Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Εκπαιδευτική Πολιτική, «Δρώντες /Ειδικοί-Κλειδιά» και «Δίκτυα Πολιτικής» !




Η ΑΡΧΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ  ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΔΕΥΣΗ:
Εκπαιδευτική Πολιτική, «Δρώντες /Ειδικοί-Κλειδιά» και  «Δίκτυα Πολιτικής»!(3)*
                      
                                                                                                   
Γιώργος Μαυρογιώργος
Η Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας» στην ανώτατη εκπαίδευση συμπληρώνει δεκαετία από τη θεσμοθέτησή της (2005). Επιτέλους, έχει δημοσιευθεί η πιο ολοκληρωμένη και θριαμβολογούσα Έκθεση «Ποιότητας»(ΑΔΙΠ,2016)!  Κεντρική θέση στην έκθεση κατέχει το επίτευγμα της «ολοκλήρωσης» του πρώτου κύκλου αξιολογήσεων (εσωτερικών και εξωτερικών) των τμημάτων και των ιδρυμάτων. Πρόκειται για ένα θρίαμβο  που έχει συντελεστεί στα χαρτιά και αφορά, κυρίως, στην τυπική απόληξη που είχαν οι  πολύχρονες και συντονισμένες προσπάθειες του ΟΟΣΑ(1994-μέχρι σήμερα), της ΕΕ(1994-μέχρι σήμερα) και της Bologna Process (1999-μέχρι σήμερα)  για τη διείσδυση των συναφών πολιτικών διασφάλισης και πιστοποίησης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση. Η δημιουργία και παράδοση  νεοφιλελεύθερης «κουλτούρας αξιολόγησης» έχει πολύ δρόμο να διανύσει  ακόμη για να φτάσει απ τα χαρτιά στην καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτό καλά είναι να το ξέρουν αυτοί που θριαμβολογούν δημόσια ή σιωπηρά.
Τα άστοχα ερωτήματα και οι εύκολες απαντήσεις παράγουν εύλογα σχόλια
Είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο ζήτημα περιφερόταν για πολλά χρόνια στην ατζέντα των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών (πολύ συχνές συναντήσεις Υπουργών, διακηρύξεις, προγράμματα, κ.α.) για την εκπαίδευση. Αυτό από μόνο του  υπογραμμίζει τη σημασία του θέματος  για τις πολιτικές της ΕΕ.  Όσο για την Ελλάδα, κρίνεται υπερβολική η εκτίμηση ότι «Η πρώτη ατελέσφορη προσπάθεια προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός μηχανισμού διασφάλισης ποιότητας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μέσω της θέσπισης αντικειμενικών διαδικασιών αξιολόγησης ξεκίνησε το 1988, με Υπουργό Παιδείας τον Αντώνη Τρίτση» ( Καβασακάλης, Άγγ, 2015:228). Αυτό που, στην πραγματικότητα, είχε συμβεί ήταν μια απλή υπουργική ανεπεξέργαστη, ανώριμη και αιφνιδιαστική εξαγγελία που δεν είχε προϋποθέσεις εφαρμογής εντός του ίδιου έτους, όπως είχε εξαγγελθεί. Ήταν καταδικασμένη να ξεχαστεί ως ανύπαρκτη. Ο λόγος δεν ήταν ότι ο «Αντώνης Τρίτσης το Μάιο του ίδιου έτους απομακρύνθηκε από το ΥΠ.Ε.Π.Θ. και την κυβέρνηση και ο επόμενος Υπουργός Παιδείας δεν προχώρησε στην υλοποίηση των παραπάνω προτάσεων, ίσως εξαιτίας και της πολυτάραχης πολιτικής περιόδου τη διετία 1988-89»(ό.π.). Αυτές είναι  εκτιμήσεις που δίνουν βάθος παρελθόντος χρόνου  σε μια υπόθεση που έτσι μπορεί να προβάλλεται ως  «παράδοξη  και μεγάλη καθυστέρηση». Ούτε παράδοξη ούτε μεγάλη είναι η καθυστέρηση. Το ΠΑΣΟΚ δεν έφερε το θέμα στη Βουλή ούτε το 2003(πέντε χρόνια μετά), όταν είχε και έτοιμο νομοσχέδιο. Αλλά και πάλι, είναι κοινότυπη η εξήγηση για την αναδίπλωση που έγινε:  «Το πιθανό πολιτικό κόστος από τις αντιδράσεις που δημιούργησε η δημόσια παρουσίαση του νομοσχεδίου σε συνδυασμό με τις επικείμενες εθνικές εκλογές της άνοιξης του 2004 ανέβαλαν την ψήφιση του νομοσχεδίου»( ό. π.: 20). Αντικειμενικά,  είχε  αποφασιστεί να κληρονομηθεί η «νάρκη» και να ανατεθεί το πεδίο στην επόμενη κυβέρνηση. Γνωρίζουμε ότι επί Υπουργίας Γιαννάκου ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος (3374/2005). Αυτά είναι τα μικρά μυστικά  της διαδοχής  κομμάτων στην εξουσία. Καθώς τα προγράμματά τους δε διαφέρουν ουσιαστικά στους στόχους, με σιωπηρές κι αδήλωτες συμφωνίες εξασφαλίζουν, με αγαστή συνεργασία, τη συνέχεια στην άσκηση πολιτικής. Διαδοχή και συνέχεια, λοιπόν, που είχε και τη συνέχειά της, με την πολιτική Διαμαντοπούλου.

Αν αναλογιστούμε τα όσα  έχουν συμβεί, μετά, πάντως το 2000, αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα μέχρι να θεσμοθετηθεί η ΑΔΙΠ(2005) και μέχρι να ολοκληρωθούν οι πρώτες «δειλές» εφαρμογές(2015), θα κατανοήσουμε την απλή αλήθεια ότι το συγκεκριμένο θέμα  είναι στρατηγικής σημασίας για το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, και από αυτή την άποψη είναι κοινωνικά και πολιτικά «άκρως συγκρουσιακό».  Δεν πρόκειται για  σύνθημα: Πρόκειται για το τέλος του πανεπιστημίου. Αν δεχτούμε αυτή τη διευκρίνιση, δεν έχει προτεραιότητα ένα ερευνητικό ερώτημα  με σκοπό να κατανοήσουμε την «ελληνική ιδιαιτερότητα της καθυστέρησης» όσο να κατανοήσουμε  και να «νομιμοποιήσουμε» τις ισχυρές και δυναμικές κοινωνικές αντιστάσεις  που σημειώθηκαν στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, με τις  κινητοποιήσεις  φοιτητών και πανεπιστημιακών, αλλά και τους δείκτες «πολιτικής ετοιμότητας και αποφασιστικότητας» των κυβερνώντων ή της ενεργού εμπλοκής των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αυτό το ερώτημα μπορεί να αναδείξει  τις διαστάσεις που εμπεριέχει το  σχετικό διακύβευμα.  Πανεπιστημιακοί και φοιτητές έκαναν μεγάλους αγώνες για το άρθρο 16 του Συντάγματος, για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση και για την κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην έρευνα και στη διδασκαλία (άσυλο). Ποιος το φανταζόταν ότι  με τις διαδοχικές (2005,2007,2008.2011) νομοθετικές ρυθμίσεις οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, στα θερινά τμήματα της Βουλής, και εν μέσω πολιτικών «σοκ και δέους» των μνημονίων, θα άνοιγαν, με κυνικά νεοφιλελεύθερα μανιφέστα, το πεδίο της ανώτατης εκπαίδευσης στην ασυδοσία των δυνάμεων της αγοράς!  Το παράδοξο δεν είναι, όπως υποστηρίζεται,  η μεγάλη δυσκολία  και καθυστέρηση στη νομοθέτηση και στην  εφαρμογή νόμων και πολιτικών  για τη διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση, μια και «το  εκπαιδευτικό σύστημα  θεωρείται εξαιρετικά συγκεντρωτικό και πλήρως ελεγχόμενο από το ΥΠΕΠΘ» (Σταμέλος,Γ, 2009: 2017 και Καβασακάλης, Αγγ,2015:224). Το σημαντικό ερώτημα είναι πώς, με τη συνδρομή, εν τέλει, των πανεπιστημίων έχουμε μια εξέλιξη που προοπτικά ετοιμάζει το τέλος τους; Ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα κείμενο σαν αυτό. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, με τη σειρά κειμένων που αναρτάμε εδώ, είναι να ανοίγουμε τη βεντάλια των πτυχών του ζητήματος.
Εδώ κάτι συμβαίνει:  Υπάρχει «Δίκτυο  Πολιτικής»  και «δρώντες-κλειδιά»
Στην προσπάθεια που κάναμε προκειμένου να ενημερωθούμε και  να εξηγήσουμε τους λόγους αυτής της εξέλιξης, εντοπίσαμε μια αρκετά σημαντική και οργανωμένη  σειρά κειμένων και αναλύσεων: τα ψηφιακά κείμενα που φιλοξενεί η ΑΔΙΠ στην ιστοσελίδα της  και τα ψηφιακά κείμενα (πρακτικά, άρθρα, βιβλία, διδακτορικές διατριβές ) που είναι αναρτημένα  στην ιστοσελίδα (http://hepnet.upatras.gr/) του Δικτύου Πολιτικών Ανώτατης Εκπαίδευσης, στο οποίο  συμμετέχουν τα Πανεπιστήμια Πατρών, Πελοποννήσου (με υπεύθυνο τον Καθηγητής Κλάδη Διονύση) και Αιγαίου. Το Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Κορίνθου ιδρύθηκε το 2003( επί ΠΑΣΟΚ) και είναι γνωστή η πολλαπλή συμβολή μελών του στις ασκούμενες πολιτικές, μετά το 2003. Το συγκεκριμένο δίκτυο, που ήταν αρχικά ενδοπανεπιστημιακό(2009), συγκροτήθηκε  σε Διαπανεπιστημιακό το 2011. Διαθέτει και ψηφιακό περιοδικό, το «Academia». Εκτός από αυτά τα κείμενα, έχουμε στη διάθεσή μας και τα βασικά κείμενα ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής. Το υλικό είναι τεράστιο και δυσπρόσιτο στην παρουσίασή και στην ανάλυσή του. Ήδη, πιο πάνω κάναμε μια πρώτη αναφορά σε κείμενο που φιλοξενείται στο HepNet (Καβασακάλης, Άγγ, 2015).
