Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Η σιωπή του θεού

Μανώλης Γ. Βαρδής

Με αφορμή την επιστροφή του Μάρτιν Σκορσέζε με την ταινία Silence, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Σιουσάκου Έντο (1966, 1η έκδοση στην Ελλάδα 1992), ας μου επιτραπεί να διατυπώσω κάποιες σκέψεις, που όμως θα βασίζονται στο λογοτεχνικό έργο, καθώς δεν έχω παρακολουθήσει ακόμη την «ματιά» του Σκορσέζε.
Το ιστορικό πλαίσιο είναι ο 17ος αιώνας στην Ιαπωνία και οι απηνείς διωγμοί που υφίστανται τόσο οι Πορτογάλοι Ιησουίτες ιεραπόστολοι όσο και οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες της περιοχής. Διωγμοί, βέβαια, που ακολουθούν μία περίοδο «συνεργασίας» των ντόπιων ηγεμόνων με τους Πορτογάλους, που μαζί με το Ευαγγέλιο έφερναν και τον πλούτο του εμπορίου.
 Όταν τελικά εγκαθίσταται μία κεντρική εξουσία με αυστηρή ιεραρχία (η περίοδος Tokugawa), θέτοντας τέλος στην προηγηθείσα «αναρχία» του πολέμου όλων εναντίον όλων (περίοδος Sengoku), το αυτοκρατορικό ιδεώδες απαιτεί την πλήρη υποταγή της προσωπικής ζωής στο κράτος. Η χριστιανική μονοθεΐα διώκεται διότι δομικά υποσκάπτει την παραδοσιακή ιεραρχική σχέση κυρίου και υποκειμένων, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάθε ανθρώπινο υποκείμενο να λατρεύει απευθείας τον ουράνιο Θεό, και όχι τον επίγειο αυτοκράτορα- ουρανό- σύμβολο της ενότητας ενός πολύπλοκου συστήματος διοίκησης «top- down» [1].
Το σημείο ταύτισης της ιαπωνικής ταυτότητας με την ιαπωνική θρησκευτικότητα είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η νησιωτική συνείδηση της αυτάρκειας, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας έκανε τους Ιάπωνες να λειτουργούν εκλεκτικά, δηλαδή να υιοθετούν διάφορα στοιχεία από άλλες θρησκείες, με σκοπό όμως και μόνο την εξυπηρέτηση της ιαπωνικής ταυτότητάς τους. Δεν είχαν πρόβλημα, λόγου χάριν, να υιοθετήσουν το βουδιστικό πάνθεο ή την βουδιστική διδασκαλία περί μεταθανάτιας ζωής, αρκεί να διαμορφώσουν την δική τους θρησκευτικότητα, η οποία με την σειρά της θα θεωρήσει ξένη θρησκεία ακόμη και τον βουδισμό [2].
Hαυτοκρατορική ενότητα τελικά «αναγκάζει» την ιαπωνική θρησκευτικότητα να υπάρξει. Η λατρεία/ θρησκεία του Shinto, με πολλά ανιμιστικά στοιχεία και αποκεντρωμένη δομή, σχεδόν στο περιθώριο κατά την μεσαιωνική περίοδο, ενοποιείται με τον ιαπωνικό Κομφουκιανισμό και μετατρέπεται σε κρατική λατρεία, στην περίοδο που τοποθετεί και ο συγγραφέας την πλοκή του.

