, αλλά και πολύ περισσότερο στην άρση των συνθηκών που προκαλούν το Τραύμα, βρίσκεται μάλλον στο γεγονός ότι το «φάρμακο», η «κουλτούρα του φαρμάκου» που  υιοθέτησε εκ συστάσεως η νεωτερικότητα και, βέβαια, έσπευσε να λατρέψει ασμένως και η νεοελληνική κοινωνία, ενισχύει ή επιβάλλει μια ιδιόμορφη αίσθηση της ευθύνης και ως εκ τούτου και μια ιδιαίτερη μορφή κοινωνίας. Κι όπως έχουν παρατηρήσει αρκετοί ψυχίατροι ειδικευμένοι στο Τραύμα, «Το ζήτημα της ευθύνης, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, είναι στον σκληρό πυρήνα του πως μια κοινωνία ορίζει τον ίδιο τον εαυτό της» (VanderKolk, McFarlane, & Weisaeth, 1996, p. Xi).
      O Thomas Szasz υποστήριξε, ήδη από το 2001, ότι η υπερ-ανάδειξη της Ιατρικής είναι ένας σημαντικός λόγος για την παρακμή της Δημοκρατίας στην αμερικανική κοινωνία και χρησιμοποίησε μάλιστα τον όρο Pharmacracyγια μια κοινωνία που κυβερνάται από μια ιατρικοποιημένη αντίληψη της πραγματικότητας. «Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το κάθε είδους ανθρώπινο πρόβλημα ως εκ φύσεως «ιατρικό πρόβλημα» και άρα επιδεχόμενο κάποια μορφή «ιατρικής θεραπείας». Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι περίπου με τον ίδιο τρόπο η νεοελληνική κοινωνία αντιλήφθηκε τα προβλήματά της ως επιδεχόμενα μια ευρωπαϊκή-νεωτερική «θεραπεία», έναν εκσυγχρονισμό για τον Σημίτη, μια επανίδρυση του κράτους για τον Κωστάκη, μια μεταρρύθμιση για τον Γιωργάκη ή πολλές αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τους μνημονιακούς διαδόχους τους. Ακόμη και ο Γιάνης για θεραπεία μιλά, άσχετα, βέβαια, αν ορίζει τη συγκεκριμένη θεραπεία ως νόσο. Σχεδόν όλοι έχουμε πλέον πεισθεί ότι αυτή η κοινωνία έχει ανάγκη μιας νεωτερικής «θεραπείας». Μιας «θεραπείας» που προσκαλούμε εναγωνίως να εφαρμόσουν λογής-λογής «ειδικοί ιατροί», από το IRSτων Η.Π.Α. που καλούσε ο συνετός και προνοητικός κύριος Αλέκος Παπαδόπουλος, μέχρι την Task Force εκείνου του Horst Reichenbach. Κι αν ο Szasz χρησιμοποιεί τον όρο Pharmacracy για να αναδείξει τον ρόλο του «φαρμάκου» στην αμερικανική παρακμή, δεν θα ήταν ίσως άστοχο να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «Μοντέρνα Θεραποκρατία» για να αποκαλύψουμε τον ρόλο του θεραπευτικού εκμοντερνισμού στη νεοελληνική παρακμή. Καθώς, όμως, η «θεραπεία» της νεοελληνικής κοινωνίας έγινε ο κυρίαρχος κριτής της Αλήθειας μας, το νέο Ποθούμενό μας –μετά την απελευθέρωση της Πόλης–, τροποποιήθηκε, επίσης, ολόκληρο το αξιακό σύστημα της κοινωνίας μας. Ο Szasz εκτιμά ότι κάτω από το καθεστώς της Pharmacracy αναδύθηκε μια νέα Ηθική  που υποστηρίζει την ευθύνη για τις καλές μας πρακτικές ενώ από την άλλη δικαιολογεί τις αρνητικές, θεωρώντας τις ως αποτέλεσμα κάποιας ασθένειας ή διαταραχής. Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι κάτω από το μεταπολιτευτικό καθεστώς της Μοντέρνας Θεραποκρατίας πανηγυρίσαμε τη συμβολή όλων μας στα «μεγάλα κατορθώματα» των Ολυμπιακών ή του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο, δικαιολογήσαμε, όμως, τη θλιβερή σημερινή μας πραγματικότητα ως συνέπεια της σχεδόν «κληρονομικής μας νόσου» που ξεκινάει από το Βυζάντιο, πηγαίνει στην οθωμανική δεσποτεία, στους κοτζαμπάσηδες του 1821  και στον σκοταδιστικό ρόλο της Εκκλησίας ή μπορεί να φτάνει και μέχρι την αρχαιοελληνική προγονοπληξία και, σε κάθε περίπτωση, καταλήγει στο «Φταίει, γαμώτο, που δεν περάσαμε Διαφωτι(ζ)μό».
