Σκέψου, ότι σήμερα υπάρχουν ακόμα κι εκπαιδευτικοί που λένε στους μαθητές ότι εκείνοι δεν ήταν ρεαλιστές. Στην πραγματικότητα εκείνοι ήταν οι πιο συνειδητοποιημένοι ρεαλιστές. Δεν είχαν αυταπάτες για να περιμένουν ότι θα εκπληρωθεί ως εκ θαύματος το όραμα της ελευθερίας αν ήταν καλά παιδιά και δεν ενοχλούσαν την αποικιοκρατία. Ούτε κορόιδευαν τους εαυτούς τους ότι δήθεν έχουν κοινό όραμα με τον κατακτητή της πατρίδας τους.
 
Πού να ήξερε, λοιπόν, ο Ευαγόρας ότι σήμερα αυτό που θα απασχολούσε τους νεοκύπριους για τους οποίους έδωσε τη ζωή του, θα ήταν αν έπρεπε οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ να λάβουν υπόψη τις διεθνείς συγκυρίες και αν ήταν λάθος η επιλογή της ένοπλης σύγκρουσης, ενώ θα μπορούσαν να κάτσουν στα βραστά τους και να αποδεχτούν τη μοίρα τους. Ούτε τον ελάχιστο σεβασμό δεν είμαστε άξιοι να δείξουμε. Διότι, τέτοιοι που γίναμε, είναι αδύνατο να συλλάβει ο νους μας το μεγαλείο ενός 18χρονου. Πού να καταλάβουμε τι σημαίνει να γνωρίζει ότι θα οδηγηθεί στην αγχόνη και να λέει στον κατακτητή δικαστή: «Γνωρίζω ότι θα καταδικαστώ σε θάνατο. Ό,τι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος που ζητά τη λευτεριά του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος που θ' αντικρίσει την αγχόνη. Ζήτω η Ένωσις της Κύπρου με τη μητέρα Ελλάδα. Τίποτε άλλο». Άντε, τώρα, να ήταν από μια γωνιά αυτό το παιδί και να ακούει τους μορφωμένους μας με τα δοκτοράτα, να διερωτώνται γιατί δεν έλαβε υπόψη τις διεθνείς συγκυρίες και ότι θα έπρεπε να ξέρει ότι οι Εγγλέζοι έχασαν το Σουέζ και δεν ήταν σωστό να απαιτούμε να χάσουν και την Κύπρο. Όπως μας λένε και σήμερα, δηλαδή, με τις αναλογίες των σημερινών. Ότι το σωστό και το ρεαλιστικό είναι να δεχτούμε την τουρκική κατοχή ως αδήριτη ανάγκη, να τη νομιμοποιήσουμε ως τη μόνη εφικτή επιλογή, και να μην είμαστε μαξιμαλιστές και να ζητούμε ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατία.

Διότι, σήμερα, αυτό που προέχει είναι να συνεργαστούμε με τους κατακτητές μας, να γίνουμε εμπορικοί εταίροι και να τους ανοίξουμε τις πόρτες να κάνουν δουλειές, να κάνουμε κι εμείς εξαγωγές στη μεγάλη χώρα τους, ν' ανοίξει η τύχη μας και να γίνουν οι επιχειρηματίες μας ακόμα πιο πλούσιοι. Όχι σαν τους ανόητους παππούδες μας που πέθαιναν για ιδέες. «Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι». Ο Ανδρέας Παναγίδης τα έγραφε αυτά στα τρία παιδιά του και στη γυναίκα του από τη φυλακή. Μα, είναι δυνατόν να είχαν οι σημερινοί τέτοιους ανθρώπους στις ρίζες τους; Που μορφώθηκαν για να ρωτούν ο ένας τον άλλο πόσο ορθολογική ήταν η απόφαση του αγώνα; Άντε, να υποπτευθούμε έστω το μέγεθος της αξιοπρέπειάς τους.
 
Υ.Γ.: Φαντάσου να ήξερε ο Ευαγόρας ότι ακόμα κι εμείς, που επιμένουμε να υπενθυμίζουμε τη θυσία του, έστω και επετειακά, το μόνο ρίσκο που παίρνουμε, ανώδυνο φυσικά, είναι να μας ονομάζουν γραφικούς, απορριπτικούς, δεν θέλουμε λύση, κολλημένοι στο παρελθόν… τέτοιες ανοησίες. Οι ανόητοι. Που κάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται ότι αν πετύχουν αυτό για το οποίο παλεύουν χρόνια τώρα, να ξεριζώσουν την εθνική αυτογνωσία, την ταυτότητα, την ιστορία αυτού του λαού δεν θα έχει καμιά πιθανότητα επιβίωσης.

** Στη φωτογραφία, αυτός που δέρνει είναι Βρετανός στρατιώτης κι αυτός που τις τρώει στην άκρη του δρόμου είναι Ελληνοκύπριος πολίτης. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι γιατί ο Ελληνοκύπριος περνούσε με το ποδήλατο του από το δρόμο. Δεν μπορούσε να κάτσει στο σπίτι του ήσυχα - ήσυχα να ακούει κλασσική μουσική από το BBC; Και μετά, αφού τις τρώει που τις τρώει δεν θα μπορούσε να επιδιώξει τον διάλογο ώστε να διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες ξυλοκοπήματος, είναι ανάγκη να βγει στα βουνά με τα όπλα;