Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Προσεύχομαι στα πράγματα για να με δώκουν ζωή

Μια αρχειακή συνέντευξη ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πνευματικής ζωής μας, στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο


Ζωγράφος αυτοδίδακτος («μα κάθε άλλο παρά απλοϊκός και άτσαλος») ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), πλούτισε τη νεοελληνική ζωγραφική με καινούρια πρωτοφανέρωτα χαρακτηριστικά. Aναθρεμμένος στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, αλλά και κάτοχος, από πολύ νωρίς, όλων των ρευμάτων και των τάσεων του ευρωπαϊκoύ μοντερνισμού και της avant-guard, συνδύασε στα έργα του την παράδοση με στοιχεία των μετεμπρεσιονιστών (Seurat) φτάνοντας σε εντελώς προσωπικές διατυπώσεις. Η ζωγραφική του Πεντζίκη είναι σε άμεση συνάρτηση με τον πνευματικό του κόσμο, τον ιδιαίτερο ψυχισμό του, τα νεωτερικά, τόσο τολμηρά πεζογραφήματά του. Όπως τόσες φορές είχε πει, το κέντρο αλλά και το έναυσμα της καλλιτεχνικής του παραγωγής ήταν η ορθόδοξη πίστη και τα πατερικά κείμενα.

Έζησε και πέθανε στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη». Σπούδασε φαρμακευτική και εφηρμοσμένη οπτική στο Στρασβούργο και στο Παρίσι (1926-1929). Τα χρόνια 1930-1955 διηύθυνε το φαρμακείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην οδό Εγνατία και το διάστημα 1955-1968 εργάστηκε σε φαρμακευτική εταιρεία. Πρωτοπαρουσίασε ζωγραφική του το 1944, έχοντας ήδη βρει τη φωνή του στην πεζογραφία και την ποίηση, έχοντας εκδώσει δηλαδή τα πεζογραφήματα Ανδρέας Δημακούδης και Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, καθώς και την ποιητική συλλογή Εικόνες. Η ουσιαστική εικαστική του παιδεία τον ώθησε στη συγγραφή τεχνοκριτικών σημειωμάτων και μελετών (για τον Παπαλουκά, για τον Γκίκα).


Τα πρώτα χρόνια ζωγραφίζει με μολύβια και λάδια, όμως πολύ νωρίς στρέφεται στην τέμπερα, που θα χρησιμοποιήσει ως το τέλος, γιατί θεωρεί το λάδι αισθησιακό. Αυτή την πρώτη περίοδο (1950-1967) αποτυπώνει το μακεδονίτικο τοπίο και τη βλάστησή του, αλλά και τη γενέθλια πόλη με τα λαϊκά σπίτια και τις βυζαντινές εκκλησιές. Yιοθετώντας τις λύσεις του pointillisme, διαρθρώνει συνθέσεις μεταϊμπρεσιονιστικής αντίληψης, στις οποίες το χρώμα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά σε αλλεπάλληλα στρώματα, σε έργα λυρικά, όλο χρωματικές αρμονίες, δίχως προοπτική και φωτοσκιάσεις.

Στη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του (1967-1993) χρησιμοποιεί την αυτοσχέδια, εξαντλητική μέθοδο της ψηφαρίθμησης. Σελίδες από το Συναξαριστή του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (αλλά και ερωτικές επιστολές, καρτ-ποστάλ, τοπωνύμια) δίνουν καθημερινά, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, την πρώτη ύλη της εργασίας, και ο Πεντζίκης προσπαθεί να «μεταγλωτίσσει» σε χρώματα την αρμονία και το πνεύμα του ιερού βιβλίου που χρησιμοποιεί. Το συναξάρι της κάθε μέρας (μπολιασμένο με αυτά τα άλλα κείμενα) αποδομείται σε λέξεις, η κάθε λέξη σε γράμματα, κάθε γράμμα σε αριθμό, που ο καθένας αντιστοιχεί σε ένα χρώμα. 1=μπλε, 2=κίτρινο, 5=πορτοκαλί κλπ. Τα θρησκευτικά θέματα, αναγκαστικά, πληθαίνουν και τα χρώματα γίνονται πιο υποβλητικά, σκουραίνουν.

Βυζαντινός και ευρωπαίος, πολύπλοκος και αθώος, ορθόδοξος και μοντέρνος, ο Πεντζίκης, κέντησε με αναρίθμητες πινελιές, με απέραντη αγάπη και υπομονή, ένα μυστικό τοπίο όπου αναδύονται οι σχέσεις του ανθρώπου με το απόλυτο – όπου όμως ο ερμητισμός και η συμβολική προέκταση δεν θαμπώνουν τα ακριβά υλικά της ζωής, την ανήσυχη πραγματογνωσία μιας σύγχρονης ζωγραφικής συνείδησης.

Ν.Γ.Π.: Να ξέρετε, εκείνο που πρώτιστα με ενδιαφέρει είναι η αλήθεια των πραγμάτων. Τα ίδια τα πράγματα. Γι’ αυτό και αν επιμείνουμε περισσότερο με το Πολυτεχνείο, δεν μπορεί παρά να έχουμε πάλι δικτατορία. Κι αυτό γιατί το Πολυτεχνείο είναι ένα σύμβολο χωρίς κοινό τόπο στα αισθήματα όλων των Ελλήνων. Άλλοι αγαπούν τα σύμβολα της κατεστημένης βεβαιότητας, όπως ήταν άλλοτε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Δεν μπορούμε να επιβάλλουμε έτσι ανώδυνα τη δικτατορία των συμβόλων.  

Σ.Τ.: Εγώ, πάντως, δέχομαι καθημερινά τη δικτατορία των χριστιανικών συμβόλων.

Ν.Γ.Π.: Γιατί δεν σας ενδιαφέρουν τα πράγματα ούτε η αλήθεια των πραγμάτων.  

— Και η αλήθεια των πραγμάτων έχει μόνο την όψη της δικής σας ανάγνωσης;
Θα σας πω μια ιστορία για τον πατέρα Γαλακτίωνα. Το ’43 άνοιξε ο Στάλιν τις εκκλησίες για να μετατρέψει τον πόλεμο από κομματικό σε πατριωτικό, και μεγαλούργησε. Σήμερα δεν πιστεύει κανείς στον μαρξιστικό μύθο. Και ξέρετε, βέβαια, πόσο μαλώνουν αναμεταξύ τους οι κομμουνιστές.  

