Δημήτρης Γ. Ιωάννου

Το θέμα των διυποκειμενικών σχέσεων απασχόλησε πολύ την θεολογική παραγωγή της δεκαετίας του ’60, και, όλως ιδιαιτέρως το ζήτημα του έρωτα. Κάποιοι μάλιστα από τους εκπροσώπους αυτής της θεολογίας, επιμένοντας πολύ στο θέμα της «σχέσης» (ο όρος, μολονότι είναι φυσικά και πατερικός, στα ευρύτερα συμφραζόμενα της εποχής, είναι παρμένος από το υπαρξιστικό και γενικότερο πολιτισμικό κλίμα της Δυτικής Ευρώπης αυτή την εποχή), προνομιοποίησαν άκριτα τον φυλετικό (σαρκικό) έρωτα. Θεώρησαν, πράγμα που καταρχήν είναι σωστό, ότι αυτός εκφράζει με τον αυθεντικότερο τρόπο την λεγόμενη «εκστατική αλληλοπεριχώρηση» μεταξύ των ανθρωπίνων προσώπων, ότι «υποστασιοποιεί» ακόμη την «αναφορική πραγματικότητα» του όντος που λέγεται άνθρωπος. Ωστόσο, προχωρώντας περισσότερο, υποστήριξαν ότι είναι ακριβώς η ερωτική φυλετική «σχέση» αυτή που διαμορφώνει και «σώζει», με εκκλησιαστική έννοια, τον άνθρωπο. Η διαφορά με την προγενέστερη ορθόδοξη παράδοση έγκειται στο ότι, κατ’ αυτούς, ο σαρκικός έρωτας, όταν είναι  «αυθεντικός» (η δίψα για «αυθεντικότητα» αποτελεί χαρακτηριστικό υπαρξιστικό στοιχείο) ανάγει κατευθείαν στον Θεό, «θεώνει» περίπου τον άνθρωπο. Και αυτό μάλιστα ανεξάρτητα από την βαθύτερη ποιότητα αυτής καθεαυτήν της σχέσης του άνθρωπου με την ίδια την Θεότητα και το θυσιαστικό πνεύμα του συγκεκριμένου προσώπου έναντι των λοιπών μελών της ανθρώπινης κοινωνίας. Το μέγεθος της προσωπικής, «καρδιακής» ταπείνωσης και της  ασκητικής ακόμη προσπάθειας προσπερνάται εύκολα. Πολλοί θα θεωρήσουν υπερβολική την ερμηνεία μου, ωστόσο σε κάποιους στοχαστές θεωρώ ότι υπάρχει όντως ένα κλίμα αυτονόμησης του φυλετικού έρωτα μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης Θεολογίας [1].


Προκειμένου τώρα να δώσουν στην όλη θεωρία τους μια πραγματολογική βάση, οι εν λόγω θεολόγοι ανέτρεξαν ενίοτε και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, το έργο του οποίου, κατ’ αυτούς, χαρακτηρίζει «ερωτικός λόγος», ενώ παράλληλα λέγεται ότι δικαιώνει «(σαρκικά) παράνομους παιδικής αθωότητας». Στο παρόν άρθρο, μην συζητώντας καθόλου θεολογικά ή φιλοσοφικά προβλήματα της σχετικής τοποθέτησης, θα ήθελα να σταθώ στο εξής μόνο: καταφάσκει όντως ο Παπαδιαμάντης την άποψη ότι ο ανθρώπινος έρως οδηγεί κατ’ ευθείαν και φυσικώ τω τρόπω στον Θεό, ή απλώς  θεωρεί ότι ο ανθρώπινος έρωτας είναι απλώς μια «εικόνα» της εκστατικής «μανίας» για τον Θεό (κάτι που είναι πέρα για πέρα διαφορετικό); «Αν δεν ερωτευτεί και ξερωτευτεί κανείς δέκα φορές, δεν γίνεται ανήρ», αποφαίνεται κάπου ο Παπαδιαμάντης, μιλώντας άλλωστε πολύ ρεαλιστικά.