      Το αποτέλεσμα, λέει ο Szasz, είναι ένα έθνος ανθρώπων που αποφεύγουν την ευθύνη για τις πράξεις τους, κατηγορώντας τη νόσο ή τη γενετική κληρονομικότητα για συμπεριφορές που στην πραγματικότητα αντανακλούν ελλειμματικό χαρακτήρα και ανευθυνότητα. «Το ‘φάρμακο’, η ‘θεραπεία’», συνεχίζει ο Szasz, «υπονομεύει την προσωπική ευθύνη και κατά συνέπεια την ίδια την κοινωνική δομή.» Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να υπάρξει πιο εύστοχη διαπίστωση για τη νεοελληνική κοινωνία, όπου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο χρόνιος «θεραπευτικός εκμοντερνισμός» υπονόμευσε την ευθύνη του καθενός μας και διέλυσε εν τέλει τον κοινωνικό ιστό, οδηγώντας και στη μνημονιακή πραγματικότητα αλλά και στον τρόπο που την ανεχόμαστε.
      Είναι δύσκολο να αγνοήσουμε την επιρροή αυτής της ιατρικοποίησης στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, την κοινωνία μας, αλλά και –κυρίως– στις λύσεις που επινοούμε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μας. Οι λύσεις είναι πάντα «παυσίπονες», «φαρμακευτικές», «εισαγόμενες», έξω από μας και την «αρρώστια» μας.  Εν τέλει, έξω από την ατομική μας ευθύνη και –βέβαια– δυνατότητα.
      Όσο το πρόβλημά μας αναφέρεται σε κάποιο Διαφωτιστικό έλλειμμα, τόσο μοιάζουμε όλο και πιο πολύ με εκείνο το εκ γενετής άρρωστο άτομο που δεν είναι πια ένα «κακό αγόρι» και η κατάστασή του δεν οφείλεται σε κάποιο έλλειμμα αλλά σε μια περίπου φυσική κατάσταση. Γιατί, όπως το θέτει ο φιλόσοφος και ιστορικός της επιστήμης George Canguilhem, «η ασθένεια δεν έχει πλέον σχέση με την ατομική ευθύνη» κι έτσι, αν η κοινωνία μας είναι ασθενής από κάποια σχεδόν κληρονομική ατέλεια, εμείς μάλλον δεν μπορούμε και να κάνουμε πολλά πράγματα εκτός από το να περιμένουμε, να προσδοκούμε ή και να εκλιπαρούμε για ένα μαγικό φάρμακο, μια Διαφωτιστική θεραπεία, προφανώς από τη Δύση.