Η πρώτη μας  σημαντική διαπίστωση  είναι ότι στο συγκεκριμένο Δίκτυο δραστηριοποιούνται ως  μέλη της  τρεις τουλάχιστον  «δρώντες-κλειδιά» που έχουν έντονη δημοσιοποιημένη συμμετοχή  στις διαδικασίες της  Ανεξάρτητης ΑΔΙΠ:
(1) Ο  Γ. Σταμέλος. Είναι μέλος της ΑΔΙΠ (από τον Απρίλιο του 2013), γνωστός πανεπιστημιακός του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Πατρών, με πολύ μεγάλο σε όγκο και αξιόλογο συγγραφικό έργο σε θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής (ευρωπαϊκής και ελληνικής). Εργασίες του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά. Όπως πληροφορούμαστε από διάφορες εκδοχές βιογραφικών που εντοπίσαμε, «Από το 2009 συντονίζει το Διαπανεπιστημιακό Δίκτυο «Πολιτικές Ανώτατης Εκπαίδευσης» στο οποίο συμμετέχουν τα πανεπιστήμια Πατρών, Αιγαίου και Πελοποννήσου (http://hepnet.upatras.gr). Στο πλαίσιο του Δικτύου είναι επιστημονικός υπεύθυνος του ηλεκτρονικού περιοδικού ACADEMIA (http:// academia.lis.upatras.gr/) και διαχειριστής του blog (http://teamthesis.blogspot.com). Είχε συμμετάσχει σε «Αξιολόγηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης (2003/04),με υπεύθυνο τον Κλάδη  Δ., μέλος  τότε ΔΣ του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας» (βλ. πιο κάτω). Αξιοσημείωτη η συνεργασία του με ελληνικά πανεπιστήμια: «Εκπαίδευση Μουσουλμανοπαίδων (ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ), υπεύθυνο Παν/μιο Αθηνών, ΤΕΑΠΗ (2002-2004),  Πρόγραμμα Τσιγγανοπαίδων (ΕΠΕΑΕΚ), υπεύθυνο Παν/μιο Ιωαννίνων, ΦΠΨ (2003-2004), Πρόγραμμα Τσιγγανοπαίδων (ΕΠΕΑΕΚ), υπεύθυνο Παν/μιο Θεσσαλίας, ΠΤΔΕ (2006-2008). Το γεγονός αυτό υποδηλώνει τις καλές σχέσεις συνεργασίας που έχει με άλλα πανεπιστήμια (Πελοποννήσου, Αιγαίου, Ιωαννίνων, Θεσσαλίας).  Έχει στο ενεργητικό του πολλές εποπτείες  διδακτορικών και δημοσιεύσεις με τους υποψήφιους διδάκτορες. Από το 2000 έως το 2008 συμμετείχε στο πρόγραμμα Tuning της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ομάδα Education. Το πρόγραμμα «TUNING Educational Structures in Europe» άρχισε το 2000 ως ένα project που να συνδέει τους πολιτικούς στόχους της «Bologna Process» και στη συνέχεια της «Στρατηγικής της Λισσαβόνας» με τον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης. Έτσι, κατανοούμε τη στενή του συνεργασία με το άλλο μέλος που παρουσιάζουμε στη συνέχεια.
(2)Ο Διονύσης Κλάδης. Από τις απαρχές (1998)του εγχειρήματος μέχρι σήμερα, το  Bologna  Process  είναι το «προσωπικό του στοίχημα» γι αυτό και προβάλλεται και ως Bologna /International Expert.  Έχει πολυετή θητεία σε πολιτικές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας, Ως πρώην επίκ. Καθηγητής Φυσικής του Τμήματος Φυσικής του ΕΚΠΑ, μάλλον, «έμαθε» την εκπαιδευτική πολιτική στην πράξη, για να μπορεί να  θεωρείται σήμερα καθηγητής εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό αποτελεί, όπως θα δούμε παρακάτω, και μια βασική υπόθεση εργασίας του  προγράμματος Advocacy Coalition Framework(ACF), με βάση το οποίο έχει γίνει και σχετική διατριβή, στην οποία ήταν μέλος της συμβουλευτικής Επιτροπής. Να το πούμε πιο απλά: Όποιος ασκεί πολιτικές  μαθαίνει, κιόλας, ο ίδιος! Σύμφωνα με το βιογραφικό του, υπήρξε «Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (1995-2004). Εθνικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διευθυντική Ομάδα (Directing Group) του Προγράμματος του ΟΟΣΑ "Institutional Management in Higher Education (IMHE)"(1989-2004). Υπεύθυνος της Διαδικασίας της Μπολόνιας από ελληνικής πλευράς. Με την ιδιότητα αυτή, συμμετείχε στις τρεις πρώτες Υπουργικές Συνόδους (Μπολώνια 1999), Πράγα (2001), Βερολίνο (2003) και ήταν εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Ομάδα Προώθησης και Παρακολούθησης της Διαδικασίας της Μπολόνιας (Bologna Fol-low-Up Group)(1999-2004). Είχε την προεδρία της Ομάδας Προώθησης και Παρακολούθησης της Διαδικασίας της Μπολώνιας (Bologna Follow-Up Group) στη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2003). Γενικός Γραμματέας, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1986-88,με Υπουργό τον Αντώνη Τρίτση!) (Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ο Καβασακάλης στη διατριβή του πιστώνει στον Τρίτση την πρώτη προσπάθεια για καθιέρωση αξιολόγησης της ποιότητας στα πανεπιστήμια…Βλ.Παραπάνω).
Στη συνέχεια, διαβάζουμε ότι υπήρξε «Ειδικός Γραμματέας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1998-2004, με Υπουργούς τον Γεράσιμο Αρσένη και τον Πέτρο Ευθυμίου). Με την ιδιότητα αυτή, είχα καθοριστική ευθύνη και συμμετοχή στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (και γενικότερα στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης), τα κύρια σημεία της οποίας συνοψίζονται ως εξής: Διεύρυνση και επέκταση του ελληνικού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης, με τη δημιουργία νέων Τμημάτων αλλά και νέων Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης και κατά κύριο ρόλο σε περιφερειακή βάση-Ραγδαία αύξηση του αριθμού των Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών και κατάρτιση νομοσχεδίου για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό του συστήματος των μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα (το οποίο δεν κατατέθηκε τελικώς για ψήφιση στη Βουλή)- Διαμόρφωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα ενός Εθνικού Στρατηγικού και Χωροταξικού Σχεδίου Ανάπτυξης της ανώτατης εκπαίδευσης, και μάλιστα παράλληλα με την κατάρτιση στρατηγικών και επιχειρησιακών σχεδίων ανάπτυξης από μέρους όλων των ελληνικών Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης. Προώθηση των διαδικασιών διασφάλισης και αξιολόγησης ποιότητας στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση και κατάρτιση σχετικού νομοσχεδίου (το οποίο προωθήθηκε προς ψήφιση στη Βουλή μετά τον Μάρτιο του 2004), Διαμόρφωση και εφαρμογή ενός ορθολογικού, αποτελεσματικού και διαφανούς συστήματος κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στα ελληνικά Πανεπιστήμια-Εφαρμογή για πρώτη φορά στην Ελλάδα συστήματος τετραετούς αναπτυξιακού προγραμματισμού για τις κτιριακές υποδομές των ελληνικών Πανεπιστημίων (2000-2004)-Προώθηση της Ευρωπαϊκής Διάστασης της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης», κ.α. Παραθέσαμε  όλα τα παραπάνω για να μπορούμε να θεμελιώσουμε την υπόθεση εργασίας ότι, αν αυτά είναι έγκυρα, ο καθηγητής Διονύσης Κλάδης ήταν μόνος του  και λειτούργησε ως πρόπλασμα μιας μη θεσμοθετημένης ΑΔΙΠ! Είναι ο πρωτοπόρος δηλαδή στην όλη υπόθεση. Μόνο που έπρεπε και πρέπει να περιμένει πολύ για να διαπιστώσει το αποτέλεσμα που είχαν οι διαρκείς προσπάθειες που έκανε όλα αυτά τα χρόνια για να πείσει αυτούς που δεν καταλάβαιναν το νόημα της Bologna Process.