                                                            ***************
Είναι πρόδηλο ότι ο σκιαθίτης διηγηματογράφος είναι υπέρμαχος της δεύτερης άποψης και δεν υπάρχει ασφαλώς καμία περίπτωση στο έργο του όπου ο ανθρώπινος έρωτας αυτομάτως «θεώνει». Θα αναφέρω ενδεικτικά, χωρίς βέβαια προσπάθεια συστηματοποίησης, κάποια παραδείγματα. Στον πολύ γνωστό (και ενίοτε προσκομιζόμενο ως παράδειγμα) «Έρωτα στα Χιόνια», κάποιος γέροντας με άσωτο («αμαρτωλό») παρελθόν, αλλά άκακος και άδολος στην ψυχή, έχει ερωτευτεί μια παντρεμένη γειτόνισσα, και μεθυσμένος τραγουδά προς χάριν της τραγούδια, κατεβαίνοντας τα σοκάκια του οικισμού. Πρόκειται για έναν αστείο, γραφικό «γεροντοέρωτα», που δείχνει περισσότερο την ανάγκη αυτού του ανθρώπου για παρέα και συντροφιά, τις άγιες μάλιστα μέρες των Χριστουγέννων, όπου και διαδραματίζονται τα γεγονότα. Δεν τίθεται φυσικά θέμα «αγιασμού» του γέροντα εξαιτίας αυτής της συναισθηματικής ανάγκης του για επικοινωνία, ωστόσο, είναι αλήθεια ότι κυριαρχεί μέσα του η ειλικρινής ανάγκη για αγάπη και κατανόηση, πράγμα που τον κάνει δεκτικό της χάρης του Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν επέρχεται το μαρτύριο, το οποίο και πράγματι τον καθαίρει και τον αγιάζει. Προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα της άσπλαχνης μυλωνούς, πέφτει κάτω τρεκλίζοντας, και τότε τον σκεπάζει ολόκληρο το χιόνι. Στο διήγημα λέγεται μάλιστα, ότι, καθώς τον σαβάνωνε το χιόνι, ένιωθε «φρικώδη ζέστην», μια φράση που πρέπει να υποδηλώνει την αποδοχή του μαρτυρίου του γέροντος εκ μέρους του Θεού και την τελική δικαίωσή του (η «ζέσις» συνδέεται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ενώ το «φρικώδης» έχει μάλλον την έννοια του «τρομερού», που χαρακτηρίζει τα έργα του Θεού). Ο μπαρμπα-Γιαννιός «ασπρίζει» όλος, που σημαίνει ολοφάνερα ότι εξαγνίζεται, και είναι ακριβώς το μαρτύριο που καλύπτει την «γύμνια» των έργων του, και του δίνει το κατάλληλο, θα λέγαμε, «ένδυμα γάμου», ώστε να σταθεί ενώπιον του Δίκαιου Κριτή.

Στο διήγημα «Έρως-Ήρως», με τον ευρηματικό και άκρως υπαινικτικό τίτλο του, δηλώνεται καθαρά ότι αυτό που αγιάζει είναι όχι ακριβώς ο έρωτας, άλλα η αγάπη. Ο ήρωας, ένας νεαρός ναύτης, ο Γιωργής, κοιμάται μέσα στην βάρκα του κυβερνήτη του, όταν ξαφνικά τον ξυπνούν χαρούμενες τουφεκιές και μουσικές, που μαρτυρούν γαμήλιο γλέντι. Με έκπληξη διαπιστώνει ότι οι ήχοι αυτοί προέρχονται από το σπίτι της κοπέλας που έχει ερωτευτεί, η οποία εν αγνοία του παντρεύεται. Αυτήν και τον άντρα της είναι όμως που πρέπει τώρα να μεταφέρει με την βάρκα στην απέναντι στεριά, για να ξεκινήσουν την καινούργια τους ζωή. Διάφοροι κακοί λογισμοί τού περνούν από το μυαλό, να βουλιάξει πχ με ένα τέχνασμα την βάρκα, να πνιγεί ο γαμπρός, και αυτός να σώσει την αγαπημένη του και να την κάνει γυναίκα του. Ωστόσο, είναι ο ηρωισμός της αυτοθυσίας που κερδίζει, εκδιώκεται με το σημείο του σταυρού ο πειρασμός, και ο νέος από αγάπη (η διαφορά είναι λεπτή άλλα άκρως σημαντική) αφήνει την κοπέλα στα χέρια του συζύγου της. Νικά, γράφει ο Παπαδιαμάντης, ο «έρωτας … ο αγνός, της φιλανθρωπίας».

