Σταμάτης Σουφλέρης

ή αλλιώς ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ και η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ του ΛΟΓΟΥ.
Μια πρόχειρη, βιαστική και επιπόλαια ανάγνωση.

Κάθε πότε στα πολύπαθα μα στεγνά και μικρά Νέα Ελληνικά Γράμματα πέφτει ο αυτοβασανιζόμενος εραστής και λάτρης τους πάνω σε ένα κείμενο τού ύψους, του βάθους και της εμβέλειας τού βιβλίου του Άρη Αλεξάνδρου (εφεξής ΑΑ) “Το Κιβώτιο”; Κάθε πότε στο “σύνολο” τής Λογοτεχνίας, εγχώριας ή παγκόσμιας “πέφτει” κάποιος πάνω σε ένα τέτοιο έργο; Η δική μου απάντηση είναι: εξαιρετικά σπάνια. Κάθε πότε καταφέρνει ο συγγραφέας -το συνήθως ή στην πραγματικότητα πάντοτε ακατόρθωτο- να αρθρώνει λόγο, να ποιεί Λόγο, να αρμόζει σύνολο, να χτίζει περιθώρια, σκηνικά, σκηνή, θέατρο, πρωταγωνιστές, ρόλους, κέντρο, φράση, γράμμα, επιστολή, ποίημα, έργο, σύνολο, ολότητα;
Κάθε πότε έχει την τύχη ή τη διανοητική και ψυχική δύναμη να επιλέγει ένα άψογο περίγραμμα, μια τέλεια υπόθεση, μια ορθή και κεντρικά λογικοφανή ιστορία, να τοποθετεί αυστηρότερα από ημερολόγιο πλοίου τον χρόνο και τον τόπο, να μην αφήνει κανένα περιθώριο ψευδοφανταστικού και από τη μια, να υπηρετεί έναν απολύτως φανταστικό λόγο, από την άλλη γερά να πατά στο έδαφος του πιο ακραίου ρεαλισμού, να μην ξεφεύγει εκατοστό από τα “πραγματικά” γεγονότα μα να μην υπάρχει ούτε χιλιοστό πραγματικότητας στο κείμενό του, μα ούτε και εκατομμυριοστό ψεύδους, αφού έχει πετύχει το επαναλαμβάνω, το όνειρο και τον εφιάλτη των γραφιάδων όλου του κόσμου και όλων των εποχών, να τρυπά τη σιωπή, να γεννά ζωντανό λόγο, μα να ξέρει συνεχώς ότι το διακύβευμα αυτό είναι πάντοτε και εκ των προτέρων ( με ένα ορθά “Καντιανό” a priori περί Συνθετικών προτάσεων) χαμένο.
Ο Άμλετ πεθαίνει. Η τελευταία του φράση είναι «The rest is silence». Ο ερωτευμένος μονίμως μοναχός Παπαδημούλης-διαμάντης σε ρόδινα ακρογιάλια σπρώχνει τα πράγματα στην ίδια κατεύθυνση όταν λέει «Ο φλοίσβος επιττάτει σιωπήν». Οι μούσες εμπνέουν, οι μούσες έρχονται μετά από τις μέχρι και γελοίες επικλήσεις των γραφιάδων, απουσιάζουν, κατοικούν ή αραιά και πού επισκέπτονται τους αιωνίως κακόμοιρους αυτούς μικρούς και αδύναμους εραστές τους και τους επισκέπτονται μόνο και μόνο για να τους εμπαίξουν και όχι να  τους ευχαριστήσουν για την λατρεία τους. Οι μούσες προτιμούν τους τολμηρούς, τους αυθάδεις, τους αισχρούς, τους θρασείς, τους αγράμματους εγγράμματους, από τους ψεύτες εγγράμματους αγράμματους. Το πνεύμα όπου θέλει πνει.
Πότε λοιπόν έχουμε επιτυχίες τεράστιες δηλαδή πάντοτε ελάχιστες, σε “αντικειμενικά” μεγέθη; Όταν από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη αυτό το τυπωμένο χαρτί συνιστά μια πραγματικότητα, ένα σύνολο. Η υπόθεση, η δομή, ο τρόπος, η γλώσσα, καταφέρνουν επιτυχώς να “αυτοκτονούν” τόσο τον αναγνώστη, όσο και τον συγγραφέα. Είναι ένα κείμενο φόνων, συνεχών, αδυσώπητων, άθλιων, βασανιστικών, τυχαίων, ηρωικών, εκρηκτικών ή λασπωμένων, ένα κείμενο-πορεία θανάτου, ένα κείμενο πίστεως, ένα κείμενο όπου το κενό κιβώτιο-θήκη τού τίποτε  εγκαλεί σε μια άλλη θήκη Καινή και γεμάτη; (Δεν ηθικολογώ. Δε γνωρίζω τίποτε με σιγουριά πλην της αχρηστίας της δικής μου και του συνόλου των δραστηριοτήτων, πράξεων, καταστάσεων του Σύγχρονου-Άχρονου Κόσμου. Στην αυστηρά δομημένη σχέση με τον χρόνο τού σήμερα (βλέπε δυο τελευταίους αιώνες δηλ. Νεωτερικότητα) ποτέ δεν είχε χαθεί τόσο η Αληθινή Σχέση με τον Χρόνο, με το έτος με την εποχή, με τον μήνα, με την εβδομάδα, με την ημέρα όσο στο άθλια κατακερματισμένο, στο χιλιοστό μετρημένο, στο δευτερόπτεο καταγεγραμμένο, στο απολύτως απολεσθέν τώρα μας. Η τόσο ακριβής μέτρηση, η ανάπτυξη της τεχνολογίας αυτής της μέτρησης και η δυνατότητα καταγραφής-αποθήκευσης, τόσο των μετρήσεων όσο και ο συνδυασμός τους με τις υποτιθέμενες δικές μας πράξεις, οριστικοποιούν τις δύο απώλειες που μπορεί και να ταυτίζονται. Χρόνος και Ον, ον και χρόνος. Το Ειναι καταλύεται σκορπισμένο στον απολεσθέντα εκφυλισμένο χρόνο. Οι επισημάνεις φιλοσόφων και συγγραφέων όχι μόνο δεν λειτούργησαν ανασχετικά, μα χρησιμοποιήθηκαν και αυτές στις πιο αγοραίες εκφάσεις τους ακριβώς προς εξυπηρέτηση τού μόνου ισχυρού τής εποχής μας -εποχής που είναι ακριβώς η άρνηση μιας Εποχής- της Οικονομίας, που και αυτή ακόμα δεν είναι παρά Αγορά). 
Κάθε φράση, κάθε περίοδος, κάθε παράγραφος, κάθε σελίδα, κάθε ενότητα πετυχαίνουν τόσο τον θρίαμβο όσο και την διά-λυση, κατά-λυση του Λόγου έναντι της πιο πλήρους, πιο ισορροπημένης, πιο “χρήσιμης”, πιο “άχρηστης”, πιο εκκωφαντικής Σιωπής. (Η εποχή μας ακριβώς, η τόσο φωνακλάδικη και φασαριόζικη όπου οι ήχοι εκφυλίστηκαν στο πολτώδες βάθος τού ηλεκτρονικού, ραδιοτηλεοπτικού, καθημερινού ανούσιου και ανόητου βουητού, είναι η εποχή που πολεμά, αποστρέφεται και καταλύει δια των άμορφων ήχων την σιωπή. Το Διάστημα και ο πρωτογενής χρόνος, τα πρώτα λεπτά και η μέγιστη διάρκεια αυτών των περίπου 15 δισεκατομμυρίων ετών ζωής του σύμπαντος, είναι διαστάσεις και επικράτεια Σιωπής). 
Πώς δομείται η σχέση αναγνώστη συγγραφέα από τον ίδιο τον ΑΑ; Κανένα περιθώριο δεν αφήνεται, δεν υπάρχει οίκτος σε αυτόν τον φοβερό άνθρωπο. Τα πορνικά δουλικά μάτια τού αναγνώστη, είναι τα μάτια τού ανακριτή, του υπόδουλου, υποτιθέμενα ελεύθερου, ανώτερου, χωρίς χωρικές δεσμεύσεις ανθρώπου, σε σχέση με τον έγκλειστο συγγραφέα-ανακρινόμενο, όπου περιορισμένος στο ασφυκτικό του κελί, (το γραφείο του), είναι κυρίαρχος του χρόνου, του πιο κρίσιμου παρότι μη απτού δεδομένου, αφού ορίζει το μέλλον του ανακριτή-αναγνώστη δια της επόμενης σελίδας, δια του ψεύδους και της αλήθειας που συχνά επαναλαμβάνει, με τις συνεχείς και ατελείωτες παλινωδίες, τις αναιρέσεις, τις επαναλήψεις, τους όρκους, τους χάρτες, τους κύκλους, τα τηλεγραφήματα, τις αποκρυπτογραφήσεις, τα μηνύματα, τους κώδικες, τις λέξεις λάθος και σωστές, τις λέξεις κέντρο και στόχο, τις λέξεις, όπλο και σφαίρα, την λέξη, αντικείμενο και υποκείμενο, την λέξη, απλή και συνηθισμένη, την λέξη, φτιαγμένη, τεχνητή, σχηματισμένη, διαλυμένη, με κενά, χωρίς όλα τα γράμματα, χωρίς την ελπίδα έστω λάμψης μιας στοιχειώδους λογικής, την λέξη πάροχο και καταναλωτή τής ίδιας τής ζωής. Ποιος λοιπόν κυριαρχεί; Ο ανακριτής που δίνει τη γραφική ύλη ή ο γραφιάς που την γεμίζει; Ο αναγνώστης που διαβάζει τις σελίδες, μα δεν ξέρει ποτέ όχι την επόμενη φράση αλλά την επόμενη λέξη ακριβώς -και παρότι και πάλι επικαλούμαι την κοινή λογική- ακόμα και όταν ζητάς ένα ποτήρι με νερό νομίζεις ότι όλο είναι εύκολο, όλο είναι λογικό, μα τίποτε δεν είναι δεδομένο. Είναι το κείμενο του ΑΑ ουροβόρος όφις;
Στο μέτρο που είναι κάθε μεγάλο κείμενο. Πάντα πυροβολείς με το ίδιο σου το όπλο εναντίον ακριβώς αυτού του ίδιου σου του όπλου.
“Σύντροφε ανακριτά, σπεύδω πρώτα απ' όλα να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το χαρτί, το μελάνι, και την πένα που μου στείλατε στον δεσμοφύλακα. Συμφωνώ απολύτως με την διαδικασία που διαλέξατε, γιατί έτσι θα μπορέσω να καταγράψω τα γεγονότα με την ησυχία μου, χωρίς να φοβάμαι πως θα με διακόψετε, πως θα μου υποβάλετε ερωτήσεις,, χωρίς δηλαδή να έχω την αίσθηση ότι τελώ υπό κράτησιν και δίνω λόγο των πράξεων μου. Διότι είναι βέβαια ολοφάνερο ότι πρόκειται για παρεξήγηση”.