— Δεν καταλαβαίνω πού συναρτώνται αυτά με την αλήθεια των πραγμάτων. Στάσου, παιδάκι μου, δεν είμαι παπατρέχας... Μαλώνουν, λοιπόν, γιατί έχουν αντιθέσεις. Οι του Εσωτερικού με του Εξωτερικού. Οι ευρωκομμουνιστές με άλλους.  

— Και οι χριστιανοί μαλώνουν μεταξύ τους. Στάσου, χρυσό μου παιδάκι. Σκέψου γιατί σπαταλάει τόσα λεφτά το Μουσείο Ερμιτάζ για να συντηρεί το λείψανο του Λένιν, τη στιγμή που τόσα λείψανα αγίων στη Ρωσία ευωδιάζουν.  

— Είναι ένας προσφιλής νεκρός. Προσφιλέστερος από τη μάνα μας;  

— Είναι μαζί και σύμβολο.

Όχι. Συντηρούν τους νεκρούς γιατί δεν έχουν ζωντανούς ανθρώπους. Η ιστορία τους μεταβάλλεται μετά τον θάνατο κάθε Προέδρου. Δεν προβάλλω το Άγιον Όρος ως μοντέλο ζωής, αλλά ως άξονα της ενότητας της πίστεώς μας. Όπως είπε ο όσιος Λεόντιος: «Να με πουν κακό δεν θα με νοιάσει, να με πουν εγκληματία θα συμφωνήσω, να με πουν ομοφυλόφιλο, γυναικά ή πόρνο θα τα δεχτώ. Αλλά θα διαμαρτυρηθώ αν με πουν αιρετικό».  

— Ωστόσο, η δική σας πίστη είναι τόσο περίεργα εκφρασμένη, που σας διαχωρίζει από την κοινότητα των πιστών, με αποτέλεσμα -όπως λέει και ο Σεφέρης- να θεωρείστε κατ’ ουσίαν αιρετικός. Βέβαια και δεν με ανέχονται. Στην Αλεξανδρούπολη, που μιλούσα πριν από λίγο καιρό με θέμα «Λογοτεχνία και Εκκλησία», ο δεσπότης έκρυβε το ειρωνικό του χαμόγελο πίσω από την πατερίτσα του, επειδή έλεγα ότι η εκκλησία δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά ένα τετράπλευρο οίκημα με τέσσερα ντουβάρια. Αυτό δείχνει και την απόσταση ανάμεσα στους κρατούντες της εκκλησίας και τους πιστούς.  

— Αυτήν τη διάσταση ήθελα να σας υπενθυμίσω πριν.
Ναι, ναι. Γιατί σκέφτεστε ιδιωτικά. Δεν νοιάζεστε να δείτε πού είναι η ένωσις, πού είναι η αλήθεια των συμβόλων.  

— Έτσι κι αλλιώς, είναι μοναχική αυτή η γνωστική πορεία.
Ναι, ο μοναχισμός τρέφει την ενότητα. Ξέρετε τον πατέρα Πορφύριο της Πολυκλινικής Αθηνών;  

— Όχι.

Λοιπόν, αυτός πιστεύει ακόμα και στα Αναστενάρια, γιατί είναι, λέει, μέσα στις δυνατότητες της ψυχικής εξάρσεως του ανθρώπου, ασχέτως αν είναι ειδωλολατρικά, αφού είδε στα Καυσοκαλύβια (στο Άγιον Όρος) έναν καλόγερο την ώρα της Ανάστασης να παίρνει 33 κεριά -ισάριθμα με τα χρόνια του Χριστού- και να τα βάζει κάτω από τα γένια του χωρίς να καίγεται, λέγοντας: «Τι δροσιά, Κύριε, τι δροσιά». Η δυνατότητα μεταβολής της φύσεως των πραγμάτων -της αρρώστιας σε υγεία, της φωτιάς σε χλόη...

— ...του πεθαμένου σε ανάσταση... 
...του οίνου σε αίμα και του ψωμιού σε σώμα- απαιτεί παραδοχή, ασχέτως αν αυτή η παραδοχή είναι κατοχυρωμένη με έναν σταυρό. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ο άνθρωπος, προσηλούμενος και πάσχων, πιστεύει στην αμεσότητα ν’ αλλάξει την τύχη του. Μόνο έτσι πιστεύω στον σταυρό: όταν τον δω ως γεωγραφία των οριζόντων που μπορούν ν’ αλλάξουν τη φύση μου.  

— Είναι όμως κι αυτός ένα σύμβολο που καπηλεύεται. Γι’ αυτό πολλοί δεν ξέρουν να τον κάνουν.
Γι’ αυτό δεν φτάνουν στην αλήθεια των πραγμάτων. Γιατί η Ελλάδα είναι μια αγελάδα: βοσκάει και τρέφεται στη Βόρειο Ελλάδα και στην Αθήνα αρμέγεται.  

— Πάντως, μια βολική μέθοδος να γλιστράς από τα σύμβολα είναι να τα απομυθοποιείς. Εγώ, όμως, δεν πιστεύω στην απομυθοποίηση - γιατί ο μύθος είναι η ανέκαθεν αλήθεια.  

— Όταν ζούμε όμως τους μύθους μας, τους βιώνουμε ως θρησκεία.
Βέβαια, όπως στην Αρχαία Ελλάδα. Αλλά ήρθαν οι σοφιστές που έλεγαν «παντός πράγματος μέτρον ο άνθρωπος». Κι έτσι απομακρύνθηκαν από τον μύθο, συναντώντας, σε άλλη εποχή, τον απαίσιο και ψευδή Διαφωτισμό της Γαλλικής Επαναστάσεως - που ήταν η μόνη αληθινή επανάσταση ολοκλήρου της ιστορίας, αφού στο πρόσωπο του βασιλέα σκότωνε τον ίδιο τον θεό.  

— Από τότε ο Θεός ξανασκοτώθηκε πολλές φορές.
Γι’ αυτό οι νέοι πλημμυρίζουν το Άγιον Όρος;  

— Οι περισσότεροι το αρνούνται μαζί με τους συμβολισμούς του.
Ναι, αλλά αυτοί είναι οι αναρχικοί.  

— Είναι και οι μαρξιστές.
Όχι, αυτοί τώρα προστρέχουν. Θέλουν να κάνουν ενότητα χριστιανισμού-μαρξισμού.  

— Μαρξισμός δεν είναι, κυρίως, η γραφική κλίκα των νεοορθόδοξων;
Ναι, ναι, τους ξέρω. Αλλά το ότι εσύ μπορείς να βγάλεις τα ενδύματά σου για να δείξεις τη γύμνια του σώματός σου δεν σημαίνει ότι τα ενδύματα δεν είναι απαραίτητα. Δεν προχωράει έτσι η απομυθοποίηση.  