Ένα διήγημα, όμως, που φαίνεται να δικαιώνει, σε αρχική μάτια, τους ισχυρισμούς περί φυλετικού έρωτα είναι το περίφημο  «Όνειρο στο κύμα», αυτοβιογραφικό μάλιστα. Ο νεαρός αφηγητής εκεί αντικρίζει χωρίς πονηρό λογισμό το θέαμα μιας γυμνής κοπέλας που έχει ερωτευτεί, και φθάνει στο σημείο να την βαστάξει κιόλας στην αγκαλιά του, χωρίς κανείς «ιδιοτελής λογισμός να υπάρχει την στιγμή εκείνην εις το πνεύμα (του)».  Υποτίθεται, κατά μερικούς, ότι το θέαμα του γυμνού σώματος της ημιθανούς κοπέλας τον βοηθά να ανέλθει σε ανώτερο πνευματικά επίπεδο, αποτελεί γι’ αυτόν «όνειρον, πλάνη, γοητεία», και συντελεί ώστε να ανέβει στον κόσμο του υπερβατικού (πρέπει πάντως να προσθέσουμε ότι οι δυο νέοι δεν είχαν στην ουσία απολύτως καμία «σχέση», αφού η γνωριμία τους ήταν υποτυπώδης, και ο Παπαδιαμάντης μιλά περισσότερο για την ομορφιά, το κάλλος της γυναικείου σώματος). Μια  προσεκτική πάντως ανάγνωση του διηγήματος ανατρέπει την φυσιοκρατική περί σαρκικού έρωτος ερμηνεία. Ας περάσουμε σε αυτήν καθεαυτήν την περιγραφή του γυμνού σώματος της Μοσχούλας, η οποία και αποτελεί άλλωστε το «καρδιακό κέντρο» του διηγήματος. Θα περίμενε κάνεις, αν ίσχυε η εν λόγω θεωρία, ότι θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια ρεαλιστική περιγραφή, αλλά μπροστά μας υπάρχει μια καθαρά συμβατική, «διακειμενική» μάλιστα, όπως λένε οι φιλόλογοι, απεικόνιση. Καταρχήν, μια σύμβαση της περιγραφής είναι ότι στην πραγματικότητα ο αφηγητής δεν βλέπει τίποτα: η κοπέλα έχει γυρίσει προς αυτόν τα «νώτα της», και όλα τα μέλη της απλώς «συγχέονται» στο φως του φεγγαριού. Ο Παπαδιαμάντης γράφει ότι «διέβλεπε», δηλαδή μάντευε πάρα στ’ αλήθεια παρατηρούσε, και πάλι μεταξύ «σκιάς και φωτός», την κοπέλα, ενώ λίγο παρακάτω ξαναλέγεται ρητώς ότι «εμάντευε» το σώμα της. Εν τω μεταξύ ο κορυφαίος συγγραφέας φροντίζει να μας κάνει σαφές με διάφορες σημαίνουσες αντιφάσεις ότι δεν βρισκόμαστε παρά μπροστά σε μια καθαρά εκπνευματισμένη περιγραφή: τα μαλλιά της κοπέλας ήταν πχ μαύρα («αμαυρήν κόμην») και όμως ξανθά («χρυσίζουσαν»), ενώ είχε ταυτόχρονα, αν και μελαχρινή, «λευκάς ωμοπλάτας», που ήταν παράλληλα και «μελιχρές», υπό το φως της σελήνης. Επιπρόσθετα, λίγο πριν ο αφηγητής είχε πει ότι η κοπέλα όχι μόνο λευκό δέρμα δεν είχε, άλλα ήταν και «ηλιοκαμένη», ενθυμίζοντας μάλιστα -το πιο σημαντικό απ’ όλα- την Σουλαμίτιδα «Νύμφη» του «Άσματος των Ασμάτων» (ίσως θα φανώ υπερβολικός, άλλα στην σχέση με το «Άσμα Ασμάτων» βρίσκεται το κλειδί της ερμηνείας του κειμένου). Ο τελείως συμβατικός και αντιρρεαλιστικός χαρακτήρας της περιγραφής αποκορυφώνεται στο σημείο όπου η κοπέλα, τελείως παράλογα, περιγράφεται σε ένα και μόνο τριμερές ασύνδετο ως «ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα», ενώ παράλληλα η πολύ ζωηρή και θερμόαιμη Μοσχούλα, χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα και «λεπτοφυής» (=ντελικάτη). Όσον