Το βιογραφικό του είναι, πέρα από κάθε αμφισβήτηση  πλούσιο σε δραστηριότητες προώθησης πολιτικών διασφάλισης ποιότητας. Δεν έχει πάψει να είναι παρών και σήμερα. Σύμφωνα με το αναρτημένο/επικαιροποιημένο(2016) βιογραφικό του στο HepNet, είναι «μέλος της ομάδας εξωτερικών αξιολογητών της Ελληνικής Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης Ποιότητας (ΑΔΙΠ), με την ιδιότητα του διεθνούς εμπειρογνώμονα, ύστερα από υπόδειξη της European University Association (EUA). Με την ιδιότητα αυτή, συμμετείχε «στις αξιολογήσεις των παρακάτω ελληνικών Πανεπιστημίων και ΤΕΙ: ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, ΤΕΙ Ηπείρου, ΤΕΙ Πελοποννήσου, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας». Δε μπορούμε να κατανοήσουμε, είναι αλήθεια, την αναφορά που γίνεται στην «Έκθεση Εξωτερικής αξιολόγησης» του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2015), όπου συμμετέχει με την ένδειξη «Prof. Dionyssis Kladis Ιnternational Expert, Qatar»! Κατά το τρέχον έτος (2016), το 1ο τεύχος του περιοδικού ACADEMIA  του HepNet είναι αφιερωμένο στον ίδιο: «Dedication to Dionysis Kladis contribution to the development of Greek higher education system». Σκέφτομαι τη μεγάλη του ακαδημαϊκή διαδρομή: Αθήνα- Κομοτηνή-Κόρινθος- Qatar. Το βιογραφικό του είναι, όντως, πολύ πλούσιο. Θα επανέλθουμε κάποια άλλη φορά στην περίπτωση, όταν θα παρουσιάσουμε μια ενδεικτική έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης, ενός πανεπιστημίου που το ξέρουμε από την ίδρυσή του μέχρι πρόσφατα: το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
 Κατά τη γνώμη μας, υπάρχει σοβαρό γενικό πρόβλημα με τους  ιπτάμενους άσχετους στο αντικείμενο της εκπαιδευτικής πολιτικής και της αξιολόγησης «εμπειρογνώμονες» του «μητρώου της ΑΔΙΠ. Όπως έχουμε ισχυριστεί κι άλλοτε, «οι εμπειρογνώμονες δεν είναι ανεξάρτητοι, μέσα στο δίκτυο των πολλαπλών ετεροπροσδιορισμών. Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι παντελώς άσχετοι με τα αντικείμενα της εκπαιδευτικής πολιτικής, της συγκριτικής εκπαίδευσης, του στρατηγικού σχεδιασμού και ανάπτυξης, της αξιολόγησης, της διδασκαλίας, των προγραμμάτων σπουδών, κ.α., γιατί απλούστατα δεν τα έχουν σπουδάσει ούτε τα έχουν μελετήσει. Όλα τα παραπάνω  συγκροτούν αυτοτελές αντικείμενο έρευνας, σπουδής και διδασκαλίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με «χρήσιμους» ερασιτέχνες αξιολογητές, που μετά από ερασιτεχνική «πιστοποίηση» εκ μέρους  της ΑΔΙΠ, εντάσσονται σε «μητρώο χρήσιμων εμπειρογνωμόνων». Όπως γίνεται αντιληπτό, στην περίπτωση αυτή, δεν έχει τηρηθεί στοιχειώδης ακαδημαϊκή δεοντολογία. Η  έρευνα και η διδασκαλία στη μικροβιολογία, τη μηχανολογία, την  τεχνολογία δε σε καταξιώνει ως «εμπειρογνώμονα αξιολογητή» στην ανώτατη εκπαίδευση. Ούτε η άσκηση διδακτικού έργου στο πλαίσιο προγράμματος σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε κάνουν ειδικό εμπειρογνώμονα για την πιστοποίησή τους. Είναι προφανές ότι οι σχεδιαστές και συντελεστές του εγχειρήματος ΑΔΙΠ(2016) δεν ενδιαφέρονται για το “the state of the art”(το αντλώ από την τελευταία Έκθεση)».
 Υπάρχει πρόβλημα  και με τους «ειδικούς». Ακόμα και οι εξειδικευμένοι αξιολογητές, όταν λειτουργούν στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΑΔΙΠ, γίνονται τοποτηρητές του νεοφιλελεύθερου προτάγματος της αξιολόγησης. Πέρα από αυτό, μπορούμε να εκφράσουμε τη δυσπιστία μας στις επιλογές της ΑΔΙΠ: «ειδικοί» που συνδέονται με  πολιτικές του παρελθόντος για μια άναρχη και ανορθολογική επέκταση του δικτύου ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα καλούνται σήμερα και επανέρχονται  ως «αξιολογητές-θεραπευτές» αυτής  της παθογένειας. Από πολλές πλευρές τονίζεται ότι τα δύο κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, έχουν την ευθύνη για τον ανταγωνισμό που επέδειξαν στη διασπορά πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών τμημάτων και ΤΕΙ στην επικράτεια, για να έρθει η «Αθηνά» από τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις, για να «εξορθολογήσει δήθεν» το «χάρτη»! Αναφέρονται  πανεπιστημιακά Τμήματα που ιδρύθηκαν για να ικανοποιήσουν προσωπικές στρατηγικές  ορισμένων μελών ΔΕΠ!
(3) Άγγελος Καβασακάλης. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών, με επιβλέποντα τον Γ. Σταμέλο και μέλος της τριμελούς επιτροπής (και της 7μελούς) τον Διονύση Κλάδη. Η διατριβή υποστηρίχτηκε το 2011. Θέμα της  είναι «Η θεσμοθέτηση ενός Συστήματος Διασφάλισης Ποιότητας στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο: Συγκρότηση δικτύων υπεράσπισης αντιλήψεων και αξιών στο υποσύστημα πολιτικής του Πανεπιστημίου». Από τη διατριβή του έχουμε δανειστεί τους όρους «δρώντες-κλειδιά» και «δίκτυα πολιτικής». Στη διατριβή (έκδοση 2015) αναφέρεται ότι « Ο Άγγελος Καβασακάλης είναι Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πατρών και εργάζεται ως καθηγητής στα Εκπαιδευτήρια Γείτονα. Είναι μέλος και ερευνητής του διαπανεπιστημιακού δικτύου «Πολιτικές Ανώτατης Εκπαίδευσης» (http://hepnet.upatras.gr/). Εξωτερικός Συνεργάτης της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.)… Το πεδίο ερευνητικών του ενδιαφερόντων είναι η εκπαιδευτική πολιτική, οι ευρωπαϊκές πολιτικές εκπαίδευσης και διά βίου μάθησης με έμφαση στις πολιτικές για την ανώτατη εκπαίδευση και οι διαδικασίες διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση». Έχει αναρτήσει και «Βιογραφικό σημείωμα Europass», από το οποίο πληροφορούμαστε ότι υπήρξε Εξωτερικός Επιστημονικός Συνεργάτης της ΑΔΙΠ, κατά το διάστημα 2013-2015, σε πλήθος δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων της ΑΔΙΠ. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η άμεση ένταξή του (από το 2015) ως Συνεργάτη «στο Διαπανεπιστημιακό Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΔΠΜΣ): «Πολιτική Ανώτατης Εκπαίδευσης: Θεωρία και Πράξη», (http://mahep.upatras.gr/) στο ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Πατρών. Δηλώνει και «Ερευνητής στο Διεπιστημονικό διαπανεπιστημιακό Δίκτυο «Πολιτικές Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΠΑΕ)» του Πανεπιστημίου Πατρών». Μια, όντως, πολυσχιδής και πολυμερής δραστηριοποίηση ενός νέου διδάκτορα, παρά το σημαντικό έργο που έχει να προσφέρει και ως καθηγητής Φυσικής σε ένα αρκετά γνωστό για τις  εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες εκπαιδευτήριο ιδιωτικής εκπαίδευσης. Το Δίκτυο έχει και άλλα μέλη, αλλά δε μπορούμε να ασχοληθούμε με το προφίλ των άλλων, γιατί δε φαίνεται να υπάρχει άμεση σύνδεσή τους με το θέμα που μας απασχολεί.
 Έχουμε μια όντως ενδιαφέρουσα συνεργασία  τριών μελών ενός Διαπανεπιστημιακού Ελληνικού Επιστημονικού Δικτύου (HepNet), με αντικείμενο, προφανώς, την υποστήριξη και προώθηση των πολιτικών της Bologna Process και της ΕΕ στην ελληνική εκπαίδευση. Έτσι, τα μέλη της ΑΔΙΠ και οι άλλοι συνεργάτες της έχουν μια εμφανή ομάδα υπεράσπισης απέναντι στις κριτικές επιθέσεις που δέχονται ή τους «θύλακες αντίστασης» που συναντούν, όταν επισκέπτονται τα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Η υπόθεση που κάνουμε δεν είναι αυθαίρετη.
