Του Μάνου Λαμπράκη
Ο Πάνος Ρούτσι δεν «κάνει απεργία πείνας». Ο Πάνος Ρούτσι εκθέτει, με το ίδιο του το σώμα, την αλήθεια μιας πολιτείας που έχει παραιτηθεί από τη Δικαιοσύνη και έχει επιλέξει τον εμπαιγμό ως κανόνα διακυβέρνησης.
Πεθαίνει μπροστά στα μάτια μας, στο κέντρο της κρατικής κυριαρχίας, μπροστά στο Κοινοβούλιο, εκεί όπου το Σύνταγμα υποτίθεται ότι καθιστά την αξιοπρέπεια αδιαπραγμάτευτη. Δεν πρόκειται για ιδιωτική απόγνωση αλλά για δημόσια μαρτυρία.
Για μια βίαιη αποκάλυψη ότι εδώ και δεκαεπτά ημέρες ο χρόνος χρησιμοποιείται ως όπλο εξόντωσης, ότι το κράτος δεν συζητά αλλά αναβάλλει, δεν αναλαμβάνει ευθύνη αλλά αποσύρεται πίσω από την τεχνική της εξάντλησης. Η παθολόγος-λοιμωξιολόγος Όλγα Κοσμοπούλου ήδη απηύθυνε έκκληση να βρεθεί λύση, διότι δεν υπάρχει χρόνος, και αυτό δεν είναι μόνο ιατρική διάγνωση αλλά ηθική καταδίκη ενός καθεστώτος που παρακολουθεί τη φθορά ως διαδικαστικό δεδομένο. Η βιολογική καταστροφή είναι μετρήσιμη, έχει χαθεί περίπου το δεκαοκτώ με είκοσι τοις εκατό της μυϊκής μάζας, η καρδιά κινδυνεύει, οι γιατροί ζητούν διακοπή και νοσηλεία, όμως ο ίδιος επιμένει να συνεχίσει μέχρι να δικαιωθεί, διότι η δικαίωση εδώ δεν είναι ανταμοιβή αλλά αλήθεια. Η πείνα του δεν είναι εργαλείο εκβιασμού, είναι γλώσσα. Η σιωπή του δεν είναι αδυναμία, είναι κατηγορία. Το σώμα του δεν είναι θέμα υγείας, είναι τεκμήριο ενοχής της πολιτείας.
Σε αυτό το σημείο αποκαλύπτεται η ουσία του εμπαιγμού. Ο εμπαιγμός δεν είναι μια προσβλητική χειρονομία απέναντι στους γονείς των Τεμπών, είναι θεσμική στρατηγική απονεύρωσης της μνήμης. Η εξουσία δεν διαπραγματεύεται τη Δικαιοσύνη, την καταναλώνει. Μετατρέπει το αίτημα σε υπερβολή, το πένθος σε κίνδυνο δημοσκοπικής φθοράς, την απεργία πείνας σε αριθμό πρωτοκόλλου. Η πολιτεία δεν αντέχει τη μορφή του μαρτυρίου, διότι το μαρτύριο δεν μεσολαβείται, δεν γίνεται ατζέντα, δεν προσφέρεται για επιτροπές. Γι’ αυτό και η πιο ακριβής περιγραφή της σημερινής λειτουργίας του κράτους είναι η βιοπολιτική της αναμονής.
Η εξουσία διαχειρίζεται τον χρόνο για να διαλυθεί ο άλλος. Δεν απαντά επειδή προσδοκά την κόπωση. Δεν λογοδοτεί επειδή ποντάρει στη λήθη. Δεν συγκλονίζεται επειδή έχει εκπαιδευτεί στην ακινησία. Αυτό το μοντέλο είναι ασυμβίβαστο με τη Δικαιοσύνη, διότι η Δικαιοσύνη δεν είναι τεχνική ισορροπία αλλά αλήθεια που διασταυρώνεται με το πάθος. «Οὐαὶ τοῖς λέγουσι τὸ κακὸν καλόν καὶ τὸ καλὸν κακόν» (Ἠσ. 5,20), και ουαί στην πολιτεία που μετονομάζει την ευθύνη σε διαδικασία και το έγκλημα σε ατυχές περιστατικό.
Το σώμα του Ρούτσι είναι η αντι-ρητορική της εποχής. Εκεί όπου ο πολιτικός λόγος λέει θα, το σώμα λέει τώρα. Εκεί όπου τα δελτία Τύπου υπόσχονται, ο μυς χάνεται. Εκεί όπου η εξουσία υποδύεται τη συμπόνια, ο παλμός ασθενεί. Δεν υπάρχει πιο καθαρή φιλοσοφική πράξη από την εξαϋλωση του ίδιου του εαυτού ως άρνηση συμμετοχής στο ψεύδος. Στον ορίζοντα του Χαν, η κοινωνία της απόδοσης μετατρέπει τον πόνο σε βιολογικό θόρυβο και το τραύμα σε οικονομετρικό δείκτη. Ο Ρούτσι ανατινάζει αυτό το σχήμα, διότι μετατρέπει την πείνα σε οντολογική δήλωση, τον πόνο σε απροσκύνητη ετερότητα, το σώμα σε αδιαμεσολάβητη αλήθεια. Σε μια πολιτεία που θέλει μόνο ροές, παρουσιάσεις και διαγράμματα, η ριζική ακινησία του σώματος του πατέρα γίνεται το αμετακίνητο εμπόδιο στην κανονικότητα του εμπαιγμού.