αφόρα το διακειμενικό στοιχείο, έκτος από το Άσμα Ασμάτων, και τον καθαρά γαμήλιο-πνευματικό συμβολισμό του, έχουμε και στοιχεία που θυμίζουν παγανιστική γραμματεία, ασφαλώς διατηρημένη για την πνευματική-αισθητική αξία της («άντρον», «νηρηίς», «σειρήν» κλπ). Ένας απλός φιλόλογος θα μιλούσε για νεοπλατωνική περιγραφή (όμοια με την «Φεγγαροντυμένη » του Σολωμού [2] ), ένας χριστιανός φιλόλογος θα μπορούσε στο σημείο αυτό ίσως να εντοπίσει δημιουργικά εκχριστιανισμένο νεοπλατωνισμό: το «φως» της Σελήνης, και στους δύο κορυφαίους δημιουργούς του Νέου Ελληνισμού, διαπερνά οτιδήποτε σάρκινο, το ακυρώνει, και αφήνει την αγάπη να θριαμβεύσει έναντι του γήινου έρωτα- αυτό μάλιστα δηλώνεται ρητά και στο διήγημα («η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Πότε δεν θα εζήτουν αμοιβήν»). 

                                                 **********************
Περνάμε τώρα και σε διηγήματα που δεν σχετίζονται φαινομενικά με το θέμα μας, ωστόσο, σε βαθύτερη ανάγνωση, είναι αυτά που αποκαλύπτουν καλύτερα την περί ανθρώπινου και θείου έρωτος θεωρία του Παπαδιαμάντη. Οι «Ελαφροΐσκιωτοι» λοιπόν αναφέρονται σε έναν ήρωα ονόματι «Αγάλλο» (το όνομα είναι σημαδιακό, καθώς πρόκειται να αγαλλιάσει αντικρίζοντας τους Κολλυβάδες Πατέρες), ο οποίος, κατευθυνόμενος νύχτα προς έναν νερόμυλο, αναπολεί τις παλιές του πονηρίες και δολιότητες, με τις οποίες κατάφερνε να περνά ευχάριστα τη ζωή του. Ήταν ένας συμφεροντολόγος άνθρωπος, που σύναψε συμβατικό γάμο, καθώς παντρεύτηκε από τις δύο, κατ’ ουσίαν, αρραβωνιαστικιές του, αυτή που είχε τα περισσότερα χρήματα- αλλά και η γυναίκα του ήταν και αυτή χαμηλής ηθικής ποιότητας. Δεν δίστασε, δηλαδή, μια που  αγαπούσε τον Αγάλλο, να εκτοπίσει την άλλη αρραβωνιαστικιά, που ήταν μάλιστα ορφανή και παντελώς απροστάτευτη. Την συγκεκριμένη νύχτα, ωστόσο, που εκτυλίσσεται το διήγημα, ο ήρωας φτάνει απρόσμενα μπροστά σε ένα ξωκλήσι, κοιτά περίεργος και βλέπει έκπληκτος μια νεόφερτη μοναχική συνοδεία να λειτουργεί για Χριστούγεννα. Ο Αγάλλος νομίζει έκπληκτος ότι «επήγε ζωντανός στον Παράδεισο» - στο διήγημα προηγείται μια σκηνή τυφλής νυχτερινής πορείας και απώλειας προσανατολισμού, στοιχείο συχνό στον Παπαδιαμάντη, που δηλώνει πάντα την απέκδυση του παλαιού, κακού εαυτού, και την ενατένιση του μυστηρίου με πλήρη ψυχική και πνευματική ανακαίνιση. Το διήγημα θεωρείται από μερικούς ως η οφειλομένη απόδοση τιμής εκ μέρους του Παπαδιαμάντη στα πατρογονικά του, τους αγίους Κολλυβάδες Πατέρες, και το αναφέρω εδώ γιατί καταδεικνύει ότι η «σωτηρία» προκύπτει όταν αφήσει κανείς πίσω του, «θάψει» σύνολη την αμαρτωλή ζωή του στον τάφο της «έκπληξης» μπροστά στο μυστήριο, έστω κι αν η «σχέση» του δεν ήταν μέχρι τότε τίποτε περισσότερο από καθαρή ιδιοτέλεια. Κατά κάποιο τρόπο δεν προσκομίζουμε στον Κτίστη την «σχέση» [3] μας (ποιος θα το άντεχε στ’ αλήθεια αυτό;), παρά τον θάνατό μας («ρίξε τον εαυτό σου στον Άδη», έλεγε ο Άγιος Σιλουανός). Η συνάντηση με τον Θεό έχει πάντα τον χαρακτήρα του «εξαίφνης», η καθημερινότητα δεν αναιρείται μεν, αλλά θαυμαστά υπερβαίνεται.

