Δημήτρης Ιωάννου
Στο βιβλίο του «Ψυχανάλυση και Ορθόδοξη Θεολογία», ο π.  Νικόλαος Λουδοβίκος μίλησε για θεολόγους, οι οποίοι έγραψαν και γράφουν αρκετά για την ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση, «χωρίς όμως να είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο αυτές προσδένονται ερμηνευτικά στην υπάρχουσα ήδη πνευματική παράδοση».[1] Ευτυχώς, όμως, έχουν προηγηθεί δύο αξιόλογες προσπάθειες, δύο μεγάλοι πρωτεργάτες, που προσπάθησαν να εμβολιάσουν τελείως γόνιμα και δημιουργικά την ψυχανάλυση στον ουσιώδη κορμό της ορθόδοξης θεολογίας, και μάλιστα αυτής που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε νηπτικής-φιλοκαλικής. Πρόκειται συγκεκριμένα για τον καθηγητή Ιω. Κορναράκη, και τα βιβλία του στο χώρο της ποιμαντικής ψυχολογίας, καθώς και τον π. Συμεών Κραγιόπουλο (περί του οποίου έχουμε ήδη εκτενώς μιλήσει), που αξιοποιεί μάλιστα τα πορίσματα του εν λόγω καθηγητή. Σε αυτούς τους δύο σημαντικούς θεολόγους[2] θα  αναφερθούμε παρακάτω, και ειδικότερα θα κάνουμε λόγο για το πώς, κατ’ αυτούς, η αμαρτία, διαπλέκεται με την ψυχική ασθένεια. Είναι περιττό να τονίσουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό το ζήτημα, και πόσο αφορά τον σύγχρονο άνθρωπο, την ίδια την Εκκλησία ως ολότητα, όσο και ειδικότερα τον μεμονωμένο πιστό. Ασφαλώς, το όλο θέμα  σχετίζεται και με το μυστήριο της εξομολόγησης, το οποίο μαστίζει εδώ και καιρό ένας δικανισμός, ή και μια προσπάθεια ψυχολογικής «τακτοποίησης», μολονότι έχουν γίνει πολλά βήματα για την ουσιωδέστερη κατανόησή του.
                                            *****************
Ξεκινάμε από τον Καθηγητή Ιω. Κορναράκη, ο οποίος δημοσιεύει το 1966 την εργασία του «Η νεύρωση ως ‘αδαμικό πλέγμα’» (η οποία κυκλοφορεί και με απόδοση στην δημοτική[3]), στην οποία περιγράφει την βαθύτερη κατάσταση της αμαρτίας που κρύβεται πίσω από τα διάφορα ψυχοπαθολογικά φαινόμενα, και ειδικότερα την νεύρωση (βαρύτερη αυτής είναι η ψύχωση). Το βιβλίο του ξεκινά με μια έκθεση των σημαντικοτέρων εκπροσώπων της ψυχανάλυσης επί του προβλήματος «νεύρωση», και έτσι παρατίθενται οι απόψεις των Freud, Jung, Adler, αλλά και Caruso, ο οποίος, όντας χριστιανός ψυχαναλυτής, δίνει επίσης μια λαμπρή εκδοχή, για τον τρόπο που γεννιέται και συγκροτείται η προσωπικότητα. Ο συγγραφέας, τονίζοντας τις μονομέρειες ορισμένων εκπροσώπων της ψυχανάλυσης (άρνηση πχ του Φρόυντ να αποδεχτεί το πρόβλημα της ηθικής συνείδησης ως βασικό για την ψυχανάλυση), διευκρινίζει ότι δεν ακολουθεί κατά γράμμα κανέναν συγκεκριμένο επιστήμονα, αλλά συνδυάζει ό,τι ουσιωδέστερο προσέφεραν όλοι. Προχωρεί λοιπόν, παρακάτω, περιγράφοντας την συμπεριφορά του Αδάμ, ο οποίος αμάρτησε, αλλά και συγχρόνως περιέπεσε σε ψυχική ασθένεια.
