Μπάμπης Στέρτσος
Το ταξίδι προς τη Γιάσναγια Πολυάνα
Ήταν ένα από εκείνα τα απογεύματα του ρωσικού καλοκαιριού που ο χρόνος μοιάζει να διαστέλλεται, λουσμένος σε ένα φως χρυσό και μελαγχολικό. Το ταξίδι από τη Μόσχα προς την Τούλα, και από εκεί με μια άμαξα προς το κτήμα της Γιάσναγια Πολυάνα, ήταν από μόνο του μια μύηση. Η τρόικα—το τρίζυγο άλογων που με μετέφερε—καλπάζε πάνω στον χωματόδρομο, σηκώνοντας σύννεφα λεπτής σκόνης που χρυσίζονταν στο απογευματινό φως. Ο αμαξάς, ένας γεροδεμένος μουζίκος με πυκνά μουστάκια και ρούμπασκα—το παραδοσιακό λευκό πουκάμισο με κεντήματα στο λαιμό—τραγουδούσε μια μελαγχολική ρωσική ρομάντσα, και η φωνή του χανόταν στην απεραντοσύνη των χωραφιών.Κάθε βέρστι που άφηνα πίσω μου, με απομάκρυνε από τη βουή της πόλης και με βύθιζε βαθύτερα στην καρδιά της ρωσικής γης. Τα χωράφια απλώνονταν ατελείωτα, το περίφημο τσερνόζεμ—το μαύρο χώμα της Ρωσίας, το πιο γόνιμο της Ευρώπης—έλαμπε σκούρο και πλούσιο κάτω από τον ήλιο. Σημύδες και έλατα σχημάτιζαν μικρά δασύλλια στον ορίζοντα, και κατά διαστήματα διέκρινα τις ξύλινες ίσμπες των χωρικών, με τις χαρακτηριστικές σκεπές από άχυρο και τα πολύχρωμα παράθυρα με τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα ναλίτσνικ—τα διακοσμητικά πλαίσια που πλαισίωναν κάθε παράθυρο σαν δαντέλα από ξύλο.
Δεν πήγαινα ως απλός επισκέπτης. Είχα την ασύλληπτη τιμή μιας πρόσκλησης, μιας ευκαιρίας να συναντήσω τον ίδιο τον γίγαντα της λογοτεχνίας, σε έναν από τους περίφημους κύκλους συζητήσεων που οργάνωνε στο σπίτι του, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα της Αγίας Πετρούπολης και τα λαμπερά σαλόνια της Μόσχας. Στην τσέπη του σακακιού μου κρατούσα σφιχτά το γράμμα με την πρόσκληση, γραμμένο με την χαρακτηριστική γραφή του Κόμη, και ένιωθα τον παλμό της καρδιάς μου να επιταχύνεται καθώς πλησιάζαμε.
Η άφιξη στο κτήμα
Το κτήμα εμφανίστηκε ξαφνικά, σαν όαση γαλήνης μέσα στην απεραντοσύνη της στέπας. Μια λεωφόρος από λεύκες και σημύδες οδηγούσε στο κύριο σπίτι, και η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου χόρτου, των ανθισμένων λιπ—των φιλύρων—και του υγρού χώματος πλανιόταν παντού. Το σπίτι, λιτό και επιβλητικό ταυτόχρονα, ήταν χτισμένο από ξύλο σημύδας που είχε πάρει με τα χρόνια ένα όμορφο ασημί χρώμα. Δεν πρόδιδε την αριστοκρατική καταγωγή του ιδιοκτήτη του με χρυσά στολίδια ή μαρμάρινες κολόνες, αλλά περισσότερο την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που είχε γυρίσει την πλάτη στην κοσμική χλιδή, αναζητώντας μια πιο ουσιαστική αλήθεια.
Με υποδέχτηκε στην είσοδο ένας υπηρέτης με το παραδοσιακό μαύρο καφτάνι και με οδήγησε στη μεγάλη σάλα. Καθώς περνούσα τον διάδρομο, παρατήρησα τα απλά αλλά στιβαρά έπιπλα από σημύδα και δρυ, τα υφαντά κιλίμια στο πάτωμα με γεωμετρικά σχέδια, τις εικόνες των αγίων σε μια γωνιά—το κρασνί ουγκόλ, η «όμορφη γωνιά» όπου κάθε ρωσικό σπίτι φιλοξενούσε τις εικόνες του. Στον αέρα αιωρούνταν η ελαφριά μυρωδιά του κεριού και του ξύλου που καιγόταν στο πετσ—το μεγάλο τούβλινο τζάκι που ζέσταινε το σπίτι τους μήνες του χειμώνα.
Η συνάντηση με τον Τολστόι
Στη μεγάλη σάλα, με τα βαριά ξύλινα έπιπλα και τα ράφια που λύγιζαν από το βάρος των βιβλίων—ρωσικά, γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά—είχαν ήδη συγκεντρωθεί μερικοί διανοούμενοι. Ντόπιοι γαιοκτήμονες με προοδευτικές ιδέες, ντυμένοι με τα σκούρα σακάκια και τα ψηλά μπότια της ρωσικής επαρχίας, νεαροί φοιτητές από τη Μόσχα με τα γυαλιά μυωπίας και τα ατημέλητα μαλλιά που πρόδιδαν τις αγρυπνίες πάνω στα βιβλία, και μια δασκάλα με το απλό αλλά κομψό φόρεμα από σκούρο ύφασμα, που κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό τετράδιο. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του δασκάλου.Και εκεί, σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, καθόταν αυτός. Ο Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι. Η μορφή του ήταν βιβλική. Η μακριά, λευκή γενειάδα του έπεφτε πάνω στη στήθος του, τα βαθουλωμένα μάτια του έκρυβαν μια σπάνια ένταση και σοφία, τα μεγάλα, ροζιασμένα χέρια ενός ανθρώπου που δεν φοβόταν τη χειρωνακτική εργασία. Φορούσε μια απλή ρούμπασκα από χοντρό λινό ύφασμα, χωρίς κανένα στολίδι, και πάνω από αυτή ένα απλό γιλέκο. Τα πόδια του ήταν χωμένα σε απλές βαλένκι—τις παραδοσιακές μάλλινες μπότες που φορούσαν οι χωρικοί. Παρά την προχωρημένη ηλικία του—ήταν τότε στα εβδομήντα—εξέπεμπε μια ακαταμάχητη ζωτικότητα.
Με υποδέχτηκε με ένα νεύμα και ένα βλέμμα που έμοιαζε να διαπερνά την ψυχή. «Ζντράβστβουιτε», είπε με τη βαθιά, βραχνή φωνή του, και η λέξη—το τυπικό ρωσικό χαιρετισμό—ακούστηκε σαν ευλογία. Ένιωσα δέος και ταπεινότητα. Κάθισα σε μια καρέκλα απέναντί του, νιώθοντας το βάρος της στιγμής. Η συζήτηση κυλούσε ήδη γύρω από τις πρόσφατες αγροτικές μεταρρυθμίσεις και την κατάσταση των μουζίκων, θέματα που έκαιγαν τον Κόμη.
Σε μια γωνιά της σάλας, πάνω σε ένα χαμηλό τραπέζι, βρισκόταν το αναπόφευκτο σαμοβάρι—το μεγάλο μεταλλικό δοχείο που ήταν η καρδιά κάθε ρωσικού σπιτιού. Το νερό έβραζε μέσα του, και ο ατμός έβγαινε από την κορυφή σε λεπτές σπείρες. Δίπλα του, μικρά πιατάκια με βαρένιε—γλυκό του κουταλιού από κεράσια—και πιροσκί, τα μικρά αλμυρά πιτάκια γεμιστά με κρέας ή λάχανο που είναι το αγαπημένο σνακ κάθε Ρώσου. Το άρωμα του τσαγιού—ένα δυνατό μαύρο τσάι που οι Ρώσοι πίνουν με λεμόνι ή βαρένιε—γέμιζε τον αέρα.
Η ερώτηση για την Άννα Καρένινα
Παρακολούθησα με προσήλωση, προσπαθώντας να απορροφήσω κάθε λέξη, κάθε απόχρωση της σκέψης του. Ο Τολστόι μιλούσε με πάθος για την αδικία της γαιοκτησίας, για τη δυστυχία των χωρικών που δούλευαν τη γη αλλά δεν την κατείχαν. Τα χέρια του κινούνταν εκφραστικά, και κάθε τόσο χτυπούσε ελαφρά το μπράτσο της πολυθρόνας για να τονίσει ένα σημείο. Οι άλλοι άκουγαν με σεβασμό, κάποιοι κουνώντας το κεφάλι τους σε συμφωνία, άλλοι με σκεπτικό βλέμμα.Όταν μια παύση απλώθηκε στη σάλα, βρήκα το θάρρος να πάρω τον λόγο. «Λέων Νικολάγιεβιτς,» είπα, και η φωνή μου έτρεμε ελαφρά, «οι σκέψεις σας για την ψυχή του ρωσικού λαού και τις κοινωνικές αλλαγές με οδηγούν αναπόφευκτα στο τελευταίο σας αριστούργημα, την ‘Άννα Καρένινα’. Πολλοί στην πόλη μιλούν για την τραγική ιστορία ενός παράνομου έρωτα. Αλλά εγώ αισθάνομαι, διαβάζοντάς το, πως το νήμα είναι πολύ πιο βαθύ. Τι θέλατε πραγματικά να μας πείτε, πίσω από την ιστορία της Άννας;»
Η φύση της δυστυχίας
Ο Τολστόι γύρισε αργά το κεφάλι του προς το μέρος μου. Τα μάτια του, για μια στιγμή, έμοιαζαν να ταξιδεύουν μακριά, σαν να ανακαλούσε στη μνήμη του όχι απλώς τη διαδικασία της συγγραφής, αλλά το ίδιο το βάρος των ερωτημάτων που τον οδήγησαν σε αυτήν. Πήρε μια ανάσα, και για μια στιγμή το μόνο που ακουγόταν ήταν το απαλό βουητό του σαμοβαριού και το τραγούδι ενός πουλιού έξω στον κήπο.
«Η Άννα…» ξεκίνησε, και η φωνή του ήταν τώρα πιο χαμηλή, πιο στοχαστική. «Η κοινωνία της Πετρούπολης βλέπει στην Άννα το σκάνδαλο, την παραβίαση των κανόνων. Και δεν έχουν άδικο, επιφανειακά. Αλλά το ερώτημα δεν είναι το σφάλμα της. Το ερώτημα είναι η φύση της δυστυχίας. Γι’ αυτό ξεκίνησα το βιβλίο με αυτή τη φράση, ξέρετε. ‘Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες κι απαράλλαχτες, όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της, η ιδιαίτερη δυστυχία’. Η δυστυχία της Άννας δεν ήταν απλώς ο Βρόνσκι. Ο Βρόνσκι ήταν το σύμπτωμα, η απόπειρα απόδρασης από ένα κενό που προϋπήρχε.»
Σταμάτησε για μια στιγμή, και η Σοφία Αντρέγιεβνα, που είχε μπει διακριτικά στη σάλα, του έφερε ένα φλιτζάνι τσάι. Το πήρε με ένα ευχαριστώ—«σπασίμπο»—και κράτησε το ζεστό φλιτζάνι στα χέρια του, σαν να ζεσταινόταν από αυτό. «Βλέπετε,» συνέχισε, «η Άννα είναι προϊόν μιας κοινωνίας που έχει χάσει την ψυχή της. Μιας κοινωνίας που ζει με ψεύτικους κανόνες, με υποκρισία. Ο γάμος της με τον Καρένιν δεν ήταν ένωση ψυχών, ήταν κοινωνική σύμβαση. Μια συναλλαγή. Και σε αυτό το κενό, ο έρωτας, το πάθος, φαντάζει ως η μόνη αλήθεια, η μόνη σωτηρία. Αλλά είναι μια ψευδαίσθηση.»
Ήπιε μια γουλιά τσάι και συνέχισε. «Το πάθος που δεν ριζώνει σε κάτι βαθύτερο, σε μια κοινή πορεία, σε μια πίστη, καίει και καταστρέφει. Η Άννα έπεσε θύμα αυτού του μύθου. Πίστεψε ότι η ατομική ευτυχία, η εκπλήρωση του πόθου, θα μπορούσε να υποκαταστήσει τα πάντα: την οικογένεια, την κοινωνική θέση, ακόμα και την αγάπη για τον γιο της, τον μικρό Σεριόζα. Και όταν ανακάλυψε ότι το πάθος από μόνο του δεν αρκεί για να γεμίσει μια ολόκληρη ύπαρξη, ήταν ήδη αργά. Είχε κάψει όλες τις γέφυρες πίσω της.»
Ο Λέβιν: Το αντίβαρο της Άννας
«Γι’ αυτό υπάρχει και ο Λέβιν», παρενέβη ένας νεαρός φοιτητής, ο Αλεξέι, σχεδόν με τόλμη. «Είναι η άλλη όψη του νομίσματος;»
Ο Τολστόι χαμογέλασε ελαφρά, ένα σπάνιο, φωτεινό χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπό του. «Ακριβώς, μπατούσκα», είπε χρησιμοποιώντας την τρυφερή ρωσική λέξη που σημαίνει «πατερούλη» αλλά χρησιμοποιείται και για νεαρούς άνδρες με στοργή. «Ο Κωνσταντίν Ντμίτριτς Λέβιν είναι το αντίβαρο. Είναι κι αυτός ένας άνθρωπος σε κρίση, γεμάτος αμφιβολίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Αλλά η αναζήτησή του τον οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ενώ η Άννα αναζητά την ευτυχία στην ατομική της επιβεβαίωση, στην ένταση του πάθους, ο Λέβιν τη βρίσκει στην υπέρβαση του εγώ.»
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και πλησίασε το παράθυρο. Έξω, το απογευματινό φως έριχνε μακριές σκιές πάνω στα χωράφια. «Τη βρίσκει στη γη, στη δουλειά του αγρού, στην επαφή με τους απλούς ανθρώπους, τους μουζίκους. Όταν θερίζει μαζί τους, όταν νιώθει το βάρος του δρεπανιού στα χέρια του, όταν ιδρώνει κάτω από τον ήλιο και μοιράζεται μαζί τους το ψωμί και το αλάτι—χλεμπ-σόλ, όπως λέμε εμείς, το ιερό σύμβολο της φιλοξενίας—τότε καταλαβαίνει. Όχι με το μυαλό, αλλά με την καρδιά, ότι η αληθινή ζωή δεν είναι η διαρκής αναζήτηση της ηδονής, αλλά η προσφορά. Η δημιουργία.»
Γύρισε και μας κοίταξε όλους. «Η οικογένεια που χτίζει με την Κίτι, παρά τις δυσκολίες και τις μικρές καθημερινές μάχες, έχει θεμέλια. Έχει ρίζες στη γη και στον Θεό. Η ευτυχία του Λέβιν δεν είναι μια φλόγα που τυφλώνει, είναι μια φωτιά που ζεσταίνει, που συντηρεί τη ζωή. Σαν το πετσ που καίει όλη τη νύχτα και κρατά ζεστό το σπίτι.»
