Του Μάνου Λαμπράκη
Η γενιά των τριαντάρηδων στην Ελλάδα ζει σήμερα ένα αδιόρατο, αλλά διαρκές μαρτύριο: το μαρτύριο της αστήρικτης ύπαρξης. Δεν είναι πια η γενιά της ελπίδας, ούτε της αντίστασης· είναι η γενιά που εκπαιδεύτηκε να επιβιώνει χωρίς να στηρίζεται, να αποδίδει χωρίς να ανήκει, να χαμογελά ενώ βυθίζεται. Πριν λίγες μέρες, έλαβα ένα μήνυμα από μια μητέρα πως η κόρη της, μόλις 29 ετών, έπεσε από τον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου στους Αμπελόκηπους. Δεν είχε ψυχιατρική διάγνωση, δεν υπήρξε κάποια προειδοποίηση. Μόλις είκοσι μέρες πριν είχε χωρίσει, πάλευε με δυσκολίες στη δουλειά, αλλά τίποτα δεν προμήνυε το τέλος. Μου έγραψε η μητέρα της με φωνή που δεν ήταν πια φωνή, αλλά άηχη προσευχή: «Δεν ξέρω πώς να σταθώ τώρα. Δεν ξέρω πού πήγε το παιδί μου».
Το κορίτσι ήταν βαθιά θρησκευόμενο, από οικογένεια ευσεβή· κι όμως, όταν ήρθε η ώρα, αναγκάστηκαν να αποκρύψουν το γεγονός της αυτοκτονίας για να τελεστεί η νεκρώσιμη ακολουθία. Μέσα σε αυτήν τη σιωπή, που δεν είναι ψεύδος αλλά πράξη ελέους, αποτυπώνεται όλη η αντίφαση της εποχής μας: να ζητάμε απ’ τον Θεό παρηγορία, και απ’ την Εκκλησία ανοχή, να προσπαθούμε να διασώσουμε τη μνήμη ενός παιδιού μέσα σε έναν νόμο που ακόμη δεν αντέχει να αντικρίσει το βάρος του πόνου. Το ψέμα, εδώ, γίνεται ο μοναδικός τρόπος για να διασωθεί η προσευχή.
Η πράξη αυτής της νέας γυναίκας δεν είναι μόνο μία ατομική τραγωδία. Είναι το σύμπτωμα μιας κοινωνίας που έχασε το έδαφός της. Η γενιά των τριαντάρηδων δεν πιστεύει πια ότι μπορεί να σταθεί πουθενά. Δεν έχει γλώσσα να ομολογήσει την απόγνωση, γιατί κάθε της λέξη μεταφράζεται σε αδυναμία. Ζει μέσα στην επιταγή του «πρέπει να τα καταφέρω», μέσα σε μία οικονομία της εξάντλησης που αντικατέστησε την υπακοή με την αυτο-εκμετάλλευση. Η ψυχή δεν αντέχει πια να είναι επιχείρηση. Και όταν δεν αντέχει, δεν ουρλιάζει αλλά σιωπά, κοιτάζει για λίγο τον ουρανό, και πέφτει στο κενό.
Η πτώση αυτή δεν είναι επιλογή, είναι εξάντληση. Είναι η στιγμή που το σώμα δεν βρίσκει έρεισμα να σταθεί εντός του κόσμου. Είναι μία πράξη χωρίς μίσος, χωρίς απόγνωση, χωρίς λόγια. Και ίσως μέσα της να υπάρχει κάτι ιερότερο απ’ ό,τι νομίζουμε: μία βουβή επιστροφή στο χώμα, μία επιθυμία να ακουστεί επιτέλους η σιωπή.
Ο Θεός δεν βρίσκεται απέναντι σ’ αυτήν την πράξη, βρίσκεται μέσα στο κενό της. Εκεί όπου καμία λέξη δεν σώζει και καμία ενοχή δεν λυτρώνει, εκεί αρχίζει το μυστήριο της αγάπης Του.
Οι γονείς αυτής της γενιάς κουβαλούν το βάρος όχι μόνο της απώλειας, αλλά και της αδυναμίας να εξηγήσουν τον κόσμο στα παιδιά τους. Φοβούνται κάθε μέρα μήπως δεν τους άφησαν πίστη, μήπως δεν τους έμαθαν να αντέχουν, μήπως δεν τους χάρισαν αίσθημα προορισμού. Και όμως, αυτή η μητέρα που μου έγραψε, μέσα στη φωνή της απόγνωσης, φανέρωνε κάτι άλλο: μια ανείπωτη δύναμη συγχώρεσης. Το παιδί της έφυγε, κι εκείνη, αντί να καταριέται, ζητούσε απλώς να το θυμάται ο Θεός.
Αυτή η προσευχή —όχι για αιτία, αλλά για ανάμνηση— είναι ίσως η μόνη απάντηση που μας απομένει. Γιατί η γενιά των τριαντάρηδων, με τις πτώσεις της και τις σιωπές της, μας υπενθυμίζει ότι η κοινωνία χωρίς Θεό δεν είναι απλώς άθεη, είναι άνευ ελέους. Αν δεν ξαναμάθουμε να ακούμε το βάρος της ψυχής, αν δεν ξαναδώσουμε στους ανθρώπους τη δυνατότητα να πενθούν χωρίς ντροπή, τότε κάθε επόμενη πτώση θα είναι λιγότερο ατομική και περισσότερο δική μας. Γιατί εκεί, ανάμεσα στο τελευταίο πάτωμα και τον ουρανό, ίσως να μην πέφτει πια ένα σώμα, αλλά η ίδια η πίστη μας ότι ο κόσμος μπορεί ακόμη να κρατήσει το παιδί του.