Η εναρκτήρια παράγραφος. Όλη θα έπρεπε να υπογραμμιστεί. Δεν υπάρχει ούτε μια λέξη τυχαία, ούτε μια που να μην έχει τουλάχιστον τριπλό νόημα, όπου σύμβολο και ουσία, δια- περί- συν- πλέκονται δημιουργώντας νιοστές σχέσεις, άπειρες καταστάσεις, αναρίθμητους συνδυασμούς. Άλλωστε αυτό θα το επιβεβαιώσει κάνοντας αναφορά μέχρι και στην αποτυχία του στις εξετάσεις τού Πολυτεχνείου, όταν τρεις σελίδες από το τέλος αναλύει τις νιοστές ακριβώς μαθηματικές σχέσεις, με αφορμή την πολλαπλότητα των δευτερολέπτων, άρα και των λέξεων, και γεννά επαγωγικά σχέσεις ν+1. “Σύντροφος ανακριτής” ποιος; Ο απολύτως ανίκανος να αντιδράσει στο γραπτό κείμενο, παθητικός αναγνώστης.( Ίσως μοναδική πράξη να είναι το κλείσιμο και η απόρριψη ενός βιβλίου, ή ακόμα ακόμα και λυτρωτικά, θα τολμούσα να πω οντολογικά, η ορθή πράξη ενός αναγνώστη είναι η καταστροφή τού όποιου κειμένου και υπό αυτό το πρίσμα οι καύσεις και οι προσπάθειες εξαφάνισης βιβλίων, είτε είναι ενός Κινέζου αυτοκράτορα πριν 2100 χρόνια, είτε της φάρας των ναζιστών, είτε του Παπικού καταλόγου, είτε του αφηρημένου αναγνώστη που ξεχνά το βιβλίο του στο τραίνο ή στην καφετέρια (δεν υπάρχουν τυχαίες κινήσεις) είναι στη σωστή κατεύθυνση τη μόνη που απομένει, την απεξάρτηση συνειδητά από κάθε έντυπο λόγο. Κάθε άλλη κίνηση επιβεβαιώνει την παθητικότητα, συνεπώς καταργεί τόσο την δύναμη του ανακριτή, όσο και την σχέση του συντρόφου- τέλος παρένθεσης).( Αρχή νέας παρένθεσης-Η ίδια η Πλοκή είναι λέξη κακή, αφού κατά το Lidddell-Scott σημαίνει και “σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, όπως τα ράπτειν, υφαίνειν, λέγεται κυρίως για ύπουλα μέσα, πλέκω δόλον”. Μα κάνει κάτι άλλο ο ΑΑ από το να υφαίνει, μα κυρίως πλέκει δόλους;) Είναι αλήθεια (και συνειδητά βάζω συνεχώς παρενθέσεις και χρησιμοποιώ την λέξη αλήθεια, μέσα από τα κλειστά περιγράμματα των παρ-ενθέσεων θέλω να οδηγηθώ στην α-λήθεια) αυτό το κείμενο είναι ο θρίαμβος και η διάλυση του σημαίνοντος και του σημαινομένου, όπου καταφέρνει το σπάνιο, να διαστέλλει κάθε δομική σύνθεση, κάθε τυπικό σχήμα και σχηματισμό του συμβατικού λόγου, του καθιερωμένου τρόπου, των συνηθισμένων γραφών. Επανέρχομαι όμως στο “σύντροφος”.
Εδώ με τη λογική, καθιερωμένη κομματική επίκληση, οριοθετείται το έργο. Εξωτερικό πλαίσιο απολύτως ορθό (;), εμφύλιος, τέλη του '49, κομματικές σχέσεις, κομματικές συνήθειες που συνεχώς τηρούνται, επαναλαμβάνονται, ποτέ δεν αμφισβητούνται, και στην πιο γελοία τους ακρότητα, χαιρετισμός στρατιωτικός π.χ. των διατεταγμένων να αυτοκτονήσουν “συντρόφων”, επικοινωνίες με κάθε τύπο και κανόνα, τήρηση ιεραρχιών, “δημοκρατικές” σχέσεις και στρατιωτικές δομές μεταξύ των μελών κλπ κλπ κλπ, όπου ακριβώς η λέξη σύντροφος, δηλαδή αυτός που μαζί τρώμε ( όχι τον άμπακο ή τα λεφτά του δημοσίου, αλλά η ιερή σχέση του να μοιράζομαι την τροφή μου) ο σύντροφος λοιπόν δεν είναι παρά η ιδιότητα που εξασφάλισε σε όλους τους μετέχοντες στην αποστολή τον θάνατο. Θάνατο κακό, θάνατο τυχαίο, θάνατο στρατιωτικό, θάνατο ατιμωτικό, θάνατο ακόμα και γελοίο. Η συντροφιά που τρώει τα παιδιά της. Ο γιγαντιαίος Κρόνος του 20ου αιώνα. Όχι σκέτα ο κομμουνιστικός κόσμος (αυτή είναι η απλή εκδοχή) μα ο σύνολος δομημένος υλικά Δυτικός Πολιτισμός. Ο Πολιτισμός του Λόγου (Λογικής- Ratio- Vernunft) που όμως διολισθαίνει στην παγανιστική λατρεία της Ύλης και ούτε καν, αλλά διολισθαίνει στον αφηρημένο αλλά ισχυρό θεό αντίποδα τού Υιού, τον μόνο που Αυτός αναφέρει, τον Μαμμωνά, που ω τι παιχνίδι τής μοίρας, από έννοια γενική των χρημάτων, παλαιά τουλάχιστον υλικών αντικειμένων ή στην χειρότερη περίπτωση αντικρυσμάτων, φτάνει στο σήμερα στο αποϋλοποιημένο χώρο που υπάρχει και κινείται μεταξύ οθονών υπολογιστών, καλωδίων και ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η Ύλη εκδικείται και κυριαρχεί με το να γίνεται μη ύλη, έννοια, υπερ-ουσία.
Κι εδώ φαίνεται το μέγεθος του ΑΑ. Αυτός ο ευλογημένα δίγλωσσος από γέννας και πολύγλωσσος από ανατροφή, ο μέγιστος μεταφραστής των ρώσων κλασσικών και ειδικά του Ντοστογιέφσκι, πάντα ήταν για εμένα ένα αίνιγμα ως προς το πώς δόμησε τη σχέση με αυτόν τον ογκόλιθο από κάθε άποψη άνθρωπο. Η απάντηση έρχεται δια του Κιβωτίου. Αντί για μια επιπόλαια δουλική εξάρτηση (πόσο εύκολα να είναι κανένας ψευτοχριστιανός, ή ψευτοκομμουνιστής, όταν όλοι μας ήμαστε μόνο υλόφρονες και καλά παιδιά του καπιταλιστικού συστήματος) αντί λοιπόν για αναφορές, μιμήσεις, και κολακείες, το έργο είναι θρίαμβος ελευθερίας, επίτευγμα λογοτεχνίας, επιβεβαίωση ανεξαρτησίας από τον μεγάλο Ρώσο και κατ' αυτόν τον τρόπο, ο πιο άξιος μαθητής είναι ο ανεξάρτητος και αυθύπαρκτος, ενώ ο  δήθεν σεβάσμιος αντιγραφέας, είναι η προσβολή του ίδιου και του προτύπου του. Κι έτσι το θέμα που επέλεξε, έτσι η δομή, έτσι ο τρόπος, έτσι η γλώσσα, έτσι η μορφή, μια πλήρης αντιστροφή των “συμβατικών” τρόπων του Ρώσου, “συμβατικός” όμως και αυτός σε σχέση με οποιαδήποτε ψευτονεωτερικότητα γραφής, και όμως πόσο νέος, παλαιός, διαρκής ο λόγος και των δύο. Και ο διάλογος τού ενός προς τον βουβό άλλο συνεχίζεται, οικοδομημένος επαρκώς στο σοφό πλαίσιο που καθορίζει στις εναρκτήριες σελίδες.
Ο “σύντροφος” δεν είναι σύντροφος, είναι ανακριτής. Ο “σύντροφος” δεν είναι σύντροφος, ποτέ δεν είναι, είναι ο αναγνώστης.
Έχω έναν κανόνα. Βρες ένα λογικό πλαίσιο και μετά μπορείς να διηγηθείς ότι θέλεις. Δώσε όμως στον “εχθρό” σου αναγνώστη (“hypocritelecteur ….”) μια βάση στήριξης, μην κοντράρεις τη λογική του, τη συνήθεια του, κάνε τον λίγο να νιώσει φυσιολογικά και τότε αααα, τότε μπορείς να πεις και να γράψεις ότι θες. Αν όμως εσύ έχεις επαρκές περιεχόμενο.
Και ποιο είναι το πρώτο ρήμα που χρησιμοποιεί;. “Σπεύδω”. Ιδού το πρώτο από τα άπειρα ψεύδη που θα ακολουθήσουν, αφού όχι μόνο αναιρεί επανηλλειμένως την αφήγησή του, μα συχνά αναιρεί και τις αναιρέσεις του. Ξεκινά την πιο αργή, άσκοπη και άχρηστη πορεία τού “Εμφυλίου”, μια πορεία σπειροειδή και επάλληλη, όπου το σύντομο, ευκρινές και απλό αντικαθίσταται από το μακροσκελές, θολό, σύνθετο, τόσο στην υποτιθέμενη κίνηση (είναι ο ορισμός της ακινησίας αυτή η πορεία) όσο και στον λόγο. Και όμως. Ποτέ τόσα ψέματα δεν κατάφεραν να συνθέσουν μια τόσο πλήρη (στο αιώνιο κενό της) αλήθεια. Η αλήθεια του λόγου είναι πάντα ψευδής. Άρα δεν σπεύδει, ποτέ δεν βιάζεται, αντίθετα, το αργό είναι το χαρακτηριστικό όλου του βιβλίου (που όμως ποτέ δεν γίνεται μακρόσυρτο ή βαρετό). Το απολύτως άχρηστο και άσκοπο όλων αυτών των ενεργειών καταφέρνει πλήγμα στην καρδιά τού στόχου. (Μια απωανατολίτικη παρένθεση τώρα. Δεν μπορώ να αποφύγω την αναφορά σε ολόκληρο το σπουδαίο, κλασσικό βιβλίο “Το Ζεν και η Τέχνη τής Τοξοβολίας” που έχουμε την τύχη να είναι μεταφρασμένο από τον Φοίβο Πιομπίνο. Λέει ο Δάσκαλος (Γιαπωνέζος) στον μαθητή (Δυτικός) “Εσείς οι Δυτικοί για όσα δεν κάνετε νομίζετε ότι δε γίνονται”. Υπάρχει ένα Κινέζικο ρητό όμως, που συνοψίζει την κατάσταση. “Όλοι ξέρουν ότι το χρήσιμο είναι χρήσιμο. Λίγοι όμως ξέρουν ότι το άχρηστο είναι και αυτό χρήσιμο”. Κάθε πόλεμος είναι ουσιαστικά άχρηστος για την εξέλιξη του ανθρώπου. Ως παλαίστρα και δοκιμασία έχει εξελίξει μεμονωμένα άτομα).
