Νόνη Σταματέλου*
Με αφορμή το “Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων”, του Χρήστου Γιανναρά
(ένα βιβλίο που δεν πήρε ποτέ θέση στη βιβλιοθήκη μου…)
Έφυγε ο Χρήστος Γιανναράς. Στην καρδιά του ελληνικού καλοκαιριού, έχοντας στην ανάσα του την αλμύρα των Κυθήρων και την έγνοια των αγαπημένων του, ενώ τα τζιτζίκια χαλούσαν τον κόσμο στ’ Αρωνιάδικα.
Ο άρχοντας των γραμμάτων, ο χαρισματικός δάσκαλος της φιλοσοφίας, της Θεολογίας, ο πρωτομάστορας του λόγου, ο κοσμοπολίτης, ο ξεχωριστός.
Και αίφνης γέμισαν οι οθόνες μας με φωτογραφίες του, λόγια αγάπης , αποχαιρετισμούς,τίτλους των βιβλίων του, χωρίς να λείπουν βέβαια και λόγια φαρμακερά απ’ τους αιώνιους αντιπάλους του. Και μια συγκαλυμμένη αδιαφορία απ’ την επίσημη πολιτεία για έναν άνθρωπο που της ήταν ενοχλητικός, αν και δεν τον καταλάβαινε, της θύμιζε όμως πολύ συχνά τι σημαίνει «Πολιτική» κατά τον Αριστοτέλη και πόσο απείχε απ’ αυτήν,αιώνες τώρα η Ελλαδική πραγματικότητα.
Για πρώτη φορά τον είδα στη Θεσσαλονίκη το 1982, στα φοιτητικά μου χρόνια σε μια διάλεξη στο αμφιθέατρο της Φυσικομαθηματικής Σχολής και με είχε μαγνητίσει .
Θυμάμαι να παρακολουθώ όρθια στο τέλος ακουμπισμένη στον τοίχο και ασυναίσθητα βρέθηκα μπροστά στην έδρα. Μου είχαν εξάψει την περιέργεια τα τόσο αντιφατικά σχόλια στα φοιτητικά στέκια. Οι αριστεροί τον έλεγαν δεξιό , κι οι οργανωσιακοί αιρετικό.
Η αλληλογραφία μας ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, όταν νοσηλευόμουν σε σοβαρή κατάσταση σε μια κλινική στα Γιάννενα. Λίγο πριν τα τριάντα μου. Στο κομοδίνο το "Σχόλιο στο Άσμα ασμάτων", εκδόσεις Δόμος. Ήταν το τρίτο βιβλίο που διάβαζα, μετά το "Πείνα και δίψα" και το "Καταφύγιο ιδεών".
Θεώρησα τύχη και ευλογία να χαθώ μέσα σε μια τόσο ποιητική γραφή, που μου αποκάλυπτε συνεχώς αλήθειες που είχα ανάγκη, μου απαντούσε στα πιο βαθιά υπαρξιακά μου ερωτήματα, αλλά ταυτόχρονα με ταξίδευε σε μια γλωσσική πανδαισία. Η ελληνική γλώσσα σε όλη της τη λάμψη,να αποδίδει συγκλονιστικά το κτιστό και το άκτιστο. Να χρωματίζει τη χαρά, το ρίγος , την ελπίδα, το θαύμα και το τραύμα του έρωτα. Και να ντύνει μουσικά ,όλο το δράμα του ανθρώπου, να έχει σε εγρήγορση όλες τις αισθήσεις σου. Κι εγώ να προσεύχομαι ,απλά να ζήσω.
Να διαβάζω λαχανιάζοντας, όπως ο ορειβάτης που αψηφά τον κίνδυνο προκειμένου να φτάσει στην κορυφή. Να ακούω , να αγγίζω τη φύση, να γαληνεύω, να σπαρταράω από ομορφιά, να απωθώτον θάνατο, να πιστεύω, να αμφιβάλλω,να πιστεύω πάλι,να βασανίζομαι. Πρώτη φορά διάβαζα κάτι τόσο δυνατό για τη σχέση του έρωτα με την οδυνηρή αναζήτηση του Θεού, για το σπαρακτικό τέλος κάθε έρωτα του υποταγμένου στα όρια της ανθρώπινης θνητότητας.