— Εσείς υπήρξατε ποτέ μαρξιστής;
Ήμουν κι εγώ κομμουνιστής, όταν άνοιξε ο Στάλιν τις εκκλησίες. Άλλά όταν είδα τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα, διεφώνησα τελείως με το Κόμμα και πήγα ως αρθρογράφος στο «Φύλλο του Λαού» του Πετσόπουλου, που αργότερα ίδρυσε τον «Ριζοσπάστη», αλλά έφυγα και από ‘κει, γιατί δεν κατανοούσαν τα γραφτά μου.  

— Απορώ όμως πώς δεν διαφωνήσατε με ανάλογα λάθη των αντιπάλων σας στην πολιτική.
Η αλήθεια, ξέρετε, είμαι μία.  

— Που βρίσκεται κάπου στη μέση;
Όχι ακριβώς στη μέση, εκτός και γίνει στατιστική. Γιατί μέχρι που βγήκε η Ελένη (του Νίκολας Γκέιτζ), ο κ. Φλωράκης, μιλώντας στο «Βήμα» για τα χρόνια που δρούσε ως καπετάν Γιώτης, έλεγε: «Για τον λαό παλεύαμε και δεν ανοίξαμε ρουθούνι».  

— Πρώτη φορά το ακούω αυτό.
Το είπε και είναι γραμμένο.

— Μου φαίνεται υπερβολικό.
Είναι απλούστατα ένα ψέμα. Έλεγε ότι δεν έθιξε τίποτε και κανέναν - ούτε την κτηνοτροφία ούτε τους ανθρώπους. 

— Το αντίστοιχο ψέμα της άλλης πλευράς ποιο είναι;
Είναι οι απολογίες του Ιερώνυμου, που εγώ τον λέω Κοπρώνυμο.

— Και μαζί η απολογία όλων των δεξιών κυβερνήσεων;
Δεν έχουν αυτές, τόσο, την ψευδή επιφάνεια των αριστερών.  

— Αν ισχύει αυτό που λέτε, με το οποίο διαφωνώ, θα οφείλεται στη μνησικακία των τελευταίων για την απώλεια της εξουσίας. Αυτό μόνο τους ενδιαφέρει, παρόλο που υπέγραψαν το ’74 ότι δεν θα καταλάβουν ποτέ την εξουσία ενόπλως.  

— Όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα γι’ αυτό μόνο δεν ενδιαφέρονται;
Αυτό όμως αντιβαίνει στις μαρξιστικές αρχές του ΚΚΕ. Σε συνάρτηση, μάλιστα, με τις μεσσιανικές ιδέες του, που προσιδιάζουν στην τριτοκοσμική μας χώρα. 

— Εννοείτε τη στενά ρωσόφιλη πολιτική του; Βεβαίως.
Δέστε, αντιθέτως, τον Μπερλινγκουέρ και παλιότερα τον Σιλόνε, που όλο Σιλικόνε τον λέω.  

— Δώστε στο ΚΚΕ ένα μικρό περιθώριο - όσο και στην Ελλάδα, για να γίνει μια αναπτυγμένη χώρα.
Εγώ του δίνω - αυτό όμως να γίνει πιο ειλικρινές. Τουλάχιστον ο Καστοριάδης γυμνώθηκε στην τηλεόραση -όχι εντελώς όμως- και μας έδειξε το πλαδαρόν του σώματός του. Όσο γι’ αυτά που είπε, σημαίνουν ότι υπάρχει ο άκρατος ατομικισμός - ότι είναι ένας άνθρωπος αναρχικός που απέρρευσε από τον κομμουνισμό. Τι πρόσθεσε ο Κύριος σε όλες τις προηγούμενες αντιλήψεις; Έφερε τη γνώση του κονιορτού των ανθρώπων κι ακόμα πιο πολύ τη γνώση του αέρα τους - γιατί στον αέρα τα μόρια αλληλοαπωθούνται. Γιατί στον αέρα δεν υπάρχει θάνατος. Γι' αυτό, κινώντας τον αέρα ο παπάς πάνω απ' το δισκοπότηρο, μετασχηματίζει το νερό και το ψωμί σε σώμα και αίμα. Γίνεται μια μετάταξις των λογικών σχημάτων, των σχημάτων του λόγου.  

— Και του κάνει σκληρή κριτική.
Σκληρή, αλλά πολύ σωστή.  

— Σκληρή κριτική κάνει και στη θρησκεία.
Τα σβήνει όλα, για να μείνει μόνον αυτός. Γι’ αυτό και όταν γυμνώθηκε για να κάνει μπάνιο είπαμε: «Να ένας πλαδαρός άνθρωπος που κολυμπάει και λέει μπούρδες περί της Ελλάδος».  

— Είπε επίσης ότι του είναι αδύνατον να ζήσει εδώ.
Χάθηκε τελείως μέσα σ’ αυτό που αισθάνεται, αναδεικνύοντας την καλοζωία του σε θεωρία. Όμως, όταν καταλήξει εκεί ο άνθρωπος, τι του απομένει;  

— Η αυτοκρατορία των ενστίκτων.
Ναι, αλλά όλων των ενστίκτων. Τότε θα τον δεχόμουνα.  

— Ποια ένστικτα εννοείτε;
Ας πούμε, το ένστικτο της αυτοκαταστροφής. Πώς ερμηνεύει ο Καστοριάδης την αυτοκτονία στο Ζεν; Αν έμενε στην Ελλάδα και αν η Ελλάδα απαρνιόταν τελείως τα βιβλία του, τότε μόνο θ’ αποκτούσε πνεύμα.  

— Και τα δικά σας βιβλία δέχτηκε η Ελλάδα.
Δεν νομίζω. Ξέρετε πόσο αγωνίστηκα νέος για να μείνω στην Αθήνα, να βρω μια θέση να προκόψω, φανταζόμενος ότι έχω ταλέντο;  

— Φανταζόμενος;
Βέβαια, δεν έχω ταλέντο. Ούτε έξυπνος είμαι.  

— Από γνώσεις όμως...
«Γνώσις αληθής υπάρχει η των θλιβερών υπομονή και το μη αιτιάζεσθαι τους άλλους ανθρώπους διά τας ιδίας ημών συμφοράς».