Άρα δεν σπεύδει. Και ποιο είναι το επόμενο ρήμα. “Εκφράσω”. Εκφράζει ο ΑΑ αυτά που ισχυρίζεται; Εκφράζεται κατά την μανία της εποχής; “Εκφράζει ευγνωμοσύνη” όπως γράφει; Ναι δια του όχι. Ούτε έχει την πρεμούρα να κάνει τον πρωτότυπο (και όμως το έργο έχει την αρετή των αριστουργημάτων, φρεσκάδα μαζί και διάρκεια, κανένα περιορισμό από το όπως ξανά είπα αυστηρό χρονικό και χωρικό του πλαίσιο), ούτε χαζολογά γύρω από τον εαυτό του. Οι αναφορές που περνά για τον ίδιο, δεν είναι μέσω του πρωταγωνιστή, μα μέσω του ρωσικής καταγωγής από μάνα πολύ μικρού ρόλου που εμβόλιμα θέτει, σημαντικό μα διακριτικό, όσο διακριτικά μιλά και για τη φτώχεια και τη δυσκολία της εποχής. Ούτε ξιπάζεται, ούτε κρυφοκοιτά. Μπορεί λίγο να παίζει με τον αντίπαλο αναγνώστη του, μα λιγότερο τον μισεί από την εκφρασμένη αντιπάθεια- μίσος του αφηγητή- πρωταγωνιστή προς τον ανακριτή (και πάλι αναγνώστη). Έχει καταφέρει αυτό που είναι ορθό λογοτεχνικά, να δώσει όχι απλά αληθοφανείς, μα βαθιά στέρεους χαρακτήρες και ρόλους, τόσο στα πρόσωπα του έργου όσο και στην αφόρητα δύσκολη σχέση συγγραφέα-αναγνώστη. Άρα υπάρχει καθόλου ευγνωμοσύνη;
Υποτίθεται ότι αυτή αφορά “το χαρτί, το μελάνι και την πένα” που του έστειλε με τον δεσμοφύλακα. Ποιος είναι στην περίπτωση ενός βιβλίου ο πάροχος; Ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης; Και οι δύο; Κανείς; Είναι ο δεσμοφύλακας ο καλός άγγελος και πάροχος δώρων; Όχι, είναι ένα ακόμα σιωπηλό πρόσωπο, σχεδόν ανύπαρκτο στο έργο, μα από την άλλη δεν είναι το μόνο πρόσωπο που ο έγκλειστος, ο κάθε έγκλειστος συναντά, σχετίζεται, κοινωνεί, ακόμα και σε αυτήν την σχέση σιωπής που είναι άρνηση και αντιστροφή όλων των προηγούμενων ρημάτων, δεν συναντά ποτέ, δε σχετίζεται, δεν κοινωνεί; Μα ποιος δεν είναι έγκλειστος σε αυτόν τον Κόσμο τής Πτώσης και της διαστροφής; Ποιος έχει από όλους εμάς συνάψει αληθινές σχέσεις; Απορώ.
Μα όμως το Φοβερό αστείο συνεχίζεται με το επόμενο ρήμα το “συμφωνώ”. “Συμφωνώ απολύτως με την διαδικασία που διαλέξατε”. Πόσο συμφωνεί; Καθόλου όπως διαγράφεται στην πορεία τής αφήγησης, αφού αυτή η κατάσταση δεν αφήνει κανένα περιθώριο επαφής. Δηλαδή είναι μια αδιέξοδη σχέση, μια σχέση χωρίς κανένα από τα δυο μέλη, ένα μπαστούνι χωρίς καμιά άκρη. Μα ακριβώς αυτό είναι το αδιέξοδο μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Δεν υπάρχει ο ένας για τον άλλον. Ίσως σπάνια, ίσως σχεδόν από λάθος να ανακαλύπτει αληθινά ο ένας στον άλλον τον άνθρωπο. Όλα μια ψευδαίσθηση.
Αλλά γιατί συμφωνεί; “Γιατί έτσι θα μπορέσω να καταγράψω τα γεγονότα με την ησυχία μου”. Ένα ακόμα ψέμα. Αν ήταν ευχαριστημένος με τη διαδικασία δε θα έκανε τα άπειρα σχόλια εναντίον της και εναντίον του απόντος ανακριτή. Δε θα σταματούσε κάποιες στιγμές, δε θα έκανε λευκή απεργία και αλήθεια, μήπως και αυτό δεν είναι γεγονός με σημασία,  το ότι άφηνε τις σελίδες άγραφες για κάποιο διάστημα, δε θα παραπονιόταν όχι τόσο για την φυλάκισή του όσο για τη μη επαφή συγκεκριμένα με “Εσάς” τον ανακριτή του, τον αιωνίως απών παρόν αποδέκτη τού γραπτού λόγου.
Δεν υπάρχουν τυχαίες λέξεις στον ΑΑ, δεν υπάρχουν φράσεις απλά για να γεμίζουν το περίφημο όσο και αδυσώπητο κενό του λευκού των σελίδων. “Χωρίς να φοβάμαι ότι θα με διακόψετε” ( Ο αναγνώστης διακόπτει παρατώντας το βιβλίο, δε διακόπτει όμως την πορεία τής -ακολουθεί αστείο- δημιουργικής γραφής, διαδικασία από μόνη της τόσο συχνά διακοπτόμενη και ασθματική που απορεί κάποιος αν θα άξιζε να ονομάζεται «διακοπτόμενη-μη-γραφή» με παρενθέσεις έγγραφου, φλύαρου και παρά-λογου λόγου), “πως θα μου υποβάλλεται ερωτήσεις, χωρίς δηλαδή να έχω την αίσθηση ότι τελώ υπό κράτησιν και δίνω λόγο των πράξεων μου. Διότι είναι βέβαια ολοφάνερο ότι πρόκειται για παρεξήγηση”.
Ο εξόριστος, από απόφαση αλλά και από ανάγκη ακόμα και κίνδυνο από την χώρα ΑΑ, φοβάται ότι θα νιώσει υπό κράτησιν; [εμπειρία που βίωσε συχνά σχετικά και άδικα στη ζωή του]. Ή ο «αληθινός» ηρωικός πρωταγωνιστής τού βιβλίου, αυτός που μοιάζει αφελής στην επόμενη παράγραφο, αφού περιμένει το τρίτο παράσημο - αναφέρεται συχνά στα παράσημα, αποτελούν ουσιαστικό τρόπο δόμησης τής ιεραρχίας τής ειδικής τους μονάδας- και το τρίτο παράσημο τελικά (οποία ειρωνεία) είναι η φυλάκιση του; Την κουραστική, λακωνική και ανεπαρκή αυτή ανάλυση τής πρώτης παραγράφου θα την διακόψω όσο απότομα μου επιτρέπετε από την ρύμη του λόγου. Θα συνεχίσω μόνο με επισημάνσεις.
Το επισκεπτήριο. Είναι ένα από τα κρίσιμα και πρωταγωνιστικά στοιχεία. Πώς εισάγεται; Στην σελίδα 12 με ένα από αυτά που είναι τυπικά σχήματα τού ΑΑ. Ο διαφωτιστής Πελοπίδας δε χωνεύει και θέλει να βγάλει σκάρτο τον ήρωα. Ο ήρωας ανησυχεί ότι μεσολαβεί ο «εχθρός» του για να πάρει δυσμενή μετάθεση. Έρχεται σε επαφή με τον ταξίαρχο Οδυσσέα που του δίνει το επισκεπτήριο. Το θεωρεί απόδειξη εμπιστοσύνης. Νιώθει άνθρωπος του υψηλόβαθμου και σημαντικού αυτού στελέχους που όμως τι τύχη, πέφτει σε δυσμένεια και μόνο από συμπτώσεις δεν εκτελείται. Άρα αυτός που τον θέτει ας πούμε στην σημαντική θέση, είναι ο ίδιος πια ασήμαντος ή με άλλα λόγια, το μόνο στέρεο που χτίζει συνειδητά και συγκεκριμένα ο ΑΑ είναι η αποσάθρωση του λόγου. Ο αποσαθρωμένος λόγος του αποκτά οντότητα διά της πονηρίας.
Σε όλο το βιβλίο περιμένει κάποιον να του ζητήσει το επισκεπτήριό του, αυτό που οφείλει να φυλάει πιο πολύ από τη ζωή του. Σε όλο το βιβλίο βρίσκεται στην αναμονή κάποιας συνάντησης. Σε μια προσδοκία, όπου το μυστηριώδες χαρτί θα γίνει όχημα, διαπιστευτήριο και διαβατήριο, απόδειξη αξίας και φορέας σημασίας. Όλο  το βιβλίο (ένα σύνολο χαρτιών) επικεντρώνεται σε ένα χαρτί, το επισκεπτήριο, που μοιάζει άγραφο, λευκό. Όμως πρέπει να κουβαλά ένα μήνυμα-νόημα, όταν και εφόσον ο κατάλληλος άνθρωπος-αποκρυπτογράφος πρώτον μπορέσει να το εμφανίσει, δέυτερον μπορέσει να το διαβάσει, τρίτον [άραγε αιωνιώς;] μπορέσει να το κατανοήσει. Όσους συναντά, ειδικά στην αρχή, αποτελούν ερώτηση,  η συνάντηση δηλαδή των προσώπων είναι κάθε φορά δοκιμασία. (Το ωραίο είναι ότι στον παλιότερο, αυθεντικότερο λαϊκό λόγο η συνάντηση συχνά ήταν απάντηση-συναπάντημα. Μήπως έτσι θέτει ο Λαός τα πράγματα σε καινά όρια και σε εντελώς άλλες διαστάσεις μεταφέροντας το ερώτημα και την προσδοκία απάντησής του δηλαδή το πεδίο του λόγου-ομιλίας, σε ερώτηση-συνάντηση ανθρώπων-προσώπων δηλαδή σε πεδίο σχέσης όντων και όχι σε φληναφήματα του αέρος [κυριολεκτικά, οι ήχοι που πραγματώνουν την ομιλία δεν είναι πάρα κύματα. Όσο για τα γράμματα που τον στερώνουν πάνω σε επίπεδα, χαρτιά-ξύλα-μάρμαρα-υφάσματα {στις τρεις διαστάσεις δεν υπάρχει γραπτός λόγος, εννοώ δεν μπορεί να αρθρωθεί λέξη εννοείται και κείμενο σκορπώντας υλικά γράμματα άτακτα στον χώρο, είναι από την φύση του διδσδιάστατος, αν και κυρίως άστατος}δεν είναι παρά μουντζούρες, μικρές ανοήτες ζωγραφιές, όπως ακριβώς τα κουφικά γράμματα που από φορείς νοήματος για τον λαό τους, έγιναν διακοσμητικά στοιχεία σε ναούς, αλλαγμένα, αφυδατωμένα, αποστεωμένα κάθε νοήματος, απλές όμορφες γραμμές). Είναι αυτός ο άνθρωπος που πρέπει να παραδώσει το επισκεπτήριο; Θα κάνει την κρίσιμη ερώτηση; Κάθε φορά περιμένει να γίνει επαφή. Και αυτό αποδεικνύεται κούφιο.
Είναι το άχρηστο και άσκοπο που λάμπει κρυφά στο έργο αυτό. ( Λύχνος υπό τον μόδιον; Μπορεί). Η βασανιστική πορεία των κορμών, οι συσσωρεύσεις πετρών ή αντικειμένων στους χώρους στρατοπέδευσης, τα εγκαταλελειμμένα εργαλεία, τα γύψινα αγάλματα, τα μουσικά όργανα και της γυμναστικής, εικόνες μιας ζωής που διεκόπη βίαια. Ο αγώνας για την αλλαγή τού κόσμου.