«…Είτε για τον Θεό είναι ο έρωτας , είτε για διπλανό άνθρωπο. Με την ίδια αγαπητική έκ-σταση την «εγκαταμεμιγμένη» στις δυνατότητες της φύσης μας.»(σ.105)
Κάθε ανάγνωση βιβλίου είναι ένα πολύ προσωπικό γεγονός. Κλείνοντας το Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων έψαξα μολύβι και χαρτί.
Ήθελα να μιλήσω στον συγγραφέα πάση θυσία. Και τα δυο χέρια μου ήταν πρησμένα και μπλαβιά απ' τις σπασμένες φλέβες, οι οροί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, μέρα νύχτα. Κι έξω η Άνοιξη στις δόξες της. Γράφω σε ένα παλιό μου ποίημα :
«...Παλίνδρομη κύηση με επιπλοκές/ φόβος σηψαιμίας, καισαρική/ Κι έπειτα /άδειο σακί πεταμένο το σώμα μου/διπλωμένο απ’ τον πόνο/
Έπεφτε μια ανοιξιάτικη βροχούλα στο τζάμι/κι ο ρυθμός του ορού/μελωδία θανάτου στο δωμάτιο Ένα…»
Ήρθε η άγια μέρα που μου έβγαλαν τους ορούς, οπότε αμέσως έγραψα ένα γράμμα στον Γιανναρά. Πρέπει να ήταν πολύ δυνατά αυτά που έγραψα, γιατί συγκινημένος μου απάντησε σε μια εβδομάδα. Από τότε η επικοινωνία μας ήταν τακτική. Τα γράμματά του βάλσαμο στη μιζέρια της επαρχίας, όπου πάλευε να με καταπιεί η υπηρεσιακή καθηκοντολογία και εκείνος να με στηρίζει λέγοντας :«Είναι αρχοντιά να διδάσκεις θρησκευτικά στο σχολειό», να επιμένει ότι έχω χάρισμα στη γραπτή έκφραση, να με προκαλεί να κάνω διατριβή, να μου στέλνει το θέμα, εγώ να εμβαθύνω όλο και πιο πολύ στη σκέψη του, να ξαναβρίσκω την Πατερική θεολογία, τους Νηπτικούς, τον Σεφέρη, τον Λορεντζάτο, την Ελβετία, το Παρίσι...
Όταν τον συνάντησα στην Αθήνα και από τότε δεν χαθήκαμε ποτέ, είχα την αίσθηση ότι συναντώ έναν ημίθεο. Μιλούσαμε πολύ, τον ρωτούσα σχεδόν με αφέλεια, για τα πάντα. Ο αέρας του, η ματιά του, η φωνή του, όντως τον έκαναν να μοιάζει σαν να μην ήταν ένας θνητός σαν όλους μας ,αλλά κάτι άλλο.
Κατάλαβα ότι θεωρεί το « Σχόλιο στο άσμα ασμάτων» ό, τι καλύτερο έχει κάνει σε γραπτό λόγο. Το χαρακτήριζε « ένα δοκίμιο για τον έρωτα ».
Ο Γιανναράς είχε τη γοητεία ενός ποιητή. Τη λαχτάρα για αληθινή ζωή, την «όντως ζωή»,τη βιασύνη να προλάβει τον χρόνο και μια υποβόσκουσα μελαγχολία για το επερχόμενο τέλος και το άγνωστο.
Ο πόλεμος συνεχίστηκε απ’ τους συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους, απ’ τους οποίους χαρακτηρίστηκε αιρετικός , αργότερα χαρακτηρίστηκε ο ίδιος «συντηρητικός» απ’ τους λεγόμενους πολιτικά προοδευτικούς, γράφτηκαν πολλά κι ακόμα γράφονται.
Το πάθος του να διασωθεί η ελληνικότητα του Σεφέρη και του Ελύτη, του Πικιώνη και του Λορεντζάτου, δεν κατανοήθηκε. Η επιμονή του, συχνά εκφρασμένη με απόλυτο τρόπο, να αποβάλει η ορθόδοξη Εκκλησία τα κατάλοιπα του ευσεβισμού, θεωρήθηκε αντιδυτικό μένος. Πολύ μελάνι λοιπόν έχει ξοδευτεί για όλα αυτά. Η δίψα του να επιστρέψει το ορθόδοξο ήθος στο πνεύμα του Παπαδιαμάντη, επίσης παρερμηνεύτηκε.