— Όμως ο λόγος του Τζόυς, με τον οποίο σας αποδίδουν συγγένεια, είναι κατεξοχήν ανυπόμονος.
Γιατί δεν λένε ότι συγγενεύω με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζηνό, που αποσύρθηκε στο Βατοπέδι (του Αγίου Όρους) και έγραψε εκεί την αυτοβιογραφία του, πιο παραληρηματικά από τον Τζόυς; Άλλωστε, ο Τζόυς δεν έσκυψε στη γη σαν εμένα ή τον Μέτερλινγκ, ο οποίος με το βιβλίο του Ο θησαυρός των ταπεινών κατεβηκε την ανθρώπινη κλίμακα.  

— Στη Νοημοσύνη των φυτών ο Μέτερλινγκ αποδίδει τόση σημασία στα φυτά όση κι εσείς, που φωτογραφηθήκατε, μεταμφιέζοντας τα κάτω άκρα σας σε φιδόχορτο. Βέβαια. Αυτό λέγεται L’ intelligence des fleurs, αλλά διαφέρουμε με τον Μέτερλινγκ. Εγώ φωτογραφήθηκα έτσι για να δείξω τον εκπτωτικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Για να δείξω ακόμα ότι ο τάφος είναι παράδεισος. Αυτό μόνο το συλλαμβάνουμε με την έννοια της αντιύλης, που η σημερινή τεχνολογία μας βοηθάει να καταλάβουμε. Όταν έχουμε ένα στερεό σώμα, η συνεκτικότητα της ύλης έχει έναν ορισμένο βαθμό. Όταν φθείρεται η ύλη, σημαίνει ότι μειώνεται η συνεκτικότητά της. Από τον μεγαλιθικό πολιτισμό, μέσω της ξερολιθιάς, φτάνουμε στην εποχή των τούβλων του Μεγάλου Θεοδοσίου. Δηλαδή στον πηλό. Μπαίνουμε στην έννοια του χώματος.  

— Σήμερα, όμως, έχουμε μπει στην έννοια του μπετόν και του γυαλιού.
Όχι.  

— Μια βόλτα στη Νέα Υόρκη θα σας πείσει.
Έστω: τι είναι το μπετόν; Ο κονιορτός. Ήτοι η εκμηδενισμένη συνεκτικότητα της ύλης. Οι πατέρες λένε ότι η θάλασσα θα φάει τον βράχο. Έτσι, το σώμα στο ακρογιάλι πλησιάζει τη ρευστότητα του νερού, όπως ρευστή είναι η γέννηση και ο πολλαπλασιαμός, όπως νερό ζητούν τα παιδιά που κηπεύουν λουλούδια.  

— Άλλοι όμως λένε πως «τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στο ακρογιάλι».
Αυτά τα λέει ο Σεφέρης που δεν έχει μυστικιστικό υπόβαθρο. Επανέρχεται όλο στα ίδια , με τις πάγιες, ευρωπαϊκού τύπου, ιδέες του. Δεν μπορεί να ξέρει αυτός για τα μυστικά της θάλασσας. Κρατάει πάντα το λογικό του. Δεν μπορεί να καταλάβει το μεγαλείο της Γαλλίας, που επιτρέπει στο ζευγάρι να έχει από τέσσερις εραστές ο καθένας - σαν τον άλλον τον ξινισμένο, τον Γκαμπριέλ Μαρσέλ. Δεν μπορούμε να ζητήσουμε συνέπεια από το απομονωμένο άτομο, όπως αυτό ζητούσε. Ο Θεός δεν πάτησε ένα κουμπί να μας κάνει όλους τέλειους, για να μην υπάρχει η απόλυτη ταύτιση μαζί Του - θα γινόμαστε παγωτό μέσα στην αλήθεια Του. Τι πρόσθεσε ο Κύριος σε όλες τις προηγούμενες αντιλήψεις; Έφερε τη γνώση του κονιορτού των ανθρώπων κι ακόμα πιο πολύ τη γνώση του αέρα τους - γιατί στον αέρα τα μόρια αλληλοαπωθούνται. Γιατί στον αέρα δεν υπάρχει θάνατος. Γι’ αυτό, κινώντας τον αέρα ο παπάς πάνω απ’ το δισκοπότηρο, μετασχηματίζει το νερό και το ψωμί σε σώμα και αίμα. Γίνεται μια μετάταξις των λογικών σχημάτων, των σχημάτων του λόγου.
Μια φορά στην Αίγινα, λόγω θαλασσοταραχής, απηγορεύθη ο απόπλους των Flying Dolphins και γυρίσαμε μ’ ένα μεγάλο καράβι, συνωστισμένοι 1.205 άνθρωποι. Μετά, στο τρένο, θέλησα να χαροποιήσω μια κοπέλα στενοχωρημένη που συνόδευα, και της αγόρασα έναν ψεύτικο ανεμόμυλο, ένα φουρφούρι, ξέρεις, που φυσούσαμε πότε έγω και πότε εκείνη... Όταν το φυσούσαμε, το σχήμα του χανότανε. Και σκέφτηκα τότε: «Δόξα τω Θεώ, υπάρχει και το χωριό και το εστιατόριο Καραβόμυλος, και πολλές φορές ο άνθρωπος κι ο μοναχός παραβάλλονται με καράβι». Καράβια που πολύ θαυμάσαμε αλέστηκαν επειδή πάλιωσαν. Όλα τα πράγματα αλέθονται. Βλέπετε πως όλα είναι ένα; Βλέπετε τα βουνά σαν περισπωμένες και τη Μακεδονία σαν το καπέλο της Ελλάδος;  

— Είστε υπέρ του αισθήματος, μα απογυμνώνετε το συναίσθημα.
Με τις αισθήσεις κινούμαστε, ξεχνώντας το συν του συναισθήματος, που είναι ο εαυτός μας. Και ο κ. Καστοριάδης δεν ξεχνάει ποτέ το συν, θέλει να προσθέσει πάντα το τεράστιο ευτραφές σώμα του - τι κώλος είναι εκείνος, για όνομα του Θεού!  

— Διαγράφοντας, δηλαδή, τον κώλο μας, αρνούμαστε τον εγωϊσμό μας;
Είμαστε κονιορτός. Σαν την Ινδιάνα που σκότωσε τελευταία το κοριτσάκι της ή σαν την άλλη που αποθήκευσε το παδί της στο ψυγείο. Και βγήκε η Μποβουάρ να πει ότι δεν υπάρχει το αίσθημα της μητρότητας. Για να πειστούμε από την αντίληψη της Μποβουάρ, θα πρέπει πρώτα να μετρήσουμε τον όγκο από τα βρακόπανά της όλα αυτά τα χρόνια που έζησε.  