Η Δικαιοσύνη, για να είναι Δικαιοσύνη, οφείλει να είναι μνήμη και λογοδοσία. Όταν αποσυνδέεται από τη μνήμη των θυμάτων, μετατρέπεται σε αναβολή, σε τεχνοκρατική ψυχρότητα, σε μηχανισμό ισχύος. Το έγκλημα των Τεμπών δεν είναι απλώς παρελθόν, είναι καθημερινή αναπαραγωγή ατιμωρησίας. Η άρνηση πρόσβασης στην αλήθεια, η απόρριψη αιτημάτων που αποκαθιστούν το πρόσωπο, η περιθωριοποίηση γονέων που διεκδικούν το αυτονόητο, συγκροτούν ένα καθεστώς που δεν είναι απλώς άδικο αλλά μεταφυσικά κενό. Δεν υπάρχει κοινό χωρίς κοινή αλήθεια και δεν υπάρχει πολιτεία χωρίς ικανότητα θρήνου. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. 5,4). Όταν η πολιτεία γελοιοποιεί τους πενθούντες, παραιτείται από την ίδια της την υπόσταση. Όταν περιγελά το αίτημα Δικαιοσύνης, καταργεί την ελάχιστη προϋπόθεση συμβίωσης. Όταν αφήνει έναν πατέρα να λιώνει, παύει να είναι πατρίδα.
Ο εμπαιγμός είναι η αντεστραμμένη μορφή της βίας. Δεν χρειάζεται γκλομπ, αρκεί μια διαρκής επίκληση της διαδικασίας. Δεν χρειάζεται ψέμα, αρκεί ένα ατέρμονο ίσως. Δεν χρειάζεται λογοκρισία, αρκεί ένας ορυμαγδός ασήμαντων ανακοινώσεων που πνίγουν την ευθύνη. Ο Ρούτσι αντιστέκεται σε αυτή την αραίωση του πραγματικού. Ένα σώμα με λιγότερους μύες, με επιβαρυμένη καρδιά, με απειλούμενες λειτουργίες, λέει περισσότερη αλήθεια από όσα ειπώθηκαν σε αίθουσες συνεδριάσεων μετά την τραγωδία. Η καρδιά που κινδυνεύει δεν είναι μόνο όργανο. Είναι κρίση. Είναι η κρίση της Πολιτείας. Είναι η καταγραφή ότι η διοίκηση δεν έχει πλέον σάρκα και ως εκ τούτου δεν έχει και νου.
Η θεολογία δεν προσφέρεται εδώ ως καταφύγιο παρηγοριάς αλλά ως κριτήριο. Δεν υπάρχει Εκκλησία χωρίς παραμονή κάτω από τον Σταυρό του άλλου. Δεν υπάρχει ευαγγέλιο χωρίς συγκατάβαση στη σάρκα του πάσχοντος. «Ἐν τοῖς σώμασί μου ἀναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1,24). Το σώμα του Ρούτσι γίνεται ερμηνεία αυτού του χωρίου στην πολιτική ιστορία μας. Η πείνα του είναι λειτουργία μνήμης, η σιωπή του είναι ομολογία αλήθειας, η επιμονή του είναι κρίση εναντίον όλων μας. «Ἡ μνήμη τοῦ δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων» (Παρ. 10,7). Αν δεν θυμηθούμε τώρα, θα μνημονεύουμε αργότερα τη δική μας αποτυχία.
Το δίκαιο δεν μπορεί να παραχθεί από μια εξουσία που έχει μάθει μόνο να προστατεύει τον εαυτό της. Η δικαιοσύνη γεννιέται όταν το κράτος ξαναγίνεται ικανό να αισθάνεται. Όταν ένας υπουργός ζητά συγγνώμη και παραιτείται. Όταν ένας βουλευτής σταματά να μιλά και στέκεται δίπλα στον πατέρα. Όταν οι δομές αναγνωρίζουν ότι η διαχείριση δεν αντικαθιστά το αληθινό. Μέχρι τότε, η απεργία πείνας είναι το μόνο λεξικό που απομένει. Μια τελευταία, ριζική γλώσσα που δεν χωρά σε πάνελ, δεν γίνεται infographics, δεν δανείζεται branding. Μια γλώσσα που προφέρει την αλήθεια χωρίς φωνή.
Το ερώτημα δεν είναι αν συμφωνούμε με τον Ρούτσι. Το ερώτημα είναι αν αντέχουμε να τον κοιτάμε χωρίς να γινόμαστε συνένοχοι. Αν τον αφήσουμε να πεθάνει, δεν θα χαθεί μόνο ένας πατέρας. Θα χαθεί η απόδειξη ότι μπορούμε ακόμη να είμαστε πολίτες. Θα χαθεί η τελευταία γέφυρα ανάμεσα στο κράτος και την αλήθεια. Και τότε, η ιστορία δεν θα γράψει ότι ο Ρούτσι υπήρξε υπερβολικός. Θα γράψει ότι εμείς υπήρξαμε λιγότεροι. «Ἐγγὺς Κύριος τοῖς συντετριμμένοις τὴν καρδίαν» (Ψαλμ. 33,19). Αν ο Κύριος είναι κοντά στους συντετριμμένους, ποιος θεσμός δικαιούται να απέχει;
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.