Ο ήρωας είναι δεινός σκοπευτής -κατά την δική του αποκλειστικά διήγηση- κάθε λίγο και λιγάκι αναφέρεται σε σκοπευτικά κατορθώματα, πάνω σε ζωντανούς ή σε άψυχους στόχους. Μερικές φορές οι σκοπεύσεις δεν έγιναν, θα μπορούσαν να γίνουν, όπως το να ξύσει κατά τη διάρκεια τής εκτέλεσης το ρούχο τού θύματός του, δε θέλει να τον σκοτώσει. [Ο θάνατος μοιάζει να μην τον απασχολεί ιδιαίτερα] Ουσιαστικά επιβεβαιώνει το στοχευμένο άστοχο. Οι ασκήσεις που κάνουν στη διάρκεια τής προετοιμασίας δε θυμίζουν καθόλου στρατιωτικά γυμνάσια, περισσότερο φέρνουν προς επιδείξεις γυμναστικές στο τέλος μιας σχολικής χρονιάς. Οι πράξεις, οι συμπεριφορές τους δε θυμίζουν σκληρούς μαχητές που θα αναλάβουν μια αποστολή αυτοκτονίας όπως οι ίδιοι θα την ονομάσουν, μα φέρονται σαν σχολιαρόπαιδα, που κάνουν αταξίες και επιδεικνύουν ικανότητες όχι με σκοπό μια σοβαρή και επικίνδυνη διαδρομή που μπορεί μέχρι και να ανατρέψει την πορεία του ίδιου του πολέμου, μα απλά περνούν την ώρα τους χαζολογώντας, σπάνε αγάλματα, παίρνουν άχρηστα πράγματα, τρώνε το άθλιο φαγητό τους. [“Κάθε πράξη, κάθε ανθρώπου, ξύλευση” από το canto XVIIΙΤΟΥ ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, του δήθεν γραφέα αυτού του δήθεν άρθρου, υπάρχει στο δίκτυο στο bibliotheque]. Το σοβαρό και το γελοίο, το σημαντικό και το ασήμαντο, μα κυρίως το αληθινό και πραγματικό με το ψευδές και φανταστικό εναλλάσσονται συνεχώς, χωρίς να δίνεται η παραμικρή βοήθεια στον ανακριτή-αναγνώστη. Δεν υπάρχουν σταθερά σημεία. Καταργεί το “Πα στω” του Αρχιμήδη βουτώντας ολοκληρωτικά στην περιρρέουσα-καταρρέουσα αέναη ροή του Ηρακλείτου...
Είναι το τέλος τού εμφυλίου και μιας μικρής στην πραγματικότητα και ουσιαστικότητα εποχής, αυτός ο Αύγουστος του 49, ανεξάρτητα από το στοίχειωμα που έφερε στην ταλαίπωρη και ανώριμη κοινωνία μας για τα επόμενα πενήντα και χρόνια; Είναι όντως ένα επεισόδιο ιστορικό και συγκεκριμένα τοποθετημένο σε χώρο και χρόνο ή είναι η απαράλλαχτη φύση του ανθρώπου και του πολιτισμού του, το “ες αεί” του “Κακού” που τον αναγκάζει σε ίδια συμπεριφορά, απλά ελάχιστα παραλλαγμένη από τις εξωτερικές περιστάσεις; Είναι βιβλίο ιστορικών περιστατικών ή σε βιβλίο δια μιας ιστορίας η περιγραφή-περίσταση του σύνολου βίου;
Επεισόδιο ρολόι. Ο αποκομμένος, απομονωμένος, φυλακισμένος ήρωας συνεχίζει να εκθειάζει τις ικανότητες του και αποκαλύπτεται επιδιορθωτής ρολογιών. Δηλαδή μπορεί να επιτελεί μια από τις πιο λεπτές και δύσκολες μηχανολογικά εργασίες από όσες υπήρχαν εκείνη την εποχή. Όμως το κυριότερο ως επιδιορθωτής ρολογιών μπορεί να γίνει για άλλη μια φορά ( ο συγγραφέας μετράει τη ζωή του με τη γραφή και ο αναγνώστης με τις σελίδες που διαβάζει και οι δυο κατ' αυτόν τον τρόπο είναι θύματα στο βωμό τού άχρηστου κι εσύ που με διαβάζεις τώρα έχεις κάνει τη χειρότερη επιλογή για τη ζωή σου) χρονοκράτορας (Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν και αυτόν τον τίτλο). Και πώς επιλέγει ο ΑΑ να κάνει τον ήρωα του χρονοκράτορα; Πάλι δια του γελοίου, του φαύλου και του άχρηστου. Ενώ γνωρίζει πώς να φτιάξει το ρολόι η βλάβη όπως λέει είναι ασήμαντη, επιλέγει πρώτον να το καταστρέψει και μάλιστα σιγουρεύει να είναι ανεπανόρθωτη η ζημιά και κατόπιν να μετακινεί τους δείκτες με το χέρι. Χτυπά το ρολόι μετά από καιρό, πηγαίνει στον διοικητεύοντα, του αναφέρει προφανώς, τμήμα τής κατάστασης και απόκομμα τής αλήθειας – αυτό δεν κάνει συνεχώς προς τον ανακριτή του, αυτό δεν κάνει συνεχώς προς τον αναγνώστη του;- προτείνει να γυρνούν τους δείκτες στο ρολόι με τα χέρια, αφού δεν μπορεί ένα τέλειο σύστημα που επιτυγχάνει να διορθώσει το κακό που ένα κακό σύστημα προκαλεί να φαίνεται αδύναμο και ανήμπορο οπότε επιλέγεται η λύση του να γυρνούν τους δείκτες χειροκίνητα μόνιμα. Αργότερα θα τεθεί βάρδια “γυριστών” και εποπτευόντων τους. Μοιάζει το περιστατικό να είναι άριστο σχόλιο πολιτικό στις δεδομένες καταστάσεις και φυσικά στον κομμουνισμό, μα αυτό είναι το λίγο και εύκολο. Ο ΑΑ δε στοχεύει σε πολιτικό βιβλίο, είναι ιδιαίτερα μικρή και επιπόλαια αυτή η ανάγνωση, όλο το δημιούργημα είναι, όσο μπορεί να είναι οντολογικό δοκίμιο και κεντρικά, αποκαλύπτω κι εγώ τώρα τους σκοπούς μου, κεντρικό έργο πάνω στον Λόγο- λόγο-γλώσσα.
Τι υπογραμμίζει την απολύτως βεβαρημένη αλήθεια τής κατάστασης; Ο ίδιος με το σχόλιο του.
“Πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω πως οι εύκολες, οι πρόχειρες λύσεις, δεν είναι λύσεις. Σκέφτηκα λοιπόν να παρασύρω τον διοικητεύοντα σε μια πρόχειρη λύση”. Οποία δολιότης προς όλες τις κατευθύνσεις. Κι ενώ περιγράφει τα κωμικά γεγονότα τού γυρίσματος των δεικτών στη μέση περίπου της σελίδας αναφέρεται σε ένα από τα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν σε ένα θλιβερό περιστατικό, τον Νικόλαο Εσκιτζόπουλο. Σταματά και λέει. “Το παν είναι να αφηγηθώ τα γεγονότα με την σειρά τους”. Και αυτό που θα ακολουθήσει είναι η παλινωδία τής παλινωδίας,  κύκλοι μέσα σε κύκλους, εγκιβωτισμοί, αναδρομές, επιστροφές, μια λογικοφανής συνεχώς αφήγηση, αληθοφανών περιστατικών, ο θρίαμβος μιας “παραφοράς τού Λόγου”, μια αναζήτηση και κυρίως μια επιβεβαίωση της πλήρους αδυναμίας του. Μα η αδυναμία του ανθρώπινου λόγου δεν είναι και αδυναμία της ύπαρξής του;
Τι υπάρχει σταθερό στην αφήγηση αυτή; Τίποτα. Οι αριθμοί μήπως; Οι μετέχοντες στην ομάδα αριθμούνται και καταγράφονται “πλήρως” και αυτό επιβεβαιώνεται δια του θανάτου τους, ο οποίος πρόσθετα σημαδεύεται στον χάρτη για να αποδειχτεί στις τελευταίες σελίδες ότι ούτε αυτοί δεν ήταν σωστοί. Πχ σελ. 52 “ ήμασταν τριάντα τέσσερις όλοι κι όλοι και συνεπώς (ακούγοντας εκείνο το τριάντα τέσσερις ανατρίχιασα. Ώστε δεν είμαστε λοιπόν τριάντα εννέα;...)”. Ακολουθεί το επεισόδιο με την επιλογή τού εκτελεστικού αποσπάσματος και δίνεται η δυνατότητα στον ΑΑ να κάνει ένα απολύτως χαρακτηριστικό παιχνίδι αντιστροφών, άψογα βασισμένο πάνω στο 9 και στο 6 αφού στα χαρτάκια που γράφτηκαν χωρίς σημάδι το ένα από το άλλο, είναι οι μόνοι αριθμοί που μπορούν να αλληλομπερδευτούν και να δώσουν δυνατότητα διεξόδου στον κάτοχο του ενός από αυτούς να μην συμμετέχει στην εκτέλεση. Ή σχεδόν έτσι. Η κραιπάλη των αριθμών. Δηλαδή η δια του πλέον επιστημονικού οργάνου καταστροφή οποιασδήποτε ακρίβειας και επιστημονικότητας μέθοδος. Μπαίνει σελίδα τη σελίδα σε έναν ίλιγγο, όπου ψήφοι, άνθρωποι, τόποι, μηνύματα, όλα περιπλέκονται πάντοτε αληθοφανώς, μα ποτέ υπηρετώντας την πρόσκαιρη αλήθεια του απλού, την ψευδή αλήθεια τής καθημερινότητας θα έλεγα, ακόμα και μιας καθημερινότητας υποτίθεται τόσο διαφορετικής όσο είναι ένας πόλεμος και μάλιστα πόλεμος εμφύλιος (οντολογικά πάντα ο πόλεμος είναι εμφύλιος, αν και οι άνθρωποι μονόδρομα κηρύσσουν, εκτελούν και κερδίζουν και πολέμους εναντίον άλλων φυλών-ειδών). Και ορίζεται η επικοινωνία δια κρυπτογραφημένων μηνυμάτων -τι λογικότερο σε συνθήκες πολέμου (απλά εγώ δια του πονήματος αυτού της αργίας μου, θέτω ως κανόνες ότι οι καταστάσεις που περιγράφονται δεν είναι οι έκτακτες μα ο κανόνας και το ειδικό επιλεγμένο πλαίσιο επαναλαμβάνω είναι επιτυχημένο τέλεια, όπως είναι μια άψογη κορνίζα σε ένα καλό έργο) -μηνυμάτων που χρησιμοποιούν κώδικα -εξίσου λογικό- βασισμένο σε βιβλίο τυχαίο, που αρχικά έχει ένα δεκαεξασέλιδο, το πρώτο μαζί με το εξώφυλλό από λεξικό Αγγλοελληνικό, αυτό που περιλαμβάνει δηλαδή συντομογραφίες, πίνακες και όλα τα εισαγωγικά στοιχεία της “ξένης” γλώσσας ( η σπόντα του μεταφραστή με την διαφορά ότι τελικά ο άνθρωπος πάντα μεταφράζει ακόμα και στο εσωτερικό τού νου του) και συνεχίζει με το Ευαγγέλιο. Το λεξικό διακόπτεται στην λέξη absolute που παρατίθενται και τρεις βασικές της εξηγήσεις-μεταφράσεις “απόλυτος, απεριόριστος, τέλειος”, και αναφωνώ τι κάνει ο άνθρωπος, τι έχει γράψει πόσο πια μπορεί και “παίζει” σε πεδία και επίπεδα.
