Αναθεωρητισμός και διεκδικήσεις απ’ τη μια πλευρά, στρουθοκαμηλισμός και υποχωρητικότητα από την άλλη
Του Γιώργου Παπαγιαννόπουλου από την Ρήξη φ. 128
Ο νεο-σουλτάνος (και κουμπάρος) Ταγίπ Ερντογάν αμφισβητεί ευθέως τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1922, η οποία καθόρισε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας, θέτοντας επί τάπητος όλες τις διεκδικήσεις της Άγκυρας. Η Τουρκία κάνει σε όλα τα μέτωπα συγκεκριμένα και καλά σχεδιασμένα βήματα, τα οποία συμβαδίζουν με τις παραπάνω φραστικές διεκδικήσεις.
Οι τουρκικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στη Συρία και το Ιράκ, κατοχυρώνοντας ζώνες επιρροής τις οποίες είναι απίθανο να εγκαταλείψουν εκουσίως, όπως μαρτυρά με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο  η εμπειρία της Κύπρου. Ποια άλλη χώρα θα διατηρούσε ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ σε τρεις ξένες χώρες ταυτοχρόνως –Κύπρος, Συρία, Ιράκ– χωρίς να έχει ξεσηκωθεί εναντίον της η «διεθνής κοινότητα»; Παράλληλα, πλήττει ανηλεώς τους Κούρδους του YPG και του PKK.


Λόγω της ανάφλεξης της ευρύτερης περιοχής, ο Ερντογάν  γνωρίζει πως σε λίγα χρόνια πολλά θα έχουν αλλάξει. Γι’ αυτό, σπεύδει να πάρει θέση από τώρα στο τραπέζι της «νέας Λωζάνης», φιλοδοξώντας να έχει στο χέρι  όσο το δυνατόν πιο καλά και ισχυρά χαρτιά. Κι αυτό είναι κάτι που αφορά και την Ελλάδα την οποία, αργά ή γρήγορα, θα αγγίξει. Σύννεφα, για πολλοστή φορά, και στο Κυπριακό. Καθώς οι διεθνείς πιέσεις γύρω από το Κυπριακό εντείνονται και οι εξελίξεις μοιάζουν να επιταχύνονται. Στο διάστημα 7-11 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθούν διαπραγματεύσεις σε επίπεδο κορυφής για το «εδαφικό», σε θέρετρο της Ελβετίας, κατά το προηγούμενο της συνάντησης για την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν. Η γενικότερη στάση της Άγκυρας στην περιοχή δημιουργεί εύλογο προβληματισμό για τη στάση που θα τηρήσει τελικώς, αλλά και για τις απαιτήσεις που θα προβάλει. Άλλωστε, την ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στην ευρύτερη περιοχή, με την ευθεία αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δεχθεί μία λύση στο Κυπριακό η οποία να μην κατοχυρώνει τα κεκτημένα που συνεπάγονται για την Τουρκία τόσο το καθεστώς των Εγγυητριών Δυνάμεων όσο και, κυρίως, η εισβολή του 1974 και η κατοχή του 37% του νησιού. Έτσι, δεν αποκλείεται η όποια προσπάθεια –παρότι γίνεται σε λάθος βάση, αυτή της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, αν όχι της Συνομοσπονδίας– να τιναχτεί στον αέρα, οποιαδήποτε στιγμή.
«Ο κ. Αναστασιάδης, επιχειρεί την ωραιοποίηση μιας πολύ δραματικής κατάστασης, ενώ γνωρίζει ότι η κατοχική δύναμη Τουρκία δεν έχει αλλάξει τις θέσεις της σε κανένα σοβαρό ζήτημα, από το οποίο θα εξαρτηθεί η λύση και η επανένωση της Κύπρου. Να θυμίσουμε ότι ο ισλαμιστής πρόεδρος της Τουρκίας απαιτεί να συνεχιστεί το αναχρονιστικό καθεστώς των τουρκικών εγγυήσεων, ζητά να διατηρήσει τα επεμβατικά δικαιώματα (αν είναι δυνατόν), να παραμείνει κατοχικός στρατός, να επιβληθεί η εκ περιτροπής προεδρία άσχετα από το αποτέλεσμα των εκλογών και τα πάντα να μοιραστούν ισομερώς, που σημαίνει ότι καταργούνται οι δημοκρατικές διαδικασίες» (Μιχάλης Ιγνατίου).
Μπροστά σε όλες αυτές τις προκλήσεις, η Αθήνα προτιμά τη σιωπή. Ίσως και τη «μυστική διπλωματία»;
Αγνοεί οποιονδήποτε εκφράζει διαφορετικές προσεγγίσεις. Να επισημάνουμε εδώ τη θετική στροφή του ΚΚΕ, του μόνου μέχρι στιγμής από τα συστημικά ελλαδικά κόμματα που έλαβε πρόσφατα θέση ΚΑΤΑ της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και υπέρ του ενιαίου κράτους για την Κύπρο. Απόφαση που αποτελεί στροφή για το ίδιο το κόμμα και η οποία προκάλεσε την μήνιν του «αδελφού» ΑΚΕΛ στη Μεγαλόνησο: Του κυπριακού κόμματος-πρωτεργάτη όλων των συμβιβαστικών και υποχωρητικών λύσεων που έχουν εμφανιστεί ως σήμερα για την «επίλυση του Κυπριακού ζητήματος».
Η Αθήνα επιμένει στη βολική θέση ότι «η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαραστέκεται», διατυπωμένη κάθε φορά ανάλογα, ακολουθώντας στην ουσία τη λογική του «η Κύπρος είναι μακρυά». Λογική που ακολουθεί τις τελευταίες δεκαετίες το «Εθνικό Κέντρο», αποσείοντας τις ΕΥΘΥΝΕΣ του έναντι του Κυπριακού Ελληνισμού.
Με την λέξη «Συμπαράσταση» εννοεί: βγάλτε τα πέρα μόνοι σας. Με την πρόταση περί κατάργησης των Εγγυητριών Δυνάμεων -νομίζει ότι – αποφεύγει την όποια μελλοντική εμπλοκή της. Κάθε άλλη προσέγγιση βαφτίζεται «μη ρεαλιστική».
Με την πάροδο του χρόνου, σχηματίζεται έτσι ένα ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ λεξιλόγιο και εννοιολόγιο, μια τρόπον τινά ΠΑΡΑΝΟΜΗ λεκτική παρακαταθήκη, έξω από την εκάστοτε εξουσία,  όπου στριμώχνονται οι λέξεις: Έθνος, Λαϊκή Κυριαρχία, Πατρίδα, Δικαιοσύνη, Απελευθέρωση.