του ΜΑΝΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
«Τελειώνω με το θέμα. Δεν είναι η Φαραντούρη, δεν είναι η Μενδώνη. Το θέμα θα έπρεπε να είναι ένα και μοναδικό: ο Οδυσσέας Ελύτης και το «Άξιον Εστί». Όλα τα άλλα είναι εκτροπές, παραφωνίες, σκιάσεις μιας δημόσιας σφαίρας που αρνείται να σταθεί απέναντι στο ίδιο το έργο. Γιατί το «Άξιον Εστί» δεν είναι ένα ποίημα: είναι η ίδια η γραμματική της νεοελληνικής μνήμης, η συντακτική ανατομία ενός λαού που προσπάθησε να γίνει γλώσσα. Και ακριβώς επειδή είναι αυτό, η σημερινή μας ανικανότητα να το ενεργοποιήσουμε δείχνει το μέγεθος της πτώσης μας καθώς ζούμε σε μια εποχή αντιπνευματική, που καταναλώνει τη γλώσσα χωρίς να την ενοικεί, που επικαλείται το φως χωρίς να το αντέχει.
Το «Άξιον Εστί» στήθηκε πάνω στο αρχιτεκτονικό πρότυπο της Θείας Λειτουργίας: Γένεσις, Πάθη, Δοξαστικόν. Η γλώσσα του δεν περιγράφει, τελεί. Δεν αναπαριστά, καθαγιάζει. Στη Γένεση, το φως δεν είναι μεταφορά, είναι οντολογική αρχή. Στα Πάθη, ο πόνος δεν είναι περιστατικό, είναι η ίδια η γραφή του συλλογικού στο σώμα της Ιστορίας. Στο Δοξαστικόν, η νίκη δεν είναι απελευθέρωση αλλά μεταστοιχείωση της σφαγής σε λόγο, το αδύνατο της ύπαρξης που μετατρέπεται σε ψαλμωδία. Ο Τάσος Λιγνάδης το κατάλαβε: το «Άξιον Εστί» δεν είναι ποιητικό κομψοτέχνημα, είναι ένα νέο Ευαγγέλιο του ελληνισμού, όπου ο λόγος γίνεται εκκλησία, και η γλώσσα γίνεται τόπος λατρείας.
Κι όμως, εμείς οι σημερινοί Έλληνες, αντί να σταθούμε σε αυτό το μνημείο, το έχουμε κάνει φόντο. Το έχουμε μετατρέψει σε ηχητικό χαλί εκδηλώσεων, σε αναφορά χωρίς κατανόηση, σε σύμβολο που δεν συμβολίζει τίποτα. Κι εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται το πολιτικό μας έλλειμμα: η αδυναμία να σταθούμε μέσα στη γλώσσα ως μυστήριο. Είμαστε μια κοινωνία που διαρκώς μιλάει και ουδέποτε σημαίνει. Το «Άξιον Εστί» δεν ζητά από εμάς να το χειροκροτήσουμε, ζητά να το κατοικήσουμε. Αλλά εμείς προτιμάμε την επιφάνεια της αναφοράς από το βάθος της εσωτερικότητας.
Αυτό είναι το σκάνδαλο του νεοελληνισμού: να έχει παραλάβει ένα έργο που συγκεντρώνει μέσα του τη δυνατότητα μιας πνευματικής ανάστασης και να το έχει μετατρέψει σε εθνικό φετίχ. Η γλώσσα του Ελύτη δεν είναι κειμήλιο, είναι μαχαίρι. Δεν είναι κληρονομιά, είναι διαρκής κλήση. Και εμείς την έχουμε φιμώσει, έχουμε κλείσει τα αυτιά μας στη σκληρότητά της. Γιατί το «Άξιον Εστί» δεν κολακεύει, δεν χαρίζεται, δεν ψιθυρίζει. Το «Άξιον Εστί» στέκεται ως αντι-λόγος στον αντιπνευματικό μας βίο, μας υπενθυμίζει ότι η μνήμη δεν είναι αρχειοθέτηση αλλά πάλη, ότι το φως δεν είναι σκηνικό αλλά τρόπος ύπαρξης.
Η προκήρυξη είναι λοιπόν αμείλικτη: ή θα επιστρέψουμε στο «Άξιον Εστί», ή θα χαθούμε μέσα στην κενότητα της ασήμαντης αναφοράς. Ή θα ξαναδιαβάσουμε τη γλώσσα ως ιερό σώμα, ή θα μείνουμε έρμαια της διάλυσης. Ή θα σταθούμε απέναντι στη σκληρή αρνητικότητα των Παθών και θα αναγνωρίσουμε την αξία της δοξολογίας, ή θα παραδοθούμε στη λήθη που μας κατατρώει. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος.
Το «Άξιον Εστί» είναι ο καθρέφτης μας. Αν δεν αντέχουμε να τον κοιτάξουμε, είναι επειδή η εικόνα που αντανακλά δεν είναι εικόνα εθνικής αυτάρεσκης ωραιότητας αλλά εικόνα πόνου, αίματος, δοξολογίας. Και γι’ αυτό, η μόνη ριζοσπαστική πράξη σήμερα είναι να σταθούμε ξανά μέσα στη γλώσσα του, να αφήσουμε τον λόγο του Ελύτη να μας ξαναγράψει. Το «Άξιον Εστί» δεν μας ανήκει: μας διεκδικεί. Δεν είναι ποίημα: είναι λειτουργία. Και αν δεν το ενεργοποιήσουμε, τότε δεν θα έχουμε χάσει απλώς τον Ελύτη, θα έχουμε χάσει την ίδια μας την ψυχή.»
ΜΑΝΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.