Οι αριθμοί.... Η ασταθής θέση τού καθενός επισημαίνεται με τις συνεχείς μεταθέσεις διμοιριών, ρόλων, βαθμών, όλα αυστηρά ιεραρχημένων. Οι αρχικές τρεις διμοιρίες σταδιακά διαλύονται, αφού όμως όλοι και όλα έχουν αλλάξει, ομάδες, βαθμοί, ρόλοιθ, ομαδάρχες, μέχρι την τελική εκμηδένισή τους. Όμως κάθε τεχνική λεπτομέρεια, κάθε μετάθεση, κάθε αναβάθμιση, υποβάθμιση, αλλαγή, ρόλων, καθηκόντων, κάθε πράξη και μετακίνηση μέχρι τον τελευταιο υποομαδάρχη, κάθε αριθμητική αλλαγή της δυνάμεως των διαφόρων συνόλων, κάθε δημιουργία ή καταστροφή μέχρι τη γέννηση ομάδων μόνο των δύο καταγράφεται, αφού ακριβώς το ασήμαντο, το ανόητο και το ανούσιο υμνούνται οδηγούμενα προς τον θάνατο, ένα θάνατο όλων των δομών όπως και όλων των προσώπων.
Και πότε θριαμβεύει [λογικοφανώς] (πάντα επί της διαλύσεως τής γλώσσας); Όταν από σφάλμα (σελ 176-177) δεν ακούει καλά τις τετράδες μιας λέξης ενός μηνύματος και έτσι μένει μια λέξη τεσσάρων γραμμάτων να αποτελείται από δύο γράμματα και δύο σύμβολα και ω τι σύμπτωση, η λέξη είναι +α+ω και μπορεί να σημαίνει πάνω ή κάτω. Μα έχει σημασία σε μια πορεία, αν θα πας στο Πάνω ή στο Κάτω χωριό -ή με άλλες λέξεις- ο ύπουλος αυτός γιος τού Ηράκλειτου μας θυμίζει ότι η Οδός η άνω και η κάτω είναι ίδιες. Όχι και αυτό ακόμα είναι ορεκτικό.
Το επισκεπτήριο. Επιστρέφω στο μικρό μαγικό ή καταραμένο χαρτί που παρουσιάζεται συχνά, άλλοτε σαν σύντομη αναφορά, άλλοτε σαν κεντρικό πρόβλημα, άλλοτε σκέπτεται ότι τον αφορά προσωπικά, με θετικό νόημα, άλλοτε αρνητικά, μπορεί να σημαίνει ακόμα και καταδίκη, άλλοτε αποκτά γενική σημασία πολιτική ή στρατιωτική, άλλοτε άλλοτε .... Και τελικά τι συμβαίνει;

Σελίδα 144. Ο στρατιώτης τής σκοπιάς που σε κάποιο σημείο είχε αναφερθεί ότι φύλαγε κανονικά, τώρα “αποκαλύπτεται” ότι κοιμόταν. (Μα συνεχίζει τον ίλιγγο όταν) του “λέει” ότι δε θα τον αναφέρει, τελικά τον αναφέρει μα ούτε και αυτό είναι αλήθεια, ενώ ισχυρίζεται ότι εκτελείται στο τέλος (σελ 196) τον παρουσιάζει να συμμετέχει στην πορεία, να μένει μαζί του προτελευταίος σύντροφος και πρόσθετα να θυσιάζει τη ζωή του για να σώσει αυτόν, τον φρικτό ψεύτη ήρωα, όταν χωρίς πάλι λογική του διώχνει ένα σκορπιό, τον δαγκώνει και πεθαίνει. Πουθενά αλήθεια, πουθενά αξιοπιστία, πουθενά περιθώριο στον αναγνώστη (ή άραγε στον ανακριτή) για να μάθει έστω ψήγμα από αυτό που δεν υπάρχει. Κανένα σημείο στήριξης. Καμιά συμπάθεια άραγε για εμάς. Ή μήπως μια μεγάλη φιλανθρωπία αφού μας καλεί σε εγρήγορση. (Άλλη μια παρένθεση. Διαβάζοντας το βιβλίο τής από την γυναίκα του εγγονής του, συνάντησα έναν άνθρωπο άπειρης ευαισθησίας, γλύκας και καλοσύνης, βασανισμένο και φοβερά πιεσμένο από τις υλικές ανάγκες μέχρι το τέλος τής ζωής του. Εκείνη η αφήγηση με έχει πείσει, ακόμα και οι φωτογραφίες του πενηνταπεντάρη που όμως μοιάζει εβδομήντα μιλούν, για έναν, ας μου επιτραπεί το αφελές τής εκφράσεως μου, “καλό άνθρωπο”).
Πίσω πάλι. Σελίδα 50. Κρίσιμη αναφορά. “Αν φτάσει το κιβώτιο στην Κ, κερδίσαμε τον πόλεμο. Αν όχι τον χάσαμε”. Απέναντί της στην 51, στο ίδιο ύψος. “Για να μην παίζουμε με τις λέξεις, μας είπε, πάρτε το απόφαση πως είμαστε ομάδα αυτοκτονίας”.
Σελίδα 96-97. Σχόλιο επί της γραφής. “Άφησα ημιτελή την φράση....πως η κατάθεση μου δεν πρέπει να περιέχει διαγραφές.....δεν διέγραψα ούτε μια λέξη....να παραβώ στοιχειώδεις κανόνες “καλλιεπούς συντάξεως”....μα ας είστε σίγουρος τουλάχιστον πως ρίχνω στο χαρτί τις σκέψεις και τις αναμνήσεις μου τελείως αυθόρμητα....παρέλειψα να αφηγηθώ την ίδια την ουσία τού πράγματος....” και μετά επιστρέφει στο επισκεπτήριο. Το επισκεπτήριο πάλι και πάλι που είναι πιο σημαντικό από την κομματική του ταυτότητα ή αλλιώς το ΠΛΕΟΝ σημαντικό μπορεί να είναι μια επίσκεψη (δηλαδή μόνο παροδικό κι εξαρτώμενο από το ΆΛΛΟ ή τον Άλλον), ενώ παράλληλα, ενώ υποτίθεται ότι μιλά για αυτό το υπέρτατα σημαντικό χαρτί που πάλι υποτίθεται ότι κρύβει στην αρβύλα του, μα κι εκεί λέει ψέματα, αρχίζει μια πρώτη δόση διά-λυσης των λέξεων, όταν και πάλι αληθοφανώς χρησιμοποιεί την κωδική λέξη “κιβαρ”=κιβώτιο άριστη κατάσταση ή το ρήμα κυανίζω για τον εθελούσιο που δεν είναι όμως εθελούσιος, θάνατο δια κυανίου κάθε συντρόφου του που για λόγους ποικίλους αδυνατεί να συνεχίσει την πορεία.
Στη μέση του βιβλίου υπάρχουν αναφορές από τα χρόνια τής κατοχής και μάλιστα με έναν τρόπο που η κατοχή παρουσιάζεται σαν κανονικός χρόνος και κατάσταση (ούτε αυτό τυχαίο). Παρουσιάζεται με σχετικές λεπτομέρειες ο φίλος του ο Αλέκος, με τη μάνα τη Ρωσίδα. Ο πρωταγωνιστής πηγαίνει να τους κατασκοπεύσει για λόγους κομματικούς ή μπορεί και φιλανθρωπικούς, η μητέρα δεν ξέρει καλά ελληνικά οπότε ο γιος αναγκάζεται να μεταφράζει (άλλο τυχαίο η μόνιμη μετάφραση). Ο σαδιστής ΑΑ φτιάχνει ακόμα κι εκεί ένα παιχνίδι με αριθμούς αυτών των κονσερβών που με χίλια βάσανα και θυσίες έχουν προμηθευτεί οι εξαθλιωμένοι υλικά μα αξιοπρεπείς κατά τα υπόλοιπα άνθρωποι, και ο συνεχώς σπουδαίος, σοβαρός, υπεύθυνος και ηρωικός -κατά τις διηγήσεις του ιδίου- πρωταγωνιστής νιώθει άβολα, που επισκέφτηκε περισσότερο για κακό παρά για καλό την οικογένεια αυτή, των ρωσικών, ελαφρά αριστοκρατικών συνηθειών. Του φέρονται ευγενικά, του χαρίζουν μια κονσέρβα και τότε (σελ. 205) “Όλα αυτά καταλαβαίνεις” κι ένιωθε άβολα, σα να κράταγε μια λέξη και δεν ήξερε πως να μου τη δώσει....” για να ολοκληρώσει αυτό το κεφάλαιο με το “ενέκρινα αμέσως την αίτηση τού Αλέκου γιατί είχα επιτέλους μια χειροπιαστή, ούτως ειπείν απόδειξη τής απορίας μου”.
Σελίδα 238 πάνω ανοίγει μια παρένθεση “(Ενώ τώρα, μπρος σε τούτο το άσπρο χαρτί, προς τα πού να συνεχίσω; Πού είναι τώρα η πόλη Ν;)”. Φαίνεται στο κλειστό σύμπαν του ΑΑ ή πιο σωστά του Κιβωτίου και οι πόλεις αλλάζουν θέση. Μα οι πόλεις του δεν έχουν καν όνομα, είναι αρχικά. Και ξεκινούν μερικές συγκλονιστικές και ταυτοχρόνως βαθιά πονηρές σελίδες πλήρους αυτοϋπονόμευσης του λόγου, του κειμένου, του – θα τολμούσα να πω με όλη την σεμνότητα που με χαρακτηρίζει- του όντος. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο. “Τα δύο ήταν άμορφοι σωροί ερειπίων, ενώ το τρίτο στεκόταν άθικτο και μόνο ο τοίχος τής προσόψεως είχε πέσει (δεν ήταν άθικτο λοιπόν) και οι πέτρες μένανε ακόμα σωριασμένες στο πεζοδρόμιο....” Το μπακάλικο που στεγαζόταν στο ισόγειο αυτού του κτιρίου κινδύνευε από κατάρρευση. Ο επικεφαλής αξιωματικός διατάζει να το αδειάσουν, οι φαντάροι παίρνουν τα πράγματα, ο τελευταίος φαντάρος ακούει ένα γατί, μπαίνει, το παίρνει και χάνει τη ζωή του από την πτώση ενός μαρμάρου.
“Πάνω από το μπακάλικο, είδα άθικτη την κρεβατοκάμαρα τού μαγαζάτορα με καθρέφτη, ένα μπαούλο, ένα τραπεζάκι, ....Και την ώρα που κοίταζα το μισογκρεμισμένο σπίτι, οι λοξές ακτίνες του ήλιου πέσανε πάνω στον καθρέφτη και το δωμάτιο φωτίστηκε διπλά και φάνηκε καθαρό και συγυρισμένο....”
Το βομβαρδισμένο τοπίο, το βομβαρδισμένο σπίτι, το βομβαρδισμένο κείμενο. Αναρωτιέμαι όμως αν αυτή η διπλή ανάκλαση μέσα από τον καθρέφτη που μας φωτίζει διπλά και μας δείχνει τα πράγματα διπλά και συγυρισμένα, αν διπλά ή διπλανά από εμάς τους ίδιους, αφήνει μια νότα αισιοδοξίας. Στο πλήρως αποσαθρωμένο τοπίο-κείμενο, στην πλήρως περιρρέουσα.ατμόσφαιρα-γλώσσα μπορεί να υπάρχει φως και ήλιος. Όμως μέσω ανάκλασης.
Τα διάφορα πράγματα τα παίρνουν ή τα ανταλλάσσουν οι φαντάροι “...και παίρνανε ένα γιουβέτσι λόγου χάρη, ή κλωστές ντεμισέ ...και τα χαρίζανε σε γκόμενες... δεν είχε μείνει τίποτα, εξόν από τα βιβλία – ονειροκρίτες και μια μαγειρική. Τα βιβλία, τα είχε πετάξει ο αποθηκάριος σε μια γωνία....”
