Natacha Polony

«Το κυρίαρχο πάθος είναι να ζεις για τη στιγμή – να ζεις για τον εαυτό σου, όχι για τους προγόνους ή τους απογόνους σου. Χάνουμε γοργά την αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια διαδοχή γενεών που ξεκίνησαν από το παρελθόν και προεκτείνονται στο μέλλον»1. Ήδη από το 1979, ο Christopher Lash είχε διαγνώσει την αρρώστια των σύγχρονων κοινωνιών μέσα από τη μορφή του ναρκισσιστικού ατόμου, που είναι ανίκανο να τοποθετήσει τον εαυτό του στον κατακόρυφο άξονα ενός γενεαλογικού δέντρου, ανίκανο να δει πιο πέρα από τη δική του ζωή. Του ατόμου-μονάδα, που ταξιδεύει μόνο του στον ακύμαντο ωκεανό της καταναλωτικής κοινωνίας. Αυτό το άτομο, που το παρουσιάζουμε σαν πρότυπο στους νέους, ξέρει μόνο τον οριζόντιο άξονα του δικτύου. Αξίες του είναι το «σήμερα» και η ισότητα. Όχι οι κάθετες γραμμές, η διαδοχή, η κληρονομιά. Το αίσθημα της κληρονομιάς τού είναι άγνωστο. Ιστορικό παράδοξο, αν σκεφτούμε ότι μέχρι τώρα ο άνθρωπος ζούσε πάντα συνεχίζοντας και ξαναδιαβάζοντας το παρελθόν του. Το κείμενο του Georges Duby με τίτλο ακριβώς «Κληρονομιά» [L’ Héritage], το οποίο κλείνει το βιβλίο του Fernand Braudel για τη Μεσόγειο, αποτελεί ύμνο στην «ανθρώπινη τελείωση», στην «υπερηφάνεια και την ευτυχία να είσαι άνθρωπος» που γεννιούνται από τον «ασυγκράτητο τροπισμό», την ασυνείδητη έλξη που νιώθει κάθε άνθρωπος για το πολιτιστικό λίκνο στο οποίο γεννήθηκε. Είναι ένας ύμνος στη μετάδοση της κουλτούρας ως «μαγιάς δημιουργίας». Δεν νοείται μέλλον χωρίς παρελθόν. Ούτε εκσυγχρονισμός χωρίς δεύτερη ανάγνωση, επανερμηνεία όσων προηγήθηκαν και ένταξή τους στις νέες παραστάσεις και αξίες. 
 
Η έννοια της κληρονομιάς είναι αναμφίβολα από τις πιο προβληματικές, αλλά και από τις λέξεις που αποφεύγονται περισσότερο σήμερα. Αφού φτάνουμε να αντι­καθιστούμε αυτή τη μιαρή λέξη με την πιο συμβατική, καθότι πιο αόριστη, «κοινή κουλτούρα». Λέμε δηλαδή ότι πρέπει να δώσουμε στους νέους μια «κοινή κουλτούρα» για τον ωραίο και απλό λόγο ότι θεωρείται απαράδεκτο να θέλουμε να τους χαρίσουμε μια κληρονομιά. Είναι γιατί η λέξη αυτή μυρίζει κοινωνική αναπαραγωγή και ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων. Για σκεφτείτε το, η αρχική έννοια της λέξης είναι «τα αγαθά που κληροδοτεί ο πατέρας», που συμβολίζει μια απεχθή πατριαρχική παράδοση. Για να απαλλαγούμε από την καταπίεση πρέπει, για άλλη μια φορά, να καταργήσουμε και το ελάχιστο ίχνος που τη θυμίζει, και άρα να κάψουμε τα χλωρά μαζί με τα ξερά. Έτσι ώστε ο προβληματισμός για την πολιτιστική κληρονομιά να είναι αντιστρόφως ανάλογος του αριθμού των επισκεπτών τις «μέρες των μνημείων», που