04 Οκτωβρίου 2025

Σε έναν κόσμο απόλυτης εξατομίκευσης, η μόνη επαναστατική πράξη είναι η εκ νέου επινόηση του «μαζί».

Του Μάνου Λαμπράκη 

Υπάρχουν εποχές όπου η Ιστορία δεν παράγει πρόοδο, αλλά ατέρμονη κυκλικότητα. Όπου η πολιτική φθίνει σε τελετουργία τεχνοκρατικής διαχείρισης και η συλλογική εμπειρία διαρρηγνύεται σε ατομικά αποθέματα αγανάκτησης, μνησικακίας και υπαρξιακής κόπωσης. Η Ελλάδα βρίσκεται σ’ ένα τέτοιο σταυροδρόμι: μια μετά-δημοκρατική κοινωνία εξουθενωμένη από την ίδια της την ιστορικότητα, αδυνατώντας πλέον να παραγάγει κοινό παρόν, πολλώ δε μάλλον κοινό μέλλον.

Η κρίση δεν είναι απλώς θεσμική ή οικονομική. Είναι πρωτίστως οντολογική: αφορά τη δομική αδυναμία να αναγνωριστεί ο εαυτός ως μέρος ενός εμείς που δεν λειτουργεί βάσει αίματος ή συμφέροντος, αλλά βάσει μοιρασμένης μνήμης και θεραπευτικής σχέσης με το τραύμα. Στην θέση του κοινού, εδραιώνεται το μερικό. Στην θέση της ενσυναίσθησης, η καχυποψία. Στην θέση του λόγου, ο ύψιστος θρίαμβος του θορύβου. Και σε αυτή την ασυνάρτητη τοπολογία, το «μαζί» καθίσταται αδιανόητο.

Η μετάθεση της πολιτικής στο πεδίο της ύβρεως και του αμοιβαίου ακρωτηριασμού έχει ως επακόλουθο μια κοινωνία υπαρξιακά απορφανισμένη: χωρίς κοινές αφηγήσεις, χωρίς κοινές σιωπές, χωρίς κοινές συγκινήσεις. Η λέξη πατρίδα δεν σημαίνει πια «τόπος επιστροφής», αλλά τόπος επιστροφής του κακού. Η λέξη λαός δεν δηλώνει πια δυναμική ολότητα, αλλά στατιστική συνάθροιση. Και το ίδιο το πολιτικό σώμα ― άλλοτε φορέας ιστορικής ενότητας ― έχει αποσυντεθεί σε δίκτυα ιδιωτικής ανασφάλειας, πληροφορικής μανίας και μικροψυχικού εθνικισμού.

Ο χρόνος της πολιτικής, στην Ελλάδα της ύστερης νεωτερικότητας, δεν ρέει. Σπάζει, επιστρέφει, επαναλαμβάνει. Δεν ενοποιεί, αλλά καθηλώνει. Οι γενιές δεν αναγνωρίζουν η μία την άλλη, ο αναστοχασμός έχει αντικατασταθεί από καταγγελίες, η ιστορία δεν διδάσκει, αλλά τιμωρεί. Βιώνουμε την  αδυναμία διαλογικής διάφανης εμπιστοσύνης: ένα κοινωνικό πεδίο όπου το υποκείμενο δεν στέκεται πια απέναντι στον άλλο, αλλά μονίμως απέναντι σε ένα φάντασμα απειλής.

Η τοξικότητα δεν είναι εδώ απλώς ένα χαρακτηριστικό του δημόσιου λόγου, αλλά η ίδια η συνθήκη του. Η πολιτική μετατρέπεται σε ψυχολογική προβολή, η ανάλυση σε εκδίκηση,  η μνήμη σε εργαλείο στιγματισμού. Και το πιο επικίνδυνο: η κοινωνία εθίζεται στην αδυνατότητα κοινοτικής αποκατάστασης. Η αμοιβαία αναγνώριση καθίσταται ύποπτη. Η προσέγγιση θεωρείται ήττα. Η εμπιστοσύνη εκλαμβάνεται ως μορφή ευπιστίας.

Κι όμως. Δεν υπάρχει πολιτική χωρίς συμβιωτική αποκατάσταση.
Δεν υπάρχει εθνικό σώμα χωρίς τη δυνατότητα να θυμάται χωρίς να εργαλειοποιεί τη μνήμη τιμωρητικά.
Δεν υπάρχει κοινότητα χωρίς το τραύμα να μεταστοιχειώνεται σε κοινοτικό συμβάν, και όχι σε επιχείρημα.