To HepNet και η διατριβή
Σε επόμενη ανάλυση, ίσως, ασχοληθούμε διεξοδικότερα με θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία ή άλλα ζητήματα της διατριβής. Στο σημείο αυτό θα διατυπώσουμε τις σοβαρές επιφυλάξεις μα που στη διατριβή υιοθετείται ένα αρκετά παλαιό θεωρητικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί για την παραγωγή και την εφαρμογή πολιτικών σε δημόσιους τομείς, όπως τις πολιτικές δασών, νερού, γης, απορριμμάτων, ναρκωτικών, κ. τ. ο. Η θεωρητική κατασκευή είναι γνωστή ως Advocacy Coalition Framework (ACF).  Ο ίδιος ο Sabatier (2005), ο εμπνευστής της,  είχε κάνει μια καταγραφή εφαρμογών του θεωρητικού τους πλαισίου και εντόπισε 34, από τις οποίες καμιά δεν είχε ως πεδίο αναφοράς την εκπαίδευση, εκτός από μια περίπτωση στη Μοζαμβίκη, κάτι που τον έκανε να ελπίζει για πιθανή επέκταση στις χώρες του ΟΟΣΑ. Και σε μεταγενέστερη  σχετική επισκόπηση(2009) η εκτίμηση είναι ότι το ACF παρουσιάζει πάρα πολύ περιορισμένη χρήση στην εκπαίδευση. Πρόκειται, όντως, για πλαίσιο παραγωγής και εφαρμογής πολιτικών και απευθύνεται, κυρίως, σε συμβούλους εφαρμογών(practitioners). Ο βασικός εμπνευστής του ACF, ο Paul Sabatier, είναι περιβαλλοντολόγος.   Έτσι, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο ίδιος αλλά και ο συντάκτης της διατριβής χρησιμοποιούν τον όρο «πόροι», όταν αναφέρονται στα δίκτυα από την πλευρά συμμετοχής μελών! Μια από τις υποθέσεις που έκανε ο Sabatier για τη μη χρήση του ACF  στην ανώτατη εκπαίδευση είναι ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα «υποθέτει ότι οι ερευνητές και οι εμπλεκόμενοι στο υποσύστημα πολιτικής δεν είναι ουδέτεροι αλλά, αντίθετα, είναι μέλη συνασπισμών προώθησης» συγκεκριμένων πολιτικών κι αυτό «αντιβαίνει στη βεμπεριανή αντίληψη περί δημόσιου λειτουργού» και ακαδημαϊκού ερευνητή και δασκάλου. Το ACF «επιβάλλει» τα «αξιώματά» του, τις ερευνητικές υποθέσεις και τα μεθοδολογικά εργαλεία.
Βασικές συνιστώσες του προγράμματος  ανάλυσης ACF είναι τα «Δίκτυα και Συνασπισμοί Δικτύων υπεράσπισης πολιτικής», οι δρώντες-κλειδιά και η «παραγωγή γνώσης μέσω πολιτικής εμπειρίας». Έχουμε τη γνώμη πως η τελευταία πτυχή της «μάθησης μέσω πολιτικής εμπειρίας» μας βοηθάει να κατανοήσουμε την ακαδημαϊκή καριέρα  συγκεκριμένων «δρώντων-κλειδιών» στην  προώθηση των πολιτικών ΑΔΙΠ. Το Δίκτυο HepNet είναι μάλλον τυπική περίπτωση Δικτύου παραγωγής και προώθησης-υπεράσπισης πολιτικής στα πανεπιστήμια. Λες και στη διατριβή υιοθετήθηκε  το ACF  γιατί προσφερόταν και ως έρευνα «αυτοαναφοράς» των βασικών συντελεστών της. Η μεγάλη μας δυσκολία είναι να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε τη θεωρητική και μεθοδολογική  ακροβασία να θεωρηθούν «Δίκτυα πολιτικής» τα πολιτικά κόμματα ( Παρουσιάζονται ως «Δίκτυο ΝΔ», «Δίκτυο ΠΑΣΟΚ» «Δίκτυο ΚΚΕ», «Δίκτυο ΣΥΡΙΖΑ»). Πρόκειται για μια  ατυχή επιλογή η αντιμετώπιση των κομμάτων ως «δικτύων». Μαζί με τα «Δίκτυα ΙΝΕ-ΓΣΕΕ», «ΙΟΒΕ-ΣΕΒ»! Μαζί και το Δίκτυο «ΠΟΣΔΕΠ»! Έχουν διαγραφεί οι ιδιαιτερότητες που προκύπτουν από τη συμμετοχή διαφορετικών συνδικαλιστικών παρατάξεων σε αυτά τα όργανα. Και «νέα Δίκτυα» (που εμφανίστηκαν συγκυριακά): «Πρωτοβουλία», «ΚΙΠΑΝ». Το «GURF» (Για όσους δεν το ξέρετε: Greek University Reform Forum. Γιατί λογίζεται ως δίκτυο;) .Το «Δίκτυο Σύνοδος Πρυτάνεων»(: ένα συγκυριακό  μωσαϊκό 24 εξατομικευμένων προσωπικών ανταγωνιστικών στρατηγικών συνιστά δίκτυο!). Το «Δίκτυο ΑΡ.ΣΗ». Δίπλα σε όλα αυτά και οι «δρώντες-κλειδιά»! Οι φοιτητές απουσιάζουν από το προσκήνιο! Φοιτητικές παρατάξεις και  Φοιτητική Σύλλογοι  Τμημάτων/Πανεπιστημίων που σήκωσαν όλο το φορτίο της αντίστασης στα σχετικά μέτρα (μέχρι και το 2016) μένουν εκτός πεδίου. Μήπως βρίσκονταν στις καταλήψεις; Η μη συγκρότηση της ΕΦΕΕ τους τιμώρησε με αποβολή από την έρευνα! Μετά από όλα αυτά, γιατί η ΑΔΙΠ δεν αντιμετωπίστηκε ως «Δίκτυο», με τους όρους των συντελεστών της διατριβής; Όσοι συγκροτούν το Συμβούλιο έχουν πολλούς λόγους να ταυτίζονται, άνευ όρων,  με το πλαίσιο αρχών, πολιτικών  και πρακτικών της. Άλλωστε, η ΑΔΙΠ έχει στήσει «δίκτυο», τουλάχιστον, 36 ΜΟ.ΔΙ.Π στα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας, με σχέσεις ιεραρχικής δικτύωσης. Οι ΜΟ.ΔΙ.Π είναι θεσμοθετημένες ιδρυματικές δικτυώσεις  των επιμέρους ακαδημαϊκών μονάδων!
Είναι απίστευτη θεωρητική ακροβασία  να απορρίψουν με «συνοπτικές διαδικασίες», αν και αφιέρωσαν 100 περίπου σελίδες(26-113),  κλασσικές δοκιμασμένες θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις στην ανάλυση της εκπαιδευτικής πολιτικής για να διατυπώσουν πολλές αναπάντητες ερευνητικές ερωτήσεις του τύπου: «Ποιες είναι οι αντιλήψεις της ακαδημαϊκής κοινότητας και των κοινωνικών εταίρων για το ρόλο και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου; Ποιες είναι οι αντιλήψεις της ακαδημαϊκής κοινότητας και των κοινωνικών εταίρων για το ρόλο και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου που θεωρούν ότι προωθούνται από τις ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές πολιτικές»; Τέτοιες ερωτήσεις υπάρχουν πολλές. Μόνο που η «ακαδημαϊκή κοινότητα» είναι αυθαίρετη κατασκευή του ερευνητή και ως τέτοια δεν «έχει αντιλήψεις». Δεν υπάρχει «κοινότητα». Υπάρχουν πολλές και αντιτιθέμενες απόψεις και πρακτικές, σε καθεστώς διαρκούς σύγκρουσης των αντιθέσεων, που  σημειώνονται σε όλα τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και τις ακαδημαϊκές μονάδες , κι αυτά δε μπορούν να καταγραφούν ούτε να ανιχνευτούν με  τα  συγκεκριμένα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία.
 Αν  και στην έρευνα εκπαιδευτικής πολιτικής  έχουν εμπεδωθεί ως πεδίο αναφοράς  το τρίπτυχο Κράτος- Κοινωνία- Οικονομία, με  επίκεντρο το ζεύγος  κοινωνία και άτομο, ή, δομή και δράση, προκρίνουν  ερμηνευτικές προσεγγίσεις οι οποίες εγγράφονται στο βεμπεριανό παράδειγμα,  την ίδια στιγμή που περνούν-υποτίθεται- από το ερευνητικό μικροσκόπιο  μια μεγάλη σειρά κειμένων εκπαιδευτικής πολιτικής, για να τα μελετήσουν. Χρησιμοποιώ «πληθυντικό ρήμα», γιατί οι πολύ σοβαρές αυτές θεωρητικές και μεθοδολογικές επιλογές δε μπορεί να είναι προσωπική υπόθεση του υποψήφιου διδάκτορα. Οι επόπτες του και ο υποψήφιος διδάκτωρ παρέκαμψαν κλασσικές δόκιμες  και ευρέως διαδεδομένες θεωρητικές προσεγγίσεις πολιτικής κοινωνιολογίας στη μελέτη της Εκπαιδευτικής Πολιτικής, με θεωρητικές αναφορές στον Μαρξ, τον Γκράμσι, τον Αλτουσέρ, τον Πουλαντζά, κ.α. Αυτές διαμορφώθηκαν από τους Γάλλους θεσμικούς λειτουργιστές( Bourdieu /Passeron) ή με το έργο των μαρξιστών Baudelot και Establet για τη Γαλλική εκπαίδευση ή άλλων όπως του  R. Miliband, Cl.Offe. Ή των Αμερικανών μαρξιστών Bowles και Gintis για την Αμερικάνικη εκπαίδευση ή άλλων γνωστών Αμερικανών με σημαντικό έργο στο συγκεκριμένο πεδίο, όπως των Martin Carnoy, Henry Levin, Michael Apple, Roger Dale, Thomas Popkevitz και πολλών άλλων. Περιορίζομαι σε αυτούς, κυρίως Αμερικανούς, που είναι σύγχρονοι των ελάχιστα γνωστών στο χώρο της Εκπαίδευσης, Αμερικανών, του Paul Sabatier, καθηγητή «περιβαλλοντολογικών σπουδών» στο πανεπιστήμιο της California, που σε συνεργασία, αρχικά, με τον καθηγητή Δημόσιας Πολιτικής, τον Daniel  A. Mazmanian  και στη συνέχεια με τον καθηγητή  Πολιτικών Επιστημών, τον Hank  Jenkins-Smith, έχουν διαμορφώσει την Advocacy  Coalition Approach.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον  και κάτι άλλο. Εντοπίσαμε ένα κριτικό κείμενο για την «αξιολόγηση- διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση», από την Ε. Πρόκου (2008), που δημοσιεύθηκε την περίοδο εκπόνησης της διατριβής, Ο τίτλος της διατριβής της συμπεριλαμβάνεται στις αναρτήσεις του HepNet. Είχε γραφεί κι ένα άκρως ενδιαφέρον και  πολύ επίκαιρο τότε, λόγω του νόμου 3374/2005, βιβλίο του Χρ. Κάτσικα (2005), με εκτενή(9-22) πρόλογο του Ν. Θεοτοκά, για το σχετικό θέμα. Υπάρχει και μια διατριβή (Μπαρτζάκλη Μαριάννα2010) που ως ένα βαθμό  καταπιάνεται με την «Εκπαιδευτική Πολιτική για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Εκπαίδευση», στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με επόπτη τον Σταμέλο, στο ίδιο Τμήμα.  Αναφέρεται στο βιογραφικό του Σταμέλου, αλλά δεν αναφέρεται στο HepNet. Στο θέμα αυτής  της διατριβής  διακρίνουμε μια «ακαδημαϊκή βιασύνη», αν λάβουμε υπόψη ότι η αντίστοιχη ΑΔΙΠΠΔΕ θεσμοθετήθηκε πολύ αργότερα (ν.4142/2013)  και «παροπλίστηκε», προς το παρόν. Πάντως, απουσιάζουν, παντελώς, αυτές οι εργασίες από το ακαδημαϊκό περισκόπιο του ερευνητή, εκτός και πρόκειται για ιδιότυπο «ακαδημαϊκό αποκλεισμό». Αν αυτό συμβαίνει, ο ερευνητής μας παραπλανά όταν γράφει(ό.π.:273): «…φαίνεται να απουσιάζει από το θεσμικό διάλογο αυτή η απαραίτητη, κατά τη γνώμη μας, συζήτηση και ανάλυση ενώ σε αντίθεση πραγματοποιούνται επιφανειακές συζητήσεις με εστίαση σε επιμέρους θέματα είτε για το συγκεκριμένο πρόγραμμα αξιολόγησης είτε γενικότερα για το ρόλο, τις αξίες και τη λειτουργία του ελληνικού πανεπιστημίου, οι οποίες είναι συνήθως «συνθηματικού» και «δημοσιογραφικού» χαρακτήρα». Αυτή η «ακαδημαϊκή αυτάρεσκη» εκτίμηση αδικεί και τους άλλους ερευνητές και τον ίδιο.