Όχι, δεν υπάρχουν σταθερά σημεία, σταθερό έδαφος στον ΑΑ. Δεν κρατά μυστικά γιατί δεν υπάρχουν μυστικά. Μόνο αυτό το μικρό θεματάκι τής αδυναμίας τού ανθρώπου προς γνώση. Κάθε προσπάθεια γνώσης οποιουδήποτε αντικειμένου δεν είναι παρά μια μικρή, θλιβερή, ανούσια, ατέρμονη, αδιέξοδη κατάσταση. Απλή ψευδαίσθηση.
“...κάτι συνέβη σε λίγο από τη μια στιγμή στην άλλη – είχα την αίσθηση πως περπατάω και μένω επιτόπου, λες κι ο δρόμος είχε γίνει κυλιόμενος τάπης, κινούμενος προς την αντίθετη κατεύθυνση, λες και μια αόρατη δύναμη είχε σηκώσει ελάχιστα το κάρο δίπλα μου, έτσι που οι ρόδες γύριζαν στον αέρα, μόλις μόλις ακουμπώντας στα χαλίκια, λες κι ο Σοφοκλής, εξακολουθώντας πάντα να βαδίζει μπροστά, παρασυρότανε προς τα πίσω απ' τον κυλιόμενο δρόμο και η πλάτη του όλο και πλησίαζε, όλο και ερχότανε κατά πάνω μου και οι σκούροι λεκέδες απ' τον ιδρώτα διακρίνονταν όλο και καθαρότερα....” (σελ. 261).
Φτάνουν στον Ναό της Δήμητρας (σελ. 269) και αναγκαστικά παίρνουν μαζί τους τον φύλακα. Πρώτα έχουν επισκεφτεί το μουσείο και κοιτάξει τα αγάλματα. Υπάρχει έξω μόνο μια όρθια κολώνα. Μέσα θαυμάζουν το άγαλμα τής νύμφης Αβαρβαρέης. Άλλο ένα τυχαίο όνομα; Όλη αυτή η μεθυσμένη μελέτη, πιστεύει ακράδαντα στο μη τυχαίο των επιλογών του ΑΑ. Η νύμφη αυτή είναι ένα πρόσωπο σπάνιων ιδιοτήτων, συμβολίζει την ένωση διαφόρων φυλών ή αλλιώς την άρνηση τής ιδιότητας τού βαρβάρου. Ή μπορεί της ίδιας της βαρβαρότητας. Μπορεί...μπορεί...
Η ομάδα ή μάλλον τα προτελευταία απομεινάρια της κάνουν ένα κύκλο και επιστρέφουν στο μουσείο. Ο φύλακας αποκαλύπτει μια σπάνια ιδιότητα-ικανότητα ότι μπορεί να σκαρφαλώσει πάνω στη μοναδική κολώνα με έναν περίεργο και δύσκολο τρόπο με σχοινί που στερεώνει με ολόκληρες τεχνικές και κόλπα. Η αληθοφάνεια και η λογική σώζωνται μέχρι την ύστατη στιγμή αφού ο γέρος φύλακας προικίζεται με αυτήν την ιδιαίτερη ικανότητα στην ανάβαση επί κάλου από την στρατιωτική του θητεία. Σκαρφαλώνει σε αυτό που φαντάζει σαν ένα τρίγωνο ισοσκελές που η κολώνα παίζει τον ρόλο του γεωμετρικού ύψους, και ακριβώς πάνω της πεθαίνει. Τι υπέροχα αλήθεια, στον Ναό τής θεάς τής γης, σε ένα ακόμα μνημείο του μοναδικού μας πολιτισμού, όπου όμως η νύμφη που προηγείται αρνείται την μοναδικότητα (με τον εθνικό τρόπο της νεωτερικότητας), στην κορύφωση λοιπόν, εναέρια αλλά επί στήλης,  επέρχεται ο θάνατος. (σελ. 289-292).
Έχει τέλος το παράλογο; Νομίζω ότι ακολουθεί το κορυφαίο περιστατικό τρέλας, αστειότητας, γελοιότητας και αντιστροφών. Στη γέφυρα που πρέπει να καταστρέψουν με ένα όπως αποδεικνύεται ελαττωματικό ωρολογιακό μηχανισμό, για να τον στερεώσουν χρησιμοποιούν περιστέρια που αν είναι δυνατόν περιμένουν να κάνουν την πορεία που αυτοί θέλουν, και με διάφορες όλες ηλίθιες και βλακώδεις πράξεις, πολυβολισμούς και φωνές πετυχαίνουν το αδύνατο, να ράψει δηλαδή το πουλί νήμα γύρω από τη γέφυρα..... και ως βλάκες ακριβώς δένουν και το ένα κάρο και το χάνουν κιόλας με την έκρηξη που πραγματοποιείται σε λάθος χρόνο ή αλλιώς και αυτή είναι μια ακόμα παράλληλη ιστορία που υπάρχει στο έργο, το υποτιθέμενο κόμμα περισσότερο υπονομεύει την πορεία αυτή, περισσότερο προδίδει, περισσότερο σκοπεύει στη φυσική καταστροφή των μετεχόντων.
Μετά λοιπό τη νύμφη Αβαρβαρέη ακολουθεί μια “πραγματική” “νύμφη” σε έναν “πραγματικό'” γάμο ή μετά τον θρίαμβο του γελοίου ακολουθεί ο θρίαμβος τού τραγικού ίσως ή ίσως ο θρίαμβος τής αδυναμίας τής ένωσης των ανθρώπων και ειδικά της πιο σίγουρης ένωσης -ούτε αυτή πραγματοποιείται- των δυο φύλλων. Στα πλαίσια τής διήγησης τής “ευτυχισμένης ειρηνικής” ζωής τής Κατοχής, εκεί που παρουσιάζεται ο Αλέκος και το περιβάλλον του, εμφανίζεται μια νέα κοπέλα η Ρένα ( άραγε Ειρήνη;). Μετά από διάφορες περιπέτειες και μεταξύ τους παρεξηγήσεις, παρότι και βρέθηκαν κοντά και διέκοψαν, χωρίστηκαν τελικά και αυτή στάλθηκε ως χρήσιμο μέλος τού κόμματος στις Κυδωνιές χωριό -που κι άλλο τυχαίο- είναι κοντά στην τρελή τους πορεία. Ποια είναι η ιδιότητα τής Ρένας; Πλαστογράφος. (Υπάρχει κάτι άλλο στέρεο στην κατασκευή τού ΑΑ εκτός από το σαθρό κάθε στέρεου; Δεν μπορώ να αποφύγω μια αναφορά στα δοκίμια και τη σκέψη τού Α.Κ.Χριστοδούλου που στην δουλειά γύρω από τον Μέλβιλ συνολικά και ειδικά τον Μόμπι Ντικ οδηγείται στον όρο ασύντριφτη αυτοσυντριβή. Παρότι θα μπορούσα να θεωρήσω ότι και το Κιβώτιο με άλλον τρόπο οδηγείται προς μια τέτοια κατεύθυνση, επί Οντολογικού, διατηρώ την διαφοροποίηση και θεωρώ τον στόχο του κεντρικά γλωσσικό-Λογικό. Ας επινοήσω προς τιμήν του ΑΚΧ λοιπόν, τον όρο στέρεη αστερεότητα ή στέρεη σαθρότητα. Αυτό είναι όχι κατάρα του ΑΑ, μα αληθινά μέγιστο δώρο).
Γιατί χρειάζεται την Ρένα; Για να του αποκρυπτογραφήσει και διαβάσει το περίφημο επισκεπτήριο, που ψέματα είπε ότι έχασε αφού το είχε βάλει στην ταμπακέρα του, που διατήρησε «κλέβοντας» την από τον ίδιο του τον εαυτό κατά την διάρκεια τού γδυσίματος-αλλαγής ρούχων και ύπαρξης, στην αρχή τής περιπέτειας τους, όταν αντί για στρατιωτικά ρούχα ντύθηκαν όλοι τα χωριάτικα. Στη μέση τού πουθενά βρίσκει γραμμές τραίνου και χρησιμοποιεί ένα βαγονέτο. Φτάνει στο χωριό. Βρίσκει το σπίτι, βρίσκει τη Ρένα, ξεκινά με μεγάλη ευαισθησία και ερωτισμό να την γδύνει και να την θωπεύει, για να ανακαλύψει ότι εκείνη έχει χάσει το αριστερό της χέρι. Κομματιάζει την νυχτικιά και πισωπατά για να την βλέπει γυμνή. (Τι σκηνή αληθινά).
“Ολόλευκη στο φως του φεγγαριού, με το δεξί της χέρι να κρύβει το εφηβαίο της, σαν γύψινη Αβαρβαρέη και σκέφτηκα να σημαδέψω το κομμένο χέρι της Ρένας (τόσο ψύχραιμος ήμουνα) και να πετύχω διάνα, να γρατσουνίσω δηλαδή με τη σφαίρα μου το δέρμα της....”. Στόχος το άστοχο ή το άστοχο είναι ο πιο σημαντικός στόχος ή αλλιώς όλα τα σπουδαία είναι άχρηστα, όλα τα άχρηστα είναι σπουδαία, ή άλλαις λέξεσι χωρίς να μας αφήνει ανάσα στο σοβαρό, διολισθαίνοντας πάλι και πάλι στο γελοίο, ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή, καταφέρνει δια των συνεχών αντιστροφών, των επάλληλων αρνήσεων, των αλλαγών ιδιοτήτων-εννοιών-νοημάτων να σώζει τελικά (σώζω=ολοκληρώνω) το σημαντικό. (Υπάρχει;) (σελ.323).