                                            ***********************
Στον Παπαδιαμάντη παρουσιάζονται ακόμη και περιθωριακοί άνθρωποι, αγνοί και άδολοι, στερημένοι παντελώς του «προαπαιτούμενου» του σαρκικού έρωτα, που όμως αγιάζουν. Οι άνθρωποι αυτοί, απόβλητοι και καταφρονεμένοι,  εντελώς παρακατιανοί, ενίοτε και «αγαθοί», συμβαίνει απλώς να γεννιούνται άγιες και ταπεινές ψυχές, που οδεύουν κατευθείαν προς τον Θεό, παραμερίζοντας τα ανθρώπινα. Δεν χρειάζονται τον γήινο έρωτα, γιατί είναι  ουρανοπολίτες. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο περίφημος «Φτωχός Άγιος», ο άδολος εκείνος  βοσκός, που ψηλά στην στάνη υπηρετεί πιστά και αγόγγυστα το αφεντικό του. Δεν απασχολεί τίποτε σαρκικό τον νου του, απλώς , όταν έρχεται η ώρα, θυσιάζεται υπέρ των πολλών, και βέβαια αγιάζει. Ανάλογη είναι και η μορφή του Αγγούτσα, για την οποία ισχύουν τα ίδια, και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι.
Για να μην μακρηγορούμε, θα κλείσουμε με ένα αυτοβιογραφικό διήγημα του Παπαδιαμάντη, το εξαίσιο «Υπό την βασιλικήν δρυν». Στο διήγημα αυτό, ο αφηγητής-παιδί, απομακρυνόμενος, ως συνήθως, από την ομήγυρη των λοιπών παιδιών, χάνει τον δρόμο του, και γίνεται «άφαντος» από τους πολλούς (εξαφανίζεται δηλαδή συμβολικά για τους άλλους). Προσπαθεί να φτάσει στο πελώριο δέντρο, που θαυμάζει παρά πολύ, και ανεβαίνει τον δύσκολο ανήφορο («ανωφερής οδός») της πνευματικής ζωής, που επιθυμεί να αγγίσει. Αποπροσανατολισμένος, ματώνεται από τα αγκάθια και «σχίζει τας σάρκας του» (=υφίσταται το απαιτούμενο μαρτύριο). Τελικά, συμβαίνει κάτι που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «εγκοίμηση», δηλαδή τελετουργικός ύπνος κάτω από το δέντρο που έχει ερωτευτεί, και που μάλιστα καθαρά ονομάζει «ερωμένην» του. Ο γήινος έρωτας μεταστοιχειώνεται, εκπνευματώνεται ήδη από την παιδική ηλικία του Παπαδιαμάντη, σε κάτι ευγενέστερο (συμβαίνει με μια έννοια, αυτό που ο Φρόυντ ανεπιτυχώς ονόμασε «εξιδανίκευση»). Ακολουθεί μια καθαρά ερωτική περιγραφή του δέντρου (σύμφωνα μάλιστα με μια πολύ πειστική μελέτη, η δρυς συμβολίζει την «μητέρα –Πατρίδα»), το οποίο μεταμορφώνεται σε γυναίκα, νύμφη Αμαδρυάδα, η οποία του ζητά να μεταφέρει στην κοινότητα το μήνυμα ότι δεν πρέπει να «κοπεί», γιατί θα προξενήσει «κακό». Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας, που θα ανακοινώσει στην κοινότητα ότι δεν πρέπει να αποκοπεί από τις ρίζες της παράδοσής της, γιατί θα ζημιωθεί, αποκτά πρώιμα προφητική συνείδηση- αυτή η συνείδηση, συνδυαζόμενη με όσα σχετικά λέγονται στο «Όνειρο στο Κύμα», εξηγούν μάλλον και την δια βίου αγαμία του Παπαδιαμάντη (κόντρα στις παρερμηνείες του Μουλλά).