Θυμάμαι πόσο λυτρωμένος φαινόταν όταν μου μιλούσε για τη συνάντησή του με τον Θεόκλητο Διονυσιάτη στο Όρος , (γνωστή η ρήξη ανάμεσά τους , αίρεση του «νικολαϊτισμού» και άλλα δαιμόνια…), μετά από πολλά χρόνια, στο κελί του, που αγκαλιάστηκαν κι έκλαψαν μαζί. Αυτό και μόνο δηλώνει ότι ο Γιανναράς πονούσε για τα πράγματα για τα οποία έγραφε και ουδέποτε εκφράστηκε χλιαρά για κάτι, ούτε στις επιφυλλίδες, ούτε στα βιβλία. Αλλά και στις διαλέξεις του, έπαιρνε φωτιά, παθιαζόταν, όπως κάθε αληθινός δάσκαλος.
Στο «Πείνα και δίψα», που με συνεπήρε και με εισήγαγε μετά στο «Σχόλιο στο άσμα ασμάτων» γράψει : «Ο έρωτας είναι ακριβώς μια έλλειψη, μια ανάγκη πλήρωσης, μια οδυνηρή αναζήτηση του Θεού» (σ. 80)
Παλεύει σε όλη του τη ζωή με τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Τον συμβατικό γάμο, το νομικίστικο πνεύμα της νηστείας, της ελεημοσύνης.
Έρωτας σημαίνει έκ-σταση!
Πιστεύει πως στη Δύση ο γάμος καθιερώθηκε ως νομιμοποίηση της σεξουαλικότητας, κατανοήθηκε όχι σαν μυστήριο, όχι σαν ελευθερία απ’ τον θάνατο.
«…Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ , ούτε εξέτασε η θρησκεία τα κίνητρα της γαμικής ένωσης. Αν είναι έρωτας, αν είναι οικονομικό αλισβερίσι…φαρμακωμένη υποταγή στη γονική αυθαιρεσία. Ο γάμος ευλογείται στα τυφλά με καταργημένα τα μάτια μπροστά στη ζωή, μόνο με την ψηλαφητή μεζούρα των νομικών προϋποθέσεων. Πληθώρα κανόνων και κωδικών διατάξεων μηρυκάζουν σχολαστικά τις προϋποθέσεις». (σ.127).
Στο ευαγγέλιο της Εκκλησίας ο ερωτικός άνθρωπος σαρκώνει τον τρόπο της ζωής και ο θρησκευτικός άνθρωπος τον τρόπο του θανάτου. Αποκαλυπτική εικόνα της διαστολής : <<η αντιπαράθεση της πόρνης που πλένει με μύρα τα πόδια του Χριστού και του θρησκευτικού περίγυρου που διαμαρτύρεται για την απώλεια του μύρου…» ( σ.80)
Ο αληθινά ερωτευμένος δεν έχει αξιοπρέπεια, γι΄ αυτό μοιάζει να ΄χει την αγιότητα του σαλού.
Ο Χ. Γ. μας χάρισε τη γλώσσα του για να εκφράσουμε μεγάλες διαχρονικές αλήθειες για τον έρωτα και τον Θεό, προπαντός τη δική μας αγωνία και για τα δύο, αφού και τα δύο σχετίζονται με τον θάνατο και τη γεύση του στην απώλεια ή τη νοσταλγία του παραδείσου .
Αλήθειες που δεν χωρούσαν στα συνηθισμένα λεκτικά σχήματα.
Έχω τη βεβαιότητα, ότι αυτά που γράφουμε μετά την αναχώρησή του δεν θα ήθελε να είναι ξύλινες επιστημονικές κουβέντες για έναν μεγάλο στοχαστή, Θεολόγο συγγραφέα και άλλα πολλά. Πιστεύω πως θα ήθελε να μιλάμε γι' αυτόν πιο ζεστά και πιο προσωπικά. Όπως έζησε και σχετίστηκε με τους ανθρώπους που γνώρισε.