— Έλεγε ότι η μητρότητα έγινε ιερή στα μέσα του 18ου αιώνα για να τροφοδοτήσει τους στρατούς των πολέμων.
Και πότε δεν είχε ο άνθρωπος ανάγκη πολυπληθών θυμάτων για να βγάλει τα μάτια του; Αλλά όταν θετικοποιήσουμε αυτή την απώθηση, έχουμε αυτήν τη γνώμη. Ό,τι και να είσαι, κοπριά να είσαι, μπορείς να ενθουσιαστείς.  

— Προηγουμένως σας είδα ενθουσιασμένο με τον Καραμανλή.
Εγώ τον Καραμανλή δεν τον γνώριζα, αλλά παρεκινήθην να τον δω από το γεγονός ότι είναι ο πρώτος Βορειοελλαδίτης πρωθυπουργός από απελευθερώσεως και μετά. Πήγα, λοιπόν, στο χωριό του και, φτάνοντας το βράδυ εκεί, είδα κάτι φωτάκια που ήταν το νεκροταφείο. «Α», είπα μέσα μου, «συνεπώς εδώ υπάρχει κονωνικός πυρήν», σπάνιο πράγμα για τη Βόρειο Ελλάδα.  

— Στο νεκροταφείο της Α’ Σερρών αποδίδετε την επιτυχία του Καραμανλή;
Βεβαίως, όπως δικαίως θεωρώ ότι οι Πελοποννήσιοι καβαλάνε τους Μακεδόνες, εφόσον τα νεκροταφεία της Πελοποννήσου είναι ανώτερα των μακεδονικών.

— Γνωρίσατε τον Καραμανλή προσωπικώς;
Ναι, ναι!  

— Και φαντάζομαι τον εκτιμήσατε.
Βέβαια, και τον έχω ζωγραφίσει, αντλώντας τα στοιχεία μου από το βιβλίο Η Ελλάδα του Καραμανλή, αναλογώντας τα χρώματα στη συχνότητα επανάληψης ορισμένων λέξεων στο βιβλίο αυτό.  

— Μετρήσατε μία προς μία όλες τις λέξεις του βιβλίου;
Φαντάζεστε την υπομονή μου! Επειδή δε ο Καραμανλής διεκρίθη ως υπουργός Δημοσίων Έργων, οι λέξεις με τη μεγαλύτερη συχνότητα είναι κινήσεως σημαντικές: πηδώ, κολυμπώ, τρέχω.  

— Ο Καραμανλής είδε τον πίνακα;
Ναι, και είπε: «Δεν είχε μάτια να με δει αυτός ο άνθρωπος;».  

— Ένας Πελοποννήσιος θα ήταν πιο tactfull;
Όταν αναλάβαμε την ελευθερία μας από τον Μοριά, πήραμε τις ρομαντικές ιδέες της Ευρώπης. Λέω ιδέες όπως λουλούδια. Ποιες ιδέες δεν μαραίνονται; Ποια λουλούδια αντέχουν στον χειμώνα - αν και φέτος είχαμε εξαιρετικές ανομβρίες και συμφορές λόγω της σχέσεως των γεννημάτων (των καρπών) με τον Γεννηματά.  

— Υπάρχουν και τα αειθαλή.
Και τα αειθαλή ξυλεύονται και καταλήγουν στάχτη. Σωστές, λοιπόν, οι ιδέες, αλλά μαράθηκαν. Δεν υπήρχε έδαφος εδώ για την πρόοδο μιας τέτοιας κηπεύσεως, για την ανανέωση αυτών των ιδεών - σαν τις ελιές που λόγω του αγόνου εδάφους απαιτούν υψηλόν μεροκάματον, με αποτέλεσμα να σαπίζουν πάνω στα δέντρα. Δεχτήκαμε τις ρομαντικές ιδέες, γιατί αρνηθήκαμε τον εαυτό μας. 

— Του οποίου το πρόσωπο ακόμα αγνοούμε.
Το πρόσωπό μας είναι η Εκκλησία μας, που μας ενώνει απανταχού της Γης. Την αρνηθήκαμε, όπως αρνηθήκαμε τον Καποδίστρια και τον Κολοκοτρώνη.  

— Και συνεχίζουμε να την αρνούμεθα, σχετικώς απτόητοι, επιμένοντες αμερικανικά.
Και ρωσικά.  

— Έχει αυτό τόση σημασία;
Ναι, γιατί τη ρωσική επιμονή μας τη βαφτίσαμε απελευθέρωση. Άλλωστε, για να ξαναγυρίσω στις ιδέες, πιστεύω ότι η Γαλλική Επανάσταση ήταν σημαντική, αλλά δεν αρκεί που μεταφυτεύτηκε έτσι αυτούσια στο κράτος μας, χωρίς να δικαιωθεί η συνεχής επανάσταση των μορίων της ύλης και η ιδανική ισοπολιτεία που επικαλείται.  

— Και πώς θα δικαιωθεί η συνεχής επανάσταση των μορίων της ύλης;
Διά της εσωτερικής διακοσμήσεως του μπετόν, που λέγαμε πριν. Αλλιώς όλοι θα ταλαιπωρούμαστε με αυτά τα κατασκευάσματα. Δίνοντας αντιπαροχή όμως μια παλιοκαλύβα, χτίζεται μια πολυκατοικία. Έτσι, κατοικώ σε ζεστό σπίτι, αποκαθιστώ την κόρη μου και τρώγω ψωμί. Πώς θα κατηγορήσω το μπετόν; Όλα είναι δεκτά, όταν δικαιολογούνται από την ανάγκη - ακόμα και τη σχετική εκμετάλλευση των αρχιτεκτόνων. Άλλωστε, αυτό είναι το ελληνικό ταλέντο: να χτίζουμε ή να υποσχόμαστε σπίτια.  

— Τώρα τελευταία υποσχόμαστε αυτοκίνητα.
Μα, να μη λέτε μόνο αυτά που λέει ο Παπανδρέου. Ο Μητσοτάκης απέδειξε πως θα φτηνύνουν τ’ αυτοκίνητα.  

— Μα, δεν με νοιάζει αυτό το πράγμα. Το ουσιώδες είναι ότι υπόσχεται αυτοκίνητα και όχι σπίτια.
Μου θυμίζετε έναν αντιπρόσωπο αυτοκινήτων, φίλο μου, που έλεγε ότι το αυτοκίνητο είναι πιο απαραίτητο απ’ το κουστούμι και τη γραβάτα ως μέσον ερωτικής κατακτήσεως.   