      Η ψυχοθεραπεύτρια δρ. Laura K. Kerr, από το πανεπιστήμιο του Stanford, υποστηρίζει: «Μια στοιχειώδης ματιά στα γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία των Η.Π.Α. αποκαλύπτει επίσης τους ‘γενετικούς παράγοντες’ στη βάση κατανόησης της ανθρώπινης φύσης και ερμηνεύει γιατί το ‘θεραπευτικό’ μοντέλο είναι τόσο ελκυστικό σήμερα. Από την ίδρυσή της, η αμερικανική δημοκρατία σχεδιάστηκε για να εξισορροπήσει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών σε σχέση με τις ευθύνες τους για την κοινωνία. Η προσοχή στα ατομικά δικαιώματα αντανακλούσε τις ιδιαίτερες συνθήκες ανθρώπων που είχαν φύγει από τις πατρίδες τους. Οι Η.Π.Α. ήταν αποτέλεσμα αυτής της φυγής. Πολλοί είχαν κατορθώσει να διαφύγουν από θρησκευτικές και άλλες μορφές διώξεων και καταπίεσης και, αν και προέρχονταν από διαφορετικές κοινωνίες και διαφορετικές κουλτούρες, εκείνο που μοιράζονταν ήταν η κοινή τραυματική εμπειρία τους. Η διαμόρφωση της αμερικανικής δημοκρατίας και του Δικαίου δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εμπειρία του Τραύματος. Η προσπάθεια αποφυγής επανάληψης του τραυματικού παρελθόντος οδήγησε σε μια νέα κατανόηση του τι σημαίνει άνθρωπος, που όχι μόνο προστατεύεται από τις απειλές για τη θρησκευτική ελευθερία αλλά, επιπλέον, θέτει τα ατομικά δικαιώματα πάνω από τις κοινωνικές ευθύνες.»
      Αντιλαμβάνεται έτσι κανείς την ανάδυση μιας νέας και πρωταρχικής σημασίας του ατομικού δικαιώματος για τη νεωτερικότητα σε βάρος της κοινωνικής ευθύνης ως απάντηση-αντεπίθεση-υπεραναπλήρωση στο πρωταρχικό Τραύμα. Πρόκειται για μια εξέλιξη στην οποία το Τραύμα συστήνει Πόλιν, στον αντίποδα ακριβώς της ελληνικής πολιτειολογίας που συστήνει Πόλιν, με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτρέψει την πιθανότητα του Τραύματος. Αυτός ο Τρόπος-Τόπος, ο δικός μας, δεν υπήρξε ποτέ, μέχρι σήμερα, ένα άθροισμα «τραυματισμένων» υπάρξεων. Αυτός ο Τρόπος-Τόπος δεν συγκροτήθηκε ως συνέπεια μιας φυγής αλλά ως δημιουργικός «ερχομός». Τραυματίστηκε, όμως, κυρίως κατά τη γέννηση του ως κρατική οντότητα.
      Ως εκ τούτου στο παγκοσμιοποιητικό φαντασιακό, εάν το Τραύμα συστήνει την κοινωνία, τότε οι κοινωνίες που δεν διαθέτουν κάτι τέτοιο «οφείλουν» να το εφεύρουν. Και όχι μόνο να το εφεύρουν αλλά και να το θεραπεύσουν, εισάγοντας αβασάνιστα τους «γενετικούς παράγοντες» ως βάση κατανόησης του ανθρώπινου «είναι» –δηλαδή, το νομικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο των ατομικών δικαιωμάτων ως εξισορρόπηση κάποιου κατά τα λοιπά ανύπαρκτου Τραύματος– και την ακρωτηριασμένη κοινωνική ευθύνη –δηλαδή, την ανάθεση και την αντιπροσωπευτική ολιγαρχία– ως Δημοκρατία. Ακούγεται κάπως αστείο, αλλά η μοντέρνα Δύση και οι ντόπιοι εκπρόσωποί της, μας καλούν μανιωδώς εδώ και δεκαετίες να θεραπεύσουμε –υιοθετώντας, προφανώς, τη δική τους θεραπεία– ένα Τραύμα που δεν έχουμε υποστεί. Μας ζητούν να εισαγάγουμε το Τραύμα τους, για να θεραπεύσουμε εν συνεχεία με τη δικιά τους θεραπεία ένα Τραύμα που ποτέ δεν είχαμε. Και έχουμε πεισθεί πια για τα καλά ότι αυτό είναι το μόνο γιατρικό. Και βασανιζόμαστε δεκαετίες ολόκληρες να εισαγάγουμε στο συλλογικό μας σώμα αυτό το Τραύμα ως την τέλεια θεραπεία. Τα Μνημόνια ίσως είναι η τελευταία θανατηφόρα δόση. Αλλά αρκεί, άραγε, η επίγνωση ότι το Τραύμα μας είναι ακριβώς αυτό που κάποιοι μάς πλασάρουν για Θεραπεία;

Το «Ελληνικό τραύμα» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νησίδες.

πηγή: Αντίφωνο