Πιο συγκεκριμένα, ο Αδάμ έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και αμάρτησε έναντι του Θεού, οπότε και είναι ένοχος (πρέπει εδώ να πούμε ότι μιλάμε για την ενοχή περισσότερο ως ψυχοδυναμική κατηγορία, και όχι θεολογική, μολονότι πράγματι ο Αδάμ, και από θεολογικής πλευράς, είναι ένοχος και δεν έκανε μια απλή «αστοχία», όπως ισχυρίζονται μερικοί). Η διάπραξη λοιπόν της αμαρτίας, σύμφωνα με τον καθηγητή Κορναράκη, δημιουργεί στον πρωτόπλαστο μια εντελώς νέα, πρωτόγνωρη ψυχική κατάσταση: του αφήνει μια πικρή γεύση, γίνεται αντιληπτή μέσα του ως ένας σεισμικός κλονισμός, ως μια έντονη συγκινησιακή κατάσταση. Και αυτό συμβαίνει γιατί η αμαρτία του Αδάμ δεν είναι μια ακόμη μεταξύ άλλων, αλλά συνιστά την απαρχή αυτής, την εγκατάσταση στον φυσικό και ηθικό κόσμο του κράτους της, και έτσι, ως πρώτη εμπειρία, βιώνεται, ακριβώς, ως ψυχικός κλονισμός. 
Τι έπρεπε όμως να κάνει ο πρωτόπλαστος; Το σωστό, λοιπόν, από ψυχολογική, και ψυχοδυναμική -όχι μόνο θεολογική- άποψη , θα ήταν να ομολογήσει ευθέως την ενοχή του, και να ζητήσει συγγνώμη από τον Θεό. Η μετάνοια και η συγγνώμη, με συντριβή, θα ήταν μάλιστα μια τελείως φυσική οδός, εφόσον, όντας ελεύθερος, ο Αδάμ μπορούσε πράγματι να αμαρτήσει, και κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσε έκπληξη. Τι κάνει όμως αυτός;
Ο πρωτόπλαστος λοιπόν κρύβεται από τον Θεό γιατί δεν θέλει να παραδεχτεί την ενοχή του. Για την ακρίβεια, την απωθεί. Το τελευταίο αυτό φαίνεται καθαρά, καθότι, βοηθούμενοι από την ψυχανάλυση, μπορούμε να εξιχνιάσουμε τον νευρωτικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Αδάμ. Αρχικά, λοιπόν, γράφει ο συγγραφέας, είναι βέβαιο ότι η έντονη συγκινησιακή κατάσταση του Αδάμ, συμπίπτει με ό,τι στην ψυχανάλυση ονομάζεται «αψιθυμία», και αφορά συγκεκριμένα μια ισχυρή διέγερση του συναισθήματος, εξαιτίας ενός ισχυρού ερεθίσματος. Η διέγερση αυτή με τη σειρά της δημιουργεί μια ανωμαλία στη φυσιολογική πορεία της νοητικής λειτουργίας, η οποία επιδρά πάλι στο συναίσθημα, οπότε και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Σύνηθες αποτέλεσμα, η ψυχική διαταραχή, καθώς μάλιστα η απώθηση της ενοχής καθίσταται στον Αδάμ όχι περιστασιακή επιλογή της στιγμής, αλλά εμπεδωμένη κατάσταση. 
Το κύριο αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ο φόβος, γι’ αυτό, όταν ο Θεός απευθύνει στον πρώτο άνθρωπο το περίφημο ερώτημα, «Αδάμ, πού ει;», αυτός λέγει καθαρά ότι φοβήθηκε (επειδή ήταν «γυμνός»). Τον πρωτόπλαστο διακατέχει πια πνευματική γύμνια. Μην μπορώντας να βρει άλλωστε καμιά δικαιολογία ενώπιον του Θεού, μετά την άρνηση να ομολογήσει την ενοχή του, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο ψυχικό κενό, οπότε και η φωνή του Θεού, αντί να αποβεί αιτία χαράς γι’ αυτόν, του προξενεί σύγχυση. Ο φόβος του, είναι για την ακρίβεια, εξαιτίας αυτών, νευρωτικό άγχος.