Είναι καιρός να αποδομήσουμε την εθνική ψευδαίσθηση της ομοιογένειας και να συλλάβουμε το πολιτικό σώμα ως μετα-οργανικό αρχείο επιβίωσης. Όχι ως άθικτη ενότητα, αλλά ως τραυματική συνοίκηση ετερογενών εμπειριών. Η κοινότητα δεν είναι ποτέ μία. Είναι πάντοτε συμπτωματική, ασύμμετρη, περατή. Και σε αυτήν ακριβώς την ασυμμετρία βρίσκεται η δυνατότητα συμβιωτικής επανένωσης.

Επιστρέφουμε λοιπόν, όχι στη μυθολογική καθαρότητα, αλλά στην επιτελεστική ενικότητα του «μαζί». Όχι για να φαντασιωθούμε ένα νέο έθνος, αλλά για να δημιουργήσουμε ένα θεραπευτικό συμβάν: έναν τόπο, όχι απαραιτήτως γεωγραφικό, αλλά ψυχοπολιτικό, στον οποίο το εθνικό δεν σημαίνει υπέρτατο, αλλά κοινώς πληγωμένο. Και σε αυτό το σημείο η αποκατάσταση δεν είναι ηθική πρόταση. 

Είναι πρωτογενής πολιτική πράξη.

Το πολιτικό σώμα ως κοινότητα των πληγωμένων: όχι ως σώμα αρετής, αλλά ως σώμα που αναγνωρίζει τη βαθιά του νοσηρότητα και δεν την αποβάλλει, αλλά την ενσωματώνει ως μνήμη. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια της Ιστορίας. Χρειάζεται να αποκαταστήσει τη δυνατότητα της κοινής σιωπής: εκείνης της σιωπής που δεν γεννά εκδίκηση, αλλά προϋποθέτει ακρόαση.

Η επόμενη πραγματική πολιτική επανάσταση δεν θα είναι θεσμική, ούτε κομματική. Θα είναι γνωσιακή ρήξη: η ικανότητα μιας κοινωνίας να μετασχηματίσει το τραύμα σε όχημα κοινότητας. Αυτό προϋποθέτει ένα είδος γνωσιακής αποσύστασης — όχι αλλαγής ηθικού προσήμου, αλλά ριζικής αναστολής της καταγγελτικής ταύτισης με τον εαυτό και τον Άλλο. Η αποσύσταση αυτή λειτουργεί ως παύση της νευρωτικής επανάληψης, ως ανάκληση του στερεοτύπου του εχθρού.

Η συμβιωτική αποκατάσταση δεν είναι τεχνική συμφιλίωσης φίλες και φίλοι. Είναι μορφή πολιτικού θάρρους. Είναι η πράξη εκείνων που δεν επιθυμούν πια να νικήσουν, αλλά να συγκροτήσουν την ύπαρξη εν κοινωνία. Είναι η πολιτική της απόσυρσης από την εκδίκηση και της εισόδου σε ένα νέο καθεστώς διακινδύνευσης: αυτό της εγγύτητας.

Σε έναν κόσμο απόλυτης εξατομίκευσης, η μόνη επαναστατική πράξη είναι η εκ νέου επινόηση του «μαζί». Όχι ως τεχνική συνύπαρξης, αλλά ως υπαρξιακή συμφωνία ότι δεν θα αφεθούμε να μισούμε άλλο. Όχι γιατί ξεχάσαμε. Αλλά γιατί η μνήμη έχει μεταμορφωθεί σε επιθυμία κοινού μέλλοντος.

Η κοινότητα δεν θα έρθει μέσω κάποιας πολιτικής ομοψυχίας. Θα έρθει όταν το έθνος θα σταματήσει να διαχωρίζεται βάσει τρόπου πληγής. Όταν οι ηττημένοι και οι νικητές του παρελθόντος θα γίνουν αλληλέγγυοι επιζώντες του ίδιου πολιτικού πένθους. Όταν ο «άλλος» δεν θα είναι η επανάληψη της απειλής, αλλά η συνθήκη της δικής μου λύτρωσης.

Αν η Ελλάδα έχει ακόμη μέλλον, αυτό δεν θα θεμελιωθεί σε κάλπες, κόμματα ή στρατηγικές. Αλλά σε μια ανείπωτη, συλλογική, βουβή απόφαση να ζήσουμε ξανά μαζί. Όχι ως τεχνική οργάνωσης. Αλλά ως ύστατη πράξη πίστης.

Το πολιτικό σώμα είναι πάντοτε ενδεχομενικό.
Η κοινότητα είναι πάντοτε δώρο.
Και η αποσύσταση, πάντοτε ρήξη.

Η ώρα της απόφασης δεν είναι εθνική. Είναι υπαρξιακή.

Καλό μήνα!



ΠΗΓΗ: https://www.facebook.com/share/p/1A7nZYEpZe/
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.