Οι ιεραπόστολοι στο βιβλίο, μοναχικές υπάρξεις, προσπαθούν να διαπιστώσουν για ποιο λόγο η ιεραποστολή στο νησί σχεδόν έχει εξαφανισθεί. Θα δουν μαρτυρικούς θανάτους και βασανιστήρια, διόλου λαμπρά και ένδοξα, αλλά άθλια και οδυνηρά. Αυτά αφορούν κυρίως και μαζικά στους ντόπιους Ιάπωνες που ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Για τους ιεραποστόλους επιφυλάσσεται κάτι ακόμη: το τραγικό δίλημμα εάν η παρουσία και τα κηρύγματά τους έχουν τελικά κάποια σημασία, εάν αξίζουν το αίμα τόσων αθώων.
Η παρατήρηση: «Πέρα από την καταθλιπτική σιωπή της θάλασσας, η σιωπή του Θεού…Το συναίσθημα ότι, ενώ οι άνθρωποι υψώνουν την φωνή τους αγωνιώντας, ο Θεός παραμένει με σταυρωμένα χέρια, σιωπηλός» (σ. 91, της έκδοσης του 2007, όπως και οι μεταγενέστερες παραπομπές), αντηχεί στην πραγματικότητα των ερωτημάτων των ντόπιων, που δίνουν αθρόα την ζωή τους, «Δεν ξέρω, ο αδελφός Ισίντα συνήθιζε να μας λέει πως, όταν πάμε στον Παράδεισο, θα βρούμε εκεί αιώνια γαλήνη και ευτυχία. Εκεί δεν θ’ αναγκαζόμαστε να πληρώνουμε κάθε χρόνο φόρους, ούτε να νοιαζόμαστε για πείνα και αρρώστιες. Εκεί δεν θα υπάρχει μόχθος. Δεν έχουμε παρά βάσανα στον κόσμο κι είμαστε υποχρεωμένοι να δουλεύουμε σκληρά. Πάτερ, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχουν τέτοια βάσανα στον Παράδεισο; Αισθάνθηκε την επιθυμία να φωνάξει: ο Παράδεισος δεν είναι αυτό που νομίζεις!, αλλά συγκρατήθηκε» (σ. 116).
Η παιδική σχεδόν, θεολογική απλοϊκότητα είναι η μόνη απάντηση στην «σιωπή» του Θεού. Δεν μπορεί να την καταλάβει ο ιεραπόστολος. Άλλωστε, «οι πατέρες πάντα μας γελοιοποιούσαν. Γνώρισα τον πάτερ Καμπράλ· μόνο περιφρόνηση αισθανόταν για την Ιαπωνία. Περιφρονούσε τα σπίτια μας, περιφρονούσε την γλώσσα μας, περιφρονούσε τα φαγητά και τα έθιμά μας- κι όμως έζησε στην Ιαπωνία» (σ. 123). Λέγεται μάλιστα ότι «ο Φραγκίσκος Ξαβιέ, άγιος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και πρώτος ιεραπόστολος της Ιαπωνίας, είπε σε μία περιφέρεια της νότιας Ιαπωνίας ότι όλοι οι νεκροί που έχουν πεθάνει αβάπτιστοι βρίσκονται στην κόλαση» [3].
Ο ιεραπόστολος σκανδαλίζεται: «όμως το μαρτύριο αυτών των χωρικών που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια του πόσο αξιοθρήνητο ήταν! Θλιβερό σαν τις καλύβες όπου ζούσαν, σαν τα ράκη που φορούσαν» (σ. 161). Η πραγματικότητα τον ξεπερνά. Και έρχεται «πληρωμένη» η απάντηση: «Ήρθες εδώ για να προσφέρεις τη ζωή σου σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Όμως στην πραγματικότητα εκείνοι προσφέρουν την ζωή τους για σένα» (σ. 180).
Ο ιεραπόστολος σκανδαλίζεται από κάθε τι που είναι απλοϊκό, αφελές, ανώφελο και «μη καθαρό». Από την ίδια την ζωή, τελικά. Διότι όταν ο «αποστάτης» ιεραπόστολος Φερέιρα του λέει ότι «Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Και τα πλήθη που έρχονται για περιήγηση σ’ αυτή τη χώρα από τα μοναστήρια της Γκόα και του Μακάο και αυτοαποκαλούνται απόστολοι- κι αυτοί τίποτα δεν καταλαβαίνουν. Εκείνοι οι Ιάπωνες που συγχέουν το Deusμε το Dainichiαπό την πρώτη στιγμή παραποίησαν και άλλαξαν τον Θεό μας, άρχισαν να δημιουργούν κάτι διαφορετικό» (σ. 195). Μπορεί να θυσιάζονται, αλλά δεν είναι «γνήσιοι» χριστιανοί. Οπότε τελικά μήπως έχει δίκαιο ο Ιάπωνας άρχοντας που τον «παρηγορεί», λέγοντας ότι ο εκλεκτικός τρόπος υιοθέτησης των θρησκειών- που αναφέραμε και πιο πάνω-, κάνει άσκοπη την επιμονή των ιεραποστόλων; Να θυσιάζεσαι και να βασανίζεσαι για χωριάτες που μπερδεύουν τον ιαπωνικό Ουρανό με τον χριστιανικό Θεό;