Με ουσία έζησε τη σχέση του με τους διανοούμενους, τους μαθητές του, τους απλούς ανθρώπους που συναντούσε στα αγαπημένα του Κύθηρα, τους αναγνώστες και θαυμαστές του.
Έτσι θέλει να μιλάμε και να γράφουμε γι' αυτόν, με ζεστασιά.
Ένας ύμνος δοξαστικός στον έρωτα το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου πάλι και πάλι, αφού ποτέ δεν μπήκε στη βιβλιοθήκη, αλλά σαν κάτι ζωντανό, κινείται μια ζωή μέσα στο σπίτι, στο γραφείο, στη βεράντα, στο κομοδίνο. Ο Χ. Γ. εμπνέεται απ’ το Άσμα Ασμάτων της Π. Δ., απ’ την ομορφιά των γαμήλιων ασμάτων, επισημαίνοντας πεισματικά την αναγκαιότητα απενοχοποίησης του έρωτα και την απαλλαγή του απ’ τις λαθεμένες ιουδαϊκές αντιλήψεις ,κραυγάζει ότι η Εκκλησία κομίζει μια ριζικά διαφορετική αντίληψη και ερμηνεία της γενετήσιας ορμής, σε σχέση με τα πανάρχαια στοιχεία που υιοθέτησε από όμορους λαούς η ιουδαϊκή παράδοση.
Ο Γιανναράς για τα μεγάλα,τα θεμελιώδη ζητήματα της ζωής, δεν δογματίζει. Απαλλαγμένος από το βάρος κάθε βεβαιότητας, με μια σχεδόν εφηβική ορμή μέχρι τέλους, όπως τα πουλιά στα δέντρα την Άνοιξη, απλά τραγουδάει και ζει με το τραγούδι.Φιλοσοφεί, θεολογεί, καταθέτει, θαυμάζει, οργίζεται, απορεί, ονοματίζοντας κάθε κεφάλαιο με όρους μουσικούς.
Ξεφυλλίζοντας μετά από χρόνια αργά αυτό το βιβλίο, έχοντας ζήσει τη μισή μου ζωή, έχοντας αγαπήσει, έχοντας δει από κοντά τον θάνατο, έχοντας ελπίσει και απελπιστεί, έχω μια άλλη αίσθηση από αυτή της πρώτης ανάγνωσης.
Βλέπω μια ποιητική γραφή με ένταση μουσικού οργάνου στην κορύφωση της συναυλίας. Βλέπω πιο καθαρά το δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης , την αγωνία να πιστέψει στην αθανασία.
Θα’ λεγε κανείς πως δεν υπάρχει πάντα ειρμός στην εκφραστική, χάνεται, όπως χάνεται η ελπίδα του ανθρώπου στο Θεό, στον έρωτα και στην αθανασία. Κι έπειτα πάλι ένας αέρας τα βάζει ξανά όλα στη θέση τους.
«Δίχως κρατούμενα και δίχως μέτρο. Ζούμε μόνο για τον Άλλον και χάρη στον Άλλον. Τα δίνουμε όλα, τα παίρνουμε όλα. Κάθε εξασφάλιση, κάθε σιγουριά. Τους δεσμούς και τις οφειλές μας .Το καλό μας όνομα , το κύρος ή τη φήμη μας. Τα σχέδιά μας, τις ελπίδες μας. Έτοιμοι για όλα, ακόμα και για τον θάνατο , για χάρη του αγαπημένου».(σ.13)
Σε άλλο σημείο όμως…
«Ζούμε το θαύμα του έρωτα ο καθένας από μόνος του, ο Άλλος είναι μόνο η αφορμή. Ώσπου να συντριβούν οι ασύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στα αρράγιστα κελύφη» (σ.18).
