«Ἐκκλησία εἶμαστε ὅλοι»
(Σχόλιο ἐκκλησιολογικῆς ἀντοχῆς στὴν ἐποχὴ τῶν διασυρμῶν ἢ ὅταν ἡ θεία Ἀγάπη συναντᾶ τὴν δημόσια σιωπή)
Ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται Ἐκκλησία ἐπειδὴ ὁρίζει δόγματα, ἀλλά ἐπειδὴ συντρίβεται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τόπος ἀνθρώπων ποὺ ἔγιναν ἀνοιχτὴ πληγή, καὶ ἐντός αὐτῆς μυστικῶς κατοικεῖ ὁ Θεός. Ὅχι ὡς ἔπαθλο ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὡς χάρις ἐλπίδος. Ἐκκλησία εἶμαστε ὅλοι, μὲ ἀμφιβολίες, μὲ ἄγνοιες, μὲ πτώσεις, μὲ θυμό. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει «ὅπου εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου», δὲν θέτει ποσοτικὸ ὄριο, ἀλλὰ ποιητικὴ ἐπαλήθευση τῆς συνύπαρξης. Μὲ ἕνα μόνον κριτήριο: νὰ μὴν εἶναι ὁ ἕνας πὰνω ἀπὸ τὸν ἄλλον.
Στὴν ἐποχὴ τοῦ Facebook, ὁ σταυρὸς μεταλλάσσεται σὲ comment section. Ἐκεί, ὅπου τὸ πληκτρολόγιο μετατρέπεται σὲ φραγγέλιο, ὅπου ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀληθοῦς γίνεται ὁρμή για ἀνάδειξη ἐχθρῶν. Κάθε post γίνεται εὐαγγέλιο ἢ ἀνάθεμα. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ἐμεῖς, μοιάζει νὰ ξεχνᾶ ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀναπνοὴ ἐπὶ πληγῶν, ὄχι ἐπιτίμιο.
Ὁ σταυρὸς τῶν Τεμπῶν δὲν εἶναι ἐθνικὴ τραγωδία. Εἶναι Θεολογικὸ Συμβάν. Ἐκεῖ, στὴ βραδινὴ σύγκρουση, ἔσβησε ἡ ζωή καὶ ἐκλάπη ἡ νεότητα, ὄχι ἀπὸ Θεὸν ἀλλά ἀπὸ ἀδιαφορία. Ἡ σιωπὴ ποὺ ἀκολούθησε ἀπὸ τοὺς θεσμοὺς ἀποτελεῖ εὐθεία βεβήλωση. Καὶ ἐὰν ἡ Ἐκκλησία, ὡς ὄλον σῶμα, ὄχι μόνο ὡς ἱερατεῖο, δὲν διασώσει τὴ μνήμη τοῦ ἀδίκου, τότε γίνεται συνένοχη σὲ μία θεολογικὴ ἀναίρεση: ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀδικεῖται.
Ὁ σταυρὸς τοῦ πατρός Ἀντωνίου, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ τελικὴ κρίση, μᾶς φέρνει πάλι στὸ ἔδαφος τῆς διάκρισης. Πόσο εὔκολα μετατρεπόμαστε σὲ φωνεῖς τοῦ ὄχλου; Πόσο ἀναπαράγουμε παθιασμένα τὸ μένος, ἔστω καὶ ἄθελά μας, ἐνὸς κόσμου ποὺ ἀναζητεῖ θύματα γιὰ νὰ ξορκίσει τὴν ἀνασφάλεια; Ἡ δημόσια θεολογία ὀφείλει νὰ ἀνασχεδιάσει τὴ μορφὴ τῆς ἀλήθειας ὄχι ὡς ἀνακοίνωση, ἀλλὰ ὡς πρόσωπο ποὺ πάσχει.
Ἐὰν ὁ φτωχὸς εἶναι ὁ προνομιακὸς συνομιλητὴς τοῦ Θεοῦ, τότε κάθε φορά ποὺ δὲν ἀκούμε τὸν ἄπορο, τὸν μετανάστη, τὸν φυλακισμένο, τὴ μάνα ποὺ ἀναζητεῖ τὸ παιδὶ της στὰ συντρίμμια, δὲν εἶμαστε Ἐκκλησία. Εἴμαστε θορυβώδεις παρρηγορητὲς ἑνὸς κόσμου ποὺ καταρρέει.
Σὲ καιροὺς πολέμου, ἡ Ἐκκλησία ἔχει μόνo μία ὑποχρέωση: νὰ σταθεῖ ἐκεῖ ποὺ πονᾶ. Ὅχι ἀπέναντι, ὄχι ἀπὸ ψηλά, ἀλλὰ ἐκεῖ. Μὲ λόγο ὄχι κατηγορίας, ἀλλὰ συμπόνιας. Διότι μόνον ἡ ἀγάπη νικᾷ. Ὅχι ἐπειδὴ ἐπιβάλλεται, ἀλλὰ ἐπειδὴ συγκαταβαίνει. Ὅχι ἐπειδὴ δίκαια, ἀλλὰ ἐπειδὴ σταυρώνεται.
Καὶ ἐὰν τὸ σώμα τοῦ Χριστοῦ ἀνασταίνεται, δὲν εἶναι διότι τοῦ ἀξίζει, ἀλλὰ διότι εἶναι τὸ σώμα ὅλων. Τῶν ἀδίκως ἠδικημένων, τῶν ἀδίκως δοξασμένων, τῶν ἀδίκως λησμονημένων. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἐὰν θέλει νὰ εἶναι σώμα Χριστοῦ, ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ τόπος ποὺ δὲν ξεχνά.
Ὅπου ἡ μνήμη ἀνασταίνει, ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζῶσα.
Υ.Γ. Ἀπὸ σήμερα, ἐπιλέγω νὰ γράφω καὶ νὰ ἀναρτῶ ἐδῶ στὸ πολυτονικὸ, ὄχι ὡς ἐπίδειξη παρελθοντολαγνείας, ἀλλὰ ὡς μία μικρὴ ἀνάσχεση στὴν ἀργὴ κατάρρευση τοῦ νοήματος. Τὸ πολυτονικὸ δὲν εἶναι μονάχα ἕνα παλαιὸ σύστημα γραφῆς, εἶναι φέρον ῥυθμοῦ, ἔμμονη ὑπενθύμιση ὅτι ὁ λόγος ἦταν κάποτε μελωδία, ὄχι μηχανικὴ μεταφορὰ δεδομένων. Οἱ τόνοι, ἡ ψιλὴ καὶ ἡ δασεῖα, ἡ βαρεῖα, ἡ περισπωμένη, εἶναι τὰ σημεῖα τῆς ἀναπνοῆς, τοῦ κυματισμοῦ τῆς γλῶσσας, ἡ μνήμη ὅτι ὁ προφορικὸς λόγος προηγεῖται τοῦ γραπτοῦ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν γράφει ἀλλὰ ψιθυρίζει στὸ χαρτί. Μέσα σὲ ἕναν κόσμον ὁποῦ ὁ λόγος ἐκπίπτει σὲ πληκτρολογημένο σύμβολο, ἡ διατήρηση τοῦ πολυτονικοῦ γίνεται μία σιωπηλὴ μορφὴ πολιτισμικῆς ἀντίστασης. Καὶ ἴσως, ἕνας τρόπος νὰ ἐπαναφέρουμε στὴ γραφὴ τὴ χαμένη ἀναπνοὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.