— Ή ως μέσον διαφυγής από πόλεις που χτίστηκαν από αντιπαροχή.
Να διαφεύγετε για να πηγαίνετε στη Στρωμνίτσα; Την ξέρετε;  

— Όχι, και επειδή με έχετε ρωτήσει ένα σωρό πράγματα που δεν ξέρω, θα ‘θελα να σας πω ότι η υπέρογκη γνώση σας αποκλείει πολλούς απ’ την κατανόηση των βιβλίων σας.
Ναι, αλλά δεν γίνεται επίτηδες. Αισθάνθηκα ότι για να αναστήσω τον αυτοκτονήσαντα νέον Αντρέα Δημακούδη του πρώτου μου βιβλίου (που είμαι εγώ), έπρεπε να προσευχηθώ σε όλα τα πράγματα για να με δώκουν Ζωή. Έπρεπε, γιατί ο Βαφόπουλος με συνάντησε μια μέρα στο νεκροταφείο και μ’ έβρισε: «Σε βλέπουμε ζωντανότατο. Από τη μια αυτοκτονείς στα βιβλία σου, από την άλλη κόβεις βόλτες». Δεν πιστεύω σε κανενός είδους ιδέα. Οι ιδέες προφέρονται στο εξωτερικό αηδίες (ideas). 

— Η ένυλη αγάπη σας για τα πράγματα δεν φαντάζομαι όμως να τελειώνει εκεί, αλλιώς θα διαφέρατε από τόσους υλιστές...
Είμαι πραγματιστή, όχι υλιστής. Επανέρχομαι στην των πραγμάτων αλήθειαν. Μου αρέσουνε οι αισθηματικοί άνθρωποι που ξεχνάνε τον εαυτό τους εν ονόματι της αγάπης που παρέχουν Και τα πράγματα πρέπει να τ’ αρνηθείς για να τα αποκτήσεις. Ας μιλήσουμε και λίγο σόκιν: πράμα λέμε το αιδοίον. Άμα το ‘χεις, είναι σαν να μιλάς για έναν αγρό και τις περιπέτειες της καλλιέργειάς του. Όταν δεν το ‘χεις, η λαχτάρα σού δίνει μιαν άλλη αντίληψη, πιο μόνιμη. Γι’ αυτό ήταν παρθένος η Παναγία, για να δεχτεί τα λόγια και να μη γίνει μια νοικοκυρά της σειράς. Πώς θα μπορούσε η Αριάδνη να βοηθήσει τον Θησέα, αν δεν ήταν παρθένος; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει, βρίσκοντας τη διέξοδο μέσα απ’ τον λαβύρινθο των διαδρόμων;  

— Αν σας άκουγε η Μποβουάρ τώρα...
Κι όμως, η παρθενία είναι κάτι βασικό, γιατί αξιοποιεί το πράμα της γυναικός, αξιοποιεί το σώμα μέσα απ’ τη λαχτάρα για το σώμα.  
— Γράφετε κάπου ότι μέσα απ’ το σώμα αξίζει να υμνούμε τον Θεό. Η παρθένα θα τον υμνεί μέσα απ’ τη νοσταλγία του σώματός της;
Πάρε παράδειγμα τη Θεοτόκο: υμνεί τον Θεό μέσα απ’ τη θνητότητα του σώματός της που παραδέχεται από τα πριν. Καταλάβατε;   
— Ομολογώ πως όχι. Το σώμα το αντιλαμβάνομαι όχι μέσα από το θνητό του μέλλον, αλλά μέσα από το αισθησιακό παρόν του - με καλεί σε άλλες χαρές.
Μα, βέβαια, καλό μου παιδάκι, δίκιο έχεις.Κάθε άνθρωπος είναι φυσικό να θέλγεται από αυτές. Αλλά ο πνευματικός αγώνας είναι να καταλαβαίνουμε αυτά τα θέλγητρα μέσα από τη βεβαιότητα του τάφου που τα περιμένει. «Ο θάνατος εννοούμενος παρ’ ανθρώποις αθανασία εστί». Έτσι παίρνει νόημα η ζωή, γιατί «εν σώμα εσμέν». 

— Ζωντανοί και νεκροί.
Ναι. Σε αντίθεση με τον καθολικισμό, που απεικονίζει τον θάνατον σαν έναν σκελετό, στην ορθοδοξία ο θάνατος είναι μια κοπέλα όνειρο, μ’ ένα φουστάνι μούρλια, μ’ ένα φτερό παγωνιού στο κεφάλι, να σέρνει χορό με μαντιλάκι μπροστά και πίσω ν’ ακολουθούν νέοι, γέροι, γυναίκες, μωρά. Καλαματιανό. Έτσι, όταν εγώ δεν θα αισθάνομαι τίποτα, θα αισθάνεσαι εσύ. «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν» Αν όμως έχεις μαζί του σχέση σωματική, αυτό είναι αδύνατο.  

— Εγώ, πάντως, αγαπώ τον πλησίον μου μαζί με το κορμί του.
Διότι δεν ξεχνάς τον εαυτό σου, διότι δεν σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Αλίμονο στον μοναχό που δεν ποδοπατηθεί κι εξευτελιστεί.

— Μα, δεν είμαι μοναχός. Αυτά είναι φαντασίες της ηλικίας σου. Η πληθώρα των εντυπώσεων και των αισθημάτων σε πλανεύει. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τον εαυτό σου.  

— Πρέπει να προσπαθήσω πολύ για να πιστέψω πως κάποτε θα πεθάνω.
Δεν μπορείς να παραιτηθείς τώρα - θα ‘ρθει με τον καιρό.  

— Εσείς κερδίσατε αυτή την παραίτηση;
Ναι, αντιγράφοντας τον Συναξαριστή. Βέβαια, αγωνιζόμενοι πολλοί παρουσιάζουν πνευματικές αλλοιώσεις που δεν πρέπει να μας τρομάζουν, αλλά να μας γεμίζουν χαρά... Ο πατήρ Παΐσιος στο Άγιον Όρος - να δες αυτήν τη φωτογραφία του.  
— Τον ξέρω.
Μη μου πεις - έχεις πάει στο κελλί του;  

— Πολλές φορές. Έφυγα από το Άγιον Όρος έχοντας βρει την πεμπτουσία αυτών που λέτε στα βιβλία σας, αλλά και βαθιά διαψευσμένος.
Γιατί, χρυσό μου παιδί; Σου ρίχτηκε κανένας καλόγερος;  

— Και αυτό.