Και για άλλη μια φορά δίνει πλουσιοπάροχα κλειδιά ερμηνείας. (;) ( Είναι το ιδανικό βιβλίο για κάποιον μεθυσμένο). Στην ακριβώς επόμενη σελίδα 324 θυμάται  από τα σχολικά του χρόνια ότι ο καθηγητής στην Πέμπτη Γυμνασίου έδωσε σαν θέμα  να σχεδιάσουν έναν γύψινο κυκλικό Μαίανδρο, αυτός ανίκανος “δεν κατάφερα ποτέ μου να τραβήξω μια γραμμή της προκοπής” αποτυγχάνει ενώ ο διπλανός του Χριστόφορος (τίποτε τυχαίο επαναλαμβάνω) πετυχαίνει ένα τέλειο σχέδιο μα, δεν είχε μείνει ευχαριστημένος, γυρνά το χαρτί από την άλλη πλευρά και “σχεδίασε στα γρήγορα, φουρκισμένος θα 'λεγα, με σταθερές κυκλικές κινήσεις του χεριού σχεδίασε τρεις αλληλοτεμνόμενους κύκλους κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι, κι ο Χριστόφορος τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε...” το πήρε ο ήρωας και μέτρησε και ξαναμέτρησε τους τέλειους κύκλους και τελικά διαπίστωσε ότι ήταν τέλειοι κύκλοι και ταυτοχρόνως και ελλείψεις, όπου ονομάζονται, επισημαίνεται η ύπαρξη δυο διαφορετικών ακτινών, ή και πάλι αλλιώς, οι κύκλοι είναι επάλληλοι και τελικά ελλείψεις “σχεδιασμένες με δυο ακτίνες, εκ των οποίων η μία είναι η ρ και η άλλη η μ+ρ, όπου μ το πάχος της μολυβιάς του Χριστόφορου.... απαλλαχτήκανε από την ακινησία, απ' τη καθήλωση απάνω στο χαρτί και αποχτήσανε δική τους, αόρατη βέβαια αλλά υπαρκτή κίνηση....” και όλα αυτά και τα επόμενα στην προφανώς μεγαλύτερη περίοδο που έχει γραφτεί στα Ελληνικά Γράμματα και προφανώς μια από τις μεγαλύτερες στην λογοτεχνία, όπου αισθάνομαι ότι δεν υπηρετεί ένα καπρίτσιο ούτε επιδεικνύει κάποιες διεστραμμένες ικανότητες, μόνο υπακούει, υπήκοος μέχρι θανάτου, την ρύμη τού δικού του λόγου -που ποτέ δεν είναι δικός του, ούτε κανενός. Ξεκινώντας από την σελίδα 313 «(...το 'κανα το πείραμα και ξέρω, μα είπα να συμμορφωθώ ως το τέλος με τους κανόνες του παιχνιδιού, έστω κι αν παίζω εν ου παικτοίς και βάζω μόνος μου τους κανόνες)» και φτάνοντας ασθμαίνων και σίγουρος στο τέλος ακριβώς του βιβλίου στη σελίδα 358, δηλαδή 45 ολόκληρες σελίδες όπου διατρέχονται από άπειρα γεγονότα, περιστατικά, αναδρομές, λεπτομέρειες παρανοϊκές αφηγήσεις γελοιοτήτων και δραμάτων. Ορίζεται όπως έγραψα και προηγουμένως η συνάντηση των δύο φύλλων, η συνάντηση με τον θάνατο και την δυστυχία, με το πέρας τής αποστολής και την αυτόματη αναίρεσή της, με την αναμονή τής αποδοχής τού ηρωισμού που περιμένει ο πρωταγωνιστής με κατάληξη την απόρριψη, αδιαφορία, ακύρωση και φυλάκιση, με την αναίρεση επαναλαμβάνω κάθε βεβαιότητας μα και της κοινής λογικής, αφού έτσι θα υπήρχε έστω ακτίνα αποδοχής και του ίδιου του λόγου, ενώ όλο το βιβλίο κατά την δική μου ανάγνωση δεν είναι παρά η πλήρης αναίρεσή του (χωρίς αυτό να αποκλείει τον θρίαμβο του).
Αποκαλύπτει (αλλάζοντας για μια ακόμα φορά) το πού βρίσκεται το επισκεπτήριο, άρα η «αλήθεια». Χρειάζεται τη Ρένα για την αποκρυπτογράφηση. Περνά σαν αστραπή ο θάνατος τού Λυσίμαχου από τον σκορπιό, (το όλο περιστατικό δε στέκει, είναι απολύτως παρανοϊκός θάνατος, μα ακριβώς έτσι είναι σωστός για το δεδομένο έργο). Ξεκινά η αποκρυπτογράφηση με απλούς τρόπους. Σύντομα  του αποκαλύπτει ότι το επισκεπτήριό του δεν αποτελείται από γράμματα που σχηματίζουν λέξεις μα από μια σειρά αριθμών (λογικότατο στα πλαίσια του όπως για μια ακόμα φορά επαναλαμβάνω άρτιου πλαισίου που έχει διαλέξει), μα που με τον υπάρχοντα «κώδικα», αυτόν που του ήταν γνωστός και που χρησιμοποιούσε τόσο καιρό στα μηνύματά του ( άραγε δεν είναι όλα άσκοπα), αδυνατεί να μεταγράψει-μεταφράσει-εκλογικεύσει και ξεκινά ένα ιλιγγιώδες παραλήρημα λέξεων και εννοιών, ( όλο το βιβλίο είναι μια κραιπάλη του σημαίνοντος εις βάρος του σημαινομένου)  μια μέθη καταστροφής, όχι γενικά του λόγου, αυτό πια δεν αρκεί στον σαδισμό του, μα των ίδιων των λέξεων, αφού στο τερατόμορφα λογικότατο επαναλαμβάνω βιβλίο του και η πιο ακραία εκδήλωση δικαιολογείται, αιτιολογείται προσφέρεται προς χώνευση από τον ανύποπτο, αθώο, αφελή ή κεντρικά συνένοχο, αναγνώστη και ο σαδιστής ΑΑ φέρει πλήρως την ευθύνη κάθε βασανιστηρίου, κάθε δολιότητας, κάθε -δια υπεκφυγών- στόχευσης τού κέντρου.
Και ξεκινά στην σελίδα 334, δήθεν μια προσπάθεια ερμηνείας, όσο λογική είναι η σκέψη ότι ένα μήνυμα που όφειλε να το προσέχει περισσότερο και από την κομματική του ταυτότητα μπορεί να γράφει «Επί δεξιά»…. «ή ταν επί»…. «αρχίσατε»…. «Χαρίλαος»… και άντε αυτά είναι λογικά αλλά συνεχίζει με τα «τραλαλάξ», «κερκιλία», «βωτικόνι»….(να μια λέξη που ειλικρινά πιστεύω ότι πρέπει προς τιμήν του ΑΑ να καταχωρηθεί σε λεξικά). Έχει ξεφύγει; Στην συνέχεια επιστρέφει υποτίθεται σε λογικούς συνδυασμούς όπως «έμπιστος», μόνο και μόνο για νε το διαλύσει-αναλύσει σε «οσεμπίστ»…. ή «τοσεμπίς» δηλαδή «το C bis», οπότε το «το C bis» σημαίνει Centre bis ήγουν Δεύτερο Γαλλικό Γραφείο Πληροφοριών»  συνεχίζει την παραφορά με αγγλικές εκδοχές, ξεφεύγει εντελώς με την εκδοχή «οδοτήσπρ», δηλαδή «ο δότης Πρ!» ήγουν ο καταδότης που λέει Πρ στα άλογα και συνεπώς σταματά την επαναστατική πορεία… κλπ κλπ κλπ. Ο ίλιγγος των τελευταίων αυτών σελίδων, συναρπάζει, γιατί ακριβώς αρπάζει από τα πέτα τον αναγνώστη, δεν τον θέλει θύμα και παθητικό καταναλωτή σελίδων μα συνεχώς τον σκουντά, τον ταρακουνά, τον ξετινάζει. Τίποτε σταθερό, τίποτε αληθινό. Και ταυτοχρόνως όλα σχολιάζονται, επισημαίνονται, εξηγούνται. Χτίζει τον τοίχο. Τον γκρεμίζει. Φυτεύει και μεγαλώνει το δέντρο, το κόβει και κωμικά και παρανοϊκά στέκεται από κάτω του, για να το δεχτεί επί της κεφαλής του.
Το λιωμένο και ξαναπαγωμένο μέταλλο που δημιουργήθηκε από το άνοιγμα του περιβλήματος του κιβωτίου, ενός χαλύβδινου κουτιού, μεγαλύτερου οριακά κατά τις διαστάσεις από το ξύλινο κιβώτιο, γεννά κάποιες μεταλλικές σταγόνες. Το περίβλημα αυτό το έφτιαξε ένας τεχνίτης, ήταν ο καλύτερος μα εχθρός, στην πόλη αφετηρία και το πλήρωσε με την ζωή του, αμέσως μετά την περάτωση του έργου του εκτελέστηκε. Το ανοιγμένο, ξεκοιλιασμένο σιδερένιο κουτί, περιβάλλει το ανοιγμένο ξεκοιλιασμένο ξύλινο κουτί. Οι πληγές βασανιστήρια του μετάλλου έχουν κάτι τραγικό. Μια αιώνια παγωμένη, στέρεη ακινησία. Μια παθητικότητα. Μια αχρηστία.  Ατόφιες σχισμές. Τα δυο κουτιά είναι και τα δυο πια σχισμές. Από άνωθεν έως κάτω.  (ανεωγμένος ο τάφος...). Το μέταλλο έχει χυθεί σαν δάκρυα κάτω. Τα παγωμένα αιώνια δάκρυα της πιο σκληρής ύλης, μα όχι τόσο σκληρής όσο ο άνθρωπος. Ή μήπως....μια ακόμη ματιά, η θολή, στραβή, προβληματική ματιά αυτού του κειμένου.
Τα γρομπαλάκια είναι τα τυπογραφικά στοιχεία, τυχαία ριγμένα κάτω, σαν να αναποδογύρισε μια κάσα σε ένα παλιό τυπογραφείο, όπως είναι και οι λέξεις που επινόησε, όπως είναι κάθε ανθρώπινος λόγος. Γράψτε σε δυο ίδια φύλλα χαρτί τους αριθμούς από το 1 μέχρι το 80. τσαλακώστε το ένα και πετάξτε το πάνω στο άλλο. Είναι σίγουρο ότι δυο τουλάχιστον αριθμοί ίδιοι θα συμπέσουν. (Αληθινό πείραμα στατιστικής). Η εμμονή στην λεπτομέρεια, ώρες, σελίδες ατελείωτες για φαινομενικά τα πλέον επουσιώδη, είναι η επιβεβαίωση τού μεγέθους αλλά και της σημασίας τού τυχαίου. Το τυχαίο υπάρχει και καταλύει το ψευδαισθητικά μη τυχαίο. Πόσο ελεύθερη είναι η καθημερινότητα μας; Πόσο ελεύθεροι σε επιλογές είμαστε όλοι μας; Πόσο αλήθεια επιλέγουμε; Ή ίσως πόση αλήθεια επιλέγουμε-αντέχουμε;.... Μπορεί το τυχαίο να είναι το μόνο ψήγμα ελευθερίας που γευόμαστε στην άνοστη, τακτοποιημένη, συνηθισμένη, καθημερινή ζωή μας; Το άγνωστο που επιφυλάσσει το κάπως διαφορετικό – εξ ου και η φρίκη της δομημένης εργασίας και του δομημένου χρόνου; Η τυχαία συνάντηση είναι το λιγοστό συμπιεσμένο ξύπνημα που διατηρούμε σε μια ζωή κατά τα άλλα αφιερωμένη στον ύπνο. Και αυτός, ο ΑΑ παίζει μαζί μας για το καλό μας, ελπίζω. Μας κοιμίζει για να μας ξυμνήσει, μας σκουντά, μας κλοτσά, προτιμά να μας ρίξει ακόμα και σε γκρεμό, μα τουλάχιστον να μας παραδώσει ζωντανούς, ζωντανούς ακόμα και για τον θάνατο.
“....δεν ξέρω και τώρα, ότι ήξερα το έχω καταθέσει, το 'γραψα, το ξανάγραψα, το διόρθωσα, το συμπλήρωσα... υπήρχαν περιπτώσεις όπου απέκρυψα ένα μέρος της αλήθειας και...” (σελ. 341)
“...αλλά τα διευκρίνησα, επιμένοντας ακόμα και σε άχρηστες λεπτομέρειες, σε παλιές και νέες ιεραρχίες, σε πρώην και νυν βαθμούς, σε προβιβασμούς, υποβιβασμούς και μεταθέσεις από την πρώτη διμοιρία στην άλλη...” (σελ. 344)
“...έπιασε και τους άλλους το ίδιο πείσμα και η λέξη έμεινε εκεί, γραμμένη καθαρά....” (σελ. 347).
“....δεν είναι βέβαια δυνατόν να ανακαλύψω όλες τις εκδοχές, δεν είναι βέβαια δυνατόν να αφηγηθώ όλη τη ζωή μου δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, γιατί το κάθε δευτερόλεπτο διαστέλλεται ξαφνικά....” (σελ.355)
“....το ομολόγησα ο ίδιος πως είπα ψέματα, και μια και δυο και τρεις φορές και ποιος σας βεβαιώνει ότι δεν ψεύδομαι και μια τέταρτη φορά....” (σελ. 356). Γράφεται αυτό μια σελίδα και λίγες γραμμές πριν από το τέλος.