Το ότι δεν συντηρεί βεβαιότητες ,αλλά αφήνεται όπως κάθε θνητός στη ζωή να του απαντήσει, φαίνεται και στα συχνά ερωτηματικά που θέτει , όπως :« Ο έρωτας βεβαιώνει την αθανασία - άραγε είναι μόνο ψευδαίσθηση ;» (σ.27)
« Πως μπορεί να είναι καλή λίαν η φύση όταν περικλείει το ενδεχόμενο του θανάτου» ; (σ.115)
«Το σκοτάδι αυτών των ερωτημάτων είναι η φυσική απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό
……………………………………………………………………
Να μεταποιήσεις τη φυσική απόσταση σε προσωπική σχέση , είναι άθλημα αυτοπαραίτησης από τη φύση , είναι ο έρωτας» (σ.159).
Για να πει σε άλλο σημείο « Πώς να κρατήσεις τα ύψη με πήλινα δάχτυλα;»
Και προς το τέλος «Το δώρο της ευχαριστίας στη θέση των αναπάντητων ερωτημάτων».(σ. 160)
Και ο αναγνώστης ψιθυρίζει και εύχεται μαζί, « ίσως να υπάρχει άλλη γνώση εκεί που τελειώνει η σίγουρη γνώση, ίσως ανατέλλει πιο σίγουρη γνώση, όταν όλα γίνονται σκόνη, τέφρα και σκιά...» (σ.157)
Φέρνοντας στο νου μου την είδηση της αναχώρησής του, φέρνοντας μπροστά μου τις τελευταίες του στιγμές, όπως τις περιέγραψαν, σκέφτομαι πόσο γαλήνια έφυγε, μέσα στο τραγούδι των τζιτζικιών, όπως κλείνει αυτό το υπέροχο ποιητικό του βιβλίο. Δοξάζοντας τον Θεό, μέσα στο άπειρο κάλλος του αγαπημένου του νησιού, μέσα στο φως του θέρους που τόσο αγαπούσε.
Ο Γιανναράς μας άλλαξε τη ματιά στα πράγματα, μας άλλαξε τη ζωή. Κι άλλοι έγραψαν για όσα έγραψε ίσως, μα εκείνος το έκανε με τόλμη ποιητική,με πάθος. Η ελληνική λαλιά βρήκε την πιο συναρπαστική της έκφραση, με στοιχεία βιβλικά, φιλοσοφικά, αλλά κυρίως με μια έμπνευση εκστατική.
Μας έμαθε λέξεις που με τρόπο μοναδικό απέδιδαν την ασίγαστη δίψα μας, την ερωτική μας διάσταση, την ευτυχία, το πάθος.
Γλωσσικά γίναμε πιο πλούσιοι, θεολογικά πιο ήσυχοι και πνευματικά πιο ώριμοι.
«Εκκύπτει ο έρωτας ωσεί όρθρος και εκπνέει κάθε φόβου νυχτιφανούς σκιά. Γι’ αυτό και σημάδι του αληθινού έρωτα, η διαφεγγής αφοβία. Ο έμπειρος της μακαριστής αμοιβαιότητας δεν φοβάται, γιατί δεν διεκδικεί. Τα έχει όλα, παραιτημένος από όλα. Πέπρακε πάντα όσα είχε. Πάντα. Αγόρασε τον καλόν μαργαρίτην» . ( σ.107)
Και πιστός πάντα στα χωρία της Βίβλου, τα επικαλείται θεωρώντας τα δείγματα ιλιγγιώδους τέχνης.
Ο Γιανναράς γράφοντας αυτό το βιβλίο, μοιάζει σαν να έχει ορκιστεί να δοξάσει τον αληθινό έρωτα, ως αφετηρία της πιο γνήσιας υπαρξιακής αγωνίας, να μεταφέρει ποιητικά και με πείσμα το ρίγος που συγκροτεί το σύμπαν, τον παράδεισο του ερωτευμένου.
Κι ο θάνατος να βγαίνει μπροστά, να γλιστράει μέσα στη χαρά της ζωής, όπως το φίδι στα φυλλώματα του παραδείσου, σαν προδοσία, σαν φόβος ,σαν τέλος.