Κι εγώ είδα πολλούς να έχουν σπιτωμένους νέους δόκιμους. Μα, δεν αξίζει να εξομολογείσαι σε ανθρώπους που δεν έχουν αδυναμίες. Οι καλόγεροι έχουν αδυναμίες σαν κι έμας, αλλά τρέφουν διαφορετικά αισθήματα γι’ αυτές απ’ ό,τι εμείς. Η ηθική που βάζεις είναι έξω από τον αγιορείτικο κόσμο.  

— Ο αγιορείτικος κόσμος δεν μου τη συντρίβει όμως με το να με φλερτάρει. Σκέφτομαι -ίσως λίγο κακόπιστα- πως για μερικούς το Άγιον Όρος είναι προκάλυμμα της σεξουαλικής βολής τους. Άλλοι σώζονται εκπίπτοντας κι άλλοι στεκόμενοι στο ύψος τους, σαν τον αρχιμανδρίτη Βασίλειο της Μονής Σταυρονικήτα.  

— Το Εισοδικόν του είναι το ωραιότερο νέο κείμενο του Αγίου Όρους.
Είναι πράγματι θαυμάσιο.  

— Αλλά το ζητούμενο για μένα είναι άλλο: πώς και γιατί να επιζητώ την αγιότητα, μεγαλώνοντας σε μια πόλη όπου ο Θεός έχει πεθάνει. Εμένα με χαρακτηρίζουν πόρνο χριστιανό. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να συμπεριφερθεί όπως θέλει, φτάνει να ‘ρθει μια στιγμή που να καταλάβει τι σημαίνει η διαγωγή του.  

— Τι σημαίνει;
Αυτοκαταστροφή, πάντοτε.  

— Πλησιάζει πολύ αυτό τους διά Χριστόν σαλούς;
Ο Κουτρουμπής κάποτε με χαρακτήρισε έτσι στο σπίτι του Γιανναρά.  

— Τον δέχεστε τον χαρακτηρισμό;
Ουου, μετά χαράς, οποιονδήποτε χαρακτηρισμό. Μα εγώ δεν μιλάω για τον εαυτό μου.  

— Προς το παρόν, ας είμαι ειλικρινής εγώ για κάτι που ήθελα να σας πω από την αρχή: Τόση ώρα αγωνίζομαι να σας
παρακολουθήσω. Δεν μπορώ ν’ ακολουθήσω τη γρήγορη ροή της σκέψης σας και των γραφτών σας. Δεν προφταίνω να τα νιώσω. Ε, δεν πειράζει.  

— Ούτε μπορώ να τα υπερασπιστώ.
Τότε γιατί ήρθατε;  

— Γιατί υποψιάζομαι ότι από πίσω κρύβεται κάτι εξαιρετικά σπουδαίο.
Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχω στο έργο μου ηρωικές μορφές για να ταυτιστείτε.  

— Αντιπαθώ τις ηρωικές μορφές. Αισθάνομαι τόσο διασπασμένος και αντιφατικός, όσο και ο Αντρέας Δημακούδης ή η κυρία Έρση. Αλλά είμαστε όλοι φτιαγμένοι από χίλια κομματάκια, όταν τα δικά σας πρόσωπα φτιάχνονται από δέκα χιλιάδες. Έτσι μας φαίνονται ξένα, άπιαστα, παράξενα.
Α, μπράβο. Η κυρία Έρση είναι η γυναίκα μου αλλά κι η απόσταση που μας χώριζε όταν έγραφα το βιβλίο, αλλά και χίλια δυο πράγματα που μας χώριζαν στην ένωσή μας. Στις τελευταίες σελίδες της Κυρίας Έρσης δίνω ξανά μια μικρή εικόνα της αλήθειας των πραγμάτων.  

— Επιστρέφετε, στις σελίδες αυτές, στην πραγματικότητα αυτού του κόσμου, από το μακρύ ταξίδι της κυρίας Έρσης στην πραγματικότητα του ονείρου.
Βέβαια αυτό είναι το κατόρθωμα. Και από τότε βλέπω όνειρα ξύπνιος. Δηλαδή, αυτό που αξιώθηκε ο Προυστ όταν ξαναβρήκε τον χαμένο καιρό, όταν ξαναβρήκε αυτό τον κόσμο, που είναι η παραίσθηση...  

— ... ή σχιζοφρένεια...
Έστω. Αλλά που υπάρχει ως πυρήν μέσα σε κάθε άνθρωπο (όπως όλοι έχουμε μέσα μας τουλάχιστον ένα κύτταρο καρκινογόνο) και που είναι ταυτόσημος με τον θάνατο μέσα στη ζωή μας, μέσα στο κορμί μας. Εγώ αυτό το ζω καθημερινά.  

— Κι εγώ που αγάπησα τις μονοδιάστατες πραγματικότητες;
Έχω να σου πω το εξής: έτσι κινήθηκε και ο Προυστ κι έφτασε στην πραγματικότητα του ονείρου, αναζητώντας όλη τη χαμένη ζωή του.  

— Για να βρω τη χαμένη ζωή πρέπει πρώτα να ζήσω - μου δημιουργείται ένα αίσθημα αδικίας κάθε φορά που βλέπω ανήλικους δόκιμους στο Άγιον Όρος.
Άκουσε: ο καθένας βρίσκει τον τρόπο του. Μα δεν με βλέπεις εμένα που έχω τόσο κέφι;  

— Σας βλέπω, αλλά το προετοιμάζετε μια ζωή.
Μου φτιάχνει το κέφι όταν σου μιλώ διαρκώς για τον θάνατο.  

— Εγώ που όλο για ζωή μιλάω, μόνο σκυθρωπός μπορώ να ‘μαι, λέτε;
Βέβαια. Γι’ αυτό, ή θα πάρεις ναρκωτικά ή θα αφιονιστείς με τη θρησκεία - κάποια θρησκεία. Χωρίς το όπιο και τη μορφίνη η θεραπευτική θα ήταν κουτσο-κουλόστραβη.  

— Και ποια είναι η διαφορά του αναχωρητή απ’ τον ναρκομανή;
Ο ναρκομανής ακολουθεί έντεχνο αδυνάτισμα της θέλησης - έξω απ’ τον λόγο.  

— Κι η πίστη όμως μια τέχνη είναι.
Δεν παθαίνεις εξάρτηση με την πίστη.

Είστε ναρκομανής;   
— Όχι.

Ωραία. Σκέψου, όμως, λιγάκι και την αγάπη. Όταν αγαπήσεις έναν άνθρωπο πολύ και βλέπεις ότι ζητάει άλλα πράγματα από εκείνα που εσύ μπορείς να προσφέρεις, τότε μελαγχολείς και τότε αυτό σε οδηγεί στην αυτοκτονία. Δεν υπάρχει λύση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ησυχάσει στον κόσμο, αν δεν διαλυθεί σε δύο όμοια. Δεν είμαστε παρά σφουγγάρια, που όταν βγούμε απ’ τη θάλασσα που μας περιέχει, χάνουμε τη ζωή και την αιωνιότητα.  