«Ο λόγος που αποστάτησα…Είσαι έτοιμος να τον ακούσεις; Μ’ έφεραν εδώ κι άκουσα τις φωνές των ανθρώπων που γι αυτούς δεν έκανε τίποτα ο Θεός. Ο Θεός δεν έκανε απολύτως τίποτα. Προσευχήθηκα με όλη μου τη δύναμη, μα ο Θεός δεν έκανε τίποτα» (σ. 216). «Κύριε, δεν πρέπει να μείνεις σιωπηλός. Απόδειξε ότι είσαι δικαιοσύνη, ότι είσαι καλοσύνη, ότι είσαι αγάπη. Πρέπει να πεις κάτι, για να δείξεις στον κόσμο ότι είσαι Μεγαλοδύναμος» (σ. 216). Ο ιεραπόστολος, με το δίκιο του, όπως ο Σατανάς στην έρημο, ζητά αποδείξεις! Οι φωνές των μαρτυρίων δεν αντέχονται!
Η «καθαρότητα», οι αποδείξεις, το ανώφελο της ανθρώπινης τραγωδίας, η ειρωνεία της ανθρώπινης ιστορίας, θα εκλογικευθούν: «Οπωσδήποτε ο Χριστός θα είχε αποστατήσει για χάρη τους» (σ. 218), «Και τότε ο Χριστός πάνω στην μπρούντζινη πλάκα μιλάει στον ιερέα: ‘Ποδοπάτησέ το! Ποδοπάτησέ το! Εγώ περισσότερο από τον καθένα γνωρίζω τον πόνο που νιώθεις στο πόδι σου. Ποδοπάτησέ το! Για να ποδοπατηθώ από τους ανθρώπους, ήρθα στον κόσμο αυτό. Για να μοιραστώ τον πόνο των ανθρώπων, σήκωσα τον σταυρό μου» (σ. 220).
Η λύση δόθηκε. Ο «καθαρολόγος» ιεραπόστολος συμβιβάζεται με την αποστασία, στο όνομα του ανθρώπινου πόνου. Πρόκειται για λύση χωρίς λύση: «Δεν είπα αυτό. Όπως ακριβώς σου είπα να πατήσεις στην πλάκα, έτσι είπα και στον Ιούδα να κάνει αυτό που επρόκειτο να κάνει. Γιατί ο Ιούδας βασανιζόταν, όπως εσύ τώρα» (σ. 240).
Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι εκείνο που συναντιέται ο χριστιανικός υπαρξισμός με την θυσιαστική μπαρόκ αισθητική του ρωμαιοκαθολικισμού. Είναι φανερό ότι η έμφαση στον πόνο και στα βασανιστήρια είναι το πλαίσιο της σημερινής μας εποχής (μαζί με την κατανάλωση του θεάματος), οπότε το βιβλίο είναι πολύ σύγχρονο, ακόμη και χωρίς την σκηνοθετική προσθήκη του Σκορσέζε.
Οι απλοί, χριστιανοί Ιάπωνες χωριάτες βασανίζονται και πεθαίνουν όπως ξυπνάνε και κοιμούνται. Θέλουν τον Παράδεισο για να ξεκουραστούν, όχι για να διερωτώνται θεολογικά. Ρωμαιοκαθολικισμός, συνεπώς βρήκαμε που θα χρεώσουμε το σοκ;
Όχι, ακριβώς. Όπως αναφέρει και ο Δημήτρης Αγγελής: «Για όσους έχουν τη βεβαιότητα ότι εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε το αλάτι της γης, σε ερώτησή μου αν το συνοδικό σύστημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι προτιμότερο από την παπική μοναρχία (την οποία [: ο Ερνέστο Καρντενάλ] έχει υποστεί και επικρίνει σε κάθε συζήτηση), μού απάντησε με ειλικρίνεια ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την Ορθόδοξη Εκκλησία» [4].

[1] Βλ. και Θανάση Ν. Παπαθανασίου, «Μάτια σχιστά κι ορθάνοιχτα. Η αποστολή της Εκκλησίας στην Ιαπωνία, περ. Σύναξη 131 (2014), 85.
[2] Σχετικά, Στέλιος Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, «Χριστιανισμός και Άπω Ανατολή. Το ρομάντζο που δεν άνθισε», περ. Σύναξη 78 (2001). 64-74.
[3] Στο ίδιο, 71.
[4] Δημήτρης Αγγελής, «Μία συνάντηση με τον Ερνέστο Καρντενάλ στη Νικαράγουα», περ. Σύναξη 136 (2015), 88.

πηγή: Aντίφωνο

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.