«Στροβιλιζόμαστε στο κενό ,στο αξεδιάλυτο μυστήριο του θανάτου. Αναρίθμητοι γαλαξίες γύρω από μας και πέρα από μας, αστέρια ως η άμμος η παρά το χείλος της θαλάσσης. Κόσμοι νεκροί ,δίχως χαμόγελα ανθών, τραγούδια πουλιών, χρώματα στο ηλιοβασίλεμα. Ένα ζευγάρι ανθρώπινα μάτια και η συνείδηση πίσω απ’ το έκπληκτο βλέμμα, είναι ένα άλλο απροσμέτρητο σύμπαν.. Και μέσα στο άλλο αυτό σύμπαν ψάχνουμε το αίνιγμα του θανάτου..Οι νεκροί κόσμοι των γαλαξιών δεν τον ξέρουν τον θάνατο, μόνο η ελάχιστη γη μας που σφύζει από ζωή, συμπυκνώνει σε κάθε χούφτα χώμα τόσο θάνατο» ( σ. 155)
Δεν αρνήθηκα ποτέ την επίδρασή του πάνω στη σκέψη και τη ζωή μου ολόκληρη. Βέβαια δυσκολεύτηκα πολύ ώσπου να απαντήσω θετικά στο να γράψω κάτι γι’ αυτό το βιβλίο.Κυρίως είναι γιατί το θεωρώ τόσο πλήρες και ολοκληρωμένο, που η μοναδική πρότασή μου είναι να διαβαστεί ,να διαβαστεί πολλές φορές. Επίσης, δεν μπορώ να πάρω την απόσταση που πρέπει απ’ τα γραπτά του και τη γενικότερη παρουσία του σ’ αυτόν τον κόσμο και να μην αναφερθώ σε εικόνες-σπαράγματα απ’ την πιο ιδιωτική του ζωή ,που έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Θυμάμαι κάποια καλοκαιρινή μέρα, στη Λευκάδα, καθισμένος σε μια πολυθρόνα, με το λευκό του πάνινο καπέλο, ν’ αγναντεύει το απέραντο μπλε του Ιονίου και μ’ εκείνο το γνωστό πάθος να εξομολογείται :« δεν με νοιάζει που θα φύγω κάποτε απ’ τη ζωή, με νοιάζει που θα χάσω αυτό το φως…»
Ήταν τότε κοντά στα εξήντα.
Λίγους μήνες πριν φύγει, στο γραφείο του στη Νέα Σμύρνη, έχοντας ακόμα τη σπίθα στο βλέμμα, ανησυχώντας που ώρες ώρες έχανε τον ειρμό στο λόγο, ή κολλώντας σε μια λέξη που δεν έβρισκε, ανησυχώντας εγώ για έναν επίμονο βήχα που φαινόταν πως ήταν απ’ τα πνευμόνια, φέρνοντας όπως πάντα στην κουβέντα το ζήτημα του θανάτου με καθησύχαζε. « Μα φοβάσαι τον θάνατο; Τι φοβάσαι ;Αφού αυτή εδώ η ζωή είναι τόσο όμορφη,φαντάσου η άλλη!!!…» και γελούσε και πρώτη φορά έβλεπα τόση πίστη, τόση κατασταλαγμένη σοφία στο πρόσωπό του. Στην τελευταία μας συνάντηση, την Άνοιξη που μας πέρασε, μεταξύ των άλλων σχετικά με την Ελλαδική Εκκλησία, με παράπονο μου εξομολογήθηκε το πόσο τον πονούσε που ο π.Θεοδόσιος Μαρτζούχος, κληρικός με σπάνιες ικανότητες και μόρφωση, ενώ θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ καλός δεσπότης , αποκλείστηκε απ’ τις γνωστές διαδικασίες… Επίσης με θαυμασμό μου μίλησε για τον κοινό μας φίλο, τον αγαπημένο μας Θανάση Παπαθανασίου, που τον θεωρούσε έναν απ’ τους μεγαλύτερους νεότερους θεολόγους. Το ίδιο μου είχε πει παλιότερα για τον Ζηζιούλα.
Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το Φθινόπωρο…
Την επόμενη μέρα μου τηλεφώνησε στο κινητό, ενθουσιασμένος . «Διάβασα το Βαπόρι σου, λίγες σελίδες έμειναν ακόμη, αλλά δεν μπορούσα να κρατήσω τη χαρά μου !».
Ήταν ο άνθρωπος που πίστεψε τόσο πολύ στη γραφή μου απ’ την πρώτη μου ποιητική συλλογή .
Ετοιμαζόταν για τις διακοπές του στα Κύθηρα. Μιλούσε με λατρεία για τα παιδιά του, τη μοναξιά του μετά την Τατιάνα και με πολλή τρυφερότητα για τον δεκάχρονο εγγονό του, τον νεότερο Χρήστο Γιανναρά.
Αποσπάσματα απ’ το Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων τόλμησα να διαβάσω αρκετές φορές στους μαθητές μου των δύο τελευταίων τάξεων του Λυκείου, στις σχετικές με τον έρωτα ενότητες. Και ταυτόχρονα έβαζα ν’ ακουστεί στην αίθουσα ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζηδάκη, ξεκινώντας απ’ το « Κραταιά ως θάνατος αγάπη» που βρίσκεται στο Άσμα Ασμάτων της Παλαιάς Διαθήκης στη μετάφραση των Εβδομήκοντα. (Ο΄).
Ολόκληρη διδακτική ώρα σε τμήμα της Τρίτης Λυκείου, με αφορμή τα τατουάζ των εφήβων και τον στίχο «Θες με ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου…κραταιά ως θάνατος αγάπη ,σκληρός ως άδης ζήλος».Την επόμενη φορά με περίμενε η έκπληξη στον πίνακα. Γραμμένες με πολύ ωραία γράμματα δυο φράσεις σε εισαγωγικά.
« Ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπη και ποταμοί ου συγκλύσουσιν αυτήν» και «Γνωρίζουμε τον Θεό καλλιεργώντας μία σχέση ,όχι κατανοώντας ένα νόημα». Πάντα καραδοκούσε ο κίνδυνος της λογοκρισίας στην εκπαίδευση και συχνά ακροβατούσα, ως εκ τούτου, φρόντιζα όταν ξέφευγα απ’ τα «καθιερωμένα», να έχω στο τσεπάκι μια απάντηση. Είχα φτάσει δε στο σημείο, να αναγνωρίζουν πολλοί μαθητές μου κάποιες φράσεις που χρησιμοποιούσα στο μάθημα. Όλο και κάποιος πεταγόταν και φώναζε :
«Γιανναράς»!
Τα βιβλία του απετέλεσαν εργαλείο για αρκετούς ευτυχώς συναδέλφους που δίδασκαν στο Λύκειο κι ελπίζω να αποτελούν ακόμα.
Για μένα ο Χρήστος Γιανναράς ήταν η πιο ασφαλής γέφυρα για να περάσω σε σπουδαία Πατερικά κείμενα ,όπως του Αγίου Μάξιμου Ομολογητή, Γρηγορίου Νύσσης, κ.α. κάτι που δεν κατάφερε η Θεολογική Σχολή.
Προσωπικά νοιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς τους δασκάλους που τόσα χρόνια στο ελληνικό σχολειό, δεν με άφησαν ποτέ μόνη να κολυμπάω στην ταραγμένη θάλασσα της εφηβείας, που ήταν πάντα δίπλα μου και με βοήθησαν να τρυφερέψω ψυχές ανήσυχες ,ενίοτε τραυματισμένες, μα σίγουρα διψασμένες.
Θυμάμαι με πολλή αγάπη τον μαθητή μου Χάρη Π. που σήμερα είναι Φυσικός, όταν ήταν στην Τρίτη Λυκείου, που κάποια στιγμή σήκωσε με σεμνότητα αλλά και θάρρος το χέρι του για να πει «Ο έρωτας κυρία είναι ίσως η μόνη ένδειξη ότι υπάρχει ο Θεός». Όταν τον συνάντησα καιρό αργότερα αγκαλιά μ’ ένα κορίτσι στην οδό Ανεξαρτησίας, στα Γιάννενα, έλαμπαν κι οι δυο απ’ το φως του αληθινού έρωτα. Δεν έκρυψα τη συγκίνησή μου. Ήταν όντως αυτό το κλίμα στη σχολική αίθουσα, με αφορμή τα Γιανναρικά κείμενα, το Γιανναρικό πνεύμα.
Θυμάμαι ολόκληρα αποσπάσματα, να τα απαγγέλω από στήθους, όταν μου δινόταν η ευκαιρία.