Περαιτέρω, στο βιβλίο διαβάζουμε μια πολύ ωραία ανάλυση του καθηγητή August Vetter (στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι πολύτιμα πορίσματα αληθινών εργατών του πνεύματος χάθηκαν και τα έφαγε η σκόνη, για να βασιλεύσουν σήμερα οι ανοησίες που φέρουν το όνομα «δομισμός», «αποδόμηση» κ. ά.), που αφορά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ανθρώπινη προσωπικότητα. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την θεωρία, το ένστικτο αποτελεί το ζωτικό κέντρο που συνδέει ρυθμιστικά  τις «παρορμητικές ωθήσεις», πιο απλά τις ορμές της προσωπικότητας, με «τις εντυπώσεις που προέρχονται από τις αισθήσεις». Τι εννοείται εδώ ως «ένστικτο»; Δεν μπορούμε να επεκταθούμε περισσότερο, φαίνεται όμως ότι αυτό αντιστοιχεί σε έναν εσώτερο ρυθμό, μια ενδιάθετη ικανότητα που έχει η προσωπικότητα, να συνδέει τις βασικές ψυχοδυναμικές ανάγκες της με το γύρω περιβάλλον, και όλα τα ερεθίσματα που αυτό παρέχει («αισθητηριακές εντυπώσεις»). Όταν λοιπόν αυτός ο ρυθμός, για διαφόρους λόγους, διαταραχτεί, τότε ορμές κι αισθήσεις αποσυνδέονται, με αποτέλεσμα να συμβαίνει κάτι, που, κατά τη δική μου άποψη, είναι ακριβώς η αρρώστια που μαστίζει τον μεταμοντερνισμό, αλλα έχει εξαγιαστεί (οι νευρωτικοί εξιδανικεύουν τις αντιδράσεις τους): οι αισθήσεις αυτονομούνται, διεγείρονται, χωρίς μάλιστα να υπάρχει αντικείμενο (= η περίφημη «αυτοαναφορικότητα» του μεταμοντερνισμού) και τεντώνονται αυτιστικά, ενώ παράλληλα οι αισθητηριακές εντυπώσεις ολοένα και κατακλύζουν δίχως ειρμό και συνοχή, το «υποκείμενο», που παύει πια ακριβώς γι’ αυτό το λόγο να είναι «υποκείμενο» (δεν είναι δηλαδή πια εστία και εσώτερος φορέας καμίας βαθύτερης οργάνωσης και τάξης, εξ ου και η «έκλειψη» αυτού). Πρόκειται, για όσους γνωρίζουν σχετικά, για μια κατάσταση που περιγράφει πρώτος στα διηγήματα του ο Μπόρχες -ο γεννήτορας του μεταμοντερνισμού- και κατόπιν φιλοσοφικά πραγματεύεται και αναπτύσσει ως ένα σημείο ο Φουκώ, και περισσότερο ο Ντεριντά. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν βρισκόμαστε παρά μπροστά σε ένα φαινόμενο που περιέγραψαν αρκετά ικανοποιητικά, όπως είπαμε, ψυχαναλυτές παραγνωρισμένοι, σαν τον Vetter, που ωραία παραθέτει ο καθηγητής Κορναράκης.
Όλα αυτά σχετίζονται βέβαια με το θέμα μας, καθότι ο Αδάμ αρχίζει ακριβώς να παραγνωρίζει τον γύρω του κόσμο, να υποφέρει από «απώλεια του αισθητικού οπτικού πεδίου και του (ευρύτερου) πεδίου δραστηριότητας (αυτού)». Αισθάνεται κυριολεκτικά χαμένος μέσα στον «Παράδεισο», που βλέπει ως ένα κατακερματισμένο περιβάλλον, και γι’ αυτό νιώθει ότι βρίσκεται μπροστά στο «τίποτε». Και είναι γνωστό ότι το άγχος, σε αντίθεση με τον φόβο, γεννιέται από το τίποτε, και «εμφανίζεται», τελείως απροσδόκητα, μπροστά στο άτομο (το άτομο άλλωστε σήμερα καταντά τελείως παθητικός δέκτης, χωρίς εστιακό κέντρο, κάθε είδους «εντυπώσεων», που απλώς συσσωρεύονται, ενώ αυτό ολοένα και περισσότερο χάνεται από τον ορίζοντα). Ο Αδάμ , χάνοντας την αρμονική σχέση του με το περιβάλλον, πρέπει να βρει πια τρόπο να «κρυφτεί», και ο γύρω του κόσμος, τώρα πια, δεν μπορεί πια να τον ντύσει. Γι αυτό, αγχωμένος, φθάνει γρήγορα στην απόγνωση. 
Και μάλιστα, το άγχος καταντά σύμπλεγμα, καθότι, σύμφωνα με τον Vetter, «το σύμπλεγμα από άποψη ψυχικής δομής, βιώνεται ως συγκλονιστικό βίωμα εντυπώσεων και ως επιθετική διέγερση των ορμών αφετέρου». Και επειδή ακριβώς το σύμπλεγμα αποτελεί την αιτία της νεύρωσης, έπεται ότι, και γι’ αυτό τον επιπρόσθετο λόγο, το άγχος του Αδάμ αποτελεί νευρωτικό άγχος. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αγνοήσουμε την θεωρία του Vetter, είναι αρκετό να πούμε ότι η απώθηση της ενοχής αρκεί από μόνη της να την διπλασιάσει, γι’ αυτό, όταν ο Θεός καλεί σε απολογία το Αδάμ, αυτός περιπίπτει σε δραματική κατάσταση. Γεννιέται, επαναλαμβάνουμε εμφατικά, βασανιστικό άγχος. Σε τελευταία ανάλυση, όπως διδάσκει η Ψυχολογία του Βάθους, «η απώθηση του αισθήματος της ένοχης δημιουργεί πλέγμα, το οποίο προκαλεί αφόρητο άγχος». 
Περαιτέρω, πρέπει να σημειώσουμε ότι μόλις ο πρωτόπλαστος ακούει την φωνή του Θεού, φεύγει, και η φυγή αυτή αποτελεί μάταιο αγώνα να απομακρυνθεί από τον Δημιουργό του και να απαλλαγεί από τις οδυνηρές συνέπειες που αφορούν τον ψυχικό του κόσμο. Η φωνή του Θεού φτάνει ωστόσο παντού, στην πιο απόκρυφη πτυχή της ψυχής, και αυτό το γνωρίζει ο Αδάμ. Τελικά, μένει απλά γνωστός στον Θεό, και μάλιστα, «γυμνός». Για να γλιτώσει από την δραματική κατάστασή του, κάνει το εξής παράδοξο, όπως κάθε νευρωτικός: προβάλλει την ενοχή του στον Θεό! «Η Εύα που μου έδωσες, αυτή φταίει». Ευθύνεται δηλαδή ο Θεός που δώρισε στον άνδρα την γυναίκα! Έτσι, αντί να κατηγορήσει τον εαυτό του και να αναλάβει τις ευθύνες του, ο Αδάμ προτιμά το «υπαρξιακό ψέμα». Και τελικά, επειδή δεν μετανοεί και προβάλλει αλλού την ενοχή του, καταντά, σύμφωνα με όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος, «εζωγρημένος (υπό του διαβόλου) εις το εκείνου θέλημα». Ο άνθρωπος έπεσε δυστυχώς στην παγίδα του διαβόλου! Και έτσι, νευρωτικός και αγχωμένος, επιθετικός και συγχυσμένος, ο πρωτόπλαστος χάνει τον Παράδεισο, καθώς η ταραχή, η σύγχυση, η εσωτερική ζάλη, όπως λέγει εκτενώς ο π. Συμεών Κραγιόπουλος (τις απόψεις του οποίου θα αναπτύξουμε στο 2ο μέρος) εμποδίζουν τον άνθρωπο, να υποδεχτεί την χάρη του Θεού, που εισέρχεται μόνο σε ήρεμη καρδιά (καθώς ο Θεός είναι άλλωστε η ίδια η χαρά, η υπέρτατη γαλήνη).
Και ο καθηγητής Κορναράκης τελειώνει στο παρόν σημείο την ανάλυσή του λέγοντας, ότι το ακριβώς αντίθετο από τον  Αδάμ, έκανε ο ληστής που σταυρώθηκε δίπλα στον Σωτήρα Χριστό, καθώς, ομολόγησε την ενοχή του («άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν»), και μάλιστα την ώρα που, πεθαίνοντας επώδυνα, «γευόταν τους πιο φρικτούς καρπούς της». «Χωρίς πλέγμα ενοχής ο ληστής αυτός συμπεριφέρεται σαν να μαθήτευσε επί σειρά ετών κοντά στον Ιησού και κατανόησε πλήρως το κεντρικό πρόβλημα της προσωπικής λύτρωσης του ανθρώπου… Γι’ αυτό η συμπεριφορά του αυτή, τουλάχιστον ψυχολογικά, θα παραμείνει για πάντα ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο. Μάλιστα δε, λίγη ώρα πριν ξεψυχήσει, αποδεχόμενος τη σταυρική κατάρα της ενοχής του, κερδίζει τον Παράδεισο, ανοίγοντας τις πύλες του με το ‘Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου’»[4],  σχολιάζει  ο συγγραφέας.
[1] Αρμός, Αθήνα 2003, σελ. 11
[2] Είναι αλήθεια ότι έχουν προηγηθεί οι μεταφράσεις δυο εξαίρετων έργων, του βιβλίου του I. Caruso «Ψυχανάλυσις και σύνθεσις της υπάρξεως» (μετ. Α. Καραντώνη, Αθήναι 1953) και του W. Northridge «Ψυχολογία και το έργον της καθοδηγήσεως των ψυχών» (μετ. Σ. Αγουρίδου, Θες/κη 1959)
[3] Από τις εκδόσεις «Αρμός» (Αθήνα 2009).
[4] Ό.π. σελ. 66
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι δημιουργία του π. Σταμάτη Σκλήρη
πηγή κειμένου: Aντίφωνο