Κάτι μας λέει ότι οι συντελεστές της διατριβής είναι  τυπικοί στην πιστή εφαρμογή του ACF που τελικά αλλοιώνει και το εργαλείο αλλά και τα δεδομένα. Έτσι κι αλλιώς, τα «δεδομένα» καθώς προκύπτουν από μια μη δομημένη και συγκροτημένη ανάλυση των «επίσημων κειμένων» πολιτικής και των 36 συνεντεύξεων  χάνονται  για να  ξαναβρεθούν άτεχνα στο δρόμο για μια ατελέσφορη  υπεράσπιση των αρχών πιστοποίησης και διασφάλισης της ποιότητας, μέσω αξιολόγησης, υπό την αιγίδα μιας «ανεξάρτητης αρχής», όπως είναι η ΑΔΙΠ. Μια άλλη φορά, θα συνεχίσουμε τη σχετική συζήτηση επί των γενικών αυτών ζητημάτων.
Η ΑΔΙΠ έχει την τιμητική της, παρόλα αυτά
Το πεδίο των αναλύσεων και των σχετικών διερευνήσεων δεν είναι παρθένο, κι ας έχει διαφορετική άποψη ο Καβασακάλης στη διατριβή του. Διαθέτουμε μια σειρά από πανεπιστημιακούς που έχουν να επιδείξουν σημαντικό έργο με αντικείμενο την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα, στο πλαίσιο ευρύτερων αναζητήσεων αναφορικά με την ευρωπαϊκή πολιτική της ΕΕ για την εκπαίδευση. Για το θέμα που μας απασχολεί εδώ είναι ενδιαφέρον που διαθέτουμε κιόλας και διδακτορική διατριβή. Αν και το επίμαχο ζήτημα δεν ήταν «ώριμο», την εποχή που έγινε η σχετική έρευνα (πριν από το 2011), μια και δεν είχε συντελεστεί  ούτε η θεσμική ενίσχυση της ΑΔΙΠ(ν.4009/2011 επί Α. Διαμαντοπούλου) ούτε η ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου των αξιολογήσεων στα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Παρ όλους τους περιορισμούς της, πρόκειται για μια ένδειξη «ακαδημαϊκής» αγωνίας για το πώς να προωθηθεί, χωρίς, άλλες καθυστερήσεις, «Η θεσμοθέτηση ενός Συστήματος Διασφάλισης Ποιότητας στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο: Συγκρότηση Δικτύων Υπεράσπισης Αντιλήψεων και Αξιών στο Υποσύστημα Πολιτικής του Πανεπιστημίου» (Καβασακάλης, Άγγελος,2015). Ο τίτλος της διατριβής  είναι ενδεικτικός για το θεωρητικό του προσανατολισμό, με την αναφορά του στη «συγκρότηση «δικτύων» και στο «υπο-σύστημα», όπως ήδη αναφέραμε. Η παραπάνω εκτίμηση που κάναμε στηρίζεται σε ενδείξεις, που ξεφυτρώνουν αδιάκοπα στις γραμμές ή ανάμεσα από τις γραμμές του σχετικού κειμένου της διατριβής. Ας σημειώσουμε ορισμένες.
Είναι κραυγαλέα για το ιδεολογικό και θεωρητικό στίγμα που δίνει  η πρώτη εισαγωγική παράγραφος. Θα χρειαστεί να προσέξουμε τις σχετικές διατυπώσεις, μια και θα τις σχολιάσουμε. Διαβάζουμε: «Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας η εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών πανεπιστημίων έχει διαταραχθεί αρκετές φορές με αφορμή τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των διαφόρων κυβερνήσεων. Παράλληλα, αρκετοί δρώντες στο υποσύστημα πολιτικής του ελληνικού πανεπιστημίου φαίνεται να αντιστέκονται στην εφαρμογή πτυχών της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής που αποτελούν εθνικές δεσμεύσεις. Σημείο της διαμάχης και πηγή έντονου δημόσιου διαλόγου φαίνεται να αποτελούν οι προσπάθειες δημιουργίας ενός θεσμοποιημένου μηχανισμού διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση» (ό. π.19).
 Θα προσπαθήσουμε, στη συνέχεια, να κάνουμε δημόσιο τον προσωπικό μας διάλογο ανάγνωσης ( δεδομένη η σχετική αυτολογοκρισία), με το απόσπασμα κειμένου που μόλις διαβάσαμε: Είναι οφθαλμοφανής η αφετηριακή παραδοχή του ερευνητή και των «μεντόρων»  του για τη δεδομένη «εύρυθμη λειτουργία» των ελληνικών πανεπιστημίων»  την οποία διαταράσσουν κάποιοι. Θεωρείται αδιαμφισβήτητος ο  «μεταρρυθμιστικός» χαρακτήρας  που είχαν  «οι προσπάθειες των διάφορων κυβερνήσεων»! Καμία αντίρρηση περί αυτού: οι εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες των διάφορων κυβερνήσεων είναι «μεταρυθμιστικές». Οι διαδοχικές κυβερνήσεις είναι «διάφορες», αν  και προέρχονταν από δύο συγκεκριμένα κόμματα. «Παράλληλα», μάλλον,  με « τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των διαφόρων κυβερνήσεων», εκδηλώνονται «αρκετοί δρώντες» οι οποίοι «φαίνεται να αντιστέκονται». Όχι γενικά και αορίστως, αλλά  πολύ συγκεκριμένα « αντιστέκονται στην εφαρμογή πτυχών της ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής που αποτελούν εθνικές δεσμεύσεις». Μόνο, σε ορισμένες πτυχές αντιστέκονται. Οι «εθνικές δεσμεύσεις», ούτε καν κυβερνητικές,   είναι , κατά πώς φαίνεται, ένα ερμηνευτικό κλειδί-«φετίχ» και προάγγελος πολλών δεινών που ακολούθησαν με τα «δεσμά» των μνημονίων. Εθιστήκαμε στις «δεσμεύσεις» και  αυτό ήρθε γάντι για τα «πολιτικά άλλοθι» των  κυβερνώντων. Αυτοί οι δρώντες είναι, απλώς αρκετοί, αλλά δεν αναφέρονται ως φοιτητές , πανεπιστημιακοί και εργαζόμενοι. Πάντως, δρουν «στο υποσύστημα πολιτικής του ελληνικού πανεπιστημίου». Εκεί, ακριβώς, στο υπο-σύστημα.
Συνεχίζουμε παρατηρώντας ότι η  διαμάχη αφορά σε «σημείο» κι αυτό  «φαίνεται» να είναι (δεν το γνωρίζουμε)- γι αυτό ψάχνουμε να δούμε αν τελικά είναι- «οι προσπάθειες δημιουργίας ενός θεσμοποιημένου μηχανισμού διασφάλισης της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση». Έχουμε ξεκαθαρίσει σιωπηρά, ήδη, ότι η ποιότητα και η διασφάλισή της είναι οι  αναμφισβήτητες  μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες για το ελληνικό πανεπιστήμιο. Η επίσημη κυβερνητική ρητορική πιστοποίησης και διασφάλισης της ποιότητας γίνεται  αφετηριακή παραδοχή στη διατριβή. Τα ερευνητικά ερωτήματα ξεκινούν με δεδομένη την παραδοχή ότι έχουμε να κάνουμε με μια «σοβαρή» και «σημαντική» μεταρρυθμιστική τομή, και επομένως η έγνοια μας είναι, πώς να ξεμπερδεύουμε με τα εμπόδια που εντοπίζει η έρευνα που θα κάνουμε. Αυτός είναι  ο σιωπηρός διάλογος που κάναμε με το συγκεκριμένο απόσπασμα της διατριβής.  Και, βέβαια, αυτό είναι το μοτίβο.