Συμπόνια, όχι καταδίκη
«Άρα, καταδικάζετε την Άννα;» ρώτησα, νιώθοντας την ανάγκη να κατανοήσω τη στάση του δημιουργού απέναντι στο πλάσμα του.Ο Κόμης με κοίταξε ξανά με εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα. Κούνησε αργά το κεφάλι του. «Νιέτ, νιέτ», είπε απαλά. «Δεν είμαι εισαγγελέας για να καταδικάσω. Είμαι παρατηρητής της ανθρώπινης ψυχής. Δεν καταδικάζω την Άννα περισσότερο από όσο καταδικάζω ένα δέντρο που ξεριζώνεται από τη θύελλα. Τη λυπάμαι. Τη λυπάμαι βαθιά. Είναι μια γυναίκα με τεράστια ψυχικά χαρίσματα, με μια δίψα για αληθινή αγάπη, που όμως γεννήθηκε σε λάθος εποχή και σε λάθος περιβάλλον.»
Επέστρεψε στην πολυθρόνα του και κάθισε βαριά. «Η κοινωνία την καταδίκασε, όχι εγώ. Και η ίδια, στην απελπισία της, δεν μπόρεσε να βρει έναν άλλο δρόμο. Ο δικός της δρόμος την οδήγησε στην αυτοκαταστροφή, γιατί ήταν ένας δρόμος μοναχικός. Η αγάπη που δεν γίνεται γέφυρα προς τον άλλο, αλλά καθρέφτης του εγώ μας, είναι καταδικασμένη να γίνει φυλακή.»
Η σιωπή που ακολούθησε ήταν βαριά, γεμάτη νόημα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει, και οι σκιές μάκραιναν στον κήπο. Μέσα από το ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν το τραγούδι των πουλιών—το μελωδικό σολοβέι, το αηδόνι που είναι τόσο αγαπημένο στη ρωσική ποίηση—και η μυρωδιά των ανθισμένων φιλύρων γέμιζε τον αέρα. Κανείς δεν τολμούσε να διακόψει τη ροή της σκέψης του. Είχαμε την αίσθηση ότι δεν ακούγαμε απλώς μια λογοτεχνική ανάλυση, αλλά μια βαθιά, προσωπική εξομολόγηση.
Οι συνομιλητές και η διανοητική αναζήτηση
Η ατμόσφαιρα στη σάλα ήταν ηλεκτρισμένη, όχι με την ένταση της σύγκρουσης, αλλά με τη σπίθα της διανοητικής αναζήτησης. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους, διέκρινα τον Ιβάν Πετρόβιτς, έναν γηραιό γαιοκτήμονα με αυστηρό πρόσωπο και χέρια που μαρτυρούσαν δεκαετίες δουλειάς στη γη. Φορούσε το παραδοσιακό σκούρο καφτάνι με τα μεταλλικά κουμπιά, και τα μουστάκια του ήταν λευκά σαν το χιόνι. Δίπλα του, ο νεαρός Ντιμίτρι, ένας φοιτητής από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας με γυαλιά μυωπίας και μια φλόγα στα μάτια, κρατούσε σημειώσεις σε ένα μικρό τετράδιο, διψασμένος για κάθε νέα ιδέα που θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο. Υπήρχε και η Όλγα Σεργκέγιεβνα, μια δασκάλα από το τοπικό σχολείο που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Τολστόι, μια γυναίκα με ήρεμη δύναμη και ένα βλέμμα γεμάτο αφοσίωση. Φορούσε ένα απλό σκούρο φόρεμα με λευκό περιλαίμιο, και τα μαλλιά της ήταν δεμένα σε ένα αυστηρό κότσο. Ο καθένας τους εκπροσωπούσε μια διαφορετική όψη της Ρωσίας που πάλευε να βρει τον δρόμο της.Η γη και η ιδιοκτησία
Πριν η συζήτηση στραφεί ξανά στην Άννα Καρένινα, ο Τολστόι μίλησε για τη φύση της ιδιοκτησίας. Με μια φωνή που κυμαινόταν από την πατρική νουθεσία στην προφητική οργή, υποστήριξε ότι η γη δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν. «Η γη είναι σαν τον αέρα και το νερό», είπε, χτυπώντας ελαφρά το μπράτσο της πολυθρόνας του. «Είναι δώρο του Θεού για όλα τα πλάσματά του. Η ιδέα ότι ένας άνθρωπος μπορεί να κατέχει χιλιάδες δεσιατίνες—τα ρωσικά στρέμματα—ενώ άλλοι πεθαίνουν της πείνας, είναι μια διαστροφή, μια αμαρτία που δηλητηριάζει την ψυχή μας και γεννά τη βία και τη δυστυχία.»Ο γαιοκτήμονας Ιβάν Πετρόβιτς ανασάλεψε στη θέση του, φανερά ενοχλημένος. «Μα, Λέων Νικολάγιεβιτς», είπε με σεβασμό αλλά και επιμονή, «αυτή είναι η τάξη πραγμάτων. Είναι η κληρονομιά μας, η ευθύνη μας. Χωρίς εμάς, τους γαιοκτήμονες, ποιος θα φρόντιζε τη γη; Θα επικρατούσε το χάος.»
Ο Τολστόι τον κοίταξε με συμπάθεια. «Η ευθύνη μας, φίλε μου, δεν είναι να κατέχουμε, αλλά να υπηρετούμε. Να καλλιεργούμε τη γη με τα ίδια μας τα χέρια, πλάι-πλάι με τον μουζίκο, και να μοιραζόμαστε τους καρπούς της. Αυτή είναι η μόνη αληθινή τάξη πραγμάτων, η τάξη του Ευαγγελίου. Όταν ο Χριστός είπε ‘μακάριοι οι πτωχοί’, δεν μιλούσε μεταφορικά. Μιλούσε για την πραγματική φτώχεια, για την απλότητα, για την αποποίηση του πλούτου.»
Αυτή η ανταλλαγή απόψεων ήταν το τέλειο προοίμιο για τη συζήτηση που θα ακολουθούσε. Η σύγκρουση ανάμεσα στην κοινωνική σύμβαση και τον ηθικό νόμο, ανάμεσα στην κληρονομημένη τάξη και την πνευματική αλήθεια, ήταν το ίδιο το πεδίο μάχης πάνω στο οποίο θα παιζόταν η τραγωδία της Άννας. Κατάλαβα τότε ότι για τον Τολστόι, η λογοτεχνία δεν ήταν μια απόδραση από την πραγματικότητα, αλλά το πιο ισχυρό εργαλείο για να την ανατέμνει, να τη φωτίζει και, τελικά, να την αλλάζει.
Η υποκρισία της αριστοκρατίας
Η συζήτηση στράφηκε τότε στα θέματα που διαπερνούν την Άννα Καρένινα. Ο Τολστόι μίλησε για την υποκρισία της αριστοκρατίας με μια πικρία που πρόδιδε την προσωπική του εμπειρία. «Στην Πετρούπολη», είπε, και η φωνή του πήρε μια νότα σαρκασμού, «στα μεγάλα σαλόνια με τους πολυελαίους από κρύσταλλο και τα παρκέ από ξύλο ρόζγουντ, όπου οι κυρίες φορούν φορέματα από παρισινή μετάξι και οι κύριοι καπνίζουν κουβανέζικα πούρα, η μοιχεία είναι αποδεκτή, αρκεί να γίνεται διακριτικά, πίσω από κλειστές πόρτες.»Σταμάτησε και πήρε άλλη μια γουλιά τσάι. «Το έγκλημα της Άννας δεν ήταν ότι αγάπησε τον Βρόνσκι. Το έγκλημά της ήταν ότι τόλμησε να ζητήσει να ζήσει αυτή την αγάπη στο φως, να απαιτήσει την ευτυχία της ως δικαίωμα. Αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι της υποκρισίας. Και γι’ αυτό, η κοινωνία που ανέχεται κάθε είδους ακολασία στα σκοτεινά—τις κρυφές ερωμένες, τα παράνομα παιδιά, τα χαρτοπαίγνια και τα χρέη—δεν μπορούσε να της το συγχωρήσει. Την εξόρισε, την απομόνωσε, και τελικά την όπλισε με την απελπισία που την οδήγησε στο τέλος της.»
Ατομική και συλλογική ευθύνη
Ένας από τους νεαρούς φοιτητές, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, ένας ξανθός νεαρός με ένα έντονο προφίλ και ένα αέρα ανυπομονησίας, σήκωσε το χέρι του. «Λέων Νικολάγιεβιτς, αλλά δεν είναι η Άννα υπεύθυνη για τη δική της καταστροφή; Δεν έπρεπε να σκεφτεί τις συνέπειες; Τον γιο της, τον μικρό Σεριόζα, τη θέση της; Δεν είναι αυτή η ατομική ευθύνη που πρεσβεύετε;»Ο Τολστόι γύρισε προς το μέρος του, και το βλέμμα του ήταν γεμάτο κατανόηση. «Ναι, φίλε μου, η Άννα έχει την ευθύνη της. Δεν το αρνούμαι. Αλλά η ευθύνη δεν είναι μόνο ατομική. Είναι και συλλογική. Η κοινωνία που τη δημιούργησε, που τη μόρφωσε να είναι ένα όμορφο αντικείμενο για επίδειξη, που την παντρεύτηκε—σχεδόν την πούλησε—με έναν άνδρα που δεν την αγαπούσε, που της έμαθε να ζει με ψεύτικες αξίες και ψεύτικα συναισθήματα, αυτή η κοινωνία έχει την πρώτη ευθύνη.»
Σηκώθηκε ξανά και άρχισε να περπατά αργά στη σάλα. «Η Άννα είναι θύμα και θύτης ταυτόχρονα. Και αυτή είναι η τραγωδία της. Αν ζούσε σε μια κοινωνία που σεβόταν την αληθινή αγάπη, που τιμούσε την ειλικρίνεια πάνω από την υποκρισία, ίσως θα μπορούσε να βρει έναν άλλο δρόμο. Αλλά δεν ζούσε σε μια τέτοια κοινωνία. Ζούσε στη δική μας. Στη Ρωσία του 19ου αιώνα, όπου οι γυναίκες είναι ακόμα ιδιοκτησία των ανδρών τους, όπου ένας γάμος δεν μπορεί να διαλυθεί παρά μόνο με την άδεια της Εκκλησίας και του Τσάρου.»
Η θέση της γυναίκας
Η απάντηση αυτή έφερε μια νέα σιωπή. Ήταν σαν να είχε ανοίξει ένα παράθυρο και να είχε μπει ένα ρεύμα παγωμένου αέρα από τη στέπα, υπενθυμίζοντάς μας ότι δεν μιλούσαμε για αφηρημένες ιδέες, αλλά για την ίδια τη ζωή μας, για τις δικές μας επιλογές και αμαρτίες.Η δασκάλα Όλγα Σεργκέγιεβνα πήρε τον λόγο, με μια φωνή χαμηλή αλλά σταθερή. «Λέων Νικολάγιεβιτς, εσείς μιλάτε για τον Λέβιν ως το αντίδοτο στην Άννα. Αλλά ο Λέβιν είναι άνδρας, γαιοκτήμονας, με ελευθερία και δύναμη. Η Άννα είναι γυναίκα, δέσμια των κανόνων της κοινωνίας της. Δεν είναι αυτή η διαφορά καθοριστική;»
Ο Τολστόι την κοίταξε με σεβασμό και κάτι σαν θαυμασμό. «Έχετε απόλυτο δίκιο, ματούσκα», είπε χρησιμοποιώντας την τρυφερή λέξη που σημαίνει «μητέρα» αλλά χρησιμοποιείται και για γυναίκες με σεβασμό. «Η θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας είναι μια από τις μεγαλύτερες αδικίες. Η Άννα δεν έχει τις ίδιες επιλογές με τον Λέβιν. Δεν μπορεί να φύγει στην ύπαιθρο και να ζήσει ως αγρότισσα, να βρει την πίστη στη δουλειά της γης, να θερίσει τα χωράφια με το δρεπάνι. Της απαγορεύεται ακόμα και να δει το παιδί της, τον Σεριόζα που την αγαπά και την χρειάζεται. Η κοινωνία μας είναι ανελέητη με τις γυναίκες που παραβαίνουν τους κανόνες, ενώ είναι επιεικής, σχεδόν συγχωρητική, με τους άνδρες. Αυτή η διπλή ηθική είναι μια από τις πιο σκοτεινές πλευρές μας. Και η Άννα πληρώνει το τίμημά της.»
Ο χαρακτήρας του Βρόνσκι
Η συζήτηση στράφηκε τότε στον χαρακτήρα του Βρόνσκι. Ο Τολστόι τον περιέγραψε με μια μίξη συμπάθειας και απογοήτευσης. «Ο Αλεξέι Κίριλοβιτς Βρόνσκι δεν είναι κακός άνθρωπος», είπε. «Είναι απλώς ένας άνθρωπος του κόσμου του, ένας αξιωματικός της φρουράς με τιμή και θάρρος, που φορά την επιβλητική στολή του με τα χρυσά κουμπιά και τις επιγονατίδες, που καβαλά τα καλύτερα άλογα στους αγώνες, που παίζει χαρτιά στο κλαμπ και χορεύει μαζούρκα στα μπαλ. Αλλά είναι άνθρωπος χωρίς βάθος.»Κάθισε ξανά και συνέχισε. «Αγαπά την Άννα, αλλά η αγάπη του είναι επιφανειακή. Δεν μπορεί να κατανοήσει το βάθος της ψυχικής της ανάγκης. Για αυτόν, η σχέση τους είναι μια περιπέτεια που έγινε δέσμευση, και αργά αργά αρχίζει να τη νιώθει ως βάρος. Δεν το θέλει, δεν το σχεδιάζει, αλλά συμβαίνει. Και η Άννα, με την οξεία ευαισθησία της, το αντιλαμβάνεται. Αυτή η αντίληψη την τρελαίνει, την οδηγεί στη ζήλια, στην παράνοια. Η αγάπη που ήταν η σωτηρία της γίνεται η φυλακή της. Και τελικά, ο θάνατός της.»
Υπάρχει ελπίδα για την Άννα;
Ρώτησα τότε, με μια τόλμη που με εξέπληξε τον ίδιο μου τον εαυτό, «Λέων Νικολάγιεβιτς, υπάρχει κάποια ελπίδα για την Άννα; Υπάρχει κάποιος τρόπος που θα μπορούσε να σωθεί;»Ο Τολστόι με κοίταξε για μια μακρά στιγμή, και στα μάτια του διέκρινα μια απέραντη λύπη. Έξω, ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει, και το φως που έμπαινε από το παράθυρο ήταν τώρα ροδαλό, σχεδόν μελαγχολικό. «Ίσως», είπε τελικά, «αν είχε βρει την πίστη. Όχι την πίστη των τυπικών τελετουργιών, των εικόνων και των λιτανειών, αλλά την πίστη που έχει ο Λέβιν. Την πίστη στο νόημα της ζωής, στην υπέρβαση του εγώ, στην αγάπη που δίνει χωρίς να περιμένει ανταπόδοση.»
Σταμάτησε και κοίταξε έξω στον κήπο, όπου οι σκιές είχαν γίνει πια βαθιές. «Αλλά η Άννα δεν μπόρεσε να βρει αυτή την πίστη. Ήταν πολύ βυθισμένη στον πόνο της, στην απομόνωσή της, στην απελπισία της. Και αυτό είναι το πιο τραγικό. Ότι η σωτηρία ήταν εκεί, μπροστά της, αλλά δεν μπορούσε να την δει. Τυφλώθηκε από το πάθος της, από τον πόνο της, από την οργή της. Και έτσι, ο μόνος δρόμος που έβλεπε ήταν ο δρόμος προς το τέλος. Προς τις ράγες του τρένου, προς το σκοτάδι.»
Η προσωπική εξομολόγηση του Τολστόι
Η νύχτα είχε πέσει πλέον, και το φως των κεριών—τα μεγάλα κεριά από κερί μέλισσας που έκαιγαν στα κηροπήγια—έριχνε τρεμάμενες σκιές στους τοίχους της σάλας. Η ατμόσφαιρα είχε γίνει πιο οικεία, πιο προσωπική. Ο Τολστόι, σαν να είχε αφήσει πίσω του το βάρος του δασκάλου, μίλησε για τη δική του σχέση με το έργο.«Όταν έγραφα την Άννα Καρένινα», είπε, και η φωνή του ήταν τώρα πιο απαλή, σχεδόν εξομολογητική, «ήμουν σε μια περίοδο μεγάλης εσωτερικής σύγχυσης. Είχα πετύχει τα πάντα στα μάτια του κόσμου: φήμη, πλούτη, οικογένεια. Το όνομά μου ήταν γνωστό από την Πετρούπολη μέχρι το Παρίσι. Κι όμως, ένιωθα ένα τεράστιο κενό. Αναρωτιόμουν για το νόημα όλων αυτών. Γιατί ζούμε; Γιατί υποφέρουμε; Γιατί πεθαίνουμε; Αυτά τα ερωτήματα με βασάνιζαν μέρα και νύχτα, με κρατούσαν ξύπνιο τις μακριές νύχτες του χειμώνα, όταν ο άνεμος ούρλιαζε έξω και το χιόνι σκέπαζε τα πάντα.»
Πήρε μια ανάσα. «Και μέσα από τη συγγραφή του βιβλίου, προσπάθησα να τα απαντήσω. Η Άννα είναι η εικόνα της ζωής χωρίς νόημα, της ζωής που στηρίζεται στο πάθος και την ψευδαίσθηση. Ο Λέβιν είναι η αναζήτηση του νοήματος, η πάλη για να βρει κανείς μια αλήθεια που να αξίζει να ζήσει για αυτήν. Και στο τέλος, ο Λέβιν βρίσκει αυτή την αλήθεια. Όχι στα βιβλία, όχι στη φιλοσοφία, αλλά στα λόγια ενός απλού χωρικού, του Φιόντορ, που του λέει: ‘Πρέπει να ζούμε για την ψυχή, να θυμόμαστε τον Θεό’. Αυτή είναι η απάντηση. Απλή, αλλά τόσο δύσκολο να τη ζήσει κανείς.»
Πρόοδος και επανάσταση
Ο νεαρός Ντιμίτρι, που είχε σταματήσει να γράφει και άκουγε με το στόμα ανοιχτό, ρώτησε, «Αλλά Λέων Νικολάγιεβιτς, αυτό δεν είναι πολύ συντηρητικό; Η επιστροφή στη θρησκεία, στην παράδοση; Εμείς, η νέα γενιά, πιστεύουμε στην πρόοδο, στην επιστήμη, στην ελευθερία του ατόμου. Διαβάζουμε τον Μαρξ, τον Μπακούνιν. Θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο με την επανάσταση, όχι με την προσευχή.»Ο Τολστόι χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό του ήταν λυπημένο. «Η πρόοδος, η επιστήμη, η ελευθερία», είπε αργά. «Όλα αυτά είναι ωραίες λέξεις, όπως και η επανάσταση. Αλλά τι σημαίνουν; Η πρόοδος χωρίς ηθική είναι καταστροφή. Η επιστήμη χωρίς αγάπη είναι τυραννία. Η ελευθερία χωρίς ευθύνη είναι χάος. Και η επανάσταση χωρίς συγχώρεση είναι απλώς μια αντικατάσταση μιας τυραννίας με μια άλλη.»
Σηκώθηκε και πλησίασε τον νεαρό. Του έβαλε το χέρι στον ώμο. «Δεν μιλώ για την επιστροφή στη θρησκεία των δογμάτων και των τελετουργιών, των χρυσών άμφιων και των πολυτελών ναών. Μιλώ για την επιστροφή στην ουσία του χριστιανικού μηνύματος: την αγάπη, την ταπεινότητα, την προσφορά. Αυτά δεν είναι συντηρητικά. Είναι επαναστατικά. Είναι τα πιο επαναστατικά πράγματα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σε μια κοινωνία που βασίζεται στην εκμετάλλευση, στην υποκρισία, στην αδικία. Να αγαπάς τον εχθρό σου, να μοιράζεσαι το ψωμί σου με τον πεινασμένο, να συγχωρείς αντί να εκδικείσαι—αυτά είναι πράγματα που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο πιο βαθιά από οποιαδήποτε επανάσταση.»
Μια στιγμή μεταμόρφωσης
Η συζήτηση άρχισε να παίρνει μια πιο προσωπική τροπή. Ο γηραιός Ιβάν Πετρόβιτς, που είχε μείνει σιωπηλός για αρκετή ώρα, μίλησε με μια φωνή που έτρεμε ελαφρά. «Λέων Νικολάγιεβιτς, εγώ είμαι γέρος. Έχω ζήσει τη ζωή μου σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης μου. Έχω κάνει πολλά λάθη, έχω αμαρτήσει. Έχω κακομεταχειριστεί τους χωρικούς μου, έχω ζήσει στην πολυτέλεια ενώ αυτοί πεθαίνανε της πείνας. Αλλά τώρα, στο τέλος της ζωής μου, αναρωτιέμαι: Τι θα αφήσω πίσω μου; Ποιο είναι το νόημα όλων αυτών που έκανα;»Ο Τολστόι σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και πλησίασε τον γέρο. Του έβαλε το χέρι στον ώμο με μια χειρονομία γεμάτη τρυφερότητα. «Φίλε μου, μπράτετς», είπε με την τρυφερή λέξη που σημαίνει «αδελφέ», «δεν είναι ποτέ αργά. Το νόημα δεν βρίσκεται στο παρελθόν, αλλά στο παρόν. Στο τι κάνεις τώρα, αυτή τη στιγμή. Αν ανοίξεις την καρδιά σου στην αγάπη, αν συγχωρήσεις τον εαυτό σου και τους άλλους, αν ζήσεις έστω και μια μέρα με αλήθεια και καλοσύνη, αυτό έχει απεριόριστη αξία. Η ζωή δεν είναι ένα άθροισμα πράξεων. Είναι μια διαρκής δυνατότητα μεταμόρφωσης. Ακόμα και στην τελευταία ανάσα σου, μπορείς να αλλάξεις, να γίνεις καλύτερος.»
Ο γέρος Ιβάν σκούπισε τα μάτια του με το χέρι του, και κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Ήταν μια στιγμή καθαρής, ανθρώπινης σύνδεσης, πέρα από τις ιδέες και τις θεωρίες. Ένιωσα τότε ότι κατάλαβα γιατί ο Τολστόι ήταν κάτι περισσότερο από έναν συγγραφέα. Ήταν ένας θεραπευτής ψυχών, ένας σταρέτς—ένας πνευματικός πατέρας, όπως οι μεγάλοι ασκητές της ρωσικής παράδοσης. Ένας άνθρωπος που, μέσα από τα λόγια του και την παρουσία του, μπορούσε να αγγίξει το βαθύτερο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί όπου κρύβονται ο φόβος, η μοναξιά, η αναζήτηση του νοήματος.
Το δείπνο στη Γιάσναγια Πολυάνα
Καθώς περπατούσαμε προς την τραπεζαρία, η δασκάλα Όλγα με πλησίασε. «Είναι συγκλονιστικό, δεν είναι;» μου ψιθύρισε. «Να βρίσκεσαι τόσο κοντά σε έναν τέτοιο άνθρωπο. Νιώθω ότι κάθε φορά που τον ακούω, αλλάζω λίγο. Γίνομαι πιο αληθινή, πιο ζωντανή.» Κατένευσα. Κι εγώ ένιωθα το ίδιο. Υπήρχε κάτι στην παρουσία του Τολστόι που σε ανάγκαζε να κοιτάξεις μέσα σου, να αντιμετωπίσεις τις αλήθειες που συνήθως αποφεύγεις.Το δείπνο ήταν μια απλή, σχεδόν σπαρτιάτικη υπόθεση, αντικατοπτρίζοντας τις αρχές του οικοδεσπότη. Η τραπεζαρία ήταν απλή, με ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι από δρυ και απλές καρέκλες. Στο τραπέζι, σε απλά κεραμικά πιάτα, σερβίρονταν τα φαγητά: σι—η παραδοσιακή ρωσική σούπα από λάχανο, κρεμμύδια και παντζάρια, που καιγόταν ακόμα στο πιάτο και μύριζε υπέροχα. Δίπλα, ένα μεγάλο κομμάτι από το μαύρο ρωσικό ψωμί—το τσιόρνι χλεμπ που ψήνεται με σίκαλη και έχει μια ξινή, χαρακτηριστική γεύση. Υπήρχε επίσης κάσα—κουάκερ από φαγόπυρο, το αγαπημένο φαγητό των Ρώσων χωρικών—και απλά λαχανικά από τον κήπο: αγγούρια, ντομάτες, κρεμμύδια.
Ο Τολστόι είχε υιοθετήσει έναν σχεδόν χορτοφαγικό τρόπο ζωής, πιστεύοντας ότι η κατανάλωση κρέατος ήταν μια μορφή βίας και εκμετάλλευσης των ζώων. «Το σώμα μας δεν χρειάζεται κρέας», είπε καθώς καθόμασταν. «Χρειάζεται απλά, καθαρά τρόφιμα που έρχονται από τη γη. Τα λαχανικά, τα δημητριακά, τα όσπρια. Αυτά μας δίνουν τη δύναμη να ζήσουμε και να εργαστούμε.»
Κι όμως, παρά τη λιτότητα, το γεύμα ήταν χαρούμενο. Η Σοφία Αντρέγιεβνα, η σύζυγός του, ήταν μια παρουσία ήρεμη αλλά ισχυρή. Φορούσε ένα απλό φόρεμα από σκούρο ύφασμα με λευκό περιλαίμιο, και τα μαλλιά της ήταν δεμένα σε ένα κότσο. Φρόντιζε τους πάντες με μια αθόρυβη αποτελεσματικότητα, γεμίζοντας τα πιάτα, προσφέροντας ψωμί, φροντίζοντας να έχουν όλοι αρκετό τσάι. Μοιραζόταν ιστορίες από τα παιδιά τους—είχαν δεκατρία παιδιά, από τα οποία επέζησαν οκτώ—από τις καθημερινές χαρές και δυσκολίες της οικογενειακής ζωής, και ο Τολστόι την άκουγε με μια έκφραση τρυφερότητας που αντίκειτο στην αυστηρότητα του φιλόσοφου.
Για ποτό, υπήρχε κβας—το παραδοσιακό ρωσικό αναψυκτικό που φτιάχνεται από ζυμωμένο ψωμί σίκαλης και έχει μια ελαφρά αλκοολική περιεκτικότητα και μια ξινή, αναζωογονητική γεύση. Και φυσικά, απεριόριστο τσάι από το σαμοβάρι, που είχε μεταφερθεί στην τραπεζαρία και έβραζε ακόμα, γεμίζοντας τον αέρα με τον ατμό του.
Συζητήσεις για τη λογοτεχνία
Μετά το δείπνο, επιστρέψαμε στη σάλα για τσάι. Ο Τολστόι άναψε την πίπα του—μια απλή ξύλινη πίπα που γέμισε με μαχόρκα, τον χοντρό ρωσικό καπνό—και ο καπνός ανέβαινε σε αργούς σπειροειδείς κύκλους προς την οροφή. Η συζήτηση έγινε πιο χαλαρή, πιο αποσπασματική. Μιλήσαμε για τη λογοτεχνία, για τους άλλους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς.Ο Τολστόι εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Πούσκιν, «τον πατέρα όλων μας», όπως τον αποκάλεσε. «Ο Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς», είπε με σεβασμό, «ήταν ο πρώτος που μας έδειξε ότι η ρωσική γλώσσα μπορεί να είναι όμορφη, μουσική, ποιητική. Πριν από αυτόν, η αριστοκρατία μας μιλούσε γαλλικά και θεωρούσε τα ρωσικά γλώσσα των χωρικών. Ο Πούσκιν μας έδωσε την ταυτότητά μας.»
Για τον Ντοστογιέφσκι, η σχέση του ήταν πιο περίπλοκη. «Ο Φιόντορ Μιχάιλοβιτς είναι ένας μεγάλος συγγραφέας», είπε, «αλλά διαφέρουμε θεμελιωδώς. Αυτός βλέπει τη σωτηρία στον πόνο, στην ταπείνωση, στην αποδοχή της δυστυχίας. Πιστεύει ότι μέσα από το βάσανο, μέσα από την κατάπτωση, ο άνθρωπος μπορεί να βρει τον Θεό. Εγώ πιστεύω στη χαρά, στην απλότητα, στη δυνατότητα μιας καλής ζωής εδώ και τώρα, όχι στην άλλη ζωή. Αυτή είναι η διαφορά μας. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ο συγγραφέας της Πετρούπολης, της πόλης των ομιχλών και των λευκών νυχτών, των σκοτεινών γωνιών και των απελπισμένων ψυχών. Εγώ είμαι ο συγγραφέας της υπαίθρου, των χωραφιών και των δασών, του ήλιου και της γης.»
Το μέλλον της Ρωσίας
Ρώτησα τότε για το μέλλον της Ρωσίας. Ο Τολστόι έγινε σκοτεινός. Το πρόσωπό του σκλήρυνε. «Βλέπω σύννεφα στον ορίζοντα», είπε αργά. «Η αδικία, η καταπίεση, η ανισότητα δεν μπορούν να συνεχιστούν για πάντα. Οι χωρικοί πεινούν ενώ εμείς, οι γαιοκτήμονες, ζούμε σε πολυτέλεια. Οι εργάτες στα εργοστάσια δουλεύουν δεκαέξι ώρες τη μέρα για ένα κομμάτι ψωμί, ενώ οι καπιταλιστές πλουτίζουν. Κάποια στιγμή, θα έρθει η εκρηκτική αντίδραση. Και φοβάμαι ότι θα είναι βίαιη, αιματηρή.»Σταμάτησε και κοίταξε τον καπνό της πίπας του. «Γι’ αυτό κηρύττω την αποχή από τη βία, την παθητική αντίσταση, την αλλαγή μέσα από την αγάπη. Αλλά φοβάμαι ότι λίγοι με ακούν. Οι άνθρωποι προτιμούν τις εύκολες λύσεις, την επανάσταση με τα όπλα, το αίμα και τη φωτιά. Και αυτό θα φέρει μόνο περισσότερη δυστυχία, περισσότερο αίμα. Η βία γεννά βία. Η εκδίκηση γεννά εκδίκηση. Μόνο η αγάπη μπορεί να σπάσει αυτόν τον κύκλο.»
Τα λόγια του ήταν προφητικά, αν και εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πόσο προφητικά. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ρωσία θα βυθιζόταν στην επανάσταση του 1905, και μετά στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, στον εμφύλιο πόλεμο, σε μια θύελλα βίας που θα άλλαζε για πάντα το πρόσωπο της χώρας. Αλλά εκείνο το βράδυ, στη Γιάσναγια Πολυάνα, η ιστορία φαινόταν να έχει σταματήσει.
Ήμασταν σε έναν χώρο εκτός χρόνου, όπου οι αιώνιες αλήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης μιλούσαν δυνατότερα από τις πολιτικές αναταραχές. Και η Άννα Καρένινα, με την τραγική της ιστορία, ήταν ένα παράδειγμα αυτών των αιώνιων αληθειών. Η αναζήτηση της αγάπης, η πάλη με την κοινωνία, η σύγκρουση ανάμεσα στο πάθος και την ευθύνη, η μοναξιά της ψυχής που δεν βρίσκει το νόημά της. Όλα αυτά δεν ήταν απλώς θέματα ενός μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Ήταν τα θέματα κάθε ανθρώπινης ζωής, σε κάθε εποχή, σε κάθε τόπο.
Ο αποχαιρετισμός
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, ο Τολστόι με συνόδευσε μέχρι την πόρτα. Ο ουρανός ήταν καθαρός, γεμάτος αστέρια. Η νύχτα της ρωσικής υπαίθρου είχε μια μαγεία που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα. Ο αέρας ήταν δροσερός και μύριζε λίπα—φιλύρα—και υγρό χώμα. Στον ορίζοντα, μπορούσα να διακρίνω τα φώτα από τις ίσμπες των χωρικών, μικρά σημεία φωτός στο απέραντο σκοτάδι.«Θυμηθείτε», μου είπε, κρατώντας το χέρι μου για μια στιγμή, «η Άννα δεν είναι μόνο μια ιστορία. Είναι μια προειδοποίηση και μια πρόσκληση. Προειδοποίηση για τους κινδύνους μιας ζωής χωρίς νόημα, χωρίς πίστη. Και πρόσκληση να αναζητήσουμε αυτό το νόημα, αυτή την πίστη, όχι στα μεγάλα πράγματα, αλλά στα μικρά. Στην καθημερινή καλοσύνη, στην ειλικρινή αγάπη, στην ταπεινή προσφορά. Αυτή είναι η διδαχή του Λέβιν. Και αυτή είναι η διδαχή της ζωής.»
Με ευλόγησε με το σημείο του σταυρού, όπως κάνουν οι Ρώσοι όταν αποχαιρετούν κάποιον για μακρύ ταξίδι. «Ιντί ς Μπόγκομ», είπε—«Πήγαινε με τον Θεό». Και εγώ απάντησα με το παραδοσιακό «Πρασάιτε»—«Συγχωρέστε με», που είναι ο τρόπος που οι Ρώσοι ζητούν συγχώρεση για οποιαδήποτε αθέλητη προσβολή πριν φύγουν.
Καθώς η τρόικα με απομάκρυνε από τη Γιάσναγια Πολυάνα, κοίταξα πίσω για τελευταία φορά. Το σπίτι ήταν πια μια σκιά στο σκοτάδι, αλλά το φως από τα παράθυρα έλαμπε ακόμα, σαν ένας φάρος στη νύχτα. Και κουβαλούσα μέσα μου όχι μόνο τις λέξεις του Τολστόι, αλλά την αίσθηση μιας βαθιάς αλλαγής.
Επίλογος
Είχα πάει στη Γιάσναγια Πολυάνα ως αναγνώστης, ως θαυμαστής. Έφευγα ως μαθητής, ως αναζητητής. Η συνάντηση με τον Λέοντα Νικολάγιεβιτς Τολστόι και η συζήτηση για την Άννα Καρένινα δεν ήταν απλώς μια λογοτεχνική εμπειρία. Ήταν μια πνευματική μύηση, μια πρόσκληση να ζήσω τη ζωή μου με περισσότερη αλήθεια, περισσότερη αγάπη, περισσότερο νόημα.
Καθώς η άμαξα κουνιόταν στον χωματόδρομο, άκουγα τον αμαξά να τραγουδά ξανά, μια μελαγχολική ρομάντσα για την απέραντη ρωσική γη, για τη μοναξιά και την αναζήτηση. Και κατάλαβα ότι αυτό το τραγούδι, αυτή η μελαγχολία, αυτή η αναζήτηση, ήταν η ίδια η ψυχή της Ρωσίας. Η ψυχή που ο Τολστόι είχε αποτυπώσει στα έργα του, και ιδιαίτερα στην Άννα Καρένινα.
Και αυτή η πρόσκληση, όπως κατάλαβα αργότερα, ήταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει ένας δάσκαλος. Όχι απαντήσεις, αλλά ερωτήματα. Όχι δόγματα, αλλά αναζήτηση. Όχι βεβαιότητες, αλλά πίστη στη δυνατότητα της αλλαγής, της μεταμόρφωσης, της σωτηρίας μέσα από την αγάπη και την προσφορά.
Πέρασαν χρόνια από εκείνη τη συνάντηση στη Γιάσναγια Πολυάνα. Ο Κόμης Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι δεν είναι πια ανάμεσά μας. Έφυγε από τη ζωή το 1910, σε έναν μικρό σιδηροδρομικό σταθμό στην Αστάποβο, μακριά από το σπίτι του, σε μια τελευταία απόπειρα να ζήσει σύμφωνα με τις ιδέες του, να ξεφύγει από τις αντιφάσεις της ύπαρξής του. Ήταν ογδόντα δύο ετών, και το τέλος του ήταν τόσο δραματικό όσο και η ζωή του.
Αλλά τα λόγια του, τα έργα του, και πάνω απ’ όλα, το παράδειγμά του, συνεχίζουν να ζουν. Η Άννα Καρένινα παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών, όχι μόνο για την καλλιτεχνική του τελειότητα, αλλά για το βάθος της ανθρώπινης κατανόησης που περιέχει. Κάθε φορά που το ξαναδιαβάζω, ανακαλύπτω κάτι νέο, μια νέα απόχρωση, μια νέα αλήθεια.
Και κάθε φορά, θυμάμαι εκείνο το απόγευμα στη Γιάσναγια Πολυάνα. Το φως του ηλιοβασιλέματος που έπεφτε πάνω στα χωράφια του τσερνόζεμ. Τη μυρωδιά των φιλύρων και του φρεσκοκομμένου χόρτου. Το βουητό του σαμοβαριού και τη γεύση του μαύρου τσαγιού. Τη φωνή του γέρου Κόμη, βαθιά και βραχνή, γεμάτη σοφία και πόνο. Και την αίσθηση ότι άγγιζα, έστω και για λίγο, κάτι αιώνιο και αληθινό.
Η Ρωσία άλλαξε. Ήρθε η επανάσταση που φοβόταν ο Τολστόι, με όλη τη βία και το αίμα της. Η Γιάσναγια Πολυάνα έγινε μουσείο. Αλλά το μήνυμα παραμένει. Η αναζήτηση του νοήματος, η πίστη στην αγάπη, η πρόσκληση να ζήσουμε με αλήθεια και προσφορά. Αυτά δεν γερνούν ποτέ. Αυτά είναι αιώνια, όπως η ίδια η ανθρώπινη ψυχή.
—
ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΡΩΣΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
Βαλένκι (Ρωσικά: Валенки): Παραδοσιακές μάλλινες μπότες που φορούσαν οι Ρώσοι χωρικοί και αργότερα υιοθετήθηκαν από όλες τις κοινωνικές τάξεις για προστασία από το ρωσικό κρύο.
Βαρένιε (Ρωσικά: Варенье): Γλυκό του κουταλιού από φρούτα (κεράσια, φράουλες, βατόμουρα) που σερβίρεται με το τσάι, είτε διαλυμένο μέσα του είτε ως συνοδευτικό.
Βέρστι (Ρωσικά: Верста): Παλιά ρωσική μονάδα μέτρησης απόστασης, ίση με περίπου 1,067 χιλιόμετρα.
Δεσιατίνα (Ρωσικά: Десятина): Ρωσική μονάδα μέτρησης γης, περίπου 1,09 εκτάρια ή 10,9 στρέμματα.
Ζντράβστβουιτε (Ρωσικά: Здравствуйте): Τυπικός χαιρετισμός στα ρωσικά, που σημαίνει «γεια σας» ή «χαίρετε».
Ιντί ς Μπόγκομ (Ρωσικά: Иди с Богом): Παραδοσιακή ευχή αποχαιρετισμού που σημαίνει «πήγαινε με τον Θεό», χρησιμοποιείται για μακρινά ταξίδια.
Ίσμπα (Ρωσικά: Изба): Παραδοσιακό ρωσικό ξύλινο σπίτι των χωρικών, συνήθως με σκεπή από άχυρο και πολύχρωμα παράθυρα.
Καφτάνι (Ρωσικά: Кафтан): Μακρύ παραδοσιακό ρωσικό παλτό ή ένδυμα με μεταλλικά κουμπιά, που φορούσαν άνδρες όλων των κοινωνικών τάξεων.
Κάσα (Ρωσικά: Каша): Παραδοσιακό ρωσικό πιάτο από βρασμένα δημητριακά (φαγόπυρο, βρώμη, σίκαλη), το βασικό φαγητό των χωρικών.
Κβας (Ρωσικά: Квас): Παραδοσιακό ρωσικό αναψυκτικό από ζυμωμένο ψωμί σίκαλης, με ελαφρά αλκοολική περιεκτικότητα και ξινή, αναζωογονητική γεύση.
Κρασνί Ουγκόλ (Ρωσικά: Красный угол): Η «όμορφη γωνιά» ή «κόκκινη γωνιά» κάθε ρωσικού σπιτιού, όπου τοποθετούνταν οι εικόνες των αγίων και γινόταν η προσευχή.
Λίπα (Ρωσικά: Липа): Η φιλύρα, δέντρο με αρωματικά άνθη πολύ αγαπημένο στη ρωσική λογοτεχνία και κουλτούρα.
Μαχόρκα (Ρωσικά: Махорка): Χοντρός ρωσικός καπνός που καπνίζεται σε πίπα, φθηνότερος από τον εισαγόμενο καπνό.
Ματούσκα (Ρωσικά: Матушка): Τρυφερός τρόπος απευθύνσεως που σημαίνει «μητέρα» ή «μητρούλα», χρησιμοποιείται και για γυναίκες με σεβασμό.
Μπατούσκα (Ρωσικά: Батюшка): Τρυφερός τρόπος απευθύνσεως που σημαίνει «πατέρας» ή «πατερούλης», χρησιμοποιείται και για νεαρούς άνδρες με στοργή.
Μπορς (Ρωσικά: Борщ): Παραδοσιακή ρωσική σούπα από παντζάρια, λάχανο και κρέας, με χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα.
Μπράτετς (Ρωσικά: Братец): Τρυφερή λέξη που σημαίνει «αδελφέ» ή «αδελφάκι», χρησιμοποιείται για να δείξει στοργή και οικειότητα.
Ναλίτσνικ (Ρωσικά: Наличник): Τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα διακοσμητικά πλαίσια γύρω από τα παράθυρα των ρωσικών ξύλινων σπιτιών, που μοιάζουν με δαντέλα.
Νιέτ (Ρωσικά: Нет): Η λέξη «όχι» στα ρωσικά.
Πετσ (Ρωσικά: Печь): Το μεγάλο τούβλινο τζάκι που ήταν το κέντρο κάθε ρωσικού σπιτιού, χρησιμοποιούνταν για θέρμανση, μαγείρεμα και συχνά ως κρεβάτι.
Πιροσκί (Ρωσικά: Пирожки): Μικρά αλμυρά ή γλυκά πιτάκια γεμιστά με κρέας, λάχανο, πατάτες, μανιτάρια ή φρούτα, το αγαπημένο σνακ των Ρώσων.
Πρασάιτε (Ρωσικά: Простите): Η λέξη «συγχωρέστε με», παραδοσιακά λέγεται πριν από αναχώρηση για να ζητηθεί συγχώρεση για τυχόν αθέλητες προσβολές.
Ρομάντσα (Ρωσικά: Романс): Μελαγχολικό ρωσικό τραγούδι, συνήθως για τον έρωτα, τη νοσταλγία ή τη φύση.
Ρούμπασκα (Ρωσικά: Рубашка): Το παραδοσιακό λευκό ή έγχρωμο πουκάμισο με κεντήματα στο λαιμό και τα μανίκια, που φορούσαν Ρώσοι άνδρες όλων των τάξεων.
Σαμοβάρι (Ρωσικά: Самовар): Το μεταλλικό δοχείο για βράσιμο νερού που είναι το σύμβολο της ρωσικής φιλοξενίας, χρησιμοποιείται για την παρασκευή τσαγιού.
Σι (Ρωσικά: Щι): Παραδοσιακή ρωσική σούπα από λάχανο, κρεμμύδια και συχνά παντζάρια, ένα από τα πιο αγαπημένα φαγητά.
Σολοβέι (Ρωσικά: Соловей): Το αηδόνι, πουλί με μελωδικό τραγούδι που είναι πολύ αγαπημένο στη ρωσική ποίηση και λαϊκή κουλτούρα.
Σπασίμπο (Ρωσικά: Спасибо): Η λέξη «ευχαριστώ» στα ρωσικά.
Σταρέτς (Ρωσικά: Старец): Πνευματικός πατέρας, γέροντας ασκητής της ρωσικής ορθόδοξης παράδοσης που καθοδηγεί τους πιστούς.
Τρόικα (Ρωσικά: Тройка): Το χαρακτηριστικό ρωσικό τρίζυγο αλόγων που τραβούν άμαξα ή έλκηθρο, σύμβολο της ρωσικής ταχύτητας και ελευθερίας.
Τσερνόζεμ (Ρωσικά: Чернозём): Το «μαύρο χώμα», το εξαιρετικά γόνιμο χώμα της νότιας Ρωσίας και της Ουκρανίας, το πιο πλούσιο της Ευρώπης.
Τσιόρνι Χλεμπ (Ρωσικά: Чёрный хλеб): Το μαύρο ψωμί από σίκαλη, βασικό τρόφιμο των Ρώσων, με χαρακτηριστική ξινή γεύση και πυκνή υφή.
Φιόντορ (Ρωσικά: Фёδор): Ρωσικό ανδρικό όνομα, στο μυθιστόρημα ο χωρικός που δίνει στον Λέβιν τη φράση-κλειδί για το νόημα της ζωής.
Χλεμπ-Σόλ (Ρωσικά: Хлеб-соль): Κυριολεκτικά «ψωμί και αλάτι», το ιερό σύμβολο της ρωσικής φιλοξενίας, προσφέρεται στους επισκέπτες ως σημάδι καλωσορίσματος.
ΠΗΓΗ:https://hellas2day.gr/apopsi/mia-synantisi-sti-giasnagia-polyana-o-tolstoi-kai-to-ainigma-tis-annas-karenina?fbclid=IwY2xjawNYtyxleHRuA2FlbQIxMQABHnXgCZA8NvVgZRhD7uD1Tx3Bd3c-imlHP0gDbiNg2aPZkBxmP4qTkVW1EgYI_aem_XdG1-keqG3CTeDevgYultQ
Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.