φαίνεται πως αρέσουν πολύ στους Γάλλους, αν και τα πλήθη που συρρέουν δεν καταλαβαίνουν πια το νόημα των εκκλησιών και των πύργων που βλέπουν. Η υλική κληρονομιά, που αποτελείται από μνημεία, έργα της τέχνης ή άλλα, μπορεί τουλάχιστον να υπολογιστεί, ή και να προστατευτεί, αλλά η ιδέα μιας ανεπίσημης, άυλης κληρονομιάς, που περιλαμβάνει δημιουργίες, τρόπους ζωής και άλλες συμβολικές δομές που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια των αιώνων σε τούτο το μέρος του κόσμου (το οποίο αυτοπροσδιορίζεται μέσω των θεσμών της Γαλλικής Δημοκρατίας), φαίνεται άτοπη, αν όχι ιδεολογικά ύποπτη. Ναι, βεβαίως, τί­ποτα δεν είναι σαφές εν προκειμένω. Ποια είναι η έκταση αυτής της κληρονομιάς; Τι πρέπει να περιλαμβάνει; Μήπως στον πολιτισμό μας δεν συνυπάρχουν τόσο γενικά όσο και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά; Πρέπει να μεταβιβάσουμε το σύνολο αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών; Ποια από αυτά μπορούν να θεωρηθούν ασήμαντα, και ποια, αντιθέτως, άξια να διατηρηθούν; Και ποιος θα το κρίνει; Άπειρες ερωτήσεις. Δεν είναι ανάγκη, ωστόσο, να έχουμε όλες τις απαντήσεις για να δεχτούμε ότι, χωρίς κληρονομιά, δεν υπάρχει πολιτισμός, και χωρίς ιστορική συνέχεια δεν υπάρχει ανθρωπότητα. Αυτή άλλωστε την έννοια είχε ο παλιότερος όρος «κλασικές ανθρωπιστικές σπουδές». Το να κάνει κάποιος «ανθρωπιστικές σπουδές» σήμαινε τότε ότι λάβαινε μια μόρφωση που άνοιγε προς το παγκόσμιο, μελετώντας τις σκέψεις και τις αξίες που υπερέβαιναν τόπους και εποχές. Με δυο λόγια, ότι γινόταν Άνθρωπος. Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι στο πέρασμα των αιώνων δημιουργήθηκε ένα κεφάλαιο από γνώσεις, ιδέες, στάσεις απέναντι στον κόσμο, μια κοινή τράπεζα του ανθρώπινου πνεύματος στην οποία κάποια έργα είναι η παρακαταθήκη. Κάθε μεγάλος συγγραφέας από αυτούς που ονομάζουμε «κλασικούς» διότι επιζούν ακόμη, διότι άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου, ο Όμηρος. ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Βιργίλιος, ο Τάκιτος, ο Πλούταρχος, ο Μονταίν, ο Σατωμπριάν, ο Ουγκό, ο Προυστ ή ο Gracq, είναι φορέας της σοφίας που προσδίδει η εσωτερική γνώση της ανθρώπινης ψυχής. Προσφέρουν στους αναγνώστες τους δυνατότητα ζωής λόγω της αιώνιας επικαιρότητάς τους. Τα θέματα που θίγουν, το δίκαιο και το άδικο, η συνέπεια στην τήρηση συμφωνιών και συμβάσεων, ο ηρωισμός, ο άνθρωπος και η οικογένεια, ο άνθρωπος και η πολιτεία, ο πόλεμος και η ειρήνη, η συνέχιση του πολιτισμού, η αξιοπρέπεια, η τιμή, όλα αυτά τα θέματα όχι μόνο είναι επίκαιρα, αλλά και μας απομακρύνουν από τις πικρόχολες διαμάχες του καιρού μας. 