                                             ***********************
Ο Παπαδιαμάντης  δεν απαρνείται ασφαλώς τον φυλετικό έρωτα, δεν είναι εχθρός της σάρκας, αλλά, όπως διαφάνηκε, γνωρίζει καλά, ως πνευματικός απόγονος της  (Κολλυβαδικής) φιλοκαλικής παράδοσης ότι αυτός δεν μπορεί αυτομάτως, ως εκ της φύσεως του, να γίνει αιτία θεώσεως (όπως υποστηρίζει ο Soloviev και οι οπαδοί του). Αυτό που χρειάζεται κανείς είναι διά της θυσιαστικής αγάπης και της ταπείνωσης να ξανοιχτεί στο πέλαγος του θείου έρωτα, αν θέλει να «θεωθεί» (κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται ασφαλώς στο μυστήριο του γάμου, ωστόσο η  πατερική, πχ χρυσοστομική, περί γάμου θεολογία, είναι εντελώς άλλο πράγμα). Πάνω από όλα, όπως μαρτυρούν πολλά πατερικά κείμενα, ο γήινος έρωτας είναι απλώς μια «εικόνα» του θείου – πράγμα που σημαίνει ότι αντί για μια φυσιοκρατική προκρίνουμε μια εικονιστική περί ανθρωπίνου έρωτα θεωρία. Γι’ αυτήν στην πραγματικότητα μιλούν και οι Πατέρες της  Εκκλησίας, φυσικά και οι Νηπτικοί.

Σημειώσεις
[1] Μια αυστηρή θεολογική κριτική μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο του π. Νικολάου Λουδοβίκου «Οι τρόμοι του προσώπου και τα βάσανα του έρωτα», Αρμός 2009, σελ. 67 κ.ε. Εκεί ο συγγραφέας θεωρεί ότι το έργο του Χρήστου Γιανναρά είναι επηρεασμένο από τον υπαρξισμό (άρνηση της «φύσεως») και κυρίως τα γραπτά του ρώσου φιλοσόφου Soloviev (απολυτοποίηση του σαρκικού έρωτα).
[2] Όχι μόνο έχει επισημανθεί το νεοπλατωνικό στοιχείο στον Σολωμό, αλλά προχωρώντας βαθύτερα, ο Β. Αθανασόπουλος ταυτίζει το «φως» του Κρητικού με το Άκτιστον Φως της Ορθοδοξίας.
[3] Το κείμενο μάλιστα φαίνεται να υπονοεί, όλως περιέργως, ότι ο Αγάλλος με το γνωστό «ερωτικό» παρελθόν, δεν ήξερε καν τι θα πει πραγματικός ανθρώπινος έρωτας, αλλά η μετάνοιά του του ανοίγει νέους υπαρκτικούς ορίζοντες. Το διήγημα αυτό καταρρίπτει τελείως το προαπαιτούμενο του ανθρώπινου, αλλά και βιοψυχικού (κατά Soloviev) σαρκικού έρωτα.
  
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Κόρδη.
πηγή κειμένου: Αντίφωνο