Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Ο Χαντακωμένος – του Θεόδωρου Ε. Παντούλα



Στο χωριό του πατέρα μου μαγαζί λεν τον χώρο που λειτουργεί ως καφενείο, ως μπακάλικο κι ως χαρτοπαικτική λέσχη. Βρίσκεται στους πρόποδες του χωριού κι ανοίγει όποτε ξυπνήσει ο Γιώτης και κλείνει όποτε του αδειάσουν την γωνιά οι μεθυσμένοι και τα χαρτόμουτρα.

Στον αυλόγυρο του μαγαζιού μαζευόμασταν τα καλοκαίρια οι πιτσιρικάδες και παίζαμε. Ο πατέρας μας κέρναγε πορτοκαλάδες κι οι χωριανοί μας χάιδευαν τα κεφάλια. Μετά της Παναγίας ο Γιώτης έψηνε και σουβλάκια. Όσοι δεν μας ήξεραν, μας ρώταγαν «τίνος είσαι εσύ;» κι εμείς δασκαλεμένοι δεν λέγαμε τα ονόματά μας αλλά «του ΒαγγελΠερεκλή» – ήτοι του Βαγγέλη, του γυιού του Περικλή. Πάλι μας χάιδευαν τα κεφάλια και μας έλεγαν περίεργες λέξεις όπως «παλιοζάγαρα», «χαϊβάνια» κι άλλα τέτοια.

Στο μαγαζί δεν κάθονταν γυναίκες. Αν καμιά ήθελε κάποιον, στεκόταν παράμερα κι έστελνε εμάς τα παιδιά να τον ειδοποιήσουμε: «Σύρε, ωρέ καμάρι, να μου φωνάξεις το θειό σου».

Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν το χωριό. Τα λέγαν «κούρσες» και τα είχαν κάποιοι σαν εμάς που έρχονταν για διακοπές και τα φύλαγαν όλα μαζί στο προαύλιο του σχολείου. Ένα απόγευμαι ήρθε στο χωριό μια μεγάλη μερσεντές, που στάθηκε στο μαγαζί μπροστά και ξεφόρτωσε τρία ωραία κορίτσια με τα μπανιερά τους. Οδηγός της ήταν ένας χοντρός και γελαστός τύπος με μαύρα γυαλιά, φορτωμένος πολλά χρυσαφικά στο λαιμό και στα χέρια.

«Όλα απ’ εμένα» είπε όταν μπήκε στο μαγαζί και κάναμε ουρά η πιτσιρικαρία στον πάγκο του Γιώτη για επιπλέον πορτοκαλάδες. Κάποιοι ξεθάρρεψαν και πήγαν για τις επόμενες. Τους ακολούθησα κι εγώ.

Στο μεταξύ οι μεγάλοι είχαν εξαφανιστεί και τα κορίτσια γέλαγαν που πίναμε πορτοκαλάδες μέχρι να μας βγάλει η κοιλιά μας.

Στο σπίτι από κάτι μισόλογα καταλάβαμε πως ο οδηγός της μερσεντές είναι χωριανός μας. Χαμηλοκουβέντιαζαν γι’ αυτόν κι εμείς ξεκλέβαμε καινούργιες λέξεις: κωλομπαράς», «κωλογυναίκες» «κωλόμπαρο», «κωλόπαιδο». Το όνομά του δεν το μάθαμε. «Χαντακωμένο» τον έλεγε η γιαγιά κι ο παππούς έλεγε πως «έχει παράδες βρώμικους» αλλά εγώ κι ο αδερφός μου τον συμπαθούσαμε γιατί μας κέρναγε πορτοκαλάδες.

Πριν της Παναγίας έφευγε –«δεν τις σηκώνει τις παλιανθρωπιές ο τόπος»– και στο πανηγύρι ξανακατηφόριζε όλο το χωριό –κι οι γυναίκες ακόμη– στο μαγαζί που είχε κι όργανα.

Απ’ όταν πέθαναν οι γερόντοι δεν ξαναπήγα στο χωριό. Φέτος κάτι μ’ έπιασε κι είπα τον Δεκαπενταύγουστο, θα πάμε. Ντροπή να μην ξέρουν τα παιδιά πούθε κρατάει η σκούφια μας.

Είχε ερημώσει ο τόπος. Ένας Αλβανός μας έδειξε από πού να στρίψουμε για το μαγαζί. Τρόμαξαν να με γνωρίσουν κι οι χωριανοί. Εγώ πάντοτε τους μπέρδευα: Γιωργομήτσος, Μητσογιώτης, Κιτσοκώστας. Άκρη δεν έβγαζα. «Του Βαγγέλη είσαι;» δυσπιστούσαν. «Τα κούτσικα δικά σου είναι;». «Καλώς ορίσατε. Να πάτε και στο ταφείο να προσκυνήσετε. Κουφέτο τα ’χουν τα μνήματα οι γυναίκες».

Μόνο ο Γιώτης ήταν ίδιος – με βαμμένο κορακί μαλλί. Είχε φέρει και παγωτά. «Αύριο θα ρθει παπάς από τα Δερβίζιανα και θα ’χω κι όργανα το βράδυ», μας ενημέρωσε. «Ποτά και παγωτά δικά μου» είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.

Άναψε τα κάρβουνα και ξεκίνησε να ψήνει σουβλάκια για τους πελάτες του που οι περισσότεροι χάζευαν αμίλητοι έναν αγώνα μπάσκετ σε μια τεραστίων διαστάσεων πλάσμα.

Μετά το σούρουπο ήρθε κι ο «Χαντακωμένος». Ξαναέζησα την ίδια σκηνή. Μερσεντές, κορίτσια, χρυσαφικά κι ένας χοντρός γέρος με ξανθό μαλλί. «Όλα απ’ εμένα».

Πιτσιρικάδες δεν ήταν στο μαγαζί για πορτοκαλάδες κι οι μεγάλοι δεν κινήθηκαν. Ο Γιώτης από το βάθος σήκωσε την μπύρα του. Τον μιμήθηκαν κι οι άλλοι.

«Στην υγειά σου άρχοντα».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]


Share this:




Ανάρτηση από: geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.