Στην αμέσως επόμενη σελίδα του προλόγου, διαβάζουμε: «Παράλληλα, πραγματοποιούνται εξελίξεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το 1998 αποτελεί μια χρονιά-σταθμό για τις πολιτικές διασφάλισης της ποιότητας στην ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση, καθώς εκδίδεται η πρώτη Σύσταση για τη διασφάλιση της ποιότητας στην ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση και ξεκινά η διαδικασία που ένα χρόνο αργότερα ονομάστηκε «Διαδικασία της Μπολόνια». Αυτές οι δύο εξελίξεις υποδηλώνουν την έναρξη της διαδικασίας συγκρότησης ενός ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, με τη διασφάλιση της ποιότητας να αποτελεί έναν από τους κεντρικούς άξονες δράσης για τη δόμηση και λειτουργία του» (ό. π.: 20).
Πρόκειται για μια πανηγυρική αποδοχή του συγκεκριμένου αφηγήματος που, ως ένα μεγάλο βαθμό, προσδιόρισε  τις θεωρητικές και μεθοδολογικές επιλογές της έρευνας, με σχεδόν ρητό στόχο την «ερευνητική υπεράσπιση» της «κουλτούρας αξιολόγησης και ποιότητας» στα πανεπιστήμια. Άλλωστε, ο ίδιος ο μέντορας είναι χρόνια τώρα θιασώτης της συγκεκριμένης πολιτικής: «Η συνολική στροφή της μετα-υποχρεωτικής εκπαίδευσης προς την αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με την πολιτική αμοιβαίας αναγνώρισης των τίτλων σπουδών, θέτει επιτακτικά το ζητούμενο της διασφάλισης της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Δίχως αμφιβολία η διασφάλιση της ποιότητας προϋποθέτει διαδικασίες αξιολόγησης… (με) μετρήσιμα κριτήρια» (Σταμέλος, Γ. κ.α. 2004:163-164). Μόνο που δε συμπληρώνεται ότι, ως συνέπεια της αξιολόγησης που συγκρίνει και κατατάσσει με αγοραία κριτήρια, ο άκρατος ανταγωνισμός μεταξύ χωρών-μελών, με πολύ διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης, και μεταξύ ακαδημαϊκών ιδρυμάτων διαφορετικής ιστορίας και παράδοσης, στην «ελεύθερη αγορά» των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, θα είναι άνισος, υπέρ των ισχυρών, όπως ήδη προδιαγράφεται και στα άλλα πεδία πολιτικής της ΕΕ: ο πλούσιος κι εργατικός βορράς κι ο τεμπέλης φτωχός  νότος.
Ελληνική ιδιαιτερότητα;
Από τις απαρχές ένταξης της χώρας στις διεργασίες της ΕΕ, έχουμε την τάση να αναγορεύουμε τον όποιο ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό σε αυταξία, αίτημα και ανάγκη, χωρίς να μας απασχολεί το ιδιαίτερο περιεχόμενο του και οι επιπτώσεις του στη χώρα. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας με το επιχείρημα της «καθυστέρησης» και της «απόστασης» που μας χωρίζει από το επίπεδο ανάπτυξης και εκσυγχρονιασμού  των άλλων μελών-εταίρων της ΕΕ. Ένδειξη αυτού είναι τα κοινοτικά κονδύλια που διατέθηκαν με τα προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ και ΕΣΠΑ, στο πλαίσιο των πολιτικών επικουρικότητας για την εναρμόνιση, τη σύγκλιση και την ομοιοτροπία.  Το διακύβευμα συμπυκνώθηκε στην επινόηση της λεγόμενης «ευρωπαϊκής διάστασης» στην εκπαίδευση. Σύμφωνα με μια κυρίαρχη άποψη, η Ελλάδα έπρεπε να  «προσαρμόζει το βηματισμό" της για "ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς που απαιτούνται ώστε να καλύψουμε σε λογικό χρόνο την απόσταση" που μας χωρίζει από τις άλλες χώρες. H ανάπτυξη του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος δεν κρινόταν σε σχέση με το προηγούμενο επίπεδο ανάπτυξης όσο από τη μείωση της απόστασης που "χώριζε την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα από αυτή των άλλων ευρωπαϊκών χωρών". Αυτό είχε τις επιπτώσεις του στις διαδικασίες  υποδοχής και πρόσληψης της ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι διάφοροι γύροι «Εθνικού Διαλόγου» για την παιδεία, μετά το 1986, πρόβαλλαν συστηματικά την πρόκληση της λεγόμενης «Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης» και την κάλυψη της απόστασης που χωρίζει τη χώρα μας από το επίπεδο ανάπτυξης των άλλων χωρών.
 Με δεδομένες τις διοικητικές και διαχειριστικές ανεπάρκειες στην αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων, ο κίνδυνος της χαμηλής απορροφητικότητας ήταν ένας  βραχνάς επιτάχυνσης των εφαρμογών. Έτσι, το «σύνδρομο της απόστασης» σε συνδυασμό με τις αργόσυρτες διαδικασίες εφαρμογών δημιουργούσαν ένα περιβάλλον  «επείγουσας επίσπευσης» που δεν επέτρεπε την ανάπτυξη προϋποθέσεων κριτικής πρόσληψης των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών. Καταφέραμε να παγιδευτούμε, στην άκριτη εκδοχή του «ανήκουμε στη Δύση (άνευ όρων)». Κι αυτό ήταν και είναι τροχοπέδη στην αναζήτηση εναλλακτικών «εξειδικευμένων λύσεων» στην ελληνική εκπαίδευση. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια διαδικασία εισαγωγής «καινοτομιών». Ο μιμητικός, μεταπρατικός χαρακτήρας των εκπαιδευτικών πολιτικών που ασκούνται είναι εμφανής. Η ανασυγκρότηση της ελληνικής εκπαίδευσης νομιμοποιείται με αναφορά σε δεσμεύσεις και δείκτες των ευρωπαϊκών πολιτικών. Προσλαμβάνουμε άκριτα ό, τι ευρωπαϊκό  ως καινοτόμο, σύγχρονο και προοδευτικό και δεν έχουμε χρόνο και ετοιμότητα να «διαβάσουμε» το νεοφιλελεύθερο αφήγημα που υποβαστάζει τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στην εκπαίδευση και την πρόσληψή τους από τους εγχώριους κυβερνώντες. Η εκτίμηση που κάνουμε είναι ότι η επιλογή της εναρμόνισης  εξαντλούνταν σε δείκτες μηχανιστικής και τεχνοκρατικής προσκόλλησης, χωρίς να  αποκτάει τα χαρακτηριστικά ενός ουσιαστικού μετασχηματισμού δομών και περιεχομένου της εκπαίδευσης για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της.  Η ελληνική, δηλαδή, εκπαίδευση, με τους διδάσκοντες και διδασκόμενους, ήταν  διαρκώς εκτεθειμένη στα κηρύγματα της  κυρίαρχης  νεοφιλελεύθερης  ιδεολογίας, χωρίς να υπάρχουν οι πολιτικές εκείνες δυνάμεις στη διακυβέρνηση της χώρας που να επιχειρήσουν σοβαρές τομές  ουσιαστικού δημοκρατικού μετασχηματισμού στην πράξη.
Όλη αυτή η υπόθεση της υποδοχής και της πρόσληψης  των ευρωπαϊκών πολιτικών στην Ελλάδα έχει απασχολήσει πολλούς. Για μας, όλα αυτά εκπορεύονται από το «ευρωπαϊκό εργαστήριο» που προωθεί το νεοφιλελευθερισμό και στην εκπαίδευση.  Άρα, η όποια καθυστέρηση έχει να κάνει, κυρίως, με την υποδοχή των νεοφιλελεύθερων αρχών εκπαιδευτικής πολιτικής. Ο Σταμέλος  σημειώνει ότι η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική, «δεδομένης της μεσογειακής μας υπερβολής, αντιμετωπίζεται, όχι σπάνια, εντελώς εξωπραγματικά, με απίστευτη μερικές φορές επιπολαιότητα, γεγονός που δε διευκολύνει τη σωστή αξιολόγηση της κατάστασης και των δυνατοτήτων της» (Σταμέλος, Γ. κ .α.,2004: 151). Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο διδάκτωρ του οποίου επόπτευε τη διατριβή στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ο Αγγ. Καβασακάλης(2015:224): «Η αξιολόγηση, και η βελτίωση μέσω αυτής, της ποιότητας οποιασδήποτε διαδικασίας αποτελεί ένα σύνθετο προς ανάλυση θέμα συνολικά για την ελληνική κοινωνία καθώς φαίνεται να υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Και αυτό καθώς στην ελληνική κοινωνία φαίνεται να δημιουργούνται μεγάλες εντάσεις όποτε γίνονται προσπάθειες να προωθηθεί κάποιο πολιτικό πρόγραμμα, σε οποιοδήποτε υποσύστημα πολιτικής, το οποίο να θεσμοποιεί ένα σύστημα ελέγχου και αξιολόγησης στις δραστηριότητες του συγκεκριμένου υποσυστήματος. Αυτή η ιδιαιτερότητα οφείλεται πιθανότατα στον τρόπο που γίνονται αντιληπτές από την ελληνική κοινωνία οι έννοιες της ισχύος και του ελέγχου (Σταμέλος, 2009: 217) και έχει ως αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές, μια δυσκολία στη θεσμοθέτηση και εφαρμογή συστημάτων αξιολόγησης. Για αυτό το λόγο, ενώ το ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης σε όλους τους τομείς πολιτικής φαίνεται, τουλάχιστον μακροσκοπικά, συγκεντρωτικό παρατηρείται παράλληλα το φαινόμενο οι ελληνικές κυβερνήσεις να δυσκολεύονται να ψηφίσουν ή, ορθότερα, να εφαρμόσουν διαδικασίες ελέγχου και αξιολόγησης σε διάφορα πεδία πολιτικής.