Η πολιτική ως αυτοαναφορικό παιχνίδι συμβόλων, προσώπων και εντυπώσεων έχει αποκοπεί οριστικά από το αρχικό της νόημα: τη φροντίδα για τον κοινό βίο. Δεν είναι πια πράξη, αλλά μηχανισμός ανακύκλωσης παρουσιών. Ένας θεατρικός μηχανισμός όπου το ίδιο πρόσωπο αλλάζει ρόλους, μα ποτέ δεν αλλάζει τόπο.
Οι νέοι άνθρωποι, που γεννήθηκαν μέσα στην υπόσχεση της ευρωπαϊκής προόδου και ενηλικιώθηκαν μέσα στην κόπωση των Μνημονίων, βλέπουν τώρα την πολιτική ως σκηνή κλειστή — έναν χώρο όπου οι λέξεις δεν έχουν πια καμία σωτηριολογική δύναμη. Δεν τους ζητούν να συμμετάσχουν, αλλά να παρακολουθούν. Όχι να ονειρευτούν, αλλά να συναινέσουν. Κι έτσι, η δημόσια σφαίρα καταντά ένας μηχανισμός εξουθενωμένης αυτοπαράστασης, όπου η γενιά των τριαντάρηδων δεν βρίσκει ούτε ρόλο ούτε λόγο.
Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, η πολιτική δεν εμπνέει ούτε οργανώνει αλλά επαναλαμβάνει την ίδια επιτελεστικότητα του κενού. Η νεότητα αυτής της χώρας ζει καθηλωμένη ανάμεσα σε δύο άκρα: την κυνική διαύγεια και την εσωτερική κόπωση.
Η δημοκρατία, αντί να τους ανοίγει ορίζοντες, τους υπενθυμίζει τα όρια της φωνής τους και έτσι, η απελπισία δεν γεννιέται μόνο από την οικονομική ανασφάλεια ή την εργασιακή ασφυξία, αλλά από την αίσθηση ότι τίποτα συλλογικό δεν απομένει για να πιστευθεί. Η πολιτική, αποκομμένη από το πρόσωπο και την ευθύνη, γίνεται μηχανισμός διαχείρισης του τίποτα — και η γενιά των τριαντάρηδων, χωρίς πια να πιστεύει σε τίποτα, αρχίζει να αποσύρεται σιωπηλά από το προσκήνιο, να σβήνει χωρίς κραυγή.
Και η Εκκλησία —ποια Εκκλησία; Αυτή που βλέπουν στις οθόνες τους, στις ειδήσεις και στα newsfeeds, να ποζάρει αντί να πονά, να αυτοπροβάλλεται αντί να διακονεί; Η γενιά των νέων αρχιμανδριτών, οι τριαντάρηδες των ράσων, διασκεδάζουν στο Instagram με μουσική υπόκρουση Madonna, ενώ η πίστη μετατρέπεται σε αισθητική ταυτότητα. Το ιερό παύει να είναι τόπος προσευχής και γίνεται σκηνικό, ένα ακόμη κάδρο μέσα στον ατέρμονο ναρκισσισμό της εικόνας.
Κι όμως, μέσα σε αυτή τη γελοιογραφία του θείου, εκείνοι που πέφτουν στο κενό, εκείνοι που σωπαίνουν και κουράζονται, ίσως να είναι οι μόνοι που ακόμη πιστεύουν αληθινά…γιατί μόνο όποιος αγγίζει το σκοτάδι γνωρίζει πόσο φως λείπει από τον κόσμο.
Τι να πει κανείς σ’ αυτή τη μητέρα; ποια λέξη μπορεί να σταθεί απέναντι στη σιωπή της απουσίας; Κανένα θεολογικό αξίωμα, καμία ψυχολογική εξήγηση δεν αγγίζει εκεί όπου το σώμα έχει ήδη αδειάσει απ’ τη ζωή. Κι όμως, ίσως η παρηγοριά να μην βρίσκεται στο γιατί, αλλά στο ότι, στο ότι το παιδί της υπήρξε, ότι αγάπησε, ότι για λίγο διέσχισε τον κόσμο ως παρουσία φωτός. Ο Θεός δεν αποσύρεται απ’ το γεγονός της πτώσης…
Η μητέρα αυτή δεν χρειάζεται να συγχωρέσει το παιδί της, γιατί ήδη το έχει συγχωρέσει ο Θεός: όχι με την αυστηρότητα του κανόνα, αλλά με το άπειρο του ελέους. Το παιδί της δεν ανήκει πια στην κατηγορία των πράξεων, αλλά στο μυστήριο της μνήμης, εκεί όπου κάθε δάκρυ γίνεται προσευχή και κάθε ανάμνηση μεταμορφώνεται σε παραμονή. Κι αν υπάρχει μια φράση που θα μπορούσε να ειπωθεί χωρίς να προδώσει τον πόνο, ίσως να είναι αυτή: πως ο Θεός δεν ζητά εξηγήσεις για τις πτώσεις, μονάχα σιωπηλή παρουσία για να Τις υποδεχθεί. Ότι μέσα στο κενό εκείνο, όπου κανείς δεν μπορεί να σταθεί, Εκείνος ήδη στεκόταν — κρατώντας όχι το σώμα, αλλά την ψυχή, με τον τρόπο που κρατά ό,τι δεν αντέχει να κρατηθεί.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.