Και όλα αυτά για να λέει κάθε λίγο και λιγάκι «κιβάρ», το κιβώτιο σε άριστη κατάσταση, ενώ τα κορμιά των ανθρώπων πέφτουν και ξανά πέφτουν σε μια αρίθμηση που συνεχώς επανέρχεται, όπου κάθε πρόσωπο πεθαίνει και μια και δυο και τρεις φορές και το μόνο που τον απασχολεί είναι η ορθότητα των νούμερων (συνταρακτική αυτή η παρένθεση με το ερώτημα «καμιά αντίρρηση άλλωστε» ) για να φτάσει τελικά στη μη κατονομαζόμενη πόλη όπου αντί δόξας και τιμής τον περιμένει η σύλληψη, όπου αντί για αποκάλυψη ενός τρομερού περιεχομένου, παρουσιάζεται μέσα στο καλά φυλαγμένο, οξυγονοκολλημένο, ερμητικά τριπλοκλεισμένο κιβώτιο, το κενό, το ατόφιο βαρύ κενό, το κενό που κουβαλά ο λόγος, ο λόγος και νομίζω και ο καθένας. Για αυτό βρισκόμαστε μπροστά στην κενή θήκη. Τόσο μακριά από τον δάσκαλο Ντοστογιέφσκι όπου τολμά άμεση αντιπαράθεση με τον ευαγγελικό λόγο με την Καινή Διαθήκη, ο μαθητής, “κακός” άνθρωπος, “σκληρός” “μαχητής”, “πιστός κομματικός”, “μεγάλος μπουρζουάς”, απόκληρος και αποκομμένος στην πραματικότητα από κάθε σύστημα και κλειστά οριοθετημένο μηχανισμό, ο μεγάλος αυτός ελεύθερος άνθρωπος, ο αναγκασμένος σε σκληρό βιοπορισμό, εξορία και συνεχείς δυσκολίες μα πάντα και κυρίως ελεύθερος, αυτός με το κενό του κιβώτιο μήπως, λέω μήπως δοξαστικά παραπέμπει στο άλλο Κιβώτιο, που γεμάτο κουβαλά μέσα του το Νόημα, τον Λόγο, τον Υιό του Ανθρώπου;
Συνάντηση λοιπόν με το πεπρωμένο, με το πέρας τής αποστολής, με το ίδιο το νόημα είναι μόνο τα αντίστροφα; (Στην προηγούμενη φράση αρχικά είχα βάλει τελεία αλλά αναρωτιέμαι μήπως το μόνο σημείο στίξης που ταιριάζει σε αυτό το κείμενο είναι το ερωτηματικό;) Το κενό κυριαρχεί, αδυσώπητο, πλήρες, εξουσιαστικό. Το κενό πιέζει και επιβάλλεται στις ζωές, εξαντλεί προσπάθειες και σκοπούς, εκμηδενίζει ονόματα, ψευδώνυμα, τίτλους, βαθμούς, παράσημα, εξουθενώνει ήρωες και δούλους, γενναίους και δειλούς, άριστους και έσχατους. Το κενό τής συγκεκριμένης προσπάθειας, το κενό τής κάθε προσπάθειας. Μέσα στο τεράστιο συμπαντικό κενό, τα συγκεκριμένα ελάχιστα των περιστάσεων, χρονικών και τοπικών, οι πολιτικές συγκυρίες και περιστάσεις η μικροϊστορία του 20ου αιώνα, οι φοβερές στάσεις και επαναστάσεις, οι θυσίες, οι διωγμοί, οι μύριοι θάνατοι και βασανισμοί, όλα τα τρομερά που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα, παίρνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις, δηλαδή ολοκληρώνονται στο μηδέν. Λίγα μέτρα πάνω από τη γη ακόμα και το Άουσβιτς δεν είναι παρά μια σειρά από ομοιόμορφες στέγες, λίγα ακόμα και χάνεται το περίγραμμά του. Λίγα μέτρα πάνω από τη γη και οι σκηνές, που μας εξοικείωσε ο κινηματογράφος, των μεγάλων διαδηλώσεων, των οδοφραγμάτων, των εξόδων χιλιάδων, των σκαλοπατιών με τα καροτσάκια, και των τανκ που σταματούν ή δεν σταματούν από έναν άνθρωπο μπροστά τους, όλα και όλοι ομοιάζουν απολύτως με την κίνηση των μυρμηγκιών προς και από τη φωλιά τους. Λίγα μέτρα πάνω από τη γη και το τραγικό χάνει το περίγραμμα και την εικόνα του. Ο χρόνος παγώνει. Λόγος δεν υπάρχει. Το κιβώτιο είναι κενό. Τα γρομπαλάκια τού λιωμένου σίδερου, τα πεταμένα τυπογραφικά στοιχεία. Οι καινούριες ανοήτες λέξεις. Οι παλιές φθαρμένες αχρηστευμένες λέξεις, ανεπαρκείς, στενές, θλιβερές, ελάχιστες, οι μικροί σχηματισμοί τής μελάνης που ποτέ δε φτάνουν στον στόχο τους.
Το κιβώτιο κενό και όχι κιβαρ.
 Ο λόγος του ανθρώπου, το μεγαλύτερο επίτευγμα και διαφοροποίηση του από κάθε άλλο έμβιο ον, η κορύφωσή του, θλιβερό απολειφάδι, λίγδα στα ρούχα.,λεκές στο ύφασμα, φάντασμα φαντάσματος, δέσμευση τού παρελθόντος και προς το παρελθόν. Η μεγάλη παγίδα.
Το κιβώτιο κενό. Λόγος δεν υπάρχει.
Επιστρέφει, κάποια στιγμή πολύ πριν το τέλος του έργου,  μέσω συνειρμών, στον φίλο του τον Αλέκο. Η μικρή Ελένη, ένα βουβό και βραχύβιο πρόσωπο τού βιβλίου παίζει πιάνο στην αίθουσα της Ωδικής, στον χώρο στρατοπέδευσης. Θυμάται πως στο βιβλίο που γράφει ο φίλος του ένας από τους ήρωες παίζει τυχαία πλήκτρα στο πιάνο. Και πώς ονομάζεται το έργο που γράφει ο Αλέκος; “Σιωπή”.
“Ο Αλέκος μου εξήγησε αργότερα πως δε θα πήγαινε στην πρεμιέρα αν παιζότανε ποτέ το έργο του, την έβρισκε τελείως παράλογη αυτή τη συνήθεια να χειροκροτάνε τον συγγραφέα....” (σελ. 245). Δόξα και τιμή στον Άρη Αλεξάνδρου.

Υ.Γ1 Έχοντας προσπαθήσει λοιπόν να καταπολεμήσει την αντίληψη ότι οι έννοιες έχουν ουσιώδες περιεχόμενο, ο Βιτγκενστάιν ολοκληρώνει την θεωρία του με τον ισχυρισμό ότι τελικά η σημασία μιας έννοιας είναι ακριβώς η χρήση της στα πλαίσια μιας «μορφής ζωής». Υπάρχουν, κατ’ αυτόν, διάφορες «μορφές ζωής», οι οποίες νοούνται περίπου ως συνεκτικές ολότητες, και δίνουν την σημασία στις λέξεις. Το πλέον σημαντικό είναι να προσέξουμε ότι, κατά τον Βιτγκενστάιν, αυτή η πληθώρα μορφών ζωής δεν μπορεί να δημιουργήσει καθεαυτή κανένα φιλοσοφικό πρόβλημα, ούτε υπάρχει εκ μέρους του κανένας ειδικότερος προβληματισμός που να αφορά τον τρόπο που αυτή γεννιέται, σχηματίζεται, αναπτύσσεται, και, συχνά, παρακμάζει ή πεθαίνει. Μερικές μάλιστα μορφές ζωής -η ηθική, η θρησκεία, η τέχνη- θεωρούνται ότι περίπου αποτελούν αυτόνομες οντότητες του υπαρκτού, που ερείδονται πάνω σε μια ικανότητα του ανθρώπου να συλλαμβάνει καταστάσεις που υπερβαίνουν το διανοητικό (χωρίς βέβαια παράλληλα ο φιλόσοφος να αναγνωρίζει ότι αυτές οι μορφές ζωής πράγματι «αναφέρονται» σε κάτι). ......
Και στο σημείο αυτό, για να περάσουμε και στον χριστιανισμό, παρεμβαίνει το μυστήριο του Σταυρού: ο Σταυρός του Χριστού είναι ακριβώς το «σημείο», όπου το Ευαγγέλιο, το κήρυγμα του Σωτήρος, εκτίθεται, «εκκενώνεται» στον κόσμο. Είναι η κατεξοχήν «κένωση», αυτήν για την οποία γράφουν τα Ευαγγέλια («Και ο Λόγος σαρξ εγένετο»). Είναι η κένωση για την οποία λένε τόσα οι υμνογράφοι, τονίζοντας μάλιστα, ότι ο Χριστός, ως νεκρός, είναι δίχως «σχήμα» («κατατίθεται ως ανείδεος νεκρός»). Πράγματι, ο Χριστός στον Σταυρό χάνει το οντικό «σχήμα», για να γίνει το κατεξοχήν οντολογικό «σχήμα», αυτό που κατά την εκκλησιαστική γλώσσα «σώζει», δηλαδή ακεραιώνει τον άνθρωπο. Καμία άλλη κένωση δεν είναι του μεγέθους και της τάξης της σταυρικής Θυσίας του Χριστού, που είναι η κατεξοχήν «κένωσις». Ιδού γιατί και τα τέσσερα Ευαγγέλια αφιερώνουν τον μισό περίπου χώρο τους στην περιγραφή του πάθους του Χριστού. Το κατεξοχήν «κήρυγμα», το σημείο δηλαδή όπου η ζωή του πιστού συναντά ως «λόγος» τον άλλον είναι, κατά τον Απόστολο Παύλο, ο «ατιμωτικός» θάνατος του Σωτήρος. Και μάλιστα, σταυρούμενος ο Χριστός, προσευχήθηκε στον Πατέρα να συν-χωρήσει τους εχθρούς Του, τους σταυρωτές Του. Η αγάπη προς τον εχθρό (και ο Σταυρός είναι Αγάπη) τώρα, είναι ακριβώς η μεγίστη «δι-άνοιξη» (εξ ου και το άνοιγμα των χειρών του Σωτήρος) στο νόημα. Μπορεί ίσως οι σταυρωτές Του να μην αποδέχτηκαν αυτήν την δι-άνοιξη, να μην δέχτηκαν το δώρο: αλλά αυτό εδόθη
[Δ.Ιωάννου, Πηγή Αντίφωνο και συνιστώ το σύνολο άρθρο σαν μια “περίεργη” αλλά σύμφωνη με εμένα ερμηνεία τόσο της δικής μου εργασίας όσο και γενικά.]

ΥΓ2 Στο δεύτερο απόσπασμα νομίζω ότι ορίζεται μια πρόσθετη σημασία τού Κενού Κιβωτίου. Το Κενό τού Κιβωτίου η Διαθήκη που δεν χρειάζεται να γεμίσει πια από κάτι. Δεν υπάρχει πια κάτι, όπως δεν υπάρχει και το τι της αλήθειας (βλέπε ερώτηση Πιλάτου). Όλα ολοκληρώνονται στο Ποιος....

Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία του Χρήστου Μποκόρου.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο