Του Μάνου Λαμπράκη
Δεν ξέρω τι σημαίνει ότι ο πατέρας μου πέθανε. Τέσσερα χρόνια μετά, δεν έχω καταλάβει ακόμα πού βρίσκεται. Η τέφρα του είναι στο σπίτι. Είναι παρούσα, τοποθετημένη, υπαρκτή. Και όμως, δεν αισθάνομαι ότι είναι εκεί. Δεν αισθάνομαι ότι είναι πουθενά. Δεν λείπει, γιατί δεν ήταν ποτέ εκεί με τρόπο κατοικήσιμο. Η απουσία του δεν είναι απλώς σιωπή. Eίναι ένα βλέμμα χωρίς χάδι, μια ισχύς χωρίς οικειότητα, ένα μέσα χωρίς μαζί.
Ο πατέρας μου δεν με αγκάλιασε ποτέ. Ούτε όταν ήμουν παιδί, ούτε όταν έγινα ενήλικος. Η μορφή του δεν ήταν τρυφερή, ούτε καν ψυχρή – ήταν παρεμβατική. Ήταν εκεί όπου δεν έπρεπε να είναι, όχι για να συνδεθεί, αλλά για να γνωρίζει. Να ελέγχει. Να κρίνει σιωπηλά. Δεν υπήρξε ποτέ αυταρχικός - ίσως στην αρχή κάπως. Υπήρξε παρατηρητικός. Αντικειμενικός. Αθέατος και παρών, με τρόπο που έκανε τη σχέση να μοιάζει με παρακολούθηση χωρίς επιθυμία.
Δεν θυμάμαι να μου είπε ποτέ «σ’ αγαπώ». Ίσως το ένιωσα κάποια στιγμή σε ένα βλέμμα ή ένα ψίχουλο φροντίδας, ίσως το έγραψε σε ένα μήνυμα λίγο πριν το τέλος. Αλλά δεν είμαι βέβαιος. Δεν ξέρω αν ειπώθηκε ποτέ. Δεν ξέρω αν το διάβασα ή αν το φαντάστηκα. Ίσως ήθελα τόσο πολύ να το έχει πει, ώστε το κατασκεύασα. Ίσως αυτό το «σ’ αγαπώ» να υπάρχει μόνο για να με κρατά. Ίσως να ήταν αυτός ο μοναδικός του τρόπος να μείνουμε σε σχέση: μια απροσπέλαστη επιθυμία, κρυμμένη στη σιωπή.
Αυτός ο πατέρας —ο δικός μου— δεν ήταν τρυφερός. Δεν ήταν καν απορριπτικός. Ήταν μια αρχή χωρίς λεκτικό, ένα θεμέλιο χωρίς αφήγηση. Και όμως, τώρα που δεν είναι εδώ, ανακαλύπτω πως ήταν τα πάντα. Όχι γιατί μου τα έδωσε. Αλλά γιατί με καθόρισε με τον τρόπο που δεν μου τα έδωσε.
Η απώλειά του δεν είναι πένθος. Είναι κρίση. Ο κόσμος που γνώρισα, η σειρά των πραγμάτων, η αίσθηση του μέτρου, όλα όσα προϋπήρχαν, γκρεμίστηκαν με την απόσυρσή του. Όχι γιατί ήταν τρυφερός. Αλλά γιατί ήταν αυστηρά θεμελιώδης. Ο πατέρας, ακόμα και ως απόσταση, ήταν η γραμμή αναφοράς. Και τώρα, δεν ξέρω πού είναι ο νότος.
Εκεί όπου πριν υπήρχε ένα βλέμμα ετερότητας, τώρα υπάρχει ένας καθρέφτης επανάληψης. Χωρίς πατέρα, δεν υπάρχει πια όριο, δεν υπάρχει επιθυμία, δεν υπάρχει άλλος. Μόνο εαυτός, κόπωση, ασάφεια.
Η Εκκλησία γνώρισε αυτήν την απουσία βαθιά. Όταν ο Χριστός φώναξε:
«Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;», δεν ζητούσε εξήγηση. Ζούσε την απολύτως προσωπική ένταση του αποχωρισμού. Η σχέση με τον Πατέρα δεν διαλύεται, σχισματώνεται. Και μέσα στο σχίσμα, γεννιέται η ελευθερία.
Η εγκατάλειψη δεν είναι άρνηση. Είναι ο πιο πύρινος δεσμός.
Έτσι και εγώ, κρατώ μια τέφρα. Δεν είναι εκείνος. Δεν είναι πράγμα. Είναι αυτό που δεν μπορώ να εξηγήσω. Δεν είναι τάφος. Είναι λειτουργική αποτυχία κατοίκησης. Είναι σημάδι ότι υπήρξα παιδί και δεν έγινα ποτέ.
Δεν θέλω να τον θυμάμαι ωραιοποιημένα. Θέλω να τον κουβαλώ ως ρωγμή. Θέλω να τον αφήσω να με καθορίζει μέσα από αυτό που δεν ήταν. Να είναι η έλλειψη, η σιωπή, το ανοιχτό. Να είναι ο τόπος του Θεού.
Όπως γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής:
«Ὅλον γὰρ τόπον ὁ Λόγος κατελάμβανε, καὶ οὐ τόπῳ περιεχόταν».
Η μορφή του πατέρα μου δεν περιέχεται σε βιογραφία. Δεν κατανοείται. Δεν σώζεται. Μόνο μετέχεται.
Γι’ αυτό και δεν ξέρω πού είναι. Και όσο δεν το ξέρω, τον φέρω μαζί μου. Όχι γιατί επιστρέφει. Όχι γιατί συγχωρώ. Αλλά γιατί με καλεί.
Γιατί, όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος:
«Ὅσον σιγῶ, μᾶλλον κράζω· καὶ ὅσον ἀπορῶ, μᾶλλον νοῶ».
Η σιωπή μπροστά στην απώλεια του πατέρα μου είναι ήδη σχέση.
Η μη απάντηση, είναι ήδη μαρτυρία.
Και η τέφρα του στο σπίτι μου είναι η λειτουργία ενός κόσμου που με καλεί να υπάρξω – χωρίς βεβαιότητα, χωρίς αγκαλιά, αλλά με νόμο.
Νόμο όχι για να υπακούσω.
Νόμο για να ξαναφτιάξω τον κόσμο, χωρίς να προσποιούμαι ότι με προστάτεψε.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.