— Πάντως, αυτά τα παιδιά, χωρίς κανένα ηθικό, θρησκευτικό ή κοινωνικό στήριγμα, αναχωρούν μέσα σε μια σύριγγα. Είναι τόσο έωλα.
Ωραία λέξη το έωλα, αλλά σημαίνει και μπαγιάτικα. Τα σέβομαι όλα αυτά, αλλά είδα κάποιον στην τηλεόραση που τα σταμάτησε για τον Χριστό.  

— Τι εξαίρεση! Όσοι αναχωρούν στον Χριστό, αναχωρούν λιγάκι εκ του ασφαλούς: θέλουν να σώσουν την ψυχή τους, όπως άλλοι το τομάρι τους. Φτάνουν στα όρια της αυτοκαταστροφής.
Άνθρωποι είναι κι οι μοναχοί - το απάγκιο τους θα κοιτάξουν. Συμφωνώ μαζί σου, γιατί βλέπω που διατηρούν ένα είδος κοινωνικού βίου: τα πανηγύρια, τα ψαλτικά.  

— Σαν κοσμικότητα.
Μα ναι, μη σοκάρεσαι. Εσύ νομίζεις ότι η ζωή εκτυλίσσεται σε ένα επίπεδο, εκεί είναι η διαφορά μας. Ο ήλιος κι ο χρόνος γρήγορα γίνονται παρελθόν. Ένα μικρό παιδί κρατούσε χτες εδώ μέσα μια πέτρα, αισθανόμενο σ’ αυτήν το σύμπαν. Να καθαρίσεις τις αισθήσεις σου.  

— Μέσα απ’ τις πέντε αισθήσεις ν’ ανακαλύψουμε την έκτη;
Όχι, ν’ ανακαλύψουμε την ανατροπή των αισθήσεων. Φτάνεις έτσι στην ενότητα του κόσμου. Όταν ο επιληπτικός απεικονίζεται σε έκσταση, βάζει τις παλάμες του στ’ αυτιά για να δείξει ότι ακούει την αφή. Ο γέρος λέγεται παλίμπαις: γίνεται ξανά ένα παιδί, όμως χωρίς υπερηφάνεια. Ξεχνάει, αν κι έχει μια τεράστια μνήμη. Ένα πρωί που διάβαζα κείμενα ενός ανώνυμου μοναχού είχα, ξύπνιος, την αίσθηση ότι η πεθαμένη μου μητέρα μού έκανε εντριβή, αλλά από μέσα, κάνοντας μασάζ στα σπλάχνα μου.  

— Με τον έρωτα, λοιπόν, διαλύεται για πρώτη φορά η ατομικότητα;
Ναι. Δεν είναι όμως δυνατόν στην εποχή μας ο μεγάλος έρωτας να γίνει μ’ ένα ον αντίθετου φύλου. Γιατί ο άντρας κι η γυναίκα πιλατεύονται.  

— Δεν σας καταλαβαίνω.
Το εγώ τους δεν μπορεί να ταπεινωθεί.  

— Μα, αν αφήσουμε τους λογιοτατισμούς, δεν θα θυμηθούμε ότι ο έρωτας είναι το πιο αυθόρμητο και φυσικό πράγμα;
Ναι, ο Αντρέας Δημακούδης αυτό εκφράζει. Γι’ αυτό ξεσαλώθηκε με τη δεσποινίδα που αγάπησε.  

— Γι’ αυτό, λοιπόν, και συναρτούν τόσο συχνά τον έρωτα με τον θάνατο;
Βέβαια. Ακόμα κι απ’ τον Όμηρο, όπου υπάρχει υποψία της τριαδικής ενότητος. Θυμηθείτε τη Ναυσικά στην ακρογιαλιά, όταν βρήκε τον Οδυσσέα. Οι άλλες κοπέλες τρομάζουν κι απομακρύνονται, όταν τον βλέπουν γυμνό μ’ ένα κλαδί στη φύση του. Η παρθένος, όμως, Ναυσικά τον συλλαμβάνει έτσι ολόκληρον, χωρίς να σκεφθεί την ντροπή ή τον ενδεχόμενο γάμο. Τον βλέπει γυμνό και δεν φεύγει. Ποια αξιοπρεπής παρθένος βασιλοπούλα θα δέχονταν να δει έναν θαλασσοδαρμένο, ελεεινό και τρισάθλιο; Αυτό σημαίνει ότι η φυσική κατάστασις προς τον άνθρωπο που σχηματίζει η αγάπη είναι κάτι άλλο: είναι βάκχεμα του νου από τη θεά Αθηνά.  

—  Πάντως, παρόλο που ο Όμηρος υπαινίσσεται την τριαδική ενότητα, ο Ρωμανός ο Μελωδός του τα λέει ένα χεράκι: «Τι φυσώσιν και βομβέουσιν οι Έλληνες; / Τι μη νοούσιν Όμηρον, όνειρον αργόν;».
Το όνειρο είναι «λουτρό του κόπου, βάλσαμο της κάθε μας ημέρας». Άλλωστε, όταν δεν τρως κεράσια το πρωί, τα ονειρεύεσαι το βράδυ.  

— Δηλαδή, όλα συνθέτονται και δικαιώνονται - ακόμα και τα πιο αντίθετα;
Ε, ναι.  

— Κι όταν μεγαλώνεις με αρνήσεις;
Όταν μαθαίνεις από μικρός το καλό και το κακό; Να μη χαρίζεσαι στην οικογένεια ή σε ό,τι αγαπάς στενά. Να διαλέγεις τη μοναξιά που θα σε μάθει να αγαπάς τον καθένα. Να στηριχθείς στη μοναξιά, όπως η πόρνη ακουμπάει στον νταβατζή της για να εξασφαλισθεί, επειδή δίδεται στους πάντες. Τα όρια τότε θολώνουν και δεν υπάρχει το καλό και το κακό - μόνο η κίνηση.  

— Η ίδια κίνηση που οδηγεί στη χαμένη ενότητα του κόσμου;
Ναι, παιδάκι μου, η ίδια κίνηση. Που δεν είναι άλλη από την αγάπη.  


Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Ουρανούπολις", 1962) είναι έργο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.
Πηγή κειμένου: http://www.lifo.gr/team/politismos/28426  Θεσσαλονίκη, 1985, antifono.gr/

 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.