Όπως αυτά : «Υπάρχει ένας τρόπος ν’ απορείς, ενώ εμπιστεύεσαι. Κι αυτόν τον τρόπο τον ψηλαφούμε μόνο στον έρωτα. Ο έρωτας σημαίνει πίστη, εμπιστοσύνη, αυτοπαράδοση…» (σ. 158)
«Αν σου συμβεί να ερωτευθείς επωνύμως τον Θεό, έστω και σε κλάσματα στιγμών, το ρίγος του πόθου παραμονεύει σε κάθε δροσοσταλίδα ανοιξιάτικη, στο χιόνι που καταπίνει την γκρίζα νταντέλα της σουρβιάς, στο στραφταλιστό γαλάζιο του καλοκαιρινού απομεσήμερου, στη φθινοπωρινή ευωδιά απ’το πρωτοβρόχι. Κάθε πτυχή ομορφιάς και σοφό τέχνημα είναι δώρο ερωτικής παραφοράς
χαρισμένο σε σένα» (σ.77)
«Ένας αιώνας είναι στιγμή βραχύβια στη διαδοχή των σελίδων της σχολικής μας ιστορίας. Όμως σ’ έναν αιώνα κανένας από μας δεν θα υπάρχει…» (σ. 153)
«Εκεί, στην αθέατη μετατροπή της φύσης σε σχέση, αποθέτουμε την ελπίδα της αθανασίας. Εκεί , στον έρωτα!» (σ.72)
«So the darkness shall be light, and the stillness the dancing», αγαπημένε μας κύριε Γιανναρά, που επιλέξατε να τα συνοψίσετε όλα μέσα σε λίγους στίχους του Έλιοτ και να μας παρηγορείτε τώρα από την αντίπερα όχθη, ενώ εμείς παλεύουμε να ψελλίσουμε λίγα λόγια για την προσωπικότητα και το έργο σας, με πλήρη συναίσθηση της αδυναμίας μας, με τρακ και δέος.
Ας είσαι αναπαυμένος αγαπημένε μας ΔΑΣΚΑΛΕ
Ο ουρανός πιο λαμπερός τώρα που τον κατοίκησες, αλλά εμείς οι θνητοί που σ' αγαπήσαμε τόσο, ορφανέψαμε.
Οι βιβλιοθήκες μας οι φωτογραφίες, οι εκδηλώσεις μας στο «Στέκι» στα Γιάννενα, οι διαλέξεις στη Λευκάδα, το Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα, το Ερμείον, το ωραίο σπίτι στα Κύθηρα, η χαρά της αντάμωσης, όλα, όλα παρηγορητικά.
Θα σ' ευγνωμονώ πάντα για τα πολύτιμα δώρα, για την ακριβή μας αλληλογραφία, τη στήριξη σε όλες τις λογοτεχνικές μου απόπειρες, που πίστεψες τόσο σε μένα («το ολοφάνερο χάρισμά σου στη γραπτή έκφραση...» κλπ κλπ)
Τα βιβλία σου συντροφιά στη σχολική αίθουσα τριαντατρία χρόνια.
Σ' ευχαριστώ για την αστραπή της ματιάς σου που διαπέρασε το μικρό μου σύμπαν σε δύσκολους καιρούς, τη βαθιά φωνή που ακούγεται μαζί με τον αέρα, με το κύμα, με την υπόσχεση μιας βέβαιης έξω απ' τη φθαρτότητα συνάντησης...
Ήδη ο αγαπημένος μου Μελέτιος σου έχει ετοιμάσει την καλύτερη υποδοχή. Ποιος να το φανταζόταν πως θα σ’ ακολουθούσε τόσο σύντομα ο καλός σου φίλος απ’ τα χρόνια της νιότης, ο Τάσος ο Γιαννουλάτος…
Έχουν καλέσει τον Παπαδιαμάντη, τον Κόντογλου, τον Λορεντζάτο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, Ρώσους στάρετς,τον Κωστή Παπαγιώργη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ποιητές και ποιήτριες.
*Το κείμενό μου για τον Χρήστο Γιανναρά που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΘΡΩΠΟΣ! τ. 16
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.