Με αυτό ως δεδομένο της ελληνικής πραγματικότητας, είναι εξηγήσιμη η δυσκολία που διαπιστώνει ο εκάστοτε ερευνητής όταν προσπαθεί να αναλύσει τις προσπάθειες θεσμοθέτησης διαδικασιών ελέγχου και αξιολόγησης, ιδιαίτερα δε σε έναν ευαίσθητο τομέα πολιτικής όπως είναι αυτός της εκπαίδευσης. Το πρόβλημα φαίνεται να μεγιστοποιείται και να εκφράζεται συχνά με διαμάχες και εντάσεις όταν οι προσπάθειες αφορούν σε ένα θεσμοποιημένο σύστημα αξιολόγησης που θα βελτιώνει και θα διασφαλίζει την ποιότητα στο πανεπιστήμιο. Ιδιαιτέρως γιατί πρόκειται για έναν αρκετά πολύπλοκο, θεσμοποιημένο οργανισμό ο οποίος θέτει την έννοια της αυτονομίας σε σημαντική θέση στις κεντρικές του αξίες και πολιτικές πεποιθήσεις».
Αποφεύγουμε τον αδόκιμο όρο «φιλοσοφία» που χρησιμοποιούν, κατά κόρον, σε ανάλογες περιπτώσεις  ορισμένοι ερευνητές ( ο Καβασακάλης τον χρησιμοποιεί κατά κόρον) εκπαιδευτικής πολιτικής (που δηλώνουν ότι δε δημοσιογραφούν) γιατί κρίνουμε πως διατυπώσεις, όπως «η φιλοσοφία του προγράμματος», « η φιλοσοφία του εγγράφου»,  «η φιλοσοφία  του νόμου», «η φιλοσοφία της αξιολόγησης», κ. τ. ο. αδικούν τη φιλοσοφία (όταν τη χρησιμοποιούν ως έννοια «πασπαρτού») αλλά και υποβιβάζουν το υπό μελέτη αντικείμενο σε νεφέλωμα ασάφειας ή σύγχυσης. Πολύ περισσότερο όταν αντικείμενο συζήτησης είναι η πιστοποίηση και η διασφάλιση ποιότητας στο πεδίο της εκπαίδευσης, ένα πεδίο που, έτσι κι αλλιώς, είναι ανοιχτό σε ταξικές αντιθέσεις, κοινωνικές συγκρούσεις και πολιτικοιδεολογικές αντιπαραθέσεις διαρκείας. Είναι αυτή η τελευταία παραδοχή που θεμελιώνει τον ισχυρισμό μας ότι η  αντιπαράθεση που σημειώθηκε στην υπόθεση καθιέρωσης  και προώθησης της ΑΔΙΠ ήταν αναμενόμενη και ότι δεν είναι «ελληνική ιδιαιτερότητα», όπως θέλουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι. Ούτε ευσταθεί ο ισχυρισμός περί  «μεγάλης καθυστέρησης» στην καθιέρωσή της. Ο ισχυρισμός περί «καθυστέρησης» είναι ένδειξη σοβαρής ακαδημαϊκής μυωπίας ή στρατευμένης μεροληψίας,  σε περιπτώσεις που διακυβεύονται σημαντικές ακαδημαϊκές αρχές και κοινωνικά αιτήματα για «δημόσια και δωρεάν παιδεία». Είναι αυταπόδεικτα άκρως μεροληπτικός και αυθαίρετος ο ισχυρισμός ότι η πρώτη συμμετοχή δύο ελληνικών ιδρυμάτων σε διεθνή προγράμματα αξιολόγησης, το 1994-95, ήταν «ένα σημείο-σταθμός «γιατί εντάσσονταν στη γενικότερη προσπάθεια ανάπτυξης μιας κουλτούρας αξιολόγησης και ποιότητας» (ό.π :235). Μπορούμε να μιλάμε για ταύτιση με τις πολιτικές του ΟΟΣΑ, της Bologna Process και της ΕΕ. Από τότε (1994-95) μέχρι το 2016, είχαμε απίστευτης επιμονής απόπειρες, διαβουλεύσεις, διακηρύξεις, αποφάσεις, κανονισμούς, ευρωπαϊκά προγράμματα, κοινοτικά προγράμματα (1998-2016: ΕΠΕΑΕΚ I KAI II, ΕΣΠΑ), νομοθετήματα. Δε μπορεί, παρά η περίπτωση της Ελλάδας να αποτελεί αγκάθι αντίστασης στην επιτυχή ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Πάντως, χωρίς χρηματοδότηση δε θα σημειώνονταν ούτε η παραμικρή εξέλιξη. Ένδειξη αποτελεί και η απόπειρα καθιέρωσης και εφαρμογής των αντίστοιχων πολιτικών της ΑΔΙΠΠΔΕ στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.  Χωρίς τα κοινοτικά κονδύλια ΕΣΠΑ δε θα μπορούσε να γίνει απόπειρα επιβολής μιας «ολοκληρωτικής» και αυταρχικής αξιολόγησης. Η υπόθεση τελεί υπό αναστολή, προς το παρόν. Ο εκμαυλισμός και η εξαγορά φαίνεται ότι εμπίπτει στη φαρέτρα προπαγάνδισης των πολιτικών και πρακτικών προώθησης της ΑΔΙΠ. Θεωρούμε, παρόλα αυτά, ότι  για τους πληγωμένους υπερασπιστές αυτών των πολιτικών ο απολογισμός είναι πενιχρός.
Πολύ έργο επί χάρτου: Η κουλτούρα αξιολόγησης μπορεί να περιμένει
Η ΑΔΙΠ μπορεί να επαίρεται ότι «πνίγεται» από τον παραγωγικό οργασμό -δε γνωρίζουμε αν είναι ηδονικός- μιας μεγάλης σειράς  ντοκουμέντων: 397 εκθέσεις εσωτερικής αξιολόγησης ακαδημαϊκών τμημάτων, 397 εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης ακαδημαϊκών τμημάτων, 36 εκθέσεις εσωτερικής αξιολόγησης ιδρυμάτων και 36 εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης ιδρυμάτων. Έχουμε και την πολύ «κολακευτική» εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση –πιστοποίηση της ίδιας της ΑΔΙΠ από την European Association for Quality Assurance in Higher Education (ENQA)(2015). Πρόκειται για μια περίπτωση άκριτης θριαμβολογίας  συμμόρφωσης προς τα κριτήρια της υπερκείμενης νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής ENQA. Να μη ξεχάσουμε και τις 8 ετήσιες εκθέσεις της ΑΔΙΠ (2007-2015). Περίπου σε εννιακόσια τα υπολογίζουμε τα παραχθέντα ντοκουμέντα. Άντε, τώρα, να τα κωδικοποιήσεις όλα αυτά. Κάτι ήξεραν που είχαν καθιερώσει πανομοιότυπους και ενιαίους οδηγούς, κριτήρια και έντυπα εκθέσεων. Η τυποποίηση δεν είναι μόνο συμμόρφωση και έλεγχος. Είναι και διευκόλυνση του ελέγχοντος. Από χαρτί, άλλο καλό. Μετά από τις αναλύσεις και τις μελέτες, οι εκθέσεις «επί χάρτου» προσφέρονται για συνειδητή ανακύκλωση. Τα μέλη της ΑΔΙΠ, πάντως, είναι αδιάβροχα στην κρίση και πανηγυρίζουν τις δικές τους προτεραιότητες.