 
Ο ορισμός της κληρονομιάς είναι πάντα αυθαίρετη ενέργεια. Οπότε και το αποτέλεσμα είναι πάντα υπό αμφισβήτηση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται να το επιχειρήσουμε. Να πού είναι το λάθος. Στο όνομα ενός ευγενούς σκοπού, του σεβασμού στη διαφορετικότητα –διαφορετική προέλευση, διαφορετική κοινωνική καταγωγή ή απλώς ιδιοπροσωπία, μοναδικότητα του καθενός–, απογυμνώνουμε μια ολόκληρη γενιά και διευρύνουμε ένα κενό που θα είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί. Μιας και η λογοτεχνική και καλλιτεχνική κληρονομιά είναι προνόμιο, και συχνά διακριτικό σημάδι, των κυρίαρχων τάξεων, ας σταματήσουμε να τη μεταβιβάζουμε. Κάτι που, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί τον πιο σίγουρο τρόπο για να αφήσουμε τις κυρίαρχες τάξεις να τη μονοπωλήσουν. Με το πρόσχημα ότι ο Κορνέιγ και ο Ρακίνας έγραψαν για ευγενείς, ας τους στερήσουμε από τον λαό, ξεχνώντας ότι πάνω απ’ όλα έγραψαν για ανθρώπους. Ξεχνώντας ότι και οι πιο ταπεινοί χειρώνακτες και οι πιο φτωχοί εργάτες μπορούν να καταλάβουν το δράμα του Κουριάτιου που αναγκάζεται για την τιμή του να μονομαχήσει με τον φίλο του, όπως επίσης και το σπαραγμό της Φαίδρας που λιώνει από έρωτα και σκοτώνεται από την ομολογία του. Το «να πεθάνει!» του γέρου Οράτιου2 δεν μνημονεύεται μήπως και στο αριστούργημα της λαϊκής λογοτεχνίας, τον Κόμη Μοντεχρήστο; Αλλά είναι αλήθεια ότι και η ίδια η έκφραση «λαϊκή λογοτεχνία» δεν λέγεται πια: έχουμε αποφανθεί ότι ο λαός δεν αγαπά το διάβασμα. Όλα αυτά φαίνονται αυτονόητα, αλλά δεν εμποδίζουν καθώς φαίνεται τους περιφρονητές των «κληρονόμων» από το να παλεύουν επιστρατεύοντας κάθε δυνατό μέσο ώστε να εξαφανίσουν ολόκληρη την κληρονομιά. 
 
Επικρατεί μάλλον σύγχυση ως προς τους ρόλους του καθένα από μας. Ναι, κάθε άτομο αποτελεί διασταύρωση διαφορετικών πολιτιστικών κληρονομιών, διαφορετικών ταυτοτήτων. Η οικογένειά του, ίσως και η πόλη ή η περιοχή του, καμιά φορά και η χώρα προέλευσής του, τον προικίζουν με κάποιες συμβολικές παραστάσεις, μ’ έναν τρόπο ζωής, που προστίθενται σε αυτά που του δίνει το σχολείο, δηλαδή το έθνος. Αυτές οι παραστάσεις μπορεί να διαφέρουν, ή κάποιες φορές να είναι και αντίθετες. Μικρή η ζημιά: από αυτή την αντίθεση γεννιέται η ελευθερία του ατόμου να αποφανθεί για τις δικές του προτιμήσεις. Απέναντι σε διαφορετικές κουλτούρες, σε αμέτρητες ιδιαιτερότητες που συνιστούν τη μνήμη του καθενός, το κράτος οφείλει, μέσω του σχολείου, να ορίσει την κοινή κληρονομιά που πρέπει να προτείνει σε όλους τους πολίτες. Ώστε ο καθένας να γίνει ένα χωνευτήρι διαφόρων γενεαλογιών, έχοντας, παρ’ όλα αυτά, κοινές αναφορές, που είναι οι αναφορές της εθνικής κοινότητας και καθιστούν δυνατό το θαύμα του κοινού βίου, της συγκρότησης της κοινωνίας. Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν, όπως άλλωστε δεν υπάρχει και παρόν χωρίς παρελθόν. Στην κάθετη γενεαλογική διάλυση αντιστοιχεί μια διάλυση του κοινωνικού ιστού, μια διάσπαση της κοινωνίας σε άπειρες πολιτιστικές οντότητες, που έχασαν το ενωτικό στοιχείο της κοινής κληρονομιάς. Η συγγραφέας τούτων των γραμμών θυμάται ένα άρθρο στην εφημερίδα Le Figaro, πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, που μέσα στην απλότητά του περιέγραφε τέλεια το ρόλο του σχολείου και της λογοτεχνικής κληρονομιάς, που τότε προσφερόταν σε όλους. Η δημοσιογράφος έλεγε ότι στις διακοπές της σ’ ένα μικρό απομονωμένο χωριό της Βρετάνης είχε δει τυχαία στην ουρά ενός βιβλιοκαπνοπωλείου έναν πατέρα που έδινε ένα μικρό κείμενο στον δεκάχρονο γιο του. «Να το έχεις μάθει απέξω μέχρι αύριο», του είπε. Το εξώφυλλο έγραφε «Το μεθυσμένο καράβι» του Αρθούρου Ρεμπώ. Σχεδόν ενστικτωδώς, εκείνη άρχισε να απαγγέλλει την πρώτη στροφή. Ο άντρας απάντησε με τη δεύτερη κι εκείνη συνέχισε με την τρίτη. Η δημοσιογράφος κατέληγε ότι αυτή ήταν η Γαλλία: όπου και να πήγαινες, σε οποιαδήποτε περιοχή, σε οποιοδήποτε χωριό, μπορούσες να μοιραστείς με ένα άλλο ανθρώπινο ον την απόλαυση ενός ποιήματος του Ρεμπώ και της περιρρέουσας ατμόσφαιράς του. Μα αυτό κι αν είναι ελιτίστικο, θα αναφωνήσουν μερικοί: ένα ποίημα του Ρεμπώ, η κατεξοχήν κυρίαρχη κουλτούρα. Οι φτωχοί και υποβαθμισμένοι δεν ταυτίζονται με αυτά τα έργα, που αφορούν τους αστούς. Αλλά οι καλοί αυτοί άνθρωποι που έχουν τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν αγαπούν τον Ρεμπώ, κι ακόμα λιγότερο αγαπούν τους φτωχούς. Αποσιωπούν βασικά το γεγονός ότι ο Ρεμπώ, όπως και όλα τα έργα που τροφοδοτούν τη σχολική παιδεία, είναι μέρος της γαλλικής κληρονομιάς –και της πανανθρώπινης– και με αυτή την ιδιότητα ανήκει σε όλους τους πολίτες, σε όλα τα άτομα που ψάχνουν την αληθινή ζωή μέσα από τις λέξεις της γλώσσας τους. 
 
Σχολική παιδεία: αυτή είναι η έννοια-κλειδί. Για πολλούς η λέξη ανακαλεί φρικτές και κατασκευασμένες μνήμες από ένα παλαιών αρχών σχολείο, το οποίο συνήθως ούτε καν γνώρισαν, και το κατηγορούν για ένα σωρό υπαρκτά κακά –σκληρότητα, βλακεία, δογματισμό– που επιμένουν παρορμητικά να εντοπίζουν και στο τόσο διαφορετικό σημερινό σχολείο. Το επίθετο «σχολικός» εξάλλου ενσαρκώνει –το απόγειο της ειρωνείας– αυτό που ορισμένοι θεωρούν ως το χειρότερο ελάττωμα για έναν μαθητή και για κάθε ανθρώπινο ον: το να είσαι επιμελής, να διεκπεραιώνεις ευσυνείδητα το ρόλο σου. Σχολική παιδεία, τι φρικαλέο πράγμα! Όλα αυτά που δεν επιλέξαμε να διαβάσουμε ή να μας αρέσουν, όλα όσα μας επέβαλε ο καθηγητής χωρίς απαραιτήτως να καταλαβαίνουμε το γιατί. Πώς λοιπόν να μην του