Επί δύο σχεδόν χρόνια ο κ. Ακιντζί συναντούσε τον κ. Αναστασιάδη τόσο συχνά, στην Κύπρο και στο εξωτερικό, σε συνομιλίες και σε δείπνα, σε επαναπροσεγγιστικές κοινωνικές εκδηλώσεις και οικονομικά φόρουμ, αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια στενή προσωπική σχέση, αποκαλούσε ο ένας τον άλλο φίλο, και διαβεβαίωναν και οι δύο ότι ήταν βέβαιο πως μαζί θα καταλήξουν σε λύση. Ήταν όλα καλά, ήταν ευχαριστημένο και το ΑΚΕΛ, κάποτε περισσότερο κι από τον ΔΗΣΥ, για όσο οι συνομιλίες αφορούσαν το κεφάλαιο της διακυβέρνησης και ο Ερντογάν δεν χρειαζόταν στήριξη από τους Γκρίζους Λύκους. Όταν ήρθαν νέες οδηγίες από την Άγκυρα ο Ακιντζί δεν δίστασε ούτε στιγμή να πουλήσει κυριολεκτικά και μεταφορικά τον φίλο του. Από τη μια στιγμή στην άλλη. Κι έχει και την έξωθεν καλή μαρτυρία των Ε/κ που του βρίσκουν δίκαιο 100% να δυσανασχετεί…
Πήγαν στο Μοντ Πελεράν τον Νιόμβρη με τη συμφωνία ότι θα συζητήσουν το εδαφικό αλλά εκεί συνέχισαν να συζητούν τη διακυβέρνηση. Μόλις επέστρεψαν ο Μουσταφά Ακιντζί ξεκίνησε μια πρωτοφανή επίθεση δηλώσεων, κατηγορώντας τον φίλο του για μαξιμαλιστικές αντιλήψεις επειδή ήθελε να συζητήσει το εδαφικό. Και απαιτούσε συμφωνία για πενταμερή διάσκεψη αλλιώς, έλεγε, δεν έχει νόημα να συνεχίσει τις συνομιλίες. Στις 30/11/16, του ζήτησε δημοσιογράφος να πει εάν κατάλαβε σωστά από τις δηλώσεις του ότι εφόσον δεν υπάρξει ημερομηνία για την πενταμερή δεν θα συσταθεί το τραπέζι (των διαπραγματεύσεων), ο κ. Ακιντζί απάντησε: «και να συσταθεί δεν θα έχει διέξοδο».
Έτσι συμφωνήθηκε και η διάσκεψη της Γενεύης. Πριν από τη διάσκεψη ανέβασε τους τόνους. Μέχρι και επιστολή απέστειλε στον Αντόνιο Γκουτέρες, για να βάλει σε τάξη τον Νίκο Αναστασιάδη που έλεγε ότι ο ίδιος θα εκπροσωπεί και την Κυπριακή Δημοκρατία ως Πρόεδρος. Το τι έγινε στη Γενεύη και τι ακολούθησε δεν χρειάζεται να τα υπενθυμίσουμε, είναι πολύ νωπά. Και για τους χάρτες, και για τις εγγυήσεις και για τις δηλώσεις του Ερντογάν που ζητούσε να του δώσουμε και τον Πύργο Τηλλυρίας για να ενώσει τα Κόκκινα με τη Μόρφου. Από τον Γενάρη, μετά τη Γενεύη, μέχρι τη διακοπή των συνομιλιών, δεν έγινε τίποτε απολύτως στο τραπέζι των συνομιλιών, καμιά ουσιαστική συζήτηση σε κανένα κεφάλαιο. Το ομολόγησε στο ΡΙΚ και ο Γιαννάκης Κασουλίδης. Οι «εντατικές συνομιλίες» ήταν σκέτη κοροϊδία. Το καινούργιο που ήρθε από τη Γενεύη ήταν ότι ο Ακιντζί έβαλε στο τραπέζι τις τέσσερις ελευθερίες της ΕΕ για τους Τούρκους υπηκόους, σαν να προκαλούσε τον Πρόεδρο Αναστασιάδη να του πει ένα περιποημένο σιχτίρ και να αποχωρήσει από τις συνομιλίες. Δεν το έκανε, προτίμησε να επιμένει στην προσπάθεια της λύσης, γνωρίζοντας (ελπίζουμε) ποιον εκτροχιαστικό ρόλο ανέλαβε ο φίλος του.
Σε αυτό το σκηνικό, η απόφαση της Βουλής για το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950 δεν είχε κανένα ρόλο και κανένα λόγο. Βρισκόμαστε μήνες προηγουμένως μπροστά στην εφαρμογή ενός τουρκικού σεναρίου, που από τη μια, επιδιώκει να αποφευχθεί η πραγματική συζήτηση εδαφικού, εγγυήσεων και στρατού κατοχής, και από την άλλη, να εμφανιστεί η τουρκική ηγεσία αμείλικτη με τους Ελληνοκύπριους (όπως και με την Ελλάδα με τις προκλήσεις στο Αιγαίο) για να ικανοποιήσει ο Ερντογάν τους εθνικιστές. Κι όμως, μέσα σε αυτό το πεντακάθαρο σκηνικό εμφανίζονται Ελληνοκύπριοι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και αργόσχολοι πολιτικάντηδες, να αποδίδουν δίκαιο στον Ακιντζί και να κατηγορούν την ελληνοκυπριακή πλευρά γιατί δεν ικετεύει γονατιστή τον Ακιντζί να επιστρέψει στις συνομιλίες. «Έχει δίκιο ο κ. Ακιντζί να δυσανασχετεί», έλεγε προχτές ο Άντρος Κυπριανού. «Πού είναι το κακό να διορθώσουμε το λάθος της Βουλής», έλεγε χτες ο Μιχάλης Παπαπέτρου. Η απόφαση της Βουλής είναι «μίνι – πραξικόπημα εναντίον των διαπραγματεύσεων», έλεγε χτες η Ερατώ Μαρκουλλή, επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας για το Περιουσιακό. Όποιος διαθέτει ακόμα κοινή λογική μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του. Και για όσα συμβαίνουν σήμερα και για όσα μας ετοιμάζουν για το μέλλον.