Πέρα από αυτά, η ΑΔΙΠ κατόρθωσε και πιστοποίησε 6000 περίπου αξιολογητές και συγκρότησε «μητρώ»! Έχει δημιουργήσει νέα προσοδοφόρα απασχόληση. Αν και οι περισσότεροι είναι παντελώς άσχετοι με το αντικείμενο είναι πολλαπλώς χρήσιμοι για το σύστημα που ενδιαφέρεται για την αγορά των ανταγωνιστικών πιστοποιήσεων. Ίσως, μάθουν τη δουλειά που θα τους ζητήσουν να κάνουν «πάνω στη δουλειά». Δε μπορεί, τόσα ταξίδια «ακαδημαϊκού τουρισμού» όλο και κάτι αφήνουν. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές για την εκπαίδευση κάνουν τζίρο «ακαδημαϊκού και πολιτικού τουρισμού» πανεπιστημιακών, ειδικών, συμβούλων, Υπουργών, κ.α., όπως οι ευρωπαϊκές  αθλητικές οργανώσεις: γραφεία ταξιδιών, ξενοδοχεία, εστιατόρια  κάνουν τη δουλειά τους, με τους  ιπτάμενους αξιολογητές, γιατί και οι χώρες είναι πολλές και τα ιδρύματα πολλά.  Από την ιστοσελίδα του ENQAR (Ευρωπαϊκό Μητρώο Οργανισμών Διασφάλισης  Ποιότητας Ανώτατης Εκπαίδευσης) πληροφορούμαστε ότι έχει δημιουργηθεί και σχετικό «μητρώο φορέων-οργανισμών διασφάλισης ποιότητας»  στο οποίο συμμετέχουν ήδη πάνω από 40 πιστοποιημένοι φορείς, σε 15 χώρες (8 απ αυτούς στη Γερμανία και 7 στην Ισπανία). Μετά το 2009 μπορούν τα ακαδημαϊκά ιδρύματα  να επιλέγουν από το μητρώο όποιον φορέα κρίνουν έγκυρο για την διαπίστευσή τους, ακόμα και συμπληρωματική, με στόχο  την «ενίσχυση της διεθνούς φήμης τους»! Οπότε, αντιλαμβανόμαστε το σκληρό ανταγωνισμό που θα προκύψει ανάμεσα και στους «οίκους αξιολόγησης». Η αγορά γέμισε από «οίκους αξιολόγησης» κι εμπειρογνώμονες που βάζουν τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ στο κυνήγι ενός άκρατου και άνισου ανταγωνισμού. Όσοι είναι Bologna experts έτσι κάπως αναδείχτηκαν και ξεπετάχτηκαν στη διεθνή αγορά αξιολογικών υπηρεσιών. Όλες οι ετήσιες εκθέσεις της ΑΔΙΠ παραθέτουν με αναλυτικά στοιχεία τα «ταξίδια σεμιναριακού τουρισμού» μελών και επίλεκτων συνεργατών σε περιζήτητους ευρωπαϊκούς προορισμούς για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση. Τώρα, πλέον, η ΑΔΙΠ ετοιμάζεται πυρετωδώς «να βάλει χέρι» στην  ακαδημαϊκή πιστοποίηση προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Καλά κάνετε που μου κλείνετε το μάτι! Το έπιασα: η επερχόμενη πιστοποίηση είναι κόλαφος στην ακαδημαϊκή ελευθερία της διδασκαλίας στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ. Τυποποίηση για πιστοποίηση κι εδώ. Κάπου εδώ κρύβεται ο άνθρακας-θησαυρός της περιβόητης ποιότητας.
 Όσα ντοκουμέντα κι αν παραχθούν, κάτω από απίθανους εκβιασμούς θεσμικών ή ευρωπαϊκών δεσμεύσεων, η κουλτούρα αξιολόγησης μπορεί να περιμένει. Κάποιοι, βέβαια, έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι βάσιμες. Διαβάζουμε, π.χ. ότι «εξαιτίας τόσο της Σύστασης του 1998 όσο και της κεντρικής θέσης που έλαβε η διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση στη διαδικασία της Μπολόνια, όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν σήμερα εθνικό σύστημα διασφάλισης και αξιολόγησης της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης. Κάποιες χώρες έχοντας παράδοση στην έννοια της λογοδοσίας και της βελτίωσης της ποιότητας των συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης αναπτύσσουν διαρκώς τέτοιες πολιτικές και δράσεις και άλλες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, συναντούν δυσκολίες στην ανάπτυξή τους» (Καβασακάλης, Αγγ, ό.π.: 237).
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική επινόηση της αξιολόγησης ως διαδικασίας, που τάχα διασφαλίζει και πιστοποιεί την «ποιότητα» του συντελούμενου ερευνητικού, διδακτικού και εκπαιδευτικού έργου στα ακαδημαϊκά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, πέρασε, δεκαπέντε χρόνια τώρα, από πολλές δοκιμασίες προκειμένου  να θεσμοθετηθεί και να μπει σε τροχιά εφαρμογής η συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική με όσα προβλέπονται από τους νόμους 3374/2005 και 3549/2007 (επί Μ. Γιαννάκου),  3685/2008 (επί Ε. Στυλιανίδη) και  4009/2011 (επί Α. Διαμαντοπούλου). Είναι οι νόμοι που ανάμεσα στα άλλα θεσμοθετούν «απειλές περικοπών και αναστολών» εναντίον ακαδημαϊκών ιδρυμάτων που δε συμμορφώνονται με τις διαδικασίες και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης! Πρόκειται για σαφέστατη περιστολή της ακαδημαϊκής αυτοτέλειας των ιδρυμάτων. Έτσι, κάπως, εξηγούνται οι μεγάλης διάρκειας αντιστάσεις σε αυτά τα μέτρα.
Η προβολή της ανεξαρτησίας της  ΑΔΙΠ είναι σαν το ακριβό «φυλαχτό» που της χαρίζουν οι προπαγανδιστές της-πολιτικοί και ακαδημαϊκοί- για να της προσδίδουν κύρος και υπόληψη «αντικειμενικότητας» και «ουδετερότητας», στη δύσκολη φάση της καθιέρωσής της. Μια ανεξαρτησία βαθύτατα εξαρτημένη από τις νεοφιλελεύθερες αρχές, αντιλήψεις και πρακτικές  που αποτυπώνονται στη σύλληψή της, το σχεδιασμό της και την εφαρμογής της. Πρόκειται για μια φάρσα ανεξαρτησίας, αντικειμενικότητας, εμπειρογνωμοσύνης και επιστημονικής ουδετερότητας. Το πρόβλημα  είναι ότι  τα μέλη της ΑΔΙΠ, οι 6000 περίπου άσχετοι-χρήσιμοι αξιολογητές του «μητρώου» και πολλοί «δικτυωμένοι» διδάσκοντες/ερευνητές (:από τότε που ΑΕΙ και ΤΕΙ συγκροτούν την «ανώτατη εκπαίδευση» δε  μιλάμε πια για «πανεπιστημιακούς») δείχνουν να πιστεύουν ακράδαντα ότι όλοι τους  δρουν ανεξάρτητα.
Όπως αντιλαμβανόμαστε, δεν είναι εύκολη υπόθεση η μετατροπή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε μια ανταγωνιστική αγορά εκπαιδευτικών «προϊόντων και  υπηρεσιών» έρευνας και διδασκαλίας. Οι αρχές της ακαδημαϊκής    ελευθερίας και της αυτοτέλειας,   στην υπόθεση της προσφοράς δημόσιας και δωρεάν παιδείας, δεν είναι εύκολα ανταλλάξιμες στο χρηματιστήριο  ενός ιδιότυπου  αρπακτικού «ακαδημαϊκού καπιταλισμού», όπου κυρίαρχες αξίες είναι ο ανταγωνισμός, το κέρδος, η εξατομίκευση της αγοράς σπουδών, η αποδοτικότητα, η υποβάθμιση  της εκπαίδευσης σε κατάρτιση δεξιοτήτων, στο όνομα μιας κίβδηλης  «κοινωνικής λογοδοσίας», της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας. Θα το πούμε ακόμη μια φορά: το χαρτί είναι πολύ. Kαι το μελάνι. Η «κουλτούρα αξιολόγησης»  της αγοράς στην εκπαίδευση, όμως,  θα αργήσει πολύ, αν ποτέ… Όπως αντιλαμβανόμαστε, είμαστε πολύ μακριά από το πεδίο παραγωγής ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, παρόλο που στο χώρο δραστηριοποιούνται πολλοί. Ή είμαστε ένθερμοι θιασώτες, «εισαγωγείς» και μεταπράτες έτοιμων νεοφιλελεύθερων αφηγημάτων ή ασχολούμαστε με την αντίσταση στην εισαγωγής τους. Ποιος μας είπε ότι «Ανήκουμε στη Δύση, άνευ όρων». Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι σε εξέλιξη η συνάντηση των «ΕΦΤΑ του ΝΟΤΟΥ», στο Ζάππειο. Τι, άραγε, να σημαίνει η κραυγαλέα απουσία του λαού της Αθήνας απ το προσκήνιο. Είναι απόσυρση, αμηχανία ή ανάθεση και εξουσιοδότηση ή κάτι άλλο;
Βιβλιογραφία
ΑΔΙΠ (2016), Έκθεση Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης 2015, Αθήνα, ΑΔΙΠ.
Καβασακάλης  Αγγ. (2015) Η θεσμοθέτηση ενός Συστήματος Διασφάλισης Ποιότητας στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο: Συγκρότηση δικτύων υπεράσπισης αντιλήψεων και αξιών στο υποσύστημα πολιτικής του Πανεπιστημίου, Διδακτορική Διατριβή, στη σειρά «Ανώτατη Εκπαίδευση: Θεωρίες, Μεθοδολογίες, Αναλύσεις, Ερμηνείες» του Δικτύου «Πολιτική Ανώτατης Εκπαίδευσης»(HepNet), του Πανεπιστημίου Πατρών, Αιγαίου και Πελοποννήσου, Εκδόσεις Σαΐτα, Καβάλα.
Κάτσικας,Χρ.(2005), Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης και Καπιταλιστική Αναδιάρθωση: Η μετάλλαξη του Πανεπιστημίου, Πρόλογος: Νίκος Θεοτοκάς, Gutenberg, Αθήνα.
Μπαρτζάκλη Μαριάννα (2010) Εκπαιδευτική Πολιτική για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Εκπαίδευση: Οι Σχολικοί Σύμβουλοι της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών.
Πρόκου  Ελ.,  (2008), «Πολιτικές  αξιολόγησης  /  διασφάλισης  της  ποιότητας  στην ανώτατη  εκπαίδευση  στην  Ευρώπη  και  την  Ελλάδα», Συγκριτική  και  Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, 11-12, σσ. 76-106.
Σταμέλος, Γ. και Βασιλόπουλος, Α.(2004), Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική, Μεταίχμιο, Αθήνα.
Σταμέλος, Γ. (2009) Εκπαιδευτική Πολιτική, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα.
ΠΗΓΗ:https://www.alfavita.gr
Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.