αντιπαραθέσουμε τον υπέροχο αυθορμητισμό του προσωπικού γούστου, των εκλε­κτικών συγγενειών; Αποσιωπώντας το γεγονός ότι το «πηγαίο γούστο» γεννιέται μόνο σε όποιον έχει τα εργαλεία και την εξοικείωση ώστε να πλησιάσει τα έργα. Σε όποιον έχει επαφή με την κληρονομιά, έχει εμποτιστεί από αυτή και μπορεί να αντιληφθεί την αξία της. Τον κληρονόμο δηλαδή! Σε ένα έξυπνο και πλούσιο σε ιδέες βιβλίο, το Éloge de la culture scolaire [Εγκώμιο της σχολικής παιδείας], ο Guy Coq βάλθηκε το 2003 να αποκαταστήσει αυτή την παρατημένη ηλικιωμένη κυρία. Ασχολείται κυρίως με την ιδιαιτερότητα αυτής της γνώσης, που διδάσκεται στο σχο­λείο και επιτελεί ένα ρόλο που προσιδιάζει στο θεσμό, μιας γνώσης που είναι κοινή για όλους και ταυτόχρονα πηγή συγκρότησης ταυτότητας. Είναι στο ρόλο της σχολικής παιδείας να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κοινού, να εντάξει τη διαφορετικότητα; Αυτό είναι που επιθυμεί το ναρκισσιστικό άτομο, που αντιλαμβάνεται τους θεσμούς αποκλειστικά σε σχέση με το πρόσωπό του. Και κάνει τεράστιο λάθος ως προς την οπτική γωνία: πιστεύει ότι η ταυτότητα, ιδίως του παιδιού, είναι παγιωμένη, ότι είναι ένα δεδομένο με το οποίο πρέπει, πριν απ’ όλα, να συμβιβαστούμε και στο οποίο πρέπει, πάνω απ’ όλα, να προσαρμοστεί ο θεσμός. Ο ρόλος του σχολείου δεν είναι να εντάξει τη διαφορετικότητα στο πρόγραμμά του, αλλά να βοηθήσει όλους τους μελλοντικούς πολίτες, όσο διαφορετικοί κι αν είναι, να συναντηθούν γύρω από κάποιες γνώσεις που χειραφετούν και ταυτόχρονα ενώνουν, που επιτρέπουν σε κάθε άτομο να τοποθετηθεί στην ανθρώπινη γενεαλογία, στη διαδοχή ανθρώπων και ιδεών, και γνώσεων που είναι ανθρώπινες γιατί κληροδοτήθηκαν από άλλους ανθρώπους. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να μην περιορίζουμε τους μαθητές εκ των προτέρων σε ό,τι τους προσδιορίζει, δηλαδή στην ταυτότητα της προέλευσής τους, που τους δίνει η οικογένεια, ή ακόμα στην ταυτότητα του «νέου». Γιατί στις δυτικές κοινωνίες μας, κι αυτό αποτελεί καινοτομία, η νεότητα θεωρείται μια ιδιαίτερη ταυτότητα, ενώ σε όλους τους πολιτισμούς ήταν μόνο ένα στάδιο της ζωής, ένα πέρασμα προς τον ενήλικο βίο. Γιατί αυτή η μυθοπλασία; Να είναι τάχα συνδυασμός του μαζικού καπιταλισμού που αναζητεί νέες αγορές και μιας γενιάς του baby boom που κουβαλά τα τραύματα του πολέμου, και η οποία δεν αναγνωρίζει στους γονείς της το δικαίωμα να την καθοδηγήσει; Όπως και να ‘χει, αυτή η «απελευθέρωση» των νέων, μέσω της κατανάλωσης που προβάλλεται στην επόμενη γενιά με τη ζέση ηγεμονεύουσας ιδεολογίας, έχει σκοτώσει τη μετάδοση της κουλτούρας, έχει εξαφανίσει αυτό το προνόμιο των ανθρώπινων κοινωνιών. 
 
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του George Seurat